Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Η καραμέλα τοῦ ἐπαίνου
–Γέροντα, ἄκουσα κάτι ἐπαίνους καί...
–Ἔ, καὶ τί ἔγινε; Τελείως κούφιο εἶσαι, βρὲ παιδί; Ἐμᾶς τί πρέπει νὰ μᾶς ἐνδιαφέρη; Πῶς μᾶς βλέπουν οἱ ἄλλοι ἢ πῶς μᾶς βλέπει ὁ Χριστός; Οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἡ κινητήρια δύναμη ἢ ὁ Χριστός; Ἐσὺ ἔχεις σοβαρότητα· μὴ γίνεσαι ἐλαφρούτσικη. Ἐμένα πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ σοβαροὶ ἄνθρωποι, μοῦ λένε κάτι ἐπαινετικὸ καὶ μοῦ ἔρχεται νὰ κάνω ἐμετό. Γελῶ ἀπὸ μέσα μου καὶ τὸ πετῶ πέρα. Κι ἐσὺ κάτι τέτοια νὰ τὰ πετᾶς ἀμέσως. Εἶναι χαμένα πράγματα! Τί κερδίζουμε, ἂν μᾶς καμαρώνουν οἱ ἄλλοι; Γιὰ νὰ μᾶς καμαρώνουν μεθαύριο τὰ ταγκαλάκια; Ὅποιος χαίρεται, ὅταν τὸν καμαρώνουν οἱ ἄνθρωποι, κοροϊδεύεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Οἱ ἔπαινοι, εἴτε κοσμικοὶ εἶναι εἴτε πνευματικοί, εἴτε στὸ σῶμα ἀναφέρονται εἴτε στὴν ψυχή, βλάπτουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι βλαμμένος, ὅταν δηλαδὴ ἔχη ὑπερηφάνεια ἢ προδιάθεση ὑπερηφανείας. Γι ̓ αὐτὸ νὰ προσέχουμε νὰ μὴν ἐπαινοῦμε εὔκολα τὸν ἄλλον, γιατί, ἂν τυχὸν εἶναι φιλάσθενος πνευματικά, παθαίνει ζημιά· μπορεῖ νὰ καταστραφῆ.Οἱ ἔπαινοι εἶναι σὰν τὰ ναρκωτικά. Κάποιος, ἂς ὑποθέσουμε, ποὺ ξεκινᾶ νὰ κάνη κηρύγματα, μπορεῖ τὴν πρώτη φορὰ νὰ ρωτήση ἂν τὸ κήρυγμα ἦταν καλό, ἂν πρέπη κάτι νὰ προσέξη, γιὰ νὰ μὴν κάνη κακὸ στὸν κόσμο. Ὁπότε καὶ ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ τὸν ἐνθαρρύνη, τοῦ λέει: «Καλὰ τὰ εἶπες· μόνο σ ̓ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ἤθελε λίγο νὰ προσέξης». Ὕστερα ὅμως, ἂν ἔχη λίγη προδιάθεση ὑπερηφανείας, μπορεῖ νὰφθάση νὰ ρωτάη ἂν ἦταν καλὸ τὸ κήρυγμα, μόνον καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀκούση ὅτι ἦταν καλὸ καὶ νὰ αἰσθανθῆ ἱκανοποίηση. Κι ἂν τοῦ ποῦν: «πολὺ καλὸ ἦταν», χαίρεται. «Ἄ, λένε καλὰ λόγια γιὰ μένα!», σκέφτεται καὶ φουσκώνει. Ἂν ὅμως τοῦ ποῦν: «δὲν ἦταν καλό», στενοχωριέται. Βλέπετε πῶς μὲ μιὰ καραμέλα ἐπαίνου τὸν ξεγελάει τὸ ταγκαλάκι; Στὴν ἀρχὴ ρωτάει μὲ καλὸ λογισμό, γιὰ νὰ διορθωθῆ, καὶ μετὰ ρωτάει, γιὰ νὰ ἀκούη ἐπαίνους καὶ νὰ χαίρεται!
Ἂν χαίρεσθε καὶ νιώθετε ἱκανοποίηση, ὅταν σᾶς ἐπαινοῦν, καὶ στενοχωριέσθε καὶ κατεβάζετε τὰ μοῦτρα, ὅταν σᾶς κάνουν καμμιὰ παρατήρηση ἢ σᾶς ποῦν ὅτι μιὰ δουλειὰ δὲν τὴν κάνατε καλά, νὰ ξέρετε ὅτι αὐτὸ εἶναι μιὰ κοσμικὴ κατάσταση. Καὶ ἡ στενοχώρια εἶναι κοσμικὴ καὶ ἡ χαρὰ εἶναι κοσμική. Ἕνας ποὺ ἔχει πνευματικὴ ὑγεία, καὶ νὰ τοῦ πῆς:«αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανες καλό», χαίρεται, γιατὶ τὸν βοήθησες νὰ δῆ τὸ λάθος του. Πιστεύει ὅτι δὲν τὸ ἔκανε καλό, γι ̓ αὐτὸ τὸν φωτίζει ὁ Θεὸς καὶ τὴν ἑπόμενη φορὰ τὸ κάνει πολὺ καλό. Ἀλλὰ καὶ πάλι αὐτὸ τὸ ἀποδίδει στὸν Θεό. «Τί θὰ ἔκανα ἐγὼ μόνος μου; λέει. Ἂν δὲν μὲ βοηθοῦσε ὁ Θεός, μπανταλομάρες θὰ ἔκανα». Ὅλα δηλαδὴ τὰ τοποθετεῖ σωστά.–Πῶς θὰ μπορέσουμε,
Γέροντα, νὰ αἰσθανώμαστε τὸ ἴδιο, καὶ ὅταν μᾶς ἐπαινοῦν καὶ ὅταν μᾶς προσβάλλουν;–
Ἂν μισήσετε τὴν κοσμικὴ προβολή, τότε θὰ δέχεσθε μὲ τὴν ἴδια διάθεση καὶ τὸν ἔπαινο καὶ τὴν προσβολή.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -42-

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου