Πῆγε ἕνας γνωστός μου σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ μετὰ μοῦ εἶπε:«Ἐκεῖ βιοτεχνία εἶναι· ἡ δὲ ἡγουμένη καλὴ εἶναι, γιὰ νὰ πάη στὸ Μοναστηράκι11, στὴν Ἀθήνα, καὶ νὰ πουλάη κουμπιά· γι ̓ αὐτὴν τὴν δουλειὰ εἶναι ὅ,τι πρέπει!». Δηλαδὴ τὸ μοναστήρι εἶναι βιοτεχνία· μετὰ γίνεται μονάδα, μετὰ σοῦπερ‐μάρκετ καὶ μετὰ Μάκρο! Οἱ καημένοι οἱ κοσμικοὶ θέλουν ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς κάτι τὸ ἀνώτερο καί, γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ ἀνώτερο, πρέπει νὰ ἀποφύγουμε κάθε ἀνθρώπινη παρηγοριά.Ὁ σκοπὸς τῶν μονῶν εἶναι πνευματικὸς καὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχη τὸ κοσμικὸ στοιχεῖο ἀλλὰ τὸ οὐράνιο, γιὰ νὰ πλημμυρίζουν οἱ ψυχὲς ἀπὸ παραδεισένιες γλυκύτητες. Στὰ κοσμικὰ δὲν μποροῦμε νὰ συναγωνισθοῦμε τοὺς κοσμικούς, διότι,ὅσο νἆναι, οἱ κοσμικοὶ ἔχουν περισσότερα μέσα. Ἕνα μοναστήρι, ὅταν ζῆ πνευματικά,ξέρετε πῶς προβληματίζει τὸν κόσμο; Ὅταν ὑπάρχη εὐλάβεια, φόβος Θεοῦ, καὶ δὲν ὑπάρχη οὔτε κοσμικὴ λογικὴ οὔτε ἐμπορικὸ πνεῦμα, αὐτὸ εἶναι ποὺ συγκινεῖ τοὺς λαϊκούς. Ἀλλὰ δυστυχῶς τὸ ἐμπορικὸ πνεῦμα μπαίνει σιγὰ‐σιγὰ στὸ μεδούλι τοῦ Μοναχισμοῦ. Εἶχε ἔρθει ἕνας καλόγερος στὸ Καλύβι καὶ ἔπλεκα κομποσχοίνι.«Ἐσύ,μοῦ λέει, τὰ κομποσχοίνια τὰ δίνεις εὐλογία. Ἐγὼ αὐτὸ τὸ τριαντατριάρι κομποσχοίνι μπορῶ νὰ τὸ πουλήσω καὶ πεντακόσιες δραχμές. Καὶ δὲν τὸ φτιάχνω ὅπως ἐσύ. Ἐγὼ μόλις τελειώσω τοὺς κόμπους, τὸ κόβω καὶ τὸ ράβω λίγο, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὸ νῆμα.Χρησιμοποιῶ καὶ τὴν κλωστὴ ποὺ κόβω ἀπὸ τὸν σταυρό, τὴν ἑνώνω, δὲν βάζω καὶ χάνδρες καὶ κερδίζω πιὸ πολλά».«Βρέ, δὲν ντρέπεσαι, τοῦ λέω. Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι ἔχεις ἐμπορικὸ πνεῦμα; Ἀ πὸ τὸ 1950 εἶμαι καλόγερος καὶ πρώτη φορὰ εἶδα τέτοια ἀντιμετώπιση!».– Γέροντα, λίγοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν ποὺ εἶναι ὥριμοι πνευματικά, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸν κόσμο!– Ναί, δυστυχῶς λίγοι ὑπάρχουν! Τί νὰ κάνη καὶ ὁ κόσμος μετά; Ξέρεις πόσο παρακαλῶ νὰ παρουσιάση ὁ Θεὸς ἀνθρώπους σωστούς, ποὺ νὰ μποροῦν νὰ βοηθοῦν τὸν κόσμο; Οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι ἀρκεῖ λίγο νὰ τοὺς πονᾶς καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐκμεταλλεύεσαι· τίποτε ἄλλο δὲν θέλουν. Στὸν κόσμο βρίσκονται σὲ συνεχῆ πόλεμο καὶ νιώθουν ἀνασφάλεια. Ὅταν πηγαίνουν σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ ζῆ σωστά,βοηθιοῦνται, γιατὶ νιώθουν ἀσφάλεια καὶ αὐτὸ τοὺς δίνει κουράγιο, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τους.Αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τόσο ἀνάγκη ἀπὸ ὑλικὴ τροφή,ὅσο ἀπὸ πνευματική. Δὲν ἔχει ἀνάγκη δηλαδὴ ὁ κόσμος ἀπὸ ψωμὶ – ἂν καὶ αὐτὸ δυστυχῶς σὲ λίγο δὲν θὰ ὑπάρχη δυνατότητα νὰ τὸ προσφέρουν – ἀλλὰ ἀπὸ πνευματικὴ βοήθεια. Νὰ κοιτάξουμε νὰ βοηθήσουμε μὲ τὴν προσευχὴ ὅλο τὸν κόσμο.Νὰ βοηθήσουμε μιὰ οἰκογένεια λ.χ. νὰ μὴ διαλυθῆ, μιὰ μάνα νὰ μεγαλώση σωστὰ τὰ καημένα τὰ παιδιά της. Νὰ συγκρατήσουμε λίγο αὐτοὺς ποὺ ἔχουν εὐλάβεια
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’«Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» ‐ 185
11 Συνοικία τῶν Ἀθηνῶν.
Γέροντα, ὅταν χτυπᾶ τὸ καμπανάκι τὴν ὥρα τῆς Προσκομιδῆς91, ἀναφέρω γενικὲς περιπτώσεις, λ.χ. χῆρες, ὀρφανά, ἐγκαταλελειμμένους, καὶ ὄχι ὀνόματα.
Εἶναι σωστό;
–Κι ἐγὼ τὸ ἴδιο κάνω.
Νὰ εὔχεσαι ὅμως μὲ πόνο. Καὶ ὁ ἱερέας δὲν ἀρκεῖ νὰ βγάζη στὴν Προσκομιδὴ μερίδες καὶ νὰ διαβάζη τὰ ὀνόματα τυπικά, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρακαλῆ γιὰ τὸν καθέναν μὲ πόνο· τότε θὰ δῆ θαύματα. Μιὰ φορὰ πῆγαν σὲ ἕναν ἱερέα ἕναν δαιμονισμένο καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ κάνη Θεία Λειτουργία. Ἐκεῖνος, ὅταν ἦταν νὰ τὸν μνημονεύση στὴν Προσκομιδή, πρὶν βγάλη μερίδα γι’ αὐτόν, εἶπε μὲ πολὺ πόνο: «Κύριε, βλέπεις πόσο ὑποφέρει τὸ πλάσμα Σου. Ἀπάλλαξέ το ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος. “Μνήσθητι Κύριε τοῦ δούλου σου...”». Τότε τὸ δαιμόνιο δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξη καὶ ἔφυγε.
–Εἶναι προτιμότερο, Γέροντα, νὰ εὔχεται κανεὶς γιὰ τὸ ἴδιο θέμα πολλὴ ὥρα ἢ νὰ πηγαίνη ἀπὸ τὸ ἕνα θέμα στὸ ἄλλο, καὶ νὰ μπαίνη μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸν πόνο ὅλου τοῦ κόσμου;–Γιατί νὰ πιάση μόνον ἕνα θέμα;
Νὰ πιάνη πολλὰ θέματα· τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο, τὸ ἄλλο, συνέχεια. Καὶ μετὰ νὰ σκέφτεται τὸν γενικὸ πόνο τοῦ κόσμου καὶ νὰ προσεύ-χεται. Αὐτὸ συγκινεῖ τὸν Θεό, γιατὶ ἔχει ἀρχοντιά.
–Γέροντα, τί νὰ ζητᾶμε στὴν προσευχή μας γιὰ ὅλον τὸν κόσμο;
–Νὰ εὐχώμαστε γιὰ ὅλους «καλὸν Παράδεισο».
Ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι κοντά Του καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι μακριά Του. Νὰ παρακαλοῦμε λοιπὸν νὰ γνωρίσουν ὅλοι τὸν Θεό, γιὰ νὰ Τὸν ἀγαπήσουν, νὰ Τὸν εὐαρεστήσουν καὶ νὰ σωθοῦν· νὰ πᾶνε στὸν Παράδεισο.
Κάποιος92ἔλεγε: «Θεέ μου, ἐγὼ ἔζησα τὸν Παράδεισο ἀπὸ 'δῶ ἀπὸ τὴν γῆ. Πήγαινέ με ἐμένα στὴν κόλαση καὶ τὸν ἀδελφό μου βάλ’ τον στὸν Παράδεισο». Ἀλλὰ καὶ στὴν κόλαση ἂν πάη ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν μεγάλη του ἀγάπη, ἡ ὁποία θὰ μεταφερθῆ καὶ στὴν κόλαση, νομίζω ὅτι ἐκεῖνο τὸ μικρὸ κομματάκι τῆς κολάσεως θὰ μεταβληθῆ σὲ Παράδεισο, διότι, ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἐκεῖ Παράδεισος.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» -68-
91.Κατὰ τὴν ἁγιορείτικη παράδοση ὁ ἱερεύς, πρὶν ὁλοκληρώση τὴν Προσκομιδή, χτυπάει καμπανάκι, καὶ οἱ πιστοὶ μνημονεύουν νοερῶς ὀνόματα Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων, ἐνῶ ἐκεῖνος βγάζει γι’ αὐτοὺς μερίδες.
92.Πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Γέροντα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου