Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Γέροντα, φοβᾶμαι μήπως δὲν σωθῶ.
–Μὴ φοβᾶσαι· μαζὶ θὰ πᾶμε ἐπάνω.
Μόνο νὰ πῆς στὴν Γερόντισσα νὰ μᾶς δώση δύο μεγάλα μπουκάλια γιὰ τὸν δρόμο
–πρόσεξε νὰ εἶναι πλαστικά, ὄχι γυάλινα, γιὰ νὰ μὴ σπάσουν στὸ ταξίδι!... Θὰ τὰ γεμίσουμε νερὸ καί, μέχρι νὰ ἀνεβοῦμε στὸν Οὐρανό, ἀπὸ τὴν κούραση θὰ τὸ πιοῦμε! Μόνον τρία δάκτυλα θὰ ἀφήσουμε καὶ θὰπαρακαλέσουμε τὸν Χριστὸ νὰ τὸ εὐλογήση, νὰ τὸ κάνη κρασὶ καὶ μετὰ θὰ τὸ πιοῦμε καὶ θὰ μεθύσουμε πνευματικὰ κοντὰ στὸν Χριστό.
–Γέροντα, ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ νερό;
–Εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς. –Καὶ ἡ μέθη;
–Εἶναι ἡ μέθη ἀπὸ τὸ ἍγιοΠνεῦμα. Αὐτοὶ ποὺ μεθοῦν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀγάλλονται συνέχεια ἀπὸ τὴν στοργὴ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατέρα τους.
Ἂν μεθύση ὁ ἄνθρωπος πνευματικὰ μὲ τὸ οὐράνιο κρασί, ἡ ζωή του ἐδῶ στὴν γῆ γίνεται μαρτυρική, μὲ τὴν καλὴ ὅμως ἔννοια. Ἀχρηστεύεται γιὰ τὸν κόσμο, ἀδιαφορεῖ γιὰ καθετὶ γήινο καὶ ὅλα τὰ «θεωρεῖ σκύβαλα»6.
Βλέπεις, ὅσοι πίνουν πολὺ καὶ μεθοῦν, μετὰ δὲν νοιάζονται γιὰ τίποτε. «Μπαρμπα-Θανάση, τὸ καλύβι σου καίγεται», φώναζαν σὲ κάποιο γεροντάκι ποὺ τὸ καλύβι του εἶχε πάρει φωτιά. «Ἄσ ̓ το νὰ καῆ», ἔλεγε αὐτός, γιατὶ εἶχε πιεῖ καὶ ἦταν μεθυσμένος!...
Ἡ ἄλλη μέθη, ἡ οὐράνια, εἶναι καλή, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς συνέχεια ἐκεῖ, στὸ ἀτέλειωτο βαρέλι, τὸ οὐράνιο. Εὔχομαι νὰ βρῆτε τὴν παραδεισένια θεία κάνουλα καὶ νὰ πίνετε καὶ νὰ μεθᾶτε συνέχεια ἀπὸ τὸ παραδεισένιο κρασί.
Ἀμήν!
–Μὴ φοβᾶσαι· μαζὶ θὰ πᾶμε ἐπάνω.
Μόνο νὰ πῆς στὴν Γερόντισσα νὰ μᾶς δώση δύο μεγάλα μπουκάλια γιὰ τὸν δρόμο
–πρόσεξε νὰ εἶναι πλαστικά, ὄχι γυάλινα, γιὰ νὰ μὴ σπάσουν στὸ ταξίδι!... Θὰ τὰ γεμίσουμε νερὸ καί, μέχρι νὰ ἀνεβοῦμε στὸν Οὐρανό, ἀπὸ τὴν κούραση θὰ τὸ πιοῦμε! Μόνον τρία δάκτυλα θὰ ἀφήσουμε καὶ θὰπαρακαλέσουμε τὸν Χριστὸ νὰ τὸ εὐλογήση, νὰ τὸ κάνη κρασὶ καὶ μετὰ θὰ τὸ πιοῦμε καὶ θὰ μεθύσουμε πνευματικὰ κοντὰ στὸν Χριστό.
–Γέροντα, ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ νερό;
–Εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς. –Καὶ ἡ μέθη;
–Εἶναι ἡ μέθη ἀπὸ τὸ ἍγιοΠνεῦμα. Αὐτοὶ ποὺ μεθοῦν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀγάλλονται συνέχεια ἀπὸ τὴν στοργὴ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατέρα τους.
Ἂν μεθύση ὁ ἄνθρωπος πνευματικὰ μὲ τὸ οὐράνιο κρασί, ἡ ζωή του ἐδῶ στὴν γῆ γίνεται μαρτυρική, μὲ τὴν καλὴ ὅμως ἔννοια. Ἀχρηστεύεται γιὰ τὸν κόσμο, ἀδιαφορεῖ γιὰ καθετὶ γήινο καὶ ὅλα τὰ «θεωρεῖ σκύβαλα»6.
Βλέπεις, ὅσοι πίνουν πολὺ καὶ μεθοῦν, μετὰ δὲν νοιάζονται γιὰ τίποτε. «Μπαρμπα-Θανάση, τὸ καλύβι σου καίγεται», φώναζαν σὲ κάποιο γεροντάκι ποὺ τὸ καλύβι του εἶχε πάρει φωτιά. «Ἄσ ̓ το νὰ καῆ», ἔλεγε αὐτός, γιατὶ εἶχε πιεῖ καὶ ἦταν μεθυσμένος!...
Ἡ ἄλλη μέθη, ἡ οὐράνια, εἶναι καλή, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς συνέχεια ἐκεῖ, στὸ ἀτέλειωτο βαρέλι, τὸ οὐράνιο. Εὔχομαι νὰ βρῆτε τὴν παραδεισένια θεία κάνουλα καὶ νὰ πίνετε καὶ νὰ μεθᾶτε συνέχεια ἀπὸ τὸ παραδεισένιο κρασί.
Ἀμήν!
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -109-
6Βλ. Φιλιπ. 3, 8
6Βλ. Φιλιπ. 3, 8
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Πῶς μπορεῖς νὰ παλαβώσης, Γέροντα, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;
–Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ ...παλαβούς, γιὰ νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν τρέλλα τους τὴν πνευματική! Θὰ εὔχωμαι νὰ σὲ δῶ ...θεότρελλη!
Ἀμήν.
Ἔχω κι ἐγὼ μιὰ μικρὴ πεῖρα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τρέλλα, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα. Φθάνει τότε ὁ ἄνθρωπος στὴν θεία ἀφηρημάδα καὶ δὲν θέλει νὰ σκέφτεται τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό, τὰ θεῖα, τὰ πνευματικά, τὰ οὐράνια. Ἐρωτευμένος πιὰ θεϊκά, καίγεται ἐσωτερικά, γλυκά, καὶ ξεσπάει ἐξωτερικά, παλαβά, μέσα στὸν θεῖο χῶρο τῆς σεμνότητος, δοξολογώντας σὰν Ἄγγελος μέρα-νύχτα τὸν Θεὸ καὶ Πλάστη του.
–Εἶναι ἔκστασις αὐτό,
Γέροντα;
–Ναί, εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ τότε ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Αὐτὸ εἶναι... «ἔκστηθι φρίττων οὐρανέ»5!
Ἡ θεία τρέλλα βγάζει τὸν ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ τὴν ἕλξη τῆς γῆς· τὸν ἀνεβάζει στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ νιώθει πιὰ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του σὰν τὸ σκυλάκι στὰ πόδια τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ τοῦ γλείφει τὰ πόδια μὲ χαρὰ καὶ εὐλάβεια.
–Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ ...παλαβούς, γιὰ νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν τρέλλα τους τὴν πνευματική! Θὰ εὔχωμαι νὰ σὲ δῶ ...θεότρελλη!
Ἀμήν.
Ἔχω κι ἐγὼ μιὰ μικρὴ πεῖρα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τρέλλα, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα. Φθάνει τότε ὁ ἄνθρωπος στὴν θεία ἀφηρημάδα καὶ δὲν θέλει νὰ σκέφτεται τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό, τὰ θεῖα, τὰ πνευματικά, τὰ οὐράνια. Ἐρωτευμένος πιὰ θεϊκά, καίγεται ἐσωτερικά, γλυκά, καὶ ξεσπάει ἐξωτερικά, παλαβά, μέσα στὸν θεῖο χῶρο τῆς σεμνότητος, δοξολογώντας σὰν Ἄγγελος μέρα-νύχτα τὸν Θεὸ καὶ Πλάστη του.
–Εἶναι ἔκστασις αὐτό,
Γέροντα;
–Ναί, εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ τότε ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Αὐτὸ εἶναι... «ἔκστηθι φρίττων οὐρανέ»5!
Ἡ θεία τρέλλα βγάζει τὸν ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ τὴν ἕλξη τῆς γῆς· τὸν ἀνεβάζει στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ νιώθει πιὰ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του σὰν τὸ σκυλάκι στὰ πόδια τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ τοῦ γλείφει τὰ πόδια μὲ χαρὰ καὶ εὐλάβεια.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -108-
5Ἀπὸ τὸν εἱρμὸ τῆς η´ὠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
5Ἀπὸ τὸν εἱρμὸ τῆς η´ὠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου