Γέροντα, ἡ ἀπιστία ἔχει ἐξαπλωθῆ πολὺ στὴν ἐποχή μας.
– Ναί, ἀλλὰ συχνὰ βλέπει κανεὶς καὶ σ ̓ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ λένε ὅτι δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ νὰ ὑπάρχη μέσα τους κρυμμένη λίγη πίστη. Μιὰ φορὰ μοῦ εἶπε ἕνα παλληκάρι:«Δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός».«Ἔλα πιὸ κοντά, τοῦ εἶπα. Ἀκοῦς τὸ ἀηδόνι ποὺ κελαηδάει; Ποιός τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα αὐτό;». Τὸ καημένο ἕνα κι ἕνα συγκινήθηκε. Ἔφυγε ἐκείνη ἡ σκληράδα τῆς ἀπιστίας καὶ ἄλλαξε τὸ προσωπάκι του.Ἄλλη φορὰ εἶχαν ἔρθει δύο ἐπισκέπτες στὸ Καλύβι. Ἦταν περίπου σαράντα πέντε χρονῶν καὶ ζοῦσαν πολὺ κοσμικὴ ζωή. Ὅπως ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ λέμε «ἀφοῦ εἶναι μάταιη αὐτὴ ἡ ζωή, τὰ ἀρνούμαστε ὅλα», ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά,εἶπαν «δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ» καί, ὅταν ἦταν νέοι, ἄφησαν τὶς σπουδές τους καὶ ρίχτηκαν στὴν κοσμικὴ ζωή. Ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ γίνουν ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ράκη. Ὁ πατέρας τοῦ ἑνὸς πέθανε ἀπὸ τὴν στενοχώρια. Ὁ ἄλλος κατέστρεψε τὴν περιουσία τῆς μάνας του καὶ τὴν ἔκανε καρδιακιά. Μετὰ ἀπὸ τὴν συζήτηση ποὺ κάναμε, εἶδαν τὰ πράγματα ἀλλιῶς.«Ἐμεῖς ἀχρηστευθήκαμε», ἔλεγαν. Ἔδωσα στὸν ἕναν μιὰ εἰκόνα γιὰ τὴν μάνα του. Πῆγα νὰ δώσω καὶ στὸν ἄλλο μία εἰκόνα, ἀλλὰ δὲν τὴν ἔπαιρνε.«Δῶσε μου ἕνα σανιδάκι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πριονίζεις, μοῦ λέει. Δὲν πιστεύω στὸν Θεό· στοὺς Ἁγίους πιστεύω». Τότε τοῦ εἶπα:«Ἢ καθρέφτης εἶναι κανεὶς ἢ καπάκι ἀπὸ κονσερβοκούτι, ἂν δὲν πέσουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ἐπάνω του, δὲν γυαλίζει.
Οἱ Ἅγιοι ἔλαμψαν μὲ τὶς ἀκτίνες τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὰ ἀστέρια παίρνουν φῶς ἀπὸ τὸν ἥλιο».Τοὺς καημένους τοὺς νέους τοὺς ζαλίζουν μὲ διάφορες θεωρίες. Εἶχα προσέξει ἐκεῖ στὸ Καλύβι ὅτι συνήθως δύο μαρξιστὲς πενηντάρηδες ἔμπαιναν στὰ γκροὺπ τῶν νέων, γιὰ νὰ τοὺς ζαλίζουν. Οἱ μαρξιστὲς δὲν πιστεύουν καί, ὅταν πᾶς νὰ τοὺς ἀποδείξης τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, κρίνουν τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ὅλο ἐρωτήσεις· «γιατί αὐτό, γιατί ἐκεῖνο κ.λπ.». Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας λέει ὅτι αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλουν νὰ σωθοῦν, δὲν καταλαβαίνουν18. Μιὰ φορὰ τοὺς εἶπα:«Βλέπετε τὰ ἀστέρια; Αὐτὰ δὲν εἶναι βιδωμένα· κάποιος τὰ κρατᾶ στὸ στερέωμα. Γιὰ τὸν Χριστό, ὅσα εἶπαν οἱ Προφῆτες ἐκπληρώθηκαν. Ἔχουμε τόσους Μάρτυρες, ποὺ ἦταν πρὶν πολὺ ἄπιστοι,δήμιοι, εἰδωλολάτρες, καὶ μετὰ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν. Μερικοὺς τοὺς ἔκοβαν τὴν γλῶσσα, γιὰ νὰ μὴ μιλᾶνε γιὰ τὸν Χριστό, καὶ μὲ κομμένη γλῶσσα μιλοῦσαν καλύτερα! Κάθε μέρα ἔχουμε τόσους Ἁγίους ποὺ ἑορτάζουν! Εἶναι ζωντανὴ ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἐμεῖς δὲν τοὺς βρίσκουμε, ἐκεῖνοι μᾶς βρίσκουν! Πολλοὶ ἀσκητὲς στὴν ἔρημο, ποὺ δὲν ἔχουν ἡμερολόγιο καὶ δὲν ξέρουν ποιός Ἅγιος γιορτάζει, λένε «Ἅγιοι τῆς ἡμέρας, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν» καὶ παρουσιάζονται οἱ Ἅγιοι καὶ τοὺς φανερώνουν καὶ τὸ ὄνομά τους· καὶ μάλιστα εἶναι Ἅγιοι μὲ δύσκολα ὀνόματα. Κοιτᾶνε ὕστερα οἱ ἀσκητὲς τὸ ἡμερολόγιο καὶ βλέπουν ὅτι γιορτάζουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ Ἅγιοι ποὺ τοὺς παρουσιάσθηκαν19. Αὐτὸ πῶς τὸ βλέπετε;». Μετὰ μοῦ εἶπαν:«Γιατί πᾶνε οἱ Ἅγιοι στοὺς καλογήρους καὶ δὲν πᾶνε νὰ βοηθήσουν τὸν λαὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη;».«Μὲ τί ἤρθατε ἐδῶ, παλληκάρια; τὰ ρώτησα· μὲ τὸ ἀεροπλάνο;».«Ὄχι, μὲ τὸ αὐτοκίνητο», μοῦ λένε.«Ἐντάξει· στὸν δρόμο ποὺ ἐρχόσασταν, πόσα προσκυνητάρια εἴδατε; Αὐτὰ δὲν φύτρωσαν μὲ τὰ πρωτοβρόχια.Βοηθήθηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπὸ εὐλάβεια τὰ ἔφτιαξαν, καὶ ἀνάβουν καὶ τὰ κανδήλια. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅσο πετοῦν τὰ ὑλικά, τόσο ἀνεβαίνουν. Οἱ ὑλιστές, καὶ αὐτοὶ κάτι ἀπολαμβάνουν· φτιάχνουν π.χ. τόσα κύπελλα,παίρνουν τόσα χρήματα· ἅμα φτιάξουν περισσότερα, παίρνουν περισσότερα. Ἐσεῖς μόνον τὴν προπαγάνδα κάνετε καὶ σταματᾶτε ἐκεῖ· δὲν ἔχετε τίποτε νὰ ἀπολαύσετε.Εἶστε οἱ πιὸ ταλαίπωροι, διότι, ὅταν πετύχετε αὐτὸ ποὺ θέλετε, δὲν θὰ ἔχετε κανένα ἄλλο ἰδανικό, μόνον τὸ βάσανο τῆς μαρξιστικῆς σκλαβιᾶς».
Στὸ τέλος μοῦ εἶπαν:«Εἶσαι πολὺ καλὸς ἄνθρωπος, δίκαιος, σοφός...».
Πάντως εἴτε τὸ θέλουν οἱ ἄνθρωποι εἴτε δὲν τὸ θέλουν, θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ ὅλοι θὰ πιστέψουν, γιατὶ θὰ φθάσουν σὲ ἀδιέξοδο καὶ θὰ ἐπέμβη ὁ Χριστός.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’«Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» ‐ 156 ‐
18 Πρβ.Ἠσ.6,9‐10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου