Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Ὁ ἄνθρωπος συχνὰ κανονίζει χωρὶς τὸν Θεὸ.
Κάποιος εἶχε κάνει μιὰ μονάδα ἰχθυοτροφείου καὶ ὅλη μέρα ἔλεγε «δόξα σοι ὁ Θεός», γιατὶ ἔβλεπε συνέχεια τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μοῦ ἔλεγε ὅτι τὸ ψαράκι, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ γονιμοποιηθῆ καὶ εἶναι μικρὸ σὰν τὸ κεφαλάκι τῆς καρφίτσας, ἔχει καὶ ἕνα σακκουλάκι μὲ ὑγρό, γιὰ νὰ τρέφεται, μέχρι νὰ μεγαλώση καὶ νὰ μπορῆ νὰ πιάνη κανέναν μικροοργανισμὸ ἀπὸ τὸ νερό. Τοῦ ἔχει δηλαδὴ καὶ τὴν «κομπάνια»4του ὁ Θεός!
Καὶ ἂν γι' αὐτὰ προνοῆ ὁ Θεός, πόσο μᾶλλον γιὰ τὸν ἄνθρωπο! Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος συχνὰ κανονίζει καὶ ἀποφασίζει γιὰ ὅλα χωρὶς τὸν Θεό. «Θὰ κάνω, λέει, δύο παιδιά». Τὸν Θεὸ δὲν Τὸν βάζει στὸν λογαριασμό.


 Γι ̓ αὐτὸ καὶ γίνονται τόσα ἀτυχήματα καὶ σκοτώνονται τόσα παιδιά. Ἔχουν οἱ περισσότεροι δυὸ παιδιά, τὸ ἕνα χτυπάει μὲ τὸ αὐτοκίνητο, τὸ ἄλλο ἀρρωσταίνει καὶ πεθαίνει, καὶ δὲν ἔχουν μετὰ κανένα παιδί.Ὅταν οἱ γονεῖς, οἱ συνδημιουργοὶ τοῦ Θεοῦ, δυσκολεύωνται, μετὰ ἀπὸ τὶς προσπάθειες ποὺκάνουν νὰ οἰκονομήσουν τὰ παιδιά τους, πρέπει ταπεινὰ νὰ ζητήσουν καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Μεγάλου Δημιουργοῦ ἁπλώνοντας τὰ χέρια τους πρὸς τὰ πάνω. Τότε χαίρεται καὶ ὁ Θεὸς ποὺβοηθάει, χαίρεται καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺβοηθιέται.
Τὸ διάστημα ποὺ ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου, γνώρισα ἕναν πολύτεκνο οἰκογενειάρχη ποὺ ἦταν ἀγροφύλακας σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Ἠπείρου, ἀπόσταση τεσσερισήμισι ὧρες μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴν Κόνιτσα, ὅπου ἔμενε ἡοἰκογένειά του. Εἶχε ἐννέα παιδιά. Ἐπειδὴ ὁ δρόμος γιὰ τὸ χωριὸ περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὁ ἀγροφύλακας αὐτὸς ἐρχόταν, καὶ ὅταν πήγαινε στὴν ὑπηρεσία του, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπέστρεφε. Ὅποτε ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ χωριό, γιὰ νὰ πάη στὸ σπίτι του, μὲ παρακαλοῦσε νὰ ἀνάψη ὁ ἴδιος τὰ κανδήλια. Ἂν καὶ ἔχυνε κάτω λάδια, τὸν ἄφηνα νὰ τὰ ἀνάβη· προτιμοῦσα νὰ καθαρίσω μετὰ τὶς πλάκες τοῦ Ναοῦ, παρὰ νὰ τὸν λυπήσω. Ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τριακόσια μέτρα περίπου πιὸ ἔξω, ἔρριχνε πάντα μιὰ ντουφεκιά!
Αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἐξηγήσω, γι' αὐτὸ ἀποφάσισα νὰ τὸν παρακολουθήσω ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺθὰ ἔμπαινε μέσα στὸν Ναὸ μέχρι νὰ πάρη τὸν δρόμο γιὰ τὴν Κόνιτσα. Ἄναβε λοιπὸν πρῶτα τὰ κανδήλια μέσα στὸν Ναὸ καὶ ὕστερα ἔβγαινε στὸν νάρθηκα. Ἀφοῦ ἄναβε καὶ ἐκεῖ τὴν κανδήλα ποὺ ἦταν πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, βουτοῦσε τὸ δάκτυλό του στὴν κανδήλα, γονάτιζε, ἅπλωνε τὰ χέρια του πρὸς τὴν εἰκόνα καὶ ἔλεγε: «Παναγία μου, ἐννιὰ παιδιὰ ἔχω· οἰκονόμησέ τα λίγο κρέας». Ἄλειφε στὴν συνέχεια τὸ στόχαστρο στὴν κάννη τοῦ ντουφεκιοῦ μὲ τὸ λαδάκι ποὺεἶχε στὸ δάκτυλο, καὶ ἔφευγε.
Τριακόσια μέτρα ἔξω ἀπὸ τὴν μονή, ὅπου ὑπῆρχε μιὰ μουριά, τὸν περίμενε ἕνα ἀγριοκάτσικο. Ἔρριχνε, ὅπως ἀνέφερα, μιὰ ντουφεκιά, τὸ σκότωνε, τὸ κατέβαζε κάτω σὲ μιὰ σπηλιά, τὸ ἔγδερνε καὶ τὸ πήγαινε στὰ παιδιά του.
Αὐτὸ γινόταν κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν δουλειά του.Θαύμασα τὴν πίστη τοῦ ἀγροφύλακα καὶ τὴν πρόνοια τῆς Παναγίας. Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι πέντε χρόνια ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Κάποια στιγμὴ τὸν ρώτησα αὐθόρμητα: «Τί κάνουν τὰ παιδιά σου;
Ποῦ βρίσκονται;». Καὶ ἐκεῖνος ἅπλωσε πρῶτα τὸ χέρι του πρὸς τὸν Βορρᾶ καὶ εἶπε «ἄλλα στὴν Γερμανία» καὶ μετὰ ἅπλωσε τὸ χέρι του πρὸς τὸν Νότο καὶ εἶπε «καὶ ἄλλα στὴν Αὐστραλία· δόξα τῷ Θεῷ ἔχουν τὴν ὑγειά τους».
Διατηροῦσε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό του ἁγνὸ ἀπὸ ἄθεες ἰδεολογίες, γι ̓ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἄφησε

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» -139-
4Κομπάνια: ἐφοδιασμὸς μὲ τρόφιμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου