Νὰ πιστέψουμε φιλότιμα στὸν Θεὸ.
Γέροντα, στενοχωριέμαι γιὰ τοὺς λογισμοὺς ἀπιστίας ποὺἔχω.
–Τὸ ὅτι στενοχωριέσαι καὶ δὲν τοὺς δέχεσαι, σημαίνει ὅτι αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ εἶναι ἀπὸ τὸν πονηρό. Μερικὲς φορὲς ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει νὰ ἔχουμε λογισμοὺς ἀμφιβολίας ἢ ἀπιστίας, γιὰ νὰ δῆ τὴν διάθεση καὶ τὸ φιλότιμό μας. Ὁ δικός μας ὅμως Θεὸς δὲν εἶναι μύθος ὅπως ὁ Δίας, ὁ Ἀπόλλων κ.λπ. Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀληθινή, ζωντανή. Ἔχουμε νέφος Ἁγίων, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος1, οἱ ὁποῖοι γνώρισαν τὸν Χριστό, Τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντὰ καὶ θυσιάσθηκαν γι ̓ Αὐτόν.
Καὶ στὴν ἐποχή μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ
ποὺ ζοῦν οὐράνιες καταστάσεις καὶ ἔχουν ἐπαφὴ μὲ Ἀγγέλους, μὲ Ἁγίους, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Καὶ θὰ σοῦ πῶ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω. Βλέπεις, γίνομαι καὶ ἐγώ... αἱμοδότης· φανερώνω ὁρισμένα γεγονότα, γιὰ νὰ βοηθήσω. Ὅπου βλέπω θησαυρισμένη γνώση καὶ παραγκωνισμένη πίστη, τὴν πίστη θέλω νὰ ἐνισχύσω, γι ̓ αὐτὸ καὶ λέω μερικὰ γεγονότα πίστεως.Ὅταν ἤμουν μικρός, στὴν Κόνιτσα, διάβαζα πολλοὺς βίους Ἁγίων καὶ ἔδινα καὶ στὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ διαβάσουν ἢ τὰμάζευα καὶ διαβάζαμε μαζί. Θαύμαζα τὴν μεγάλη ἄσκηση καὶ τὶς νηστεῖες ποὺἔκαναν οἱ Ἅγιοι καὶ προσπαθοῦσα νὰ κάνω καὶ ἐγὼ ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι. Ἀπὸ τὴν νηστεία ὁ λαιμός μου εἶχε γίνει σὰν τὸ κοτσάνι ἀπὸ τὸ κεράσι. Τὰ παιδιὰ μὲ πείραζαν. «Θὰ πέση τὸ κεφάλι σου!», μοῦ ἔλεγαν. Τί τραβοῦσα! Τέλος πάντων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ μεγάλος μου ἀδελφός, ἐπειδὴ ἀρρώσταινα ἀπὸ τὶς νηστεῖες καὶ φοβόταν μήπως δὲν τελειώσω τὸ σχολεῖο, μοῦ ἔπαιρνε τὰ Συναξαράκια τῶν Ἁγίων ποὺδιάβαζα. Μετὰ τὰ ἔκρυβα στὸ δάσος, στὸ ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, καὶ πήγαινα ἐκεῖ κρυφὰ καὶ διάβαζα. Μιὰ μέρα κάποιος γείτονας, ὀνόματι Κώστας, εἶπε στὸν ἀδελφό μου: «Θὰ τὸν κάνω ἐγὼ νὰ ἀλλάξη μυαλό, νὰ πετάξη αὐτὰ τὰ βιβλία ποὺδιαβάζει καὶ νὰ ἀφήση καὶ τὶς νηστεῖες καὶ τὶς προσευχές». Μὲ βρῆκε λοιπὸν –ἤμουν περίπου δεκαπέντε χρονῶν τότε –καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ λέη τὴν θεωρία τοῦ Δαρβίνου. Ἔλεγε-ἔλεγε, ὥσπου μὲ ζάλισε. Ἔτσι ὅπως ἤμουν ζαλισμένος, πῆγα κατ ̓ εὐθεῖαν στὸ δάσος, στὸ ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας.
Μπῆκα μέσα καὶ ἄρχισα νὰ παρακαλῶ τὸν Χριστό. «Χριστέ μου, ἂν ὑπάρχης, νὰ μοῦ παρουσιασθῆς», ἔλεγα καὶ ἔκανα συνέχεια γιὰ πολλὴ ὥρα μετάνοιες. Ἦταν καλοκαίρι. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε, εἶχα γίνει μούσκεμα· εἶχα ἀποκάμει τελείως. Ἀλλὰ οὔτε εἶδα οὔτε ἄκουσα τίποτε.
Οὔτε ὁ Θεὸς νὰ μὲ οἰκονομήση λίγο, ἔστω μὲ ἕνα μικρὸσημεῖο, κάποιον κρότο, κάποια σκιά· παιδὶ ἤμουν στὸ κάτω-κάτω. Καὶ ἂν τὸ ἔβλεπε κανεὶς ἀνθρωπίνως ἢ μὲ τὴν λογική, θὰ ἔλεγε: «Κρίμα, Θεέ μου, τὸ ταλαίπωρο! Ἀπὸ ἕντεκα χρονῶν ἀνέβαινε στὰ βράχια, ἔκανε τέτοια ἄσκηση, καὶ τώρα περνάει μιὰ κρίση. Τὸ ζάλισε ὁἄλλος μὲ κάτι ἀνόητες θεωρίες. Μέσα στὸ σπίτι ἔχει δυσκολίες ἀπὸ τὸν ἀδελφό του. Ἔφυγε στὸ δάσος, γιὰ νὰ Σοῦ ζητήση βοήθεια...». Ὅμως τίποτε-τίποτε-τίποτε! Ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες κάθησα λίγο κάτω. Τότε σκέφθηκα: «Καλά, ὅταν ρώτησα τὸν Κώστατί γνώμη ἔχει ἐκεῖνος γιὰ τὸν Χριστό, τί μοῦ εἶπε; "Ἦταν ὁ πιὸ καλός, ὁ πιὸ δίκαιος ἄνθρωπος, μοῦ εἶχε πεῖ, καί, ἐπειδὴ κήρυττε δικαιοσύνη, θίχτηκαν τὰ συμφέροντα τῶν Φαρισαίων καὶ Τὸν σταύρωσαν ἀπὸ φθόνο"». Τότε εἶπα: «Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν τόσο καλὸς ἄνθρωπος, τόσο δίκαιος, καὶ δὲν εἶχε παρουσιασθῆ ποτὲ ἄλλος ὅμοιός Του, καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ φθόνο καὶ κακία Τὸν θανάτωσαν, ἀξίζει γι ̓ Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνω περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔκανα, ἀκόμη καὶ νὰ πεθάνω». Μόλις τὸ ἀντιμετώπισα ἔτσι, παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς μέσα σὲ πολὺφῶς –ἔλαμψε τὸ ἐκκλησάκι
–καὶ μοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡἈνάστασις καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται»2.
Τὰ λόγια αὐτὰ διάβαζα καὶ στὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε στὸ ἕνα χέρι. Μοῦ ἔκανε τέτοια ἀλλοίωση ἐσωτερική, ποὺἔλεγα συνέχεια: «Ἔλα τώρα ἐδῶ, Κώστα, νὰ τὰ ποῦμε, ἂν ὑπάρχη ἢ δὲν ὑπάρχη Θεός». Βλέπεις, ὁ Χριστός, γιὰ νὰ παρουσιασθῆ, περίμενε τὴν δική μου φιλότιμη ἀντιμετώπιση. Καὶ ἂν ἀπὸ ἕνα παιδὶ ζητᾶ τὴν φιλότιμη ἀντιμετώπιση, πόσο μᾶλλον ἀπὸ ἕναν μεγάλο;
Γέροντα, στενοχωριέμαι γιὰ τοὺς λογισμοὺς ἀπιστίας ποὺἔχω.
–Τὸ ὅτι στενοχωριέσαι καὶ δὲν τοὺς δέχεσαι, σημαίνει ὅτι αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ εἶναι ἀπὸ τὸν πονηρό. Μερικὲς φορὲς ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει νὰ ἔχουμε λογισμοὺς ἀμφιβολίας ἢ ἀπιστίας, γιὰ νὰ δῆ τὴν διάθεση καὶ τὸ φιλότιμό μας. Ὁ δικός μας ὅμως Θεὸς δὲν εἶναι μύθος ὅπως ὁ Δίας, ὁ Ἀπόλλων κ.λπ. Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀληθινή, ζωντανή. Ἔχουμε νέφος Ἁγίων, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος1, οἱ ὁποῖοι γνώρισαν τὸν Χριστό, Τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντὰ καὶ θυσιάσθηκαν γι ̓ Αὐτόν.
Καὶ στὴν ἐποχή μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ
ποὺ ζοῦν οὐράνιες καταστάσεις καὶ ἔχουν ἐπαφὴ μὲ Ἀγγέλους, μὲ Ἁγίους, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Καὶ θὰ σοῦ πῶ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω. Βλέπεις, γίνομαι καὶ ἐγώ... αἱμοδότης· φανερώνω ὁρισμένα γεγονότα, γιὰ νὰ βοηθήσω. Ὅπου βλέπω θησαυρισμένη γνώση καὶ παραγκωνισμένη πίστη, τὴν πίστη θέλω νὰ ἐνισχύσω, γι ̓ αὐτὸ καὶ λέω μερικὰ γεγονότα πίστεως.Ὅταν ἤμουν μικρός, στὴν Κόνιτσα, διάβαζα πολλοὺς βίους Ἁγίων καὶ ἔδινα καὶ στὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ διαβάσουν ἢ τὰμάζευα καὶ διαβάζαμε μαζί. Θαύμαζα τὴν μεγάλη ἄσκηση καὶ τὶς νηστεῖες ποὺἔκαναν οἱ Ἅγιοι καὶ προσπαθοῦσα νὰ κάνω καὶ ἐγὼ ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι. Ἀπὸ τὴν νηστεία ὁ λαιμός μου εἶχε γίνει σὰν τὸ κοτσάνι ἀπὸ τὸ κεράσι. Τὰ παιδιὰ μὲ πείραζαν. «Θὰ πέση τὸ κεφάλι σου!», μοῦ ἔλεγαν. Τί τραβοῦσα! Τέλος πάντων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ μεγάλος μου ἀδελφός, ἐπειδὴ ἀρρώσταινα ἀπὸ τὶς νηστεῖες καὶ φοβόταν μήπως δὲν τελειώσω τὸ σχολεῖο, μοῦ ἔπαιρνε τὰ Συναξαράκια τῶν Ἁγίων ποὺδιάβαζα. Μετὰ τὰ ἔκρυβα στὸ δάσος, στὸ ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, καὶ πήγαινα ἐκεῖ κρυφὰ καὶ διάβαζα. Μιὰ μέρα κάποιος γείτονας, ὀνόματι Κώστας, εἶπε στὸν ἀδελφό μου: «Θὰ τὸν κάνω ἐγὼ νὰ ἀλλάξη μυαλό, νὰ πετάξη αὐτὰ τὰ βιβλία ποὺδιαβάζει καὶ νὰ ἀφήση καὶ τὶς νηστεῖες καὶ τὶς προσευχές». Μὲ βρῆκε λοιπὸν –ἤμουν περίπου δεκαπέντε χρονῶν τότε –καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ λέη τὴν θεωρία τοῦ Δαρβίνου. Ἔλεγε-ἔλεγε, ὥσπου μὲ ζάλισε. Ἔτσι ὅπως ἤμουν ζαλισμένος, πῆγα κατ ̓ εὐθεῖαν στὸ δάσος, στὸ ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας.
Μπῆκα μέσα καὶ ἄρχισα νὰ παρακαλῶ τὸν Χριστό. «Χριστέ μου, ἂν ὑπάρχης, νὰ μοῦ παρουσιασθῆς», ἔλεγα καὶ ἔκανα συνέχεια γιὰ πολλὴ ὥρα μετάνοιες. Ἦταν καλοκαίρι. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε, εἶχα γίνει μούσκεμα· εἶχα ἀποκάμει τελείως. Ἀλλὰ οὔτε εἶδα οὔτε ἄκουσα τίποτε.
Οὔτε ὁ Θεὸς νὰ μὲ οἰκονομήση λίγο, ἔστω μὲ ἕνα μικρὸσημεῖο, κάποιον κρότο, κάποια σκιά· παιδὶ ἤμουν στὸ κάτω-κάτω. Καὶ ἂν τὸ ἔβλεπε κανεὶς ἀνθρωπίνως ἢ μὲ τὴν λογική, θὰ ἔλεγε: «Κρίμα, Θεέ μου, τὸ ταλαίπωρο! Ἀπὸ ἕντεκα χρονῶν ἀνέβαινε στὰ βράχια, ἔκανε τέτοια ἄσκηση, καὶ τώρα περνάει μιὰ κρίση. Τὸ ζάλισε ὁἄλλος μὲ κάτι ἀνόητες θεωρίες. Μέσα στὸ σπίτι ἔχει δυσκολίες ἀπὸ τὸν ἀδελφό του. Ἔφυγε στὸ δάσος, γιὰ νὰ Σοῦ ζητήση βοήθεια...». Ὅμως τίποτε-τίποτε-τίποτε! Ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες κάθησα λίγο κάτω. Τότε σκέφθηκα: «Καλά, ὅταν ρώτησα τὸν Κώστατί γνώμη ἔχει ἐκεῖνος γιὰ τὸν Χριστό, τί μοῦ εἶπε; "Ἦταν ὁ πιὸ καλός, ὁ πιὸ δίκαιος ἄνθρωπος, μοῦ εἶχε πεῖ, καί, ἐπειδὴ κήρυττε δικαιοσύνη, θίχτηκαν τὰ συμφέροντα τῶν Φαρισαίων καὶ Τὸν σταύρωσαν ἀπὸ φθόνο"». Τότε εἶπα: «Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν τόσο καλὸς ἄνθρωπος, τόσο δίκαιος, καὶ δὲν εἶχε παρουσιασθῆ ποτὲ ἄλλος ὅμοιός Του, καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ φθόνο καὶ κακία Τὸν θανάτωσαν, ἀξίζει γι ̓ Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνω περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔκανα, ἀκόμη καὶ νὰ πεθάνω». Μόλις τὸ ἀντιμετώπισα ἔτσι, παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς μέσα σὲ πολὺφῶς –ἔλαμψε τὸ ἐκκλησάκι
–καὶ μοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡἈνάστασις καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται»2.
Τὰ λόγια αὐτὰ διάβαζα καὶ στὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε στὸ ἕνα χέρι. Μοῦ ἔκανε τέτοια ἀλλοίωση ἐσωτερική, ποὺἔλεγα συνέχεια: «Ἔλα τώρα ἐδῶ, Κώστα, νὰ τὰ ποῦμε, ἂν ὑπάρχη ἢ δὲν ὑπάρχη Θεός». Βλέπεις, ὁ Χριστός, γιὰ νὰ παρουσιασθῆ, περίμενε τὴν δική μου φιλότιμη ἀντιμετώπιση. Καὶ ἂν ἀπὸ ἕνα παιδὶ ζητᾶ τὴν φιλότιμη ἀντιμετώπιση, πόσο μᾶλλον ἀπὸ ἕναν μεγάλο;
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» -147-
1.Βλ. Ἑβρ. 12, 1.
2. Ἰω. 11, 25-26
2. Ἰω. 11, 25-26
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου