Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019


Σταυρώθηκε ο Χριστός, για να μας λυτρώση από την αμαρτία, για να εξαγνισθή όλο το ανθρώπινο γένος.
Τι έκανε ο Χριστός για μας;
Τι κάνουμε εμείς για τον Χριστό;
Ο κόσμος θέλη να αμαρτάνη και θέλει τον Θεό καλό. Αυτός να μας συγχωράη και εμείς να αμαρτάνουμε.
Εμείς δηλαδή να κάνουμε ό,τι θέλουμε και Εκείνος να μας συγχωράη. Να μας συγχωράη συνέχεια και εμείς το βιολί μας.
Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν, γι΄αυτό ορμούν στην αμαρτία. Όλο το κακό από΄κει ξεκινάει, από την απιστία.
Δεν πιστεύουν στην άλλη ζωή, οπότε δεν υπολογίζουν τίποτε.
Αδικούν, εγκαταλείπουν τα παιδιά τους… Γίνονται πράγματα…, σοβαρές αμαρτίες.
Ούτε οι Άγιοι Πατέρες έχουν προβλέψει τέτοιες αμαρτίες στους Ιερούς Κανόνες - όπως για τα Σόδομα και Γόμορρα είχε πει ο Θεός:
“Δεν πιστεύω να γίνονται τέτοιες αμαρτίες, να πάω να δω!”.
Αν δεν μετανοήσουν οι άνθρωποι, αν δεν επιστρέψουν στον Θεό, χάνουν την αιώνια ζωή.
Πρέπει να βοηθηθή ο άνθρωπος, να νιώση το βαθύτερο νόημα της ζωής, να συνέλθη, για να νιώση την θεία παρηγοριά.
Σκοπός είναι να ανεβή πνευματικά ο άνθρωπος, όχι απλώς να μην αμαρτάνη”.
Από το βιβλίο “ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ”
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Α΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ

Γέροντα, πῶς θὰ ἀποκτήσω εὐλάβεια;
–Οἱ Πατέρες λένε ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσης εὐλάβεια, πρέπει νὰ ζῆς ἢ νὰ συναναστρέφεσαι μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ νὰ παρατηρῆς πῶς συμπεριφέρονται.
Ὁ Μέγας Παΐσιος, ὅταν τὸν ρώτησε κάποιος «πῶςμπορῶ νὰ ἀποκτήσω φόβο Θεοῦ», τοῦ ἀπάντησε: «Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ ἔχουν φόβο Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀποκτήσης καὶ ἐσὺ θεῖο φόβο»3. Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι θὰ κάνης ἐξωτερικὰ ὅ,τι βλέπεις νὰ κάνουν ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ τὸ νιώθης ἐσὺ ἐσωτερικά, γιατὶ αὐτὸ δὲν εἶναι εὐλάβεια ἀλλὰ ψευτοευλάβεια. Τὸ ψεύτικο εἶναι ἀποκρουστικό. Ἡεὐλάβεια εἶναι Χάρις ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ὅ,τι κάνει ὁ εὐλαβὴς τὸ κάνει, γιατὶ ἔτσι τὸ νιώθει μέσα του. Βέβαια μέσα μας ὑπάρχει φυσικὴ ἡεὐλάβεια, ἀλλά, ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν τὴν καλλιεργήση, τὸ ταγκαλάκι τὸν ρίχνει μὲ τὴν λήθη στὴν ἀναισθησία καὶ στὴν ἀνευλάβεια. Μὲ τὴν συμπεριφορὰ ὅμως τοῦ εὐλαβοῦς, ξυπνᾶ πάλι μέσα του ἡεὐλάβεια.–Γιατί, Γέροντα, οἱ Πατέρες μόνο γιὰ τὴν εὐλάβεια λένε πώς, ἂν θέλης νὰτὴν ἀποκτήσης, νὰ συναναστραφῆς μὲ εὐλαβῆ; Γιατί δὲν λένε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ ἄλλη ἀρετη
–Γιατὶ ἡ εὐλάβεια μεταδίδεται.
Οἱ κινήσεις, ἡσυμπεριφορὰ τοῦ εὐλαβοῦς, μεταδίδονται σὰν τὸ ἄρωμα, ὅταν φυσικὰ ὑπάρχη στὸν ἄλλον καλὴ διάθεση καὶ ταπείνωση. Καὶ νὰ σοῦπῶ, ἂν κανεὶς δὲν ἔχη εὐλάβεια, δὲν ἔχει τίποτε. Ὁ εὐλαβὴς ὅ,τι εἶναι ἱερὸ τὸ βλέπει καθαρά, ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶναι μορφωμένος. Δὲν θὰ κάνη λ.χ. λάθος γιὰ ὁτιδήποτε ἔχει σχέση μὲ τὰ θεῖα νοήματα. Εἶναι ὅπως τὸ παιδάκι ποὺ δὲν βάζει κακὸ λογισμὸ γιὰ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του, γιατὶ τοὺς ἀγαπάει καὶ τοὺς σέβεται, καὶ βλέπει καλὰ καὶ καθαρὰ ὅλα ὅσα κάνουν οἱ γονεῖς του.
Πόσο μᾶλλον ἐδῶ ποὺ πρόκειται γιὰ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος μὲ τίποτε δὲν συγκρίνεται καὶ σὲ ὅλα εἶναι τέλειος! Ὅποιος δὲν ἔχει εὐλάβεια πέφτει σὲ λάθη, σὲ πλάνες ὡς πρὸς τὸ δόγμα. Βλέπω τί λάθη κάνουν ὅσοι δὲν ἔχουν εὐλάβεια καὶ γράφουν ἑρμηνεῖες ἢ σχόλια σὲ ἱερὰ κείμενα κ.λπ. Ὅλα τὰ πνευματικὰ πράγματα χρειάζονται εὐλάβεια καὶ καρδιά. Ὅταν ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ εὐλάβεια, ὅλα εἶναι ἁγιασμένα. Εἰδικά, γιὰ νὰ γράψη κανεὶς Ἀκολουθία σὲ Ἅγιο, πρέπει νὰ ἀγαπάη τὸν Ἅγιο, νὰ τὸν εὐλαβῆται, ὁπότε αὐτὸ ποὺ θὰ γράψη, θὰ βγαίνη ἀπὸ τὴν καρδιά του καὶ θὰ ἀποπνέη εὐλάβεια. Ὅταν κανεὶς φθάση σὲ κατάσταση θείου ἔρωτος, θείας τρέλλας, βγαίνουν μόνοι τους οἱ στίχοι ἀπὸ μέσα του.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση»
3Βλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς Ποιμὴν ξε´, σ. 91.

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Όλοι μας μπορούμε να γίνουμε Άγιοι.
Το πρώτο, πού κάνει κάθε άνθρωπος, όταν τον καλέση ο Θεός στην επίγνωσί Του, είναι να ερευνήση με ακρίβεια τον εαυτό του για να ιδή, ότι πράγματι στην ζωή του πολλές ενέργειες του ήσαν έξω από το θέλημα του Θεού. Και από αυτή την στιγμή αρχίζει το έργο της μετανοίας. Η μετάνοια αρχίζει από την κατάπαυσι της αμαρτωλής ζωής και φθάνει μέχρι αυτής της θεώσεως, η οποία δεν έχει τέλος.
Ο Θεός δεν έχει περιγραφή και τέρμα· ούτε και οι ιδιότητές Του είναι δυνατό να έχουν. Μπαίνοντας ο άνθρωπος, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσα στους κόλπους της θεώσεως, πάσχει όλες αυτές τις ιδιότητες τις ατέρμονες, τις αψηλάφητες, τις ανεξιχνίαστες, τις απέραντες. Γι’ αυτό είπα ότι η μετάνοια δεν έχει τέρμα.
Πολλές φορές συμβαίνει στον αγωνιζόμενο, να μην ημπορή να νικήση τον παλαιό άνθρωπο, διότι είναι τόσο πολύ αιχμαλωτισμένος από τα πάθη του, παρ’ όλο πού αυτός τα μισεί, τα αποστρέφεται, δεν τα θέλει· και αυτή η κατάστασι θεωρείται κατά την παράδοσι της Εκκλησίας, ζωή μετανοίας.
Τότε μόνο δεν θεωρείται μετάνοια, όταν παύση ο άνθρωπος να αγωνίζεται και λέγει: «Δεν ημπορώ πλέον. Δεν υπάρχει για μένα τίποτε». Αυτό λέγεται απόγνωσι και το καταδικάζει η Εκκλησία ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος· περικόπτει και απορρίπτει αυτό το μέλος ως σάπιο, ως βλάσφημο, στρεφόμενο κατά της αγαθότητας του Θεού.
Δεν πρέπει λοιπόν, σε καμμιά περίπτωσι να συστέλλωμε την πίστι μας. Ουδέποτε να σκεφθή κανείς, ότι είναι αδύνατο να φθάσουμε στην ολοκληρωτική μετάνοια στην οποία μας εκάλεσε ο Χριστός μας. Θα φθάσωμε χάριτι Χριστού. Ουδέποτε είναι ικανή μόνη η ανθρώπινη ενέργεια και προσπάθεια να φθάση εκεί. Αυτό είναι εγωιστικότατο και οι Πατέρες το κατεδίκασαν. Ο Μέγας Μακάριος λέγει ότι τόση είναι η δύναμι της προθέσεως του ανθρώπου, τόσο μόνο ημπορεί ο άνθρωπος, μέχρι πού να αντιδράση προς τον διάβολο. Προκαλούμενος υπό του σατανά, υπό μορφή προσβολής «κάνε αυτό», τόσο μόνο ημπορεί να πή ο άνθρωπος· «όχι δεν το κάνω». Μέχρι εκεί ημπορεί να πάη ο άνθρωπος. Από εκεί και πέρα είναι έργο της Χάριτος. Γι’ αυτό ο Ιησούς μας, ετόνιζε με έμφασι ότι, «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Άρα ποτέ να μην συσταλήτε, ποτέ να μην κατεβαίνετε στην μικροψυχία, εφ’ όσο «δια πίστεως βαδίζομεν». Ποτέ να μην λέγετε: «Δεν θα φθάσωμε εμείς στην απάθεια, δεν θα φθάσωμε στον αγιασμό, δεν θα μιμηθούμε τους Πατέρες μας». Αυτό είναι βλάσφημο. Θα τους φθάσωμε επειδή το θέλομε και εφ’ όσο το θέλομε θα μας το δώση ο Χριστός μας.
Μένοντας πιστοί και μη υποχωρούντες κατά πρόθεσι, οπωσδήποτε θα το επιτύχωμε. Αυτή είναι η πραγματικότης. Έξω από αυτή την γραμμή οι Πατέρες δεν παραδέχονται άλλη. Έξω από αυτή, θεωρείται πλέον απόγνωσι. Δεν υπάρχει το «δεν μπορώ πλέον». Πώς δεν μπορείς; Δια του Χριστού ισχύομε. «Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ». «Πάντα»,είπε ο Παύλος, για να μην αφήση κανένα περιθώριο, μήπως πή κάποιος «εγώ δεν ημπορώ». Αφού είναι «μεθ’ ημών ο Θεός, τις καθ’ ημών; Ει Θεός ο δικαιών, τις ο κατακρίνων;»

Γέροντα, τί βοηθάει νὰ κινῆται κανεὶς μέσα στὸν Ναὸ μὲ εὐλάβεια;
Ὅταν ξεκινᾶς γιὰ τὸν Ναό, νὰ λὲς μὲ τὸν λογισμό σου: «Ποῦ πηγαίνω;
Τώρα μπαίνω στὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ. Τί κάνω; Προσκυνῶ τὶς εἰκόνες, τὸν Θεό». Ἀπὸ τὸ κελλί σου ἢ ἀπὸ τὸ διακόνημά σου πηγαίνεις στὸν Ναό. Ἀπὸ τὸν Ναὸ νὰ πᾶς στὸν Οὐρανὸ καὶ πιὸ ἐκεῖ ἀκόμη, στὸν Θεό.
–Πῶς γίνεται αὐτό;
–Ὁ Ναὸς εἶναι τὸ «σπίτι» τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ δικό μας πραγματικὸ σπίτι εἶναι στὸν Παράδεισο.Ἐδῶ ψάλλουν οἱ ἀδελφές. Ἐκεῖ οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἅγιοι...
Ἄν, ὅταν πηγαίνουμε σὲ ἕνα κοσμικὸ σπίτι, χτυπᾶμε τὴν πόρτα, σκουπίζουμε τὰ πόδια, καθώμαστε συνεσταλμένα, τότε μέσα στὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὅπου θυσιάζεται ὁ Χριστός, τί πρέπει νὰ κάνουμε; Μὲ μία σταγόνα θεϊκοῦ Αἵματος μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ στὴν συνέχεια μᾶς νοσηλεύει μὲ κιλὰ Αἵματος καὶ μᾶς τρέφει μὲ τὸ πανάγιο Σῶμα Του. Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ φρικτὰ καὶ θεῖα γεγονότα, ὅταν τὰ φέρνουμε στὴν μνήμη μας, μᾶς βοηθοῦν νὰ κινούμαστε μὲ εὐλάβεια μέσα στὸνΝαό.
Ἀλλὰ βλέπω στὴν Θεία Λειτουργία, ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ ἱερέας λέη «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» καὶ λέμε «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον», λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὸν νοῦ τους πρὸς τὸν Κύριο!
Γι ̓ αὐτὸ καλύτερα νὰ λέμε νοερῶς «νὰ ἔχουμε τὶς καρδιές μας πρὸς τὸν Κύριον», γιατὶ ὁ νοῦς μας καὶ ἡκαρδιά μας εἶναι ὅλο πρὸς τὰ κάτω.
Λέμε καὶ ψέματα, γιατὶ λέμε «ἔχομεν», ἀλλὰ δὲν ἔχουμε ἐκεῖ τὸν νοῦ μας. Βέβαια, ἐὰν ἔχουμε τὴν καρδιά μας πρὸς τὰ «ἄνω», ὅλα θὰ πᾶνε πρὸς τὰ «ἄνω».
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση»

Γέροντα, ὅταν κάποιος ἔχη ἕνα πρόβλημα καὶ ἔρχεται καὶ τὸ λέη καὶ τὸ ξαναλέη, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ τὸ πρόβλημα ἔχει κάπως τακτοποιηθῆ,
τί πρέπει νὰ κάνης;
–Τὴν πρώτη φορὰ δικαιολογεῖται νὰπῆ–νὰ πῆ, νὰ καθήση ὧρες. Τότε πρέπει νὰ τὸν ἀκούσης.
Ἂν δὲν τὸν ἀκούσης, θὰ νομίζη ὅτι τὸν βαριέσαι ἢ ὅτι δὲν τὸν καταλαβαίνεις. Μετὰ ὅμως, ἂν συνεχίζη νὰ λέη τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ τοῦ πῆς: «Ὄχι ὅτι δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἀκούσω, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σὲ βοηθάει ἐσένα. Ἐσὺ καὶ τὸ καλοκαίρι τὸ κάνεις χειμώνα. Τώρα εἶσαι καλύτερα· εἶναι ἄνοιξη. Σὲ λίγο θὰ εἶναι καλοκαίρι. Ἐσὺ τὸ καλοκαίρι σκέφτεσαι τὰ κρύα τοῦ χειμώνα καὶ πουντιάζεις». Μερικὲς φορὲς ὅμως παρατηρεῖται τὸ ἑξῆς, ἀκόμη καὶ στὶς σχέσεις τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων.
Πάει νὰ πῆ ἕνας τὸν πόνο του σὲ κάποιον, καὶ αὐτὸς δὲν θέλει νὰ τὸν ἀκούση, γιὰ νὰ μὴ στερηθῆ τὴν χαρά του. Μπορεῖ νὰ προσποιηθῆ ὅτι εἶναι βιαστικὸς ἢ νὰ ἀλλάξη κουβέντα, γιὰ νὰ ἔχη τὴν ἡσυχία του.
Αὐτὸ εἶναι τελείως σατανικό.
Σὰν νὰ πεθαίνη ὁ ἄλλος δίπλα μου καὶ ἐγὼ νὰ πηγαίνω πιὸ πέρα καὶ νὰ τραγουδῶ.
Ποῦ εἶναι τὸ «κλαίειν μετὰ κλαιόντων»5;
Καὶ μάλιστα, ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὡς Χριστιανὸς δὲν συμμερίζεται τὴν ἀνησυχία τοῦ ἄλλου, τότε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν συμμετέχει στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
–Ὅταν δὲν δικαιολογῶ τοὺς ἄλλους γιὰ μιὰ πράξη τους, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχω σκληρὴ καρδιά;
–Δὲν δικαιολογεῖς τοὺς ἄλλους καὶ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου; Τότε μεθαύριο κι ἐσένα ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σὲ δικαιολογήση. Μπορεῖ σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνη σκληρὴ σὰν τὴν πέτρα, ἂν δὲν προσέξη, καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ γίνη τρυφερή.
Νὰ ἀποκτήσης μητρικὴ καρδιά.
Εἶδες, ἡ μάνα ὅλα τὰ συγχωρεῖ καὶ καμμιὰ φορὰ κάνει πὼς δὲν βλέπει μερικὲς ἀταξίες. Νὰ κάνης ὑπομονὴ καὶ νὰ δικαιολογῆς, νὰ ἀνέχεσαι τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ σὲ ἀνέχεται καὶ σένα ὁ Χριστός.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» -74-
5 Ρωμ. 12, 15.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου