Του.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Δεν
υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Θεός είναι παντογνώστης και γνωρίζει όλες
τις ανάγκες, τις δυσκολίες και τα προβλήματά μας και προτού εμείς του
τα εκθέσουμε. Άλλωστε αυτό μας το βεβαίωσε κατηγορηματικά ο ίδιος ο
Κύριος λίγο πριν μας διδάξει τον τρόπο που πρέπει να προσευχόμαστε:
“Γνωρίζει ο Πατέρας σας τι χρειάζεστε πριν Του το ζητήσετε” (Ματθ.
στ΄8).
Και εφόσον γνωρίζει, ρωτάει ο ιερός Χρυσόστομος, για ποιο λόγο χρειάζεται να προσευχόμαστε; Και απαντάει ο ίδιος:
«Δεν προσεύχεσαι για να διδάξεις το Θεό, αλλά για να προσελκύσεις το έλεός Του και να λάβεις την αγάπη Του ως καρπό της προσευχής σου».
Επομένως δεν ερχόμαστε εμείς να διαφωτίσουμε το Θεό για πράγματα που αγνοεί, αλλά για να Τον παρακαλέσουμε. Η προσευχή δεν είναι για το Θεό, είναι για μας. Δεν προσφέρουμε τίποτα στο Θεό με την προσευχή μας, προσφέρουμε όμως πολλά στον εαυτό μας. Τον εαυτό μας ευεργετούμε κατά την επικοινωνία με τον ουράνιο Πατέρα μας.
Και εφόσον γνωρίζει, ρωτάει ο ιερός Χρυσόστομος, για ποιο λόγο χρειάζεται να προσευχόμαστε; Και απαντάει ο ίδιος:
«Δεν προσεύχεσαι για να διδάξεις το Θεό, αλλά για να προσελκύσεις το έλεός Του και να λάβεις την αγάπη Του ως καρπό της προσευχής σου».
Επομένως δεν ερχόμαστε εμείς να διαφωτίσουμε το Θεό για πράγματα που αγνοεί, αλλά για να Τον παρακαλέσουμε. Η προσευχή δεν είναι για το Θεό, είναι για μας. Δεν προσφέρουμε τίποτα στο Θεό με την προσευχή μας, προσφέρουμε όμως πολλά στον εαυτό μας. Τον εαυτό μας ευεργετούμε κατά την επικοινωνία με τον ουράνιο Πατέρα μας.
Είναι σωστό, Γέροντα, αντί να λέω: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»,
να λέω: «Κύριε Ιησού Χριστέ, φώτισέ με» ή «συγχώρεσέ με» ή «σκέπασέ με»;
– Καλύτερα να λές την ευχή όπως είναι. Το «ελέησόν με» τα έχει όλα μέσα· σημαίνει και «σώσον» και «φώτισον», αναφέρεται και στις σωματικές ανάγκες και στην απαλλαγή από τα πάθη κ.λπ. Αλλά, αν κάποια στιγμή νιώσης την ανάγκη να πής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, φώτισέ με» ή «συγχώρεσέ με», μπορείς να το κάνης.
– Γέροντα, μετά το «ελέησόν με» πρέπει να λέω πάντοτε «τήν αμαρτωλήν»;
– Μπορείς να το πής λίγες φορές στην αρχή και μετά δεν χρειάζεται να το λές· φθάνει να έχης συναίσθηση της αμαρτωλότητός σου.
να λέω: «Κύριε Ιησού Χριστέ, φώτισέ με» ή «συγχώρεσέ με» ή «σκέπασέ με»;
– Καλύτερα να λές την ευχή όπως είναι. Το «ελέησόν με» τα έχει όλα μέσα· σημαίνει και «σώσον» και «φώτισον», αναφέρεται και στις σωματικές ανάγκες και στην απαλλαγή από τα πάθη κ.λπ. Αλλά, αν κάποια στιγμή νιώσης την ανάγκη να πής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, φώτισέ με» ή «συγχώρεσέ με», μπορείς να το κάνης.
– Γέροντα, μετά το «ελέησόν με» πρέπει να λέω πάντοτε «τήν αμαρτωλήν»;
– Μπορείς να το πής λίγες φορές στην αρχή και μετά δεν χρειάζεται να το λές· φθάνει να έχης συναίσθηση της αμαρτωλότητός σου.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής»
Τί απέγινε ο Λάζαρος μετά την Ανάστασή του;
Όλοι γνωρίζουμε το θαύμα της Ανάστασης του Λαζάρου, όμως πόσοι από εμάς γνωρίζουμε τι απέγινε ο Λάζαρος μετά από αυτό; Πώς έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, πού και πότε τελικά πέθανε;
Ο Λάζαρος, ο επονομαζόμενος Δίκαιος και Τετραήμερος, ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρία, με τις οποίες ζούσε στη Βηθανία, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Στο σπίτι τους είχε φιλοξενηθεί επανειλημμένα ο Χριστός, όταν περνούσε από την περιοχή, με κατεύθυν...
Συνεχίστε την ανάγνωση
Όλοι γνωρίζουμε το θαύμα της Ανάστασης του Λαζάρου, όμως πόσοι από εμάς γνωρίζουμε τι απέγινε ο Λάζαρος μετά από αυτό; Πώς έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, πού και πότε τελικά πέθανε;
Ο Λάζαρος, ο επονομαζόμενος Δίκαιος και Τετραήμερος, ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρία, με τις οποίες ζούσε στη Βηθανία, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Στο σπίτι τους είχε φιλοξενηθεί επανειλημμένα ο Χριστός, όταν περνούσε από την περιοχή, με κατεύθυν...
Συνεχίστε την ανάγνωση
–Γέροντα, ἀνησυχῶ, μήπως δὲν ἀγωνίζομαι σωστά.
–Ἔχεις ἄγχος;
–Ὄχι, ἀλλὰ γιατί ἔχω αὐτὴν τὴν ἀνησυχία;
–Εὐλογημένη, ὑπάρχει ἡ ἥσυχη ἀνησυχία καὶ ἡ ἀνήσυχη ἡσυχία. Ἡ καλὴἀνησυχία πρέπει πάντοτε νὰ ὑπάρχη μέσα μας· ἄγχος νὰ μὴν ὑπάρχη. Ὅταν κανεὶς ἀγωνίζεται σωστά, ποτὲ δὲν μένει εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του· ἔχει συνέχεια μέσα του μιὰ ἀνησυχία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλότιμη προσπάθεια ποὺ κάνει.–Γέροντα, φθάνει κάποτε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν τοῦ χρειάζεται πιὰ ἡ καλὴ ἀνησυχία;
–Ὄχι, γιατὶ ἡ καλὴ ἀνησυχία δὲν σταματᾶ ποτὲ σ ̓ αὐτὴν τὴν ζωή. «Τρέχετε, ἵνα καταλάβητε»267, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τρέχει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ζῆ, νὰ βρῆ τὸν Χριστό, χωρὶς νὰ σταματᾶ ποτέ. Τρέχει καὶ δὲν νιώθει κούραση, ἀλλὰ χαρά. Γιὰ νὰ καταλάβετε, θὰ σᾶς φέρω ἕνα παράδειγμα: ἕνα καλὸ λαγωνικό, μόλις μυρισθῆ τὸν λαγό, δὲν κάθεται ἄλλο κοντὰ στὸν κυνηγό· ἀρχίζει νὰ ψάχνη, γιὰ νὰ βρῆ τὸν λαγό. Τρέχει, σταματᾶ λίγο, μυρίζει ἀριστερὰ–δεξιά, ἀρχίζει ξανὰ νὰ τρέχη· δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ. Ὁ νοῦς του εἶναι πῶς νὰ βρῆ τὸν λαγό· δὲν χαζεύει. Μεγαλύτερη χαρὰ ἔχει, ὅταν τρέχη, παρὰ ὅταν κάθεται. Τὸ τρέξιμο καὶ τὸ ψάξιμο τοῦ δίνει ζωή. Ἔτσι κι ἐμεῖς αὐτὴν τὴν ἐγρήγορση πρέπει νὰ ἔχουμε. Ὁ νοῦς μας νὰ εἶναι συνέχεια στὸν Χριστό, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ὁ στόχος μας. Ἐμεῖς ὅμως, ἐνῶ βρήκαμε τὰ ἀχνάρια, βρήκαμε τὸν δρόμο, ξέρουμε ἀπὸ ποῦ θὰ πᾶμε, γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό, πολλὲς φορὲς στεκόμαστε· δὲν προχωροῦμε. Ἂν δὲν γνωρίζαμε τὸν δρόμο, δικαιολογημένα νὰ σταματούσαμε. Θυμᾶμαι, ὁ πατέρας μου στὴν Κόνιτσα εἶχε δυὸ λαγωνικὰ καλὰ ἐκπαιδευμένα. Ὁ Γερο-Πρόδρομος ὁ Κορτσινόγλου, ὁ ψάλτης τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, μιὰ φορὰ τοῦ ζήτησε ἕνα κουταβάκι καλὸ ἀπὸ τὴν ἴδια ράτσα, γιὰ νὰ φυλάη τὰ ζῶα του, νὰ γαυγίζη δηλαδή, ὅταν θὰ πλησίαζε λύκος. Ὁ πατέρας μου τοῦ ἔδωσε ἕνα. Μιὰ μέρα, ἕνας γείτονας τοῦ Κορτσινόγλου ποὺ ἀγαποῦσε πολὺ τὸ κυνήγι, ἦταν πολὺ στενοχωρημένος, γιατὶ ἀρρώστησε τὸ σκυλί του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ πάη νὰ κυνηγήση. Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ Γερο-Πρόδρομος, τοῦ λέει: «Μὴ στενοχωριέσαι· θὰ σοῦ δώσω τὸ δικό μου σκυλί, εἶναι ράτσα Ἐζνεπίδη268». Χαρούμενος ὁ γείτονας πῆρε τὸ σκυλὶ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ κυνήγι.
Ὅταν ἔφθασε στὸ δάσος, κούνησε τὸ χέρι του, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν οἱ κυνηγοί, γιὰ νὰ τρέξη τὸ λαγωνικό, ἀλλὰ ἐκεῖνο, ἀντὶ νὰ τρέξη, γύριζε γύρω του, τοῦ ἔγλειφε τὰ πόδια καὶ κοιτοῦσε τὰ χέρια του μήπως ἔχει ψωμί! Βλέπετε, ἦταν καλὸ σκυλί, ἀπὸ ράτσα, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἐκπαιδευθῆ, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ πιάνη τὸν λαγό, καὶ γύριζε συνέχεια γύρω ἀπὸ τὸν κυνηγό.
Πιστεύω ὅμως ὅτι ἐσεῖς, ἀφοῦ βρήκατε τὰ ἀχνάρια τοῦ Χριστοῦ, θὰ τρέχετε συνέχεια νὰ βρῆτε τὸν Χριστό, γιὰ νὰ γεμίση ἡ καρδιά σας τόσο πολὺ ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ νὰ μὴν μπορῆτε νὰ Τὸν χωρέσετε καὶ νὰ λέτε: «Φθάνει, Θεέ μου, δὲν ἀντέχω ἄλλο».
–Ἔχεις ἄγχος;
–Ὄχι, ἀλλὰ γιατί ἔχω αὐτὴν τὴν ἀνησυχία;
–Εὐλογημένη, ὑπάρχει ἡ ἥσυχη ἀνησυχία καὶ ἡ ἀνήσυχη ἡσυχία. Ἡ καλὴἀνησυχία πρέπει πάντοτε νὰ ὑπάρχη μέσα μας· ἄγχος νὰ μὴν ὑπάρχη. Ὅταν κανεὶς ἀγωνίζεται σωστά, ποτὲ δὲν μένει εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του· ἔχει συνέχεια μέσα του μιὰ ἀνησυχία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλότιμη προσπάθεια ποὺ κάνει.–Γέροντα, φθάνει κάποτε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν τοῦ χρειάζεται πιὰ ἡ καλὴ ἀνησυχία;
–Ὄχι, γιατὶ ἡ καλὴ ἀνησυχία δὲν σταματᾶ ποτὲ σ ̓ αὐτὴν τὴν ζωή. «Τρέχετε, ἵνα καταλάβητε»267, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τρέχει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ζῆ, νὰ βρῆ τὸν Χριστό, χωρὶς νὰ σταματᾶ ποτέ. Τρέχει καὶ δὲν νιώθει κούραση, ἀλλὰ χαρά. Γιὰ νὰ καταλάβετε, θὰ σᾶς φέρω ἕνα παράδειγμα: ἕνα καλὸ λαγωνικό, μόλις μυρισθῆ τὸν λαγό, δὲν κάθεται ἄλλο κοντὰ στὸν κυνηγό· ἀρχίζει νὰ ψάχνη, γιὰ νὰ βρῆ τὸν λαγό. Τρέχει, σταματᾶ λίγο, μυρίζει ἀριστερὰ–δεξιά, ἀρχίζει ξανὰ νὰ τρέχη· δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ. Ὁ νοῦς του εἶναι πῶς νὰ βρῆ τὸν λαγό· δὲν χαζεύει. Μεγαλύτερη χαρὰ ἔχει, ὅταν τρέχη, παρὰ ὅταν κάθεται. Τὸ τρέξιμο καὶ τὸ ψάξιμο τοῦ δίνει ζωή. Ἔτσι κι ἐμεῖς αὐτὴν τὴν ἐγρήγορση πρέπει νὰ ἔχουμε. Ὁ νοῦς μας νὰ εἶναι συνέχεια στὸν Χριστό, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ὁ στόχος μας. Ἐμεῖς ὅμως, ἐνῶ βρήκαμε τὰ ἀχνάρια, βρήκαμε τὸν δρόμο, ξέρουμε ἀπὸ ποῦ θὰ πᾶμε, γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό, πολλὲς φορὲς στεκόμαστε· δὲν προχωροῦμε. Ἂν δὲν γνωρίζαμε τὸν δρόμο, δικαιολογημένα νὰ σταματούσαμε. Θυμᾶμαι, ὁ πατέρας μου στὴν Κόνιτσα εἶχε δυὸ λαγωνικὰ καλὰ ἐκπαιδευμένα. Ὁ Γερο-Πρόδρομος ὁ Κορτσινόγλου, ὁ ψάλτης τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, μιὰ φορὰ τοῦ ζήτησε ἕνα κουταβάκι καλὸ ἀπὸ τὴν ἴδια ράτσα, γιὰ νὰ φυλάη τὰ ζῶα του, νὰ γαυγίζη δηλαδή, ὅταν θὰ πλησίαζε λύκος. Ὁ πατέρας μου τοῦ ἔδωσε ἕνα. Μιὰ μέρα, ἕνας γείτονας τοῦ Κορτσινόγλου ποὺ ἀγαποῦσε πολὺ τὸ κυνήγι, ἦταν πολὺ στενοχωρημένος, γιατὶ ἀρρώστησε τὸ σκυλί του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ πάη νὰ κυνηγήση. Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ Γερο-Πρόδρομος, τοῦ λέει: «Μὴ στενοχωριέσαι· θὰ σοῦ δώσω τὸ δικό μου σκυλί, εἶναι ράτσα Ἐζνεπίδη268». Χαρούμενος ὁ γείτονας πῆρε τὸ σκυλὶ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ κυνήγι.
Ὅταν ἔφθασε στὸ δάσος, κούνησε τὸ χέρι του, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν οἱ κυνηγοί, γιὰ νὰ τρέξη τὸ λαγωνικό, ἀλλὰ ἐκεῖνο, ἀντὶ νὰ τρέξη, γύριζε γύρω του, τοῦ ἔγλειφε τὰ πόδια καὶ κοιτοῦσε τὰ χέρια του μήπως ἔχει ψωμί! Βλέπετε, ἦταν καλὸ σκυλί, ἀπὸ ράτσα, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἐκπαιδευθῆ, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ πιάνη τὸν λαγό, καὶ γύριζε συνέχεια γύρω ἀπὸ τὸν κυνηγό.
Πιστεύω ὅμως ὅτι ἐσεῖς, ἀφοῦ βρήκατε τὰ ἀχνάρια τοῦ Χριστοῦ, θὰ τρέχετε συνέχεια νὰ βρῆτε τὸν Χριστό, γιὰ νὰ γεμίση ἡ καρδιά σας τόσο πολὺ ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ νὰ μὴν μπορῆτε νὰ Τὸν χωρέσετε καὶ νὰ λέτε: «Φθάνει, Θεέ μου, δὲν ἀντέχω ἄλλο».
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -165-
267.Α´ Κορ. 9, 24.
268.Τὸ ἐπώνυμο τοῦ πατέρα τοῦ Γέροντα.
267.Α´ Κορ. 9, 24.
268.Τὸ ἐπώνυμο τοῦ πατέρα τοῦ Γέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου