Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Τὸ συμμάζεμα τοῦ νοῦ.
–Ὁ νοῦς μου, Γέροντα, τρέχει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
–Γέροντα, μόλις συγκεντρωθῶ στὴν εὐχή, σὲ κλάσματα δευτερολέπτου, ὁ νοῦς μου μπορεῖ νὰ φθάση μέχρι τὴν Ἀμερική. Πῶς γίνεται αὐτό;
–Πόσα χρήματα θέλεις γιὰ νὰ πᾶς ἀπὸ ἐδῶ στὴν Ἀμερικὴ καὶ νὰ γυρίσης; Ἔχεις νὰ πληρώσης τὰ ναῦλα; Καὶ βλέπεις, τώρα μὲ τὸν νοῦ φθάνεις ἀμέσως ἐκεῖ .
Κοίταξε νὰ συμμαζέψης τὸν νοῦ σου, γιατὶ στὸ τέλος θὰ χρεωκοπήσης καὶ θὰ μοῦ «κλείσης» τὸν συνεταιρισμό, ἐπειδὴ δὲν θὰ ἔχω νὰ πληρώσω τὰ χρέη σου. Νὰ λὲς τὴν εὐχὴ μὲ τὴν καρδιά, ταπεινά, γιὰ νὰ μὴ σὲ κλέβη τὸ ταγκαλάκι μὲ τὴν συζήτηση τῶν λογισμῶν. Πολὺ θὰ σὲ βοηθήση σ' αὐτὴν τὴν προσπάθεια νὰ σκέφτεσαι τὸν θάνατο. Ἂν σκεφτῆς: «Ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωσε διορία αὐτὴν τὴν ὥρα, γιὰ νὰ προετοιμασθῶ καὶ νὰ μὲ πάρη», δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ κανένας λογισμός. Ὅταν μπαίνη ὁ θάνατος στὴν μέση, ὁ νοῦς κάθεται στὴν μέση καὶ δὲν φεύγει στὶς ἄκρες καὶ στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.
–Γέροντα, στενοχωριέμαι ποὺ φεύγει ὁ νοῦς μου τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
–Ἐγώ, ὅταν φεύγη ὁ νοῦς μου σὲ διάφορα θέματα –ἂν καὶ θέλω νὰ εἶναι πάντοτε κοντὰ στὸν Θεό –, λέω: «Θεέ μου, τέτοιος νοῦς τί δουλειὰ ἔχει κοντά Σου; Εἶναι ἀναίδεια νὰ θέλω νὰ βρίσκεται κοντά Σου!». Μὲ ἕναν ταπεινὸ λογισμὸ ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπανέρχεται ὁ νοῦς στὸν Θεό. Κι ἐσὺ νὰ λές: «Καλὰ κάνεις, Θεέ μου, ποὺ δὲν μὲ βοηθᾶς νὰ συγκεντρωθῆ ὁ νοῦς μου κοντά Σου, γιατὶ εἶμαι ἐλεεινή». Ὅταν τὸ πιστέψης αὐτό, ὁ Θεὸς θὰ σὲ βοηθήση ἀμέσως νὰ συγκεντρωθῆς.
–Πολλὲς φορές, Γέροντα, ὅταν κάνω κομποσχοίνι, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ εἶμαι συγκεντρωμένη, ἔπειτα φεύγει ὁ νοῦς μου. Κάνω μιὰ προσπάθεια, συγκεντρώνομαι, ἀλλὰ πάλι φεύγει–Σκέψου, τί κρίμα εἶναι νὰ φθάνη στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἡ μισὴ προσευχὴ ἢ τὸ ἕνα τρίτο, καὶ ἡ ἄλλη νὰ χάνεται στὸν δρόμο! Ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ χρειάζεται. Ὅταν φεύγη ὁ νοῦς, νὰ τὸν ἐπαναφέρης. Πάλι ἔφυγε; Πάλι νὰ τὸν ἐπαναφέρης.
–Γιατί ὅμως, Γέροντα, δὲν μπορῶ εὔκολα νὰ συγκεντρωθῶ;
–Γιατὶ εἶσαι ἀκόμη στὸ πρῶτο στάδιο τοῦ ἀγῶνος καί, ἂν γινόταν αὐτό, θὰ ἦταν ἀφύσικο· θὰ ἦταν σὰν νὰ εἶχε γεννηθῆ ἕνα παιδὶ μὲ δόντια. Ὁ νοῦς μοιάζει μὲ ἕνα μικρὸ πουλαράκι, τὸ ὁποῖο στὴν ἀρχὴ τρέχει γιὰ λίγο πίσω ἀπὸ τὴν μάνα του, ἀλλὰ ἀμέσως ξεχνιέται καὶ τρέχει μακριά· παίζει, τρώει χορταράκια, δοκιμάζει ὅ,τι βρῆ, ὥσπου σὲ μιὰ στιγμὴ συνέρχεται καὶ βλέπει ὅτι ἔχασε τὴν μάνα του. Τρέχει τότε νὰ τὴν βρῆ, ἀλλὰ σὲ λίγο καὶ πάλι ξεχνιέται. Ὅταν μεγαλώση λίγο, τὸ πιάνουν καὶ τὸ δένουν πίσω ἀπὸ τὴν μάνα του, καὶ ἔτσι παραμένει κοντά της. Θέλω νὰ πῶ ὅτι καὶ ὁ νοῦς στὶς ἀρχὲς εἶναι φυσιολογικὸ νὰ φεύγη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Μὲ τὴν ἐπιμονὴ ὅμως θὰ δεθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν θὰ Τὸν ἀποχωρίζεται· θὰ θέλη νὰ προσεύχεται συνεχῶς. Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἔρχεται μία τελεία νέκρα· κανένας λογισμὸς δὲν πλησιάζει τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ ὁ νοῦς μένει ἄδειος ἀπὸ λογισμούς.
Αγ.Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» -92-
ΒΟΗΘΕΙΑ ΜΑΣ!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου