'Οσιος Παΐσιος: Οι 33 συμβουλές για να γίνουμε καλύτεροι
Ο Παΐσιος ίσως είναι ο μοναδικός μοναχός στη σύγχρονη ιστορία της Ορθοδοξίας για τον οποίο έχουν γραφτεί τα περισσότερα βιβλία, στα οποία οι συγγραφείς μεταφέρουν τις απόψεις του, τις θέσεις του, τις ιδέες του, δημιουργώντας τον δικό τους μύθο γύρω από έναν άνθρωπο που ήθελε να περνά απαρατήρητος.
Δεν ήταν μορφωμένος. Δεν ήταν άνθρωπος που παρακολουθούσε τα σύγχρονα προβλήματα μέσα από τις εφημερίδες, τα μέσα ενημέρωσης και δεν διάβαζε τίποτε άλλο παρά βίους αγίων. Δεν είχε άνεση λόγου, δεν είχε θεολογική κατάρτιση με την έννοια του διανοούμενου της Εκκλησίας. Είχε όμως την πολύ απλή -απλοϊκή πολλές φορές- λογική, την οποία απέκτησε παρακολουθώντας τη φύση. Είχε «αφήσει» τη ζωή του στον Θεό και πίστευε ότι με την προσευχή και τη νηστεία μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί. Ο ίδιος από μικρό παιδί είχε αναδείξει τη νηστεία σε κυρίαρχο ζήτημα, όπως και την προσευχή. Ενα σχισμένο ράσο, λίγα χόρτα, δύο σανίδες για κρεβάτι ήταν αρκετά για τον λιπόσαρκο μοναχό, ο οποίος νήστευε πολύ και προσευχόταν ακόμη περισσότερο. Ολο του το νοικοκυριό ήταν ένα κονσερβοκούτι, το οποίο χρησιμοποιούσε για κατσαρόλα, ποτήρι και φλιτζάνι, και ένα κουτάλι. Ολα τα άλλα πίστευε ότι με τη νηστεία και την προσευχή θα τα φρόντιζε ο Θεός. Αυτό από μόνο του τον «αγιοποιούσε» στα μάτια των επισκεπτών του!
Γεννήθηκε Ιούλιο του 1924 και πέθανε Ιούλιο του 1994, ακριβώς μετά από 70 χρόνια. Αυτό για πολλούς ήταν «ένα διαφορετικό σημάδι».
Οταν ήταν παιδί, η δοκιμασία που είχε επιβάλει στον εαυτό του ήταν ο ελάχιστος ύπνος, το ελάχιστο φαγητό και η αυστηρότατη νηστεία.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, είχε φτάσει σε σημείο να περπατά ξυπόλυτος ακόμη και πάνω σε αγκάθια για να συνηθίζει στον πόνο.
Λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και όταν οι μεγάλες δυνάμεις προσπαθούσαν να βάλουν «τέλος στο ελληνοτουρκικό πρόβλημα», προκρίνοντας τη λύση της ανταλλαγής των πληθυσμών, στα Φάρασα της Καππαδοκίας η οικογένεια του Πρόδρομου και της Ευλογίας Εζνεπίδη αποκτούσε ένα ακόμη υγιέστατο αγοράκι, στις 25 Ιουλίου του 1924.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Προκόπιος Θεοδοσίου. Για να γλιτώσει από τους Τούρκους όμως, άλλαξε και πάλι το όνομά του και το έκανε Εζνεπίδης, που σημαίνει αλλοδαπός.
Η μητέρα του Ευλογία ανήκε στο γένος Φραγκοπούλου και ήταν συγγενής του Αρσένιου. Παντρεύτηκε τον Πρόδρομο Εζνεπίδη σε ηλικία 15 χρόνων, με τον οποίο απέκτησε δέκα παιδιά, τα δύο πρώτα όμως πέθαναν. Το τρίτο το βάπτισε ο Αρσένιος και του έδωσε το όνομα Ζωή και από τότε όλα έζησαν και μεγάλωσαν φυσιολογικά. Τα δύο κορίτσια που δεν έζησαν, ήταν η Αικατερίνη και η Σωτηρία. Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν η Ζωή, η Μαρία, ο Ραφαήλ, η Αμαλία, ο Χαράλαμπος, ο Αρσένιος (ο γέροντας Παΐσιος), η Χριστίνα και ο Λουκάς.
Το 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, όπως και εκατοντάδες άλλες, επιβιβάστηκε σε πλοίο για τον Πειραιά. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και μέσα στον συνωστισμό που επικρατούσε, κάποιος πάτησε το βρέφος, αλλά τελικά το παιδί σώθηκε. Πολύ αργότερα ο Παΐσιος έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Αν είχα πεθάνει τότε που είχα τη χάρη του βαπτίσματος, θα με έριχναν στη θάλασσα να με φάνε τα ψάρια και τουλάχιστον θα μου έλεγε ευχαριστώ κανένα ψαράκι και θα πήγαινα στον παράδεισο».
Η οικογένεια έμεινε για λίγο στον Πειραιά και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο κάστρο της Κέρκυρας. Εδώ πέθανε και ετάφη ο άγιος Αρσένιος, ακριβώς σαράντα μέρες μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα. Μετά την Κέρκυρα, η οικογένεια πέρασε στην Ηγουμενίτσα για να καταλήξει στην Κόνιτσα, όπου συνεχίζει να ζει μέχρι σήμερα.
Η εγκατάσταση στην Κόνιτσα για όλους τους πρόσφυγες και για την οικογένεια Εζνεπίδη, ήταν αρκετά δύσκολη. Η περιοχή δεν θύμιζε σε τίποτε τα Φάρασα· είχε μόλις 12 χρόνια που είχε ελευθερωθεί από τους Τούρκους και οι ντόπιοι κάτοικοι ήταν σε διαρκή αναβρασμό, λόγω των γεγονότων σε βάρος των Ορθοδόξων στη γειτονική Αλβανία. Παντού στρατός, ξένες αποστολές και πολύς φανατισμός.
Παρά τα προβλήματα, ο Αρσένιος μεγάλωνε μέσα σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η πίστη στον Θεό και τους αγίους, ενώ άκουγε συνεχώς ιστορίες για τον νονό του τον άγιο Αρσένιο, πριν εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
Ετρωγε ελάχιστα και μάλιστα για να παραμείνει λιτοδίαιτος έσφιγγε πολύ τη ζώνη του! Κάποια στιγμή όμως τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του και έπεσε στο κρεβάτι. Πολύ αργότερα περιέγραφε εκείνη του την περιπέτεια: «Τα χέρια μου ήταν σαν των μικρών παιδιών της Αφρικής, διότι ο οργανισμός μου στερήθηκε βασικές τροφές, όταν ήμουν μικρός. Ο λαιμός μου είχε γίνει σαν κοτσάνι κερασιού. Τα παιδιά μου έλεγαν: θα πέσει το κεφάλι σου».
Απομονωνόταν και προσευχόταν την ώρα που τα άλλα παιδιά έπαιζαν στα στενά σοκάκια της Κόνιτσας. Ο,τι δε, διάβαζε, προσπαθούσε να τα εφαρμόζει στην καθημερινότητά του: Κάπου είχε διαβάσει πως όταν φοβάσαι έναν τόπο, θα πρέπει να συχνάζεις εκεί για να το ξεπεράσεις. Ο ίδιος φοβόταν όταν περνούσε από το νεκροταφείο. Πολύ αργότερα μετέφερε μία προσωπική του περιπέτεια: Μια μέρα, εκεί που περνούσε έξω από το νεκροταφείο, είδε έναν άδειο τάφο. Το βράδυ πήγε στο νεκροταφείο και μπήκε μέσα στον τάφο. «Η καρδιά μου κτυπούσε. Στην αρχή ήταν δύσκολο. Μετά συνήθισα. Κάθισα αρκετή ώρα και εξοικειώθηκα.
Πήρα θάρρος και άρχισα να γυρίζω από μνήμα σε μνήμα, προσέχοντας μη με δουν και με περάσουν για φάντασμα. Αυτό ήταν, πήγα τρία βράδια στο νεκροταφείο και μου πέρασε ο φόβος».
Η πορεία του, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα μικρό παιδί, είχε δρομολογηθεί από τον ίδιο και το πάθος του για τον Θεό:
Με την πρώτη ευκαιρία χανόταν στο δάσος, μάζευε βελανίδια, τα περνούσε σε ένα σκοινί και τα έκανε κομποσκοίνι, για να μετρά τις προσευχές και τις μετάνοιες, όπως έκαναν οι κανονικοί μοναχοί. Οπως συμβαίνει στα χωριά, πολλοί ήταν εκείνοι που μάλλον τον χαρακτήριζαν «αλλοπαρμένο».
Οποιος τον ρωτούσε «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις», αυτός απαντούσε μονολεκτικά και αποφασιστικά: καλόγερος.
Και δεν άργησε να κάνει την πρώτη προσπάθεια να γίνει μοναχός-ασκητής στην ηλικία των 11 χρόνων.
Τελείωσε το δημοτικό με βαθμό οκτώ και διαγωγή «κοσμιωτάτη». Στην Κόνιτσα όμως δεν είχε γυμνάσιο και έτσι στράφηκε προς την ξυλουργική, ένα επάγγελμα που τον συγκινούσε ιδιαίτερα, αφού ξυλουργός ήταν και ο Ιωσήφ!
Μεγαλώνοντας και αφού είχε εξελιχθεί σε πολύ καλό τεχνίτη, άνοιξε δικό του ξυλουργείο. Πολλοί στην Κόνιτσα αναφέρουν ένα περιστατικό μεταξύ του Αρσενίου και του πατέρα του, που είναι χαρακτηριστικό του πάθους του για τον μοναχισμό: Σε έναν γάμο ο πατέρας του «ευχήθηκε και στις χαρές σου». Εκείνος από αντίδραση δεν του ξαναφίλησε το χέρι! Ο δρόμος που είχε πάρει δεν είχε γυρισμό. Απλώς το νεαρό της ηλικίας του τον περιόριζε κάπως. Μέχρι να βρει την «Ιθάκη του», κάνει φίλους μόνο εκείνα τα παιδιά που έχουν τις ίδιες ανησυχίες με τον ίδιο και παράλληλα ψάχνει να βρει ενάρετους μοναχούς να τον καθοδηγήσουν και να τον βάλουν στον «δρόμο του Θεού».
Τον Μάρτιο του 1953 ήταν πιο έτοιμος από ποτέ να γίνει μοναχός.
Σε όσους τον ρωτούσαν γιατί επέλεξε τον δρόμο αυτόν, απαντούσε: «Η Εκκλησία μας διδάσκει δύο δρόμους. Τον μοναχισμό και τον γάμο. Το βόδι που δεν πάει ούτε στον ζυγό ούτε στην αυλακιά, πάει στον χασάπη».
Εναν χρόνο αργότερα, στις 27 Μαρτίου του 1954, παίρνει ρασοευχή και του δίνεται το όνομα Αβέρκιος. Στις 12 Μαρτίου του 1956 αφήνει τη μονή Εσφιγμένου και εγκαθίσταται στη Φιλοθέου. Στις 3 Μαρτίου του 1957 κείρεται μοναχός και παίρνει το όνομα Παΐσιος. Στη μητέρα του στέλνει επιστολή με την υπογραφή «Μοναχός Παΐσιος Φιλοθεΐτης», περήφανος για την εξέλιξή του.
Το 1970 μεταφέρει από την Κόνιτσα στο ησυχαστήριο της Σουρωτής τα λείψανα του Αγίου Αρσενίου, με την ευχή να ταφεί και αυτός μία μέρα δίπλα «στον γέροντά του».
Στις 29 Οκτωβρίου του 1972 επισκέπτεται για πρώτη φορά τη γενέτειρά του, τα Φάρασα, προσκυνά και φεύγει, παίρνοντας μαζί του λίγο χώμα από την πατρίδα που δεν γνώρισε.
Στις 13 Μαΐου του 1979 εγκαθίσταται στην Παναγούδα, κοντά στη Μονή Κουτλουμουσίου. Από δω και πέρα ανοίγεται ο σημαντικότερος για τον ίδιο και τους γύρω του κύκλος της μοναστικής του ζωής.
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 υποβάλλεται σε εγχείρηση στο έντερο και οι γιατροί διαπιστώνουν ότι ο καρκίνος που τον ταλαιπωρεί έχει επεκταθεί σε πολλά σημεία του σώματός του. Ο ίδιος λέει ότι αν θα γίνει καλά, θα επιστρέψει στο Αγιο Ορος. Ομως η υγεία του δεν του το επιτρέπει. Διαισθάνεται το τέλος του και εκφράζει την επιθυμία του να ταφεί στη Σουρωτή.
Στις 12 Ιουλίου του 1994, ημέρα Τρίτη, σε ηλικία 70 χρόνων, ο γέροντας Παΐσιος εκοιμήθη και ετάφη στο ησυχαστήριο που είναι δίπλα στον ναό του Αγίου Αρσενίου.
Τα σοφά του λόγια…
-Με βλάσφημους λογισμούς βασανίζει ο διάβολος συνήθως τους ευαίσθητους ανθρώπους, για να τους θλίβει και να τους φέρνει σε απόγνωση.
-Οι βλάσφημοι λογισμοί είναι όπως τα αεροπλάνα που μας ενοχλούν με τον θόρυβό τους χωρίς να το θέλουμε, αλλ’ ούτε και μπορούμε να το εμποδίσουμε.
-Το βαρύ αντιαεροπορικό είναι η ψαλμωδία, γιατί είναι και προσευχή στον Χριστό αλλά και περιφρόνηση στον διάβολο.
-Στην αρχή της πνευματικής ζωής ο αγωνιζόμενος διώχνει τους κακούς λογισμούς με τη μελέτη την πνευματική, την αδιάλειπτη προσευχή και την φιλότιμη άσκηση. Μετά έρχονται πια όλο καλοί λογισμοί. Αργότερα σταματάνε και οι καλοί λογισμοί και νιώθει ένα άδειασμα, και μετά έρχεται ο θείος φωτισμός στον άνθρωπο.
-Τον πονηρό γνωρίζει ο άνθρωπος του Θεού, ενώ τους καλούς λογισμούς των ανθρώπων ο πονηρός δεν τους γνωρίζει.
-Η μεγαλύτερη αρρώστια στην εποχή μας
είναι οι μάταιοι λογισμοί των κοσμικών ανθρώπων, που φέρνουν το άγχος.
Την θεραπεία τη δίνει μόνο ο Χριστός με την
ψυχική γαλήνη, μαζί και την αιωνιότητα, αρκεί να μετανοήσει ο άνθρωπος και να στραφεί στον Χριστό.
-Ο πολύ αμαρτωλός έχει και πολύ υλικό για ταπείνωση και η πολλή ταπείνωση δέχεται την Θεία Χάρη, αρκεί ο άνθρωπος να αποφεύγει στην συνέχεια τις αφορμές, τα αίτια, για να την διατηρήσει.
-Η έρημος πολύ βοηθάει για την εξάλειψη των ψυχικών παθών, διότι και η αγριάδα εξαφανίζεται στην άγονη έρημο, ενώ στον βούρκο γίνεται σαν καλάμι .Μη θαυμάζετε αυτούς που πλησιάζουν στο φεγγάρι, αλλ’ αυτούς που αποφεύγουν το κοσμικό φρόνημα και πλησιάζουν στον Θεό και αγάλλονται.
-Ο άνθρωπος που απομακρύνεται από τον Θεό, ανάπαυση ψυχική δεν βρίσκει ούτε στην πρόσκαιρη αυτή ζωή αλλ’ ούτε και στην αιώνια. Διότι όποιος δεν πιστεύει στον Θεό και στην μέλλουσα αιώνια ζωή, μένει απαρηγόρητος και σ’ αυτήν τη ζωή, καταδικάζει και την ψυχή του αιώνια.
-Οσο απομακρύνονται οι άνθρωποι από την φυσική ζωή, την απλή, και προχωρούν στην πολυτέλεια, αυξάνουν και το ανθρώπινο άγχος. Και όσο προχωρεί η κοσμική ευγένεια, τόσο χάνεται και η απλότητα, η χαρά και το φυσικό ανθρώπινο χαμόγελο.
-Ο Θεός είναι άπειρος νους, και ο άνθρωπος με τον νου Τον πλησιάζει.
-Ο Θεός είναι άπειρη αγάπη και με καθαρή καρδιά ο άνθρωπος ζει τον Θεό. Ο
Θεός είναι απλός και με απλότητα πιστεύει ο άνθρωπος και αγωνίζεται
ταπεινά και φιλότιμα, ζει τα μυστήρια του Θεού.
-Τα χρόνια περνάνε, οι άνθρωποι γερνάνε. Μην κάθεστε λοιπόν στο σταυροδρόμι. Διαλέξτε έναν Σταυρό ανάλογα με το φιλότιμό σας και προχωρείτε σ’ έναν δρόμο από τους δύο της Εκκλησίας μας, και ακολουθήστε τον Χριστό στην Σταύρωση, εάν θέλετε να χαρείτε αναστάσιμα.
-Οι ανθρώπινοι σταυροί είναι απλώς σταυρουδάκια, που μας βοηθάνε για την σωτηρία της ψυχής μας, ενώ του Χριστού ήταν πολύ βαρύς, διότι δεν χρησιμοποίησε την θεϊκή Του δύναμη για τον εαυτό Του.
-Το καλύτερο φάρμακο για την κάθε δοκιμασία μας είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία των συνανθρώπων μας, αρκεί να τη φέρουμε στον λογισμό μας.
-Ο Ιησούς είναι γλυκύς και όποιος ακουμπήσει την πίκρα του πόνου του στον Χριστό, το πικρό μεταβάλλεται σε γλυκό σιρόπι.
-Θέλεις η προσευχή σου να γίνει καρδιακή, για να είναι ευπρόσδεκτη στον Θεό;
Κάνε τον πόνο του συνανθρώπου σου δικό σου πόνο. Και μόνο ένας καρδιακός
αναστεναγμός για τον πλησίον σου, φέρει θετικά αποτελέσματα. Η θεϊκή
πληροφορία της ευπρόσδεκτης προσευχής είναι η θεία παρηγοριά που νιώθει
μετά
την προσευχή ο άνθρωπος.
-Η νυκτερινή ήσυχη προσευχή πολύ βοηθάει με την ηρεμία της και είναι πιο αποτελεσματική και για την δική μας πνευματική ανάπτυξη, όπως και η νυκτερινή σιωπηλή βροχή πολύ ωφελεί στην ανάπτυξη των φυτών.
-Ο ύπνος μετά την δύση του ηλίου πολύ ωφελεί στο σώμα. Αλλά και η αγρυπνία μετά την δύση του ηλίου πολύ βοηθάει την ψυχή με την κατανυκτική προσευχή.
-Τραβάτε συνέχεια κομποσκοίνι, μέχρι να ξεπαγώσουν τα πνευματικά λάδια, για να πάρει εμπρός η πνευματική μηχανή, να δουλεύει μόνη της η καρδιά την ευχή.
-Ανάλογα με την θυσία και την προσευχή που κάνει ο άνθρωπος για τον εαυτό του ή για τον συνάνθρωπό του, θα δεχθεί και την θεία βοήθεια.
-Η εμπιστοσύνη στον Θεό για ό,τι δεν γίνεται ανθρωπίνως, είναι μία μυστική συνεχής προσευχή με θετικά αποτελέσματα.
-Οποιος εμπιστεύεται στον Θεό, σπέρνει δοξολογία και δέχεται την θεϊκή χαρά και την αιώνια ευλογία. Οποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριά και αποθηκεύει άγχος.
-Την γλυκιά ζωή δεν την αισθάνονται αυτοί που την χαίρονται κοσμικά, αλλ’ αυτοί που ζουν πνευματικά και δέχονται τις πίκρες με χαρά, σαν ιαματικά βότανα για την υγεία της ψυχής και τρέφονται μόνο για την συντήρηση του σώματος.
-Εάν πεινάει ο πλησίον σου, δώσε την τροφή σου. Εάν δεν υπάρχει πεινασμένος άνθρωπος, δώσε την τροφή σου στα πεινασμένα ζώα, γιατί εσύ θα ωφεληθείς ψυχικά από τη νηστεία για τον Παράδεισο, ενώ τα καημένα ζώα δεν έχουν Παράδεισο, έχουν όμως και το καλό, που δεν έχουν ούτε κόλαση.
-Η χαρά που νιώθει ο άνθρωπος όταν δέχεται υλική ευλογία, είναι χαρά ανθρώπινη. Ενώ η χαρά που νιώθει όταν δίνει ο άνθρωπος, είναι θεϊκή. Η θεϊκή έρχεται με το δόσιμο!
-Την πνευματική αλλοίωση που δέχεται η ψυχή μαζί με την καρδιακή αγαλλίαση κι από μια μικρή ελεημοσύνη ή καλοσύνη προς τον συνάνθρωπο, δεν μπορεί τη δώσει ούτε ο μεγαλύτερος καρδιολόγος, ακόμη και εάν του δώσεις ένα σακί δολάρια.
-Οποιος κουράζεται για τον πλησίον του από καθαρή αγάπη, ξεκουράζεται με την κούραση. Ενώ εκείνος που αγαπάει τον εαυτό του και τεμπελιάζει, κουράζεται και με το να κάθεται.
-Ο προκομμένος άνθρωπος, σε όποια ζωή κι αν βρεθεί, είτε Μοναχός είτε λαϊκός, θα κάνει προκοπή πνευματική γιατί θα εργασθεί φιλότιμα. Ενώ ο άνθρωπος που δεν καλλιεργεί το φιλότιμο που του χάρισε ο Θεός, ανεπρόκοπος θα είναι και στην μία ζωή και στην άλλη.
-Τα καημένα τα ζώα είναι καλύτερα στους τρόπους από τους αναίσθητους ανθρώπους, διότι αγοράζονται και από πονόψυχους και από άσπλαχνους και υποτάσσονται αδιάκριτα και εργάζονται σκληρά και υπομένουν αγόγγυστα χωρίς κανέναν μισθό. Επομένως, μας πέρασαν και στην ακτημοσύνη και στην υπομονή και στην υπακοή.
-Ανώτερη αγάπη έχει ο άνθρωπος που σηκώνει ταπεινά το σφάλμα του συνανθρώπου του, παρά εκείνος που σηκώνει τον βαρύ τουρβά του συνοδοιπόρου του.
-Δέξου την αδικία σαν μεγάλη ευλογία, γιατί αποταμιεύεις απ’ αυτήν ουράνια ευλογία. Μην επιδιώκεις όμως να σε αδικούν, γιατί αυτό κρύβει κακότητα ευγενική.
-Οταν αδικείσαι να μη λες : «Να το βρει από τον Θεό», γιατί τότε καταριέσαι με ευγένεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου