–Ὅταν λέτε μεγαλύτερο, ἐννοεῖτε στὰ χρόνια ἤ στὴν πνευματική ζωή;
–Κυρίως στὰ χρόνια. Γιατί, βλέπεις, καὶ ἕνας ποὺ εἶναι σὲ προχωρημένη πνευματική κατάσταση, σέβεται ἕναν μεγαλύτερό του.–Εἶναι φυσιολογικό, Γέροντα, νὰ σέβεται κανεὶς περισσότερο ἕναν μικρότερο καὶ πιὸ προοδευμένο πνευματικά ἀπὸ ἕναν μεγαλύτερο καὶ λιγώτερο προοδευμένο;–Ὄχι, δὲν εἶναι σωστή τοποθέτηση αὐτή. Ὅ,τι καὶ ἄν εἶναι ὁ μεγάλος, πρέπει νὰ τὸν σεβασθῆς γιὰ τὴν ἡλικία. Τὸν μεγαλύτερο θὰ τὸν σεβασθῆς γιὰ τὴν ἡλικία καὶ τὸν μικρότερο γιὰ τὴν εὐλάβεια. Ὅταν ὑπάρχη σεβασμός, ὁ μικρός σέβεται τὸν μεγάλο καὶ ὁ μεγάλος τὸν μικρό. Μέσα στὸν σεβασμό εἶναι ἡ ἀγάπη. ὉἈπόστολος Παῦλος λέει: «Τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὴν τιμήν τὴν τιμήν»137.–Ἄν κάνουν παρατήρηση οἱ μικροί στούς μεγάλους, εἶναι κακό;–Αὐτὸ εἶναι τὸ τυπικό της νέας γενιᾶς. Ἀλλά ἡ Γραφή λέει «ἔλεγξον τὸν ἀδελφόν σου»138, δὲν λέει «ἔλεγξον τὸν πατέρα σου».Οἱ σημερινοί νέοι ἔχουν λόγο, ἔχουν τὸ ἀντάρτικο, δίχως νὰ τὸ καταλαβαίνουν. Τὴν θεωροῦν φυσιολογική αὐτήν τὴν συμπεριφορά. Μιλοῦν μὲ ἀναίδεια καὶ σοῦ λένε: «Τὸ εἶπα ἁπλά». Ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τὸ ἀλήτικο, ποὺ δὲν σέβεται τίποτε. Δὲν ὑπάρχει σβεασμός στὴν συμπεριφορά τοῦ μικροῦ πρὸς τὸν μεγάλο καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουν πόσο κακό εἶναι αὐτό. Ὅταν ὁ μικρός λέη κατεστημένο τὸν σεβασμό στὸν μεγάλο, γιὰ νὰ ἔχη δῆθεν προσωπικότητα, τί περιμένεις; Χρειάζεται πολλή προσοχή. Τὸ κοσμικό πνεῦμα, τὸ σύγχρονο, λέει: «Μήν ἀκοῦτε τούς γονεῖς, τούς δασκάλους κ.λπ.». Γι’ αὐτὸ τὰ μικρότερα παιδιά γίνονται χειρότερα τώρα. Μεγαλύτερη ζημιά παθαίνουν ἰδίως ἐκεῖνα τὰ παιδιά ποὺ οἱ γονεῖς τους δὲν καταλαβαίνουν τί κακό τὰ κάνουν μὲ τὸ νὰ τὰ θαυμάζουν καὶ νὰ τὰ θεωροῦν σπουδαία, ὅταν μιλοῦν μὲ ἀναίδεια.Εἶχαν ἔρθει στὸ Καλύβι δυὸ ξαδελφάκια ὀκτώ-ἐννιά χρονῶν μὲ τὸν πατέρα τους. Τὰ πῆρα τὸ ἕνα δεξιά, τὸ ἄλλο ἀριστερά. Ἦταν ἐκεῖ καὶ ἕνας γνωστός μου ζωγράφος, πολύ καλό παιδί καὶ καλλιτέχνης· σὲ ἕνα λεπτό, τάκ-τάκ, τὸν ζωγραφίζει τὸν ἄλλον. «Διονύση, τοῦ λέω, ζωγράφισε τὰ παιδιά ἔτσι ὅπως καθόμαστε μαζί». «Γιὰ νὰ δοῦμε, λέει, ἄν τὰ καταφέρω, γιατί κουνιοῦνται». Ἔβγαλε μία κόλλα καὶ ἄρχισε νὰ ζωγραφίζη. Πετιέται τὸ ἕνα καὶ λέει: «Γιὰ νὰ δοῦμε, βρέ βλάκα, τί θὰ φτιάξης!».καὶ νὰ εἶναι κόσμος μπροστὰ! Ὁ νέος δὲν ταράχτηκε καθόλου. «Αὐτὰ εἶναι τὰ σημερινά παιδιά, Πάτερ!»., μοῦ λέει καὶ συνέχισε νὰ ζωγραφίζη. Ἐμένα μου ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι. Καὶ ὁ πατέρας του σάν νὰ μή συνέβαινε τίποτε! Νὰ λένε ἔτσι σὲ ἄνθρωπο τριάντα χρονῶν καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάθεται καὶ νὰ ζωγραφίζη! Ἀναίδεια, ἀσέβεια καὶ πόσα ἄλλα!... Φοβερό! Ἄντε τώρα κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδιά νὰ θελήση νὰ γίνη καλόγερος. Πόση δουλειά χρειάζεται, γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ παιδί σωστός μοναχός! Ὅταν οἱ μανάδες δὲν τὰπροσέχουν, καταστρέφονται τὰ παιδιά. Ὅλη ἡ βάση εἶναι οἱ μανάδες. Στὴν Ρωσία, ἄν ἄλλαξε κάτι, εἶναι γιατί οἱ μανάδες κρυφά κράτησαν τὴν πίστη, τὴν εὐλάβεια καὶ βοήθησαν τὰ παιδιά. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει καὶ λίγο προζύμι ἀπὸ χριστιανικές οἰκογένειες, ἀλλιῶς θὰ ἤμασταν χαμένοι.–Ἄν αὐτὰ τὰ παιδάκια, Γέροντα, ποῦ μεγαλώνουν ἔτσι, θελήσουν ἀργότερα νὰ ἀλλάξουν ἤ νὰ γίνουν μοναχοί, μποροῦν;–Ἄν πιστέψουν ὅτι δὲν εἶναι καλό αὐτὸ ποὺ ἔκαναν, θὰ τὰ βοηθήση ὁ Χριστός. Δηλαδή, ἄν μπή ἡ καλή ἀνησυχία στὸν ἄνθρωπο, ἔληξε. Ἀλλά, ὅταν νομίζουν ὅτι ἔχουν δίκαιο καὶ λένε γιὰ τὸν ἡγούμενο ἤ τὴν ἡγουμένη: «Τί, δικτάτορα ἔχουμε ἐδῶ; Ποῦ ἀκούσθηκε αὐτὸ στὴν ἐποχή μας;», πῶς νὰ διορθωθοῦν; Φθάνουν μερικά καλογέρια σὲ σημεῖο νὰ μοῦ λένε τέτοιες χαζομάρες.Σιγά-σιγὰ χάνεται τελείως ὁ σεβασμός. Ἔρχονται στὸ Καλύβι νέα παιδιά καὶ τὰ περισσότερα κάθονται μὲ τὸ ἕνα πόδι πάνω στὸ ἄλλο καὶ οἱ γέροι δὲν ἔχουν ποὺ νὰ καθήσουν. Ἀλλά, ἐνῶ βλέπουν ὅτι τὰ κούτσουρα εἶναι πιὸ πέρα, βαριοῦνται νὰ πᾶνε δυὸ βήματα νὰ τὰ μεταφέρουν, γιὰ νὰ καθήσουν. Πρέπει ἐγώ νὰ τὰ φέρω. Καὶ ἐνῶ μὲ βλέπουν ποὺ τὰ κουβαλάω, δὲν ἔρχονται νὰ τὰ πάρουν. Νερό θέλουν νὰ πιοῦν καὶ δὲν πηγαίνουν μόνα τους νὰ πάρουν. Πρέπει ἐγώ νὰ τούς φέρω καὶ δεύτερο κύπελλο. Ὄχι, ἀλήθεια, μοῦ κάνει ἐντύπωση· κοτζάμ παλληκάρια· ἔρχονταιπαρέα τριάντα ἄτομα, μὲ βλέπουν νὰ φέρνω μία κάσα λουκούμια καὶ ἕνα μπετόνι νερό, νὰ κουβαλῶ καὶ τὰ κύπελλα, γιὰ νὰ τούς βολέψω, νὰ κουτσαίνω, καὶ νὰ μήν κουνιοῦνται, καὶ νὰ σηκώνεται νὰ μὲ βοηθήση ἕνας ταξίαρχος, ποὺ ἔχει μπαρουτοκαπνισθῆ. Νομίζουν ὅτι ὅπως πᾶνε σὲ ἕνα ἑστιατόριο ἤ σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο καὶ πάει τὸ γκαρσόν, ἔτσι καὶ στὸ Καλύβι θὰ ἔρθη τὸ γκαρσόν. Πέντε-ἔξι φορές ἔχω κάνει τὸ ἑξῆς: κάνω τὸν κόπο, φέρνω τὸ νερό καὶ τὸ χύνω μπροστὰ τους. «Ἐγώ νὰ σᾶς φέρω τὸ νερό, παλληκάρια, τούς λέω, ἀλλὰ δὲν σᾶς βοηθάει αὐτό!».Στὰ ἀστικά αὐτοκίνητα βλέπεις μικρά παιδιά νὰ κάθωνται καὶ οἱ γέροι νὰ στέκωνται ὄρθιοι. Νέοι νὰ κάθωνται μὲ τὸ ἕνα πόδι πάνω στὸ ἄλλο καὶ μεγάλοι νὰ σηκώνωνται, γιὰ νὰ δώσουν τὴν θέση τους σὲ ἕναν γέρο. Οἱ νέοι δὲν τὴν δίνουν. «Τὴν πλήρωσα, λένε, τὴν θέση»καὶ κάθονται χωρίς νὰ ὑπολογίζουν κανέναν. Παλιότερα τί πνεῦμα ὑπῆρχε! Οἱ γυναῖκες κάθονταν στὰ σοκάκια δεξιά καὶ ἀριστερά καὶ, ὅταν περνοῦσε ὁ παπάς ἤ ἕνας ἡλικιωμένος, σηκώνονταν καὶ αὐτὸ μάθαιναν καὶ στὰ παιδιά τους.Πόσες φορές ἀγανακτῶ! Νὰ εἶναι ἡλικιωμένοι, σοβαροί ἄνθρωποι καὶ μὲ ἀξιώματα καὶ νὰ βλέπης κάτι παιδιά μὲ μία ἀναίδιεα νὰ διακόπτουν τὴν συζήτηση, νὰ λένε χαζομάρες καὶ νὰ τὸ θεωροῦν κατόρθωμα. Τὰ κάνω νόημα νὰ σταματήσουν, τίποτε. Πρέπει νὰ τὰ κάνης ρεζίλι, γιὰ νὰ σταματήσουν· ἀλλιῶς δὲν γίνεται! Σὲ κανένα Πατερικό δὲν γράφει νὰ μιλοῦν ἔτσι οἱ νέοι. Τὸ Γεροντικό λέει, «εἶπε Γέρων», δὲν λέει «εἶπε νέος». Παλιά οἱ μικροί δὲν μιλοῦσαν μπροστὰ στούς μεγάλους καὶ χαίρονταν ποὺ δὲν μιλοῦσαν. Οὔτε κάθονταν ἐκεῖ ποὺ κάθονταν οἱ μεγάλοι. Εἶχαν μία συστολή, μία εὐλάβεια, κοκκίνιζαν, ὅταν μιλοῦσαν σὲ ἕναν μεγαλύτερο. Καὶ ἄν μιλοῦσε κανένα παιδί ἄσχημα στούς γονεῖς του, δὲν θὰ ἔβγαινε στὴν ἀγορά ἀπὸ ντροπή. Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἄν δὲν εἶχε ἄσπρα γένια κανείς, δὲν ἔμπαινε στὸν χορό νὰ ψάλη. Τώρα βλέπεις καὶ δόκιμοι μαζεύονται καὶ προδόκιμοι!... Τέλος πάντων, ἀλλὰ τουλάχιστον νὰ μάθουν νὰ κινοῦνται μὲ σεβασμό καὶ εὐλάβεια.Καὶ βλέπεις μαθητή τῆς Ἀθωνιάδος νὰ λέη στὸν Σχολάρχη, ποὺ εἶναι καὶ Δεσπότης: «Ἅγιε Σχολάρχα, θὰ μιλήσουμε ἴσος πρὸςἴσον». Ἐκεῖ φθάνουν! Καὶ τὸ κακό εἶναι ποῦ σου λέει: «Γιατί, τί εἶπα; Δὲν τὸ καταλαβαίνω». Δὲν λέει: «Μὲ συγχωρῆτε, ἔχει εὐλογία νὰ πῶ ἕναν λογισμό; Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀνοησία», ἀλλὰ ἕνα καὶ ἕνα σάν νὰ μή συμβαίνη τίποτε: «Ἡ γνώμη σου καὶ ἡ γνώμη μου». Κατάλαβες; Αὐτὸ τὸ πνεῦμα δυστυχῶς μπῆκε καὶ στὴν πνευματική ζωή καὶ στὸν Μοναχισμό. Ἀκοῦς δόκιμους μοναχούς νὰ λένε: «Ἐνῶ τοῦ τὸ εἶπα τοῦ Γέροντα, δὲν μὲ καταλαβαίνει! Ἐπανειλημμένως τοῦ τὸ εἶπα». «Καλά, πῶς τὸ λές αὐτὸ τὸ «ἐπανειλημμένως»; Ἔτσι εἶναι σάν νὰ λές: «Δὲν διορθώθηκε ὁ Γέροντας»». «Γιατί, λέει, δὲν μπορῶ νὰ ἐκφέρω τὴν γνώμη μου;». Εἶναι νὰ τινάζεσαι στὸν ἀέρα μὲ κάτι τέτοια. Καὶ στὸ τέλος σου λέει: «Σενοχωρέθηκες; Μὲ συγχωρῆς». Νὰ τὸν συγχωρήσω ὄχι Γι’ αὐτὰ ποὺ εἶπε, ἀλλὰ γιατί ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι μου!
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»-145-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου