Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020




«Δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται»265
– Γέροντα, τί μπορεῖ νὰ κεντήση ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ἀδιάφορος, γιὰ νὰ ἀρχίση νὰ ζῆ πνευματικά;
– Πολλὰ μποροῦν νὰ τὸν κεντήσουν, ὅταν ὁ ἴδιος θέλη νὰ προχωρήση. Ἀλλά,ἂν ὁ ἴδιος δὲν θέλη νὰ προχωρήση, ἁπλῶς θὰ γεμίση πληγὲς ἀπὸ τὸ κέντημα, σὰν μερικὰ βόδια ποὺ τὰ κεντᾶς μὲ τὴν βουκέντρα, γιὰ νὰ πᾶνε πιὸ γρήγορα, ἀλλὰ δὲν προχωροῦν· μόνον πληγώνονται ἀπὸ τὴν βουκέντρα καὶ δουλειὰ πάλι δὲν βγάζουν.
– Γέροντα, ἂν κάποιος ἔχη καλὴ διάθεση καὶ τὸν κεντᾶς, δὲν θὰ βοηθήση καὶ ὁ Θεός, ὥστε κάτι νὰ κάνη;
– Ναί, θὰ βοηθήση καὶ ὁ Θεός, ἀλλὰ μὲ ἕνα κέντημα πρέπει νὰ τρέξη. Ἀλλιῶς κουράζεται κι ἐκεῖνος ποὺ τὸν κεντάει. Ὅταν σκαλώνη κανεὶς συνέχεια στὰ ἴδια, γιατὶ δὲν θέλει νὰ διορθωθῆ, εἶναι πολὺ κουραστικὸ γιὰ τὸν ἄλλον ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὸν βοηθήση.Ἂν δὲν μπῆ στὸν ἄνθρωπο ἡ καλὴ ἀνησυχία, γιὰ νὰ παίρνη στροφὲς καὶ νὰ δουλεύη πνευματικά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη προκοπὴ πνευματική· μένει τετράγωνη ρόδα καὶ θέλει κάθε τόσο σπρώξιμο. Δίνεις μιά,«γκάπ», σταματάει· τοῦ ξαναδίνεις μιά,«γκάπ», πάλι σταματάει. Πῶς νὰ πάη ἔτσι μπροστά; Ἂν ἔχη νὰ κάνη μιὰ μακρινὴ πορεία, γίνεται μὲ σπρώξιμο νὰ τὴν φέρη σὲ πέρας; Καὶ ἡ πνευματικὴ πορεία εἶναι μακρινή· δὲν εἶναι ἑκατὸ ἢ διακόσια μέτρα, γιὰ νὰ τὸν σπρώξουν καὶ νὰ προχωρήση.
– Γέροντα, πῶς προκαλεῖται ἡ καλὴ ἀνησυχία;
– Ἂς ὑποθέσουμε, διαβάζω ἕνα πνευματικὸ βιβλίο καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωση κάποιο σημεῖο.
Σταματάω ἐκεῖ – σὰν νὰ βρίσκω ἕνα πετράδι καὶ θέλω νὰ δῶ τί εἶναι –καὶ τὸ μελετῶ. Καθρεφτίζω σ ̓ αὐτὸ τὸν ἑαυτό μου, ρωτάω μετὰ ἂν τὸ κατάλαβα σωστὰ καὶ προσπαθῶ νὰ τὸ ἐφαρμόσω. Στὴν συνέχεια ρωτάω ἂν τὸ ἐφάρμοσα σωστά.Ἔτσι σιγὰ‐σιγὰ μαθαίνω νὰ προχωράω σωστὰ στὴν πνευματικὴ ζωή. Ποιός μοῦ εἶχε μιλήσει ἐμένα γιὰ Ἀββᾶ Ἰσαάκ;
Ἕνας μπακάλης μοῦ τύλιξε μιὰ φορὰ μιὰ ρέγκα σὲ ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη».
Ὅταν τὴν ξετύλιγα, ἔπεσε τὸ μάτι μου στὸ κείμενο ποὺ ἦταν γραμμένο στὸ χαρτί.
Ἦταν ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Τὸ πῆρα, τὸ στέγνωσα στὸν ἥλιο, τὸ διάβασα καὶ μὲ διέλυσε. Μὲ τὴν ἀνάγνωση αὐτὴν 265Παρ.9,9.
πέρασα ἕναν χρόνο· τὸ διάβαζα‐τὸ ξαναδιάβαζα, κι ἔτσι ἀγάπησα τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ
.Ἀναρωτήθηκα ἂν ὑπάρχει βιβλίο. Ἔψαξα καὶ τρόμαξα νὰ βρῶ καὶ νὰ πάρω τὸ βιβλίο στὰ χέρια μου. Κι ἐσεῖς τόσα καὶ τόσα διαβάζετε· δὲν σᾶς κάνει κάτι ἐντύπωση; Αὐτὸ ποὺ σᾶς κάνει ἐντύπωση νὰ τὸ ἀντιγράφετε. Ἂν τὸ ἀντιγράψετε καὶ τὸ φέρνετε συχνὰ στὸν νοῦ σας, δὲν θὰ τὸ ξεχάσετε εὔκολα καὶ θὰ τὸ ἐφαρμόσετε.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’«Πάθη καὶ Ἀρετὲς» ‐ 165
265Παρ.9,9










Γέροντα, γιατί οι άνθρωποι καταφεύγουν για κάποιο πρόβλημά τους συχνά σε πλανεμένους;
- Γιατί ο διάβολος έχει φθηνά χαρίσματα και τα παίρνουν εύκολα. Αυτά τους λένε να κάνουν, δεν είναι δύσκολα και τους αναπαύουν στα πάθη τους.
Αντί να μετανοήσουν για τις αμαρτίες που κάνουν ως άνθρωποι και να πάνε σε έναν πνευματικό να εξομολογηθούν, βρίσκουν κάτι πλανεμένους, δηλαδή τον διάβολο, και ζητούν από εκείνον να τους λύση το πρόβλημά τους. Ύστερα βασανίζονται και δεν καταλαβαίνουν ότι τους έχει δέσει ο διάβολος και τους κάνει κουμάντο.
- Και πως τους πιστεύουν, Γέροντα;
- Είναι ζαλισμένοι οι άνθρωποι. Πόσοι λένε ότι οδηγούν τους ανθρώπους στον σωστό δρόμο, ενώ κουβαλούν στον ώμο τους ένα τσουβάλι και έχουν κρυμμένο μέσα τους τον διάβολο! Ο Καλός Θεός όμως δεν τον αφήνει να κρυφθή τελείως. Καμμιά φορά βγάζει ο διάβολος κάποιο κέρατο ή την ουρά του, τα βλέπουν οι άνθρωποι και φωνάζουν τρομαγμένοι: «Τι είναι αυτό; Κέρατο; Ουρά;». «Όχι, τι λέτε; Μελιτζάνα είναι!», τους λένε εκείνοι, για να τους εξαπατήσουν και να παρουσιάσουν διαβολικά πράγματα για καλά και ωφέλιμα.

Κι εδώ μια μέρα ήρθε κάποιος με μια συντροφιά που ήταν πλανεμένος. Είχε μαζί του καμμιά δεκαριά άτομα και έκανε τον Γέροντα. Τους ρωτάω: «Ανήκετε σε καμμιά οργάνωση;». Δεν απαντούσαν. «Έχετε κανέναν πνευματικό;». Τίποτε. Άρχισαν, έβαζαν μετάνοιες. Τους έφερε εδώ, για να τους πλανάη. Να λέη μετά: «Πήγαμε και στον πατέρα Παϊσιο και συμφωνεί μαζί μας»! Κατάλαβες; Δεν έπρεπε να τον δω, γιατί το εκμεταλλεύεται μετά. Φαινόταν ύποπτος εκείνος. Οι οπαδοί του φαίνονταν παρασυρμένοι. Οι καημένοι έπεσαν κάτω, γονατιστοί.
- Τους είπατε τίποτε, Γέροντα;
- Τους είπα, αλλά ο πονηρός, όταν φεύγουν από‘ δω τους λέει άλλα. Από‘ δω –από ‘ κει τους πάει, και τους φέρνη πάλι στον δρόμο του.
- Πώς θα προφυλαχθή, Γέροντα, κανείς από τους πλανεμένους;
- Μένοντας μέσα στην μάνδρα της Εκκλησίας μας. Βέβαια, αν κάποιος ακολουθήση από άγνοια έναν πλανεμένο, δεν θα τον αφήση ο Θεός. Θα τον βοηθήση να καταλάβη το λάθος του και να επιστρέψη στην αλήθεια.

Από το βιβλίο, «Πνευματικός αγώνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου