Παρασκευή 5 Μαΐου 2023


Πῶς λύνονται τὰ μάγια
–Ἂν πιάσουν, Γέροντα, τὰ μάγια, πῶς λύνονται;
–Μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση. Γι ̓ αὐτὸ πρέπει πρῶτα νὰ βρεθῆ ἡ αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἔπιασαν τὰ μάγια, νὰ καταλάβη ὁ ἄνθρωπος τὸ σφάλμα του, νὰ μετανοήση καὶ νὰ ἐξομολογηθῆ. Πόσοι ἔρχονται ἐκεῖ στὸ Καλύβι ποὺ ταλαιπωροῦνται, ἐπειδὴ τοὺς ἔχουν κάνει μάγια, καὶ μοῦ λένε: «Κάνε προσευχή, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάσανο»! Μοῦ ζητοῦν βοήθεια, χωρὶς νὰ ψάξουν νὰ βροῦν ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε τὸ κακό, γιὰ νὰ τὸ διορθώσουν. Νὰ βροῦν δηλαδὴ σὲ τί ἔφταιξαν καὶ ἔπιασαν τὰ μάγια, νὰ μετανοήσουν, νὰ ἐξομολογηθοῦν, γιὰ νὰ σταματήση ἡ ταλαιπωρία τους.
–Γέροντα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ τοῦ ἔχουν κάνει μάγια φθάση σὲ τέτοια κατάσταση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήση ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του, νὰ ἐξομολογηθῆ κ.λπ., μποροῦν οἱ ἄλλοι νὰ τὸν βοηθήσουν;
–Μποροῦν νὰ καλέσουν τὸν ἱερέα στὸ σπίτι νὰ κάνη ἕνα εὐχέλαιο ἢ ἕναν ἁγιασμό. Νὰ τοῦ δώσουν νὰ πιῆ ἁγιασμό, γιὰ νὰ ὑποχωρήση λίγο τὸ κακὸ καὶ νὰ μπῆ λίγο Χριστὸς μέσα του. Ἔτσι ἔκανε μιὰ μητέρα γιὰ τὸ παιδί της καὶ βοηθήθηκε. Μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ὁ γιός της ὑπέφερε πολύ, γιατὶ τοῦ εἶχαν κάνει μάγια. «Νὰ πάη νὰ ἐξομολογηθῆ», τῆς εἶπα. «Πῶς νὰ πάη, πάτερ, νὰ ἐξομολογηθῆ, στὴν κατάσταση ποὺ εἶναι;», μοῦ εἶπε. «Τότε πὲς στὸν πνευματικό σου, τῆς λέω, νὰ ἔρθη στὸ σπίτι, νὰ κάνη ἁγιασμὸ καὶ νὰ δώσης στὸν γιό σου νὰ πιῆ ἀπὸ τὸν ἁγιασμό. Θὰ τὸν πιῆ ὅμως;». «Θὰ τὸν πιῆ», μοῦ λέει. «Ἔ, ξεκίνησε μὲ τὸν ἁγιασμό, τῆς λέω, καὶ μετὰ προσπάθησε νὰ μιλήση τὸ παιδί σου μὲ τὸν παπᾶ. Ἂν ἐξομολογηθῆ, θὰ τὸν πετάξη τὸν διάβολο πέρα». Καὶ πράγματι, μὲ ἄκουσε καὶ βοηθήθηκε τὸ παιδί. Μετὰ ἀπὸ λίγο μπόρεσε νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ ἔγινε καλά.Μιὰ ἄλλη γυναίκα, ἡ φουκαριάρα, τί ἔκανε; Ὁ ἄνδρας της εἶχε μπλέξει μὲ μάγους καὶ δὲν ἤθελε οὔτε σταυρὸ νὰ φορέση. Γιὰ νὰ τὸν βοηθήση λίγο, ἔρραψε στὸν γιακᾶ ἀπὸ τὸ σακκάκι του ἕνα σταυρουδάκι. Μιὰ φορὰ ποὺ χρειάσθηκε νὰ περάση ἀπὸ ἕνα γεφύρι στὴν ἄλλη ὄχθη ἑνὸς ποταμοῦ, μόλις πάτησε στὸ γεφύρι, ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέη: «Τάσο, Τάσο, βγάλε τὸ σακκάκι, νὰ περάσουμε μαζὶ τὸ γεφύρι».
Εὐτυχῶς ἔκανε κρύο καὶ εἶπε: «Πῶς νὰ τὸ βγάλω; Κρυώνω!». «Βγάλ ̓ το, βγάλ ̓ το, νὰ περάσουμε», ἄκουσε τὴν ἴδια φωνὴ νὰ τοῦ λέη.
Βρὲ τὸν διάβολο!
Ἤθελε νὰ τὸν ρίξη κάτω στὸ ποτάμι, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε, γιατὶ εἶχε ἐπάνω του τὸ σταυρουδάκι. Τελικὰ τὸν ἔρριξε ἐκεῖ σὲ μιὰ ἄκρη. Ἐν τῷ μεταξύ, τὸν ἔψαχναν οἱ δικοί του ὅλη τὴν νύχτα καὶ τὸν βρῆκαν τὸν καημένο πεσμένο ἐπάνω στὸ γεφύρι. Ἂν δὲν ἔκανε κρύο, θὰ ἔβγαζε τὸ σακκάκι καὶ θὰ τὸν πετοῦσε ὁ διάβολος μέσα στὸ ποτάμι. Τὸν φύλαξε ὁ σταυρὸς ποὺ εἶχε στὸ πέτο του. Πίστευε ἡ φουκαριάρα ἡ γυναίκα του. Ἂν δὲν εἶχε πίστη, θὰ τὸ ἔκανε αὐτό
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς Ἀγώνας»-106

Εσένα η αμφισβήτηση θα σε οδηγήσει στην πίστη·αυτός είναι ο δρόμος σου
Κάποιοι λαϊκοί, προσπαθώντας να εξηγήσουν με την λογική το διορατικό χάρισμα που ο Θεός είχε δώσει στον Πατέρα Παΐσιο, έψαχναν να βρουν τους τρόπους που ίσως χρησιμοποιούσε, ώστε να μαθαίνει κάποια πράγματα για τους ανθρώπους που θα τον επισκέπτονταν. Αλλά και τους λογισμούς αυτούς τους «έπιανε» μερικές φορές ο άνθρωπος του Θεού.
Ένας νεαρός, ο οποίος είχε σπουδάσει ηλεκτρονικός, ακούγοντας για τον Πατέρα Παΐσιο, υποπτευόταν ότι ο Όσιος είχε τοποθετήσει στην στέγη της Καλύβης του, στον φράχτη και στον γύρω χώρο κεραίες, μικρόφωνα και πομπούς, για να καταγράφει τις συνομιλίες των επισκεπτών και να παρουσιάζεται ύστερα ως διορατικός. Αποφάσισε λοιπόν να τον επισκεφθεί, για να ερευνήσει, αν θα μπορούσε τον χώρο.
Ενώ περίμενε έξω από τον φράχτη μαζί με άλλους είκοσι περίπου ανθρώπους και στεκόταν προς τα πίσω, βγήκε ο Όσιος, σήκωσε το χέρι του και δείχνοντάς τον φώναξε:
― Ε, παλληκάρι, έλα εσύ μπροστά, σε παρακαλώ!
― Σ’ εμένα μιλάτε; Ρώτησε εκείνος.
― Ναι, σ’ εσένα.
Ο Όσιος άνοιξε την πόρτα και αμέσως τον πήρε και πήγαν πίσω από το Καλύβι. «Κάθησε, Στυλιανέ», του είπε. Αυτό ήταν το πρώτο «χαστούκι» που δέχθηκε η λογική του νέου. Ο Όσιος κάθησε δίπλα του, του έδειξε την σκεπή και τον ρώτησε.
― Βλέπεις τίποτε περίεργο στην σκεπή μου;
― Όχι, είπε ο νέος κοιτάζοντας την σκεπή.
― Έχω μια κεραία κρυμμένη εκεί επάνω, είπε ο Όσιος και, πριν προλάβει εκείνος να συνέλθει, συνέχισε: Βλέπεις τίποτε περίεργο μέσα στους θάμνους;
― Όχι, απάντησε και πάλι ο νέος.
― Έχω, του είπε, κρυμμένο ένα μηχάνημα που γράφει αυτά που λένε οι άνθρωποι και μετά κοροϊδεύω τον κόσμο ότι κάνω θαύματα! Εσύ γιατί ήρθες; Εμένα τι με θέλεις τώρα;
Ο νέος άρχισε να κλαίει.
― Μη στενοχωριέσαι, Στυλιανέ, του είπε τότε ο Όσιος. Οι καιροί είναι πονηροί, και καλά κάνεις που αμφισβητείς. Εσένα η αμφισβήτηση θα σε οδηγήσει στην πίστη· αυτός είναι ο δρόμος σου. Για κανόνα τώρα, πήγαινε και μοίρασε λουκούμι και νερό στους άλλους και έλα κάποια άλλη φορά να τα πούμε!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου