Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Νὰ συγκρίνουμε τὴν δοκιμασία μας μὲ τὴν μεγαλύτερη δοκιμασία τοῦ ἄλλου.
Τὸ καλύτερο φάρμακο γιὰ τὴν κάθε δοκιμασία μας εἶναι ἡ μεγαλύτερη δοκιμασία τῶν συνανθρώπων μας, ἀρκεῖ νὰ τὴν συγκρίνουμε μὲ τὴν δική μας δοκιμασία, γιὰ νὰ διακρίνουμε τὴν μεγάλη διαφορὰ καὶ τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεὸς καὶ ἐπέτρεψε μικρὴ δοκιμασία σ ̓ ἐμᾶς. Τότε θὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε, θὰ πονέσουμε γιὰ τὸν ἄλλον ποὺ ὑποφέρει πιὸ πολὺ καὶ θὰ κάνουμε καρδιακὴ προσευχὴ νὰ τὸν βοηθήση ὁ Θεός.
Μοῦ ἔκοψαν λ.χ. τὸ ἕνα πόδι; «Δόξα Σοι ὁ Θεός, νὰ πῶ, ποὺ ἔχω τοὐλάχιστον ἕνα πόδι· τοῦ ἄλλου τοῦ ἔκοψαν καὶ τὰ δύο». Καὶ ἂν ἀκόμη μείνω ἕνα κούτσουρο, χωρὶς χέρια καὶ πόδια, πάλι νὰ πῶ: «Δόξα Σοι ὁ Θεός, ποὺ περπατοῦσα τόσα χρόνια, ἐνῶ ἄλλοι γεννήθηκαν παράλυτοι».
Ἐγώ, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἄκουσα ὅτι ἕνας οἰκογενειάρχης ἔχει ἕντεκα χρόνια αἱμορραγία, εἶπα: «Τί κάνω ἐγώ; Κοσμικὸς ἄνθρωπος αὐτὸς καὶ νὰ ἔχη ἕντεκα χρόνια αἱμορραγία, νὰ ἔχη παιδιά, νὰ πρέπη νὰ σηκωθῆ τὸ πρωὶ νὰ πάη στὴν δουλειά, καὶ ἐγὼ οὔτε ἑπτὰ χρόνια δὲν συμπλήρωσα ποὺ ἔχω αἱμορραγίες!»13.
Ἂν σκέφτωμαι τὸν ἄλλον ποὺ ὑποφέρει τόσο πολύ, δὲν μπορῶ νὰ δικαιολογήσω τὸν ἑαυτό μου. Ἐνῶ, ἂν σκέφτωμαι ὅτι ἐγὼ ὑποφέρω καὶ οἱ ἄλλοι εἶναι μιὰ χαρά, ὅτι σηκώνομαι τὴν νύχτα κάθε μισὴ ὥρα, ἐπειδὴ ἔχω πρόβλημα μὲ τὸ ἔντερο καὶ δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ, ἐνῶ οἱ ἄλλοι κοιμοῦνται ἥσυχα, δικαιολογῶ τὸν ἑαυτό μου, ἂν γογγύσω. Ἐσύ, ἀδελφή, πόσον καιρὸ ἔχεις τὸν ἕρπητα14;
–Ὀκτὼ μῆνες, Γέροντα.
–Βλέπεις;
Ὁ Θεὸς σὲ ἄλλους τὸν ἀφήνει δύο μῆνες, σὲ ἄλλους δέκα μῆνες, σὲ ἄλλους δεκαπέντε.
Καταλαβαίνω, εἶναι μεγάλος ὁ πόνος. Μερικοὶ φθάνουν σὲ ἀπόγνωση. Ἕνας κοσμικὸς ὅμως ποὺ ἔχει ἕρπητα ἕναν-δύο μῆνες καὶ ἀπὸ τὸν πολὺ πόνο ἀπελπίζεται, ἂν μάθη ὅτι ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος τὸν ἔχει ἕναν χρόνο καὶ κάνει ὑπομονὴ καὶ δὲν γογγύζει, τότε ἀμέσως παρηγοριέται. «Βρέ, λέει, ἐγὼ τὸν ἔχω δύο μῆνες καὶ ἔφθασα στὴν ἀπελπισία· ὁ ἄλλος ὁ καημένος ἕναν χρόνο τὸν ἔχει καὶ δὲν μιλάει! Ἐγὼ κάνω καὶ ἀταξίες, ἐνῶ ἐκεῖνος ζῆ πνευματικά!».
Ὁπότε βοηθιέται χωρὶς συμβουλή!

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Δ’ «Οἰκογενειακή Ζωή» -111-
13Ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸ 1988 εἶχε συνεχεῖς αἱμορραγίες ἀπὸ τὸ ἔντερο.
14Ἕρπης ζωστήρ: λοιμῶδες νόσημα ποὺ προκαλεῖ ἀφόρητους πόνους καὶ διάφορες ἐπιπλοκὲς στὸν ὀργανισμό, ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία τοῦ πάσχοντος ἀτόμου.





Όσιος Παΐσιος: Δεν ωφελούν οι μετάνοιες χωρίς ταπείνωση!
Περισσότερη ευγνωμοσύνη ωφείλουμε σ’ αυτούς που μας κέντησαν και βγήκαν τα αγκάθια της ψυχής μας, παρά σ’ εκείνους που θα έσκαβαν δωρεάν την περιοχή μας και θα μας φανέρωναν τον κρυμμένο μας άγνωστο θησαυρό.
Δεν ωφελεί να τρίβει κανείς τα γόνατά του με αμέτρητες μετάνοιες, εάν δεν τρίβει παράλληλα και την μούρη του με την ταπείνωση (την εσωτερική μετάνοια).
Εκείνος που ζητάει ταπείνωση από τον Θεό, αλλά δεν δέχεται τον άνθρωπο που του στέλνει ο Θεός, για να τον ταπεινώσει, δεν ξέρει τι ζητάει, διότι οι αρετές δεν αγοράζονται τα ψώνια στον μπακάλη (όσα κιλά θέλουμε), αλλά μας στέλνει ο Θεός ανθρώπους να δοκιμαστούμε, να εργαστούμε, να την αποκτήσουμε και να στεφανωθούμε.

Όποιος σκύβει ταπεινά και δέχεται τα χτυπήματα από τους άλλους, διώχνει τα δικά του εξογκώματα, ομορφαίνει πνευματικά σαν Άγγελος και έτσι χωράει από την στενή πύλη του Παραδείσου.
Μακάριος εκείνος ο άνθρωπος που έδωσε τα εξογκώματά του και βαδίζει την τεθλιμμένη οδό του Κυρίου με ξένο βάρος (συκοφαντίες κλπ) και αφήνει τους ανθρώπους να του πλέκουν αμαράντινα στεφάνια με τις κατηγορίες, διότι αυτό φανερώνει την γνήσια ταπεινοφροσύνη που δεν εξετάζει τι λένε οι άνθρωποι, αλλά τι θα πει ο Θεός την ημέρα της Κρίσεως.
Όσοι όμως έχουν ταπείνωση, έχουν και καλοσύνη και θείο φωτισμό και δεν σκοντάφτουν ποτέ στη πνευματική τους πορεία από τα εμπόδια του πονηρού.
Τους περισσότερους πειρασμούς, τις περισσότερες φορές, τους δημιουργεί ο ίδιος μας ο εαυτός μας, όταν βάζουμε τον εαυτό μας στις συνεργασίες μας μαζί με τους άλλους, όταν δηλαδή θέλουμε να υψώνουμε τον εαυτό μας. Στον Ουρανό δεν ανεβαίνει κανείς με το κοσμικό ανέβασμα αλλά με το πνευματικό κατέβασμα. Όποιος βαδίζει χαμηλά, βαδίζει πάντα με σιγουριά και ποτέ δεν πέφτει.



Ο γέρων Παΐσιος βλέπει τον Ιησού Χριστό!
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας στόν ἱεροµόναχο Γ.:
«Ἔνιωθα κάποια δυσκολία νά προσευχηθῶ στόν Χριστό. Τήν Παναγία τήν ἔχω σάν µάννα. Τήν ἁγία Εὐφηµία τό ἴδιο. Τήν φωνάζω:
«ἁγία Εὐφηµούλα µου».
Στόν Χριστό ἔνιωθα δύσκολα. Τήν εἰκόνα Του µέ φόβο τήν φιλοῦσα. Καί ὅταν τήν ὥρα πού ἔλεγα τήν εὐχή ἔφευγε καµµιά φορά ὁ νοῦς µου ἀπό τόν Χριστό, δέν στενοχωριόµουνα.
«Ποιός εἶµαι ἐγώ, γιά νἄχω συνέχεια τόν νοῦ µου στόν Χριστό», σκεπτόµουν. Καί συνέβη αὐτό πού θά σοῦ πῶ:...
Ἦταν βράδυ τοῦ Τιµίου Προδρόµου, θά ξηµέρωνε τοῦ ἁγίου Κάρπου. Νιώθω ἀνάλαφρος, πούπουλο. Καµµιά ὄρεξη νά κοιµηθῶ. Σκέφτοµαι:
«Ἄς καθήσω νά γράψω κάτι γιά τόν παπα-Τύχωνα νά τό στείλω στίς ἀδελφές». Μέχρι τίς 8.30΄ ἁγιορείτικα ἔγραψα ὥς τριάντα σελίδες.
Ἄν καί δέν νύσταζα, εἶπα νά ξαπλώσω, γιατί ἔνιωθα λίγη κούραση στά πόδια. Παίρνει νά φωτίζη.
Στίς 9 ἡ ὥρα (6 περίπου κοσµικά τό πρωί) δέν εἶχα κοιµηθῆ.
Σέ µιά στιγµή σάν νά χάθηκε ὁ τοῖχος τοῦ Κελλιοῦ µου (δίπλα στό κρεββάτι πρός τό ἐργαστήριο). Βλέπω τόν Χριστό µέσα στό φῶς, σέ ἀπόσταση ἕξι µέτρα περίπου.
Τόν ἔβλεπα ἀπό τό πλάϊ. Τά µαλλιά του ἦταν ξανθά καί τά µάτια του γαλανά. Δέν µοῦ µίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, ὄχι ἀκριβῶς ἐµένα. Δέν ἔβλεπα µέ τά σωµατικά µάτια.
Αὐτά εἴτε ἀνοιχτά εἶναι εἴτε κλειστά,καµµιά διαφορά δέν ἔχει. Ἔβλεπαν τά µάτια τῆς ψυχῆς.
Ὅταν Τόν εἶδα σκέφθηκα: Πῶς µπόρεσαν νά φτύσουν τέτοια µορφή;
Πῶς µπόρεσαν -οἱ ἀθεόφοβοι- νά ἀκουµπήσουν τέτοια µορφή; Πῶς µπόρεσαν νάµπήξουν καρφιά σ᾿ αὐτό τό σῶµα;
Πά! πά! πά! Ἀπόµεινα! Τί γλυκύτητα ἔνιωθα! Τί ἀγαλλίαση!
Δέν µπορῶ νά ἐκφράσω µέδικά µου λόγια τήν ὀµορφιά αὐτή.
Ἦταν αὐτό πού λέει: «Ὁ Ὡραῖος κάλλει παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων». Αὐτό ἦταν. Δέν ἔχω δεῖ ποτέ τέτοια εἰκόνα του. Μόνο µία κάποτε -δέν θυµᾶµαι ποῦ- ἔµοιαζε κάπως.
Θἄξιζε νά ἀγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δῆ αὐτή τήν ὀµορφιά γιά µιά στιγµή µόνο. Τί µεγάλα καί ἀνείπωτα εἶναι δυνατόν νά χαρισθοῦν στόν ἄνθρωπο, καί µέ τί τιποτένια ἀσχολούµαστε!
Πιστεύω πώς εἶναι ἕνα δῶρο πού µοῦ ἔκανε ὁ παπα-Τύχων. Νά µήν τό πῆς σέ κανέναν. Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πῶ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ὥρα δέν σοῦ µίλησα, τώρα πού φεύγεις».
Ὑστερα ἀπό δύο μέρες ὃταν ξανασυναντήθηκαν, ὁ Γέροντας εἷπε:
«Ὃλη τή νύχτα ἔκλαιγα γιατί σοῦ τόπα. Δέν φοβᾶμαι πώς θά τό πεῖς. Ἀλλά ἐγώ ζημιώθηκα.»
Τό γεγονός αὐτό τό αἰσθάνθηκε καί µιά ἀδελφή στήν Σουρωτή καί ἔγραψε στόν Γέροντα: «Τάδε τοῦ µηνός, τάδε ὥρα... Τά ὑπόλοιπα θά µᾶς τά πεῖτε ἐσεῖς».
Καί πράγµατι, ὅταν ἀργότερα βγῆκε ἔξω, τούς τό διηγήθηκε καί µάλιστα περιέγραψε καί ἁγιογράφησαν τόν Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς τόν εἶδε.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΙΣΑΑΚ «ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ».
Περιέχεται στο βιβλίο «Γέροντας Παϊσιος - Ο Ασυρματιστής του Στρατού και του Θεού»



Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο















Μήν περιορίζης τό καλό της νηστείας μονάχα στήν ἀποχή ἀπό τά φαγητά.
Νηστεία ἀληθινή εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπό τίς κακίες»,
τονίζει ὁ ὑμνητής τῆς νηστείας ὁ Μ. Βασίλειος




Γέροντα, μερικοί προσπαθοῦν νὰ συμβιβάσουν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Ἐξετάζουν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ αὐτήν τὴν κοσμική λογική καὶ δὲν βγάζουν ἄκρη.
–Τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ κοσμική λογική δὲν συμβιβάζονται. Στὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ ἀγάπη.
Στὴν λογική εἶναι τὸ συμφέρον.
Στὸ Εὐαγγέλιο λέει: «Ἄν σἐ ἀγγαρεύση κάποιος γί ἀένα μίλι, ἐσύ νὰ πᾶς δύο μίλια»123. Ποῦ ὑπάρχει λογική ἐδῶ πέρα; Ἐδῶ εἶναι μᾶλλον τρέλλα!
Γι’ αὐτὸ ὅσοι πᾶνε νὰ συμβιβάσουν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὴν κοσμική λογική μπερδεύονται ἄσχημα. Ὑπάρχουν λ.χ. διάφορες ὁμάδες ποὺ ὀργανώνουν φιλανθρωπικά ἔργα. Μαθαίνουν φέρ ́ εἰπεῖν ὅτι κάποιος ἔπαθε μεγάλη ζημιά, φτώζυνε καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα. «Νὰ τὸν βοηθήσουμε, λένε, ἀλλὰ προηγουμένως ἄς βεβαιωθοῦμε ἄν ἔχη πράγματι ἀνάγκη». Καὶ πᾶνε δυὸ-τρεῖς νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν, γιὰ νὰ δοῦν ἄν πράγματι ἔχη ἀνάγκη. Καὶ βλέπουν, ἄς ὑποθέσουμε, νὰ ἔχη πολυτελές σαλόνι καὶ λένε: «Ἄ, ἔχει τέτοιες πολυθρόνες, τέτοιο σαλόνι! Αὐτός, γιὰ νὰ ἔχη τέτοια ἔπιπλα, δὲν ἔχει ἀνάγκη». Καὶ τὴν βοήθεια δὲν τὴν δίνουν. Δὲν καταλαβαίνουν ὅμως ὅτι ὁ ἄλλος πεινάει. Γιατί, ὅταν γίνεται κανεὶς φτωχός, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν μία ὥρα στὴν ἄλλη ἀλλάζει ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχα του. Καὶ ποὺ ξέρεις ἄν αὐτὸ τὸ σαλόνι δὲν τὸ εἶχε ἀπὸ παλιά καὶ ὁ καημένος δὲν πρόλαβε νὰ τὸ πουλήση ἀκόμη; Ἤ μπορεῖ νὰ τοῦ τὸ χάρισε κάποιος ποὺ ἔμαθε τὴν ἀνάγκη τῆς οἰκογενείας του. Κρίνουν μὲ τὴν λογική καὶ μπερδεύονται, καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μένει ἔξω ἀπὸ τὴν ζωή τους. Οἱ ἄνθρωποι βλέπουν ἐξωτερικά,
Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἑρμηνεύουν ὅλα ἀλλιῶς.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶἈγάπη»-126
123. Βλ. Ματθ.5, 41.1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου