Μην ξεχνάτε ότι παίρνουμε δύσκολους καιρούς και χρειάζεται πολλή προσευχή.
Να θυμάστε την μεγάλη ανάγκη που έχει ο κόσμος σήμερα και την μεγάλη απαίτηση που έχει ο Θεός από μας για προσευχή. Να εύχεστε για την γενική εξωφρενική κατάσταση όλου του κόσμου, να λυπηθεί ο Χριστός τα πλάσματά Του, γιατί βαδίζουν στην καταστροφή.
Να επέμβει θεϊκά στην εξωφρενική εποχή που ζούμε, γιατί ο κόσμος οδηγείται στην σύγχυση, στην τρελά και στο αδιέξοδο.
Μας κάλεσε ο Θεός να κάνουμε προσευχή για τον κόσμο, που έχει τόσα προβλήματα!
Οι καημένοι δεν προλαβαίνουν έναν σταυρό να κάνουν. Εάν εμείς οι μονάχοι δεν κάνουμε προσευχή, ποίοι θα κάνουν;
Ό στρατιώτης σε καιρό πολέμου είναι σε κατάσταση συναγερμού, έτοιμος με τα παπούτσια.
Στην ίδια κατάσταση πρέπει να είναι και ο μοναχός. Αχ, Μακκαβαίος θα έβγαινα! Στα βουνά θα έφευγα, για να προσεύχομαι συνέχεια για τον κόσμο.
Πρέπει να βοηθήσουμε με την προσευχή τον κόσμο, όλο, να μην κάνη ο διάβολος ό,τι θέλει.
‘Έχει αποκτήσει δικαιώματα ο διάβολος. ‘Όχι ότι τον αφήνει ο Θεός, αλλά δεν θέλει να παραβιάσει το αυτεξούσιο.
Γι’ αυτό εμείς να βοηθήσουμε με την προσευχή. Όταν πονάει κανείς για την σημερινή κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο και προσεύχεται, τότε βοηθιούνται οι άνθρωποι, χωρίς να παραβιάζεται το αυτεξούσιο.
Αν προχωρήσετε με τηv Χάρη του Θεού ακόμη λίγο, θα αρχίσουμε να κάνουμε μια προσπάθεια στο θέμα της προσευχής, να μπει μια σειρά, να γίνετε ραντάρ, γιατί και τα πράγματα ζορίζουν.
Θα διοργανώσουμε ένα συνεργείο προσευχής. Να κάνετε πόλεμο με το κομποσχοίνι.
Με πόνο να γίνεται η προσευχή. Ξέρετε τι δύναμη έχει τότε η προσευχή;Μερικοί, Γέροντα, όταν δεν γίνεται αυτό που θέλουν, δεν μπορούν να ησυχάσουν.
– Πώς να ησυχάσουν, αφού έχουν τον εαυτό τους μέσα σ᾿ αυτό που θέλουν; Αν κανείς έχη τον εαυτό του σε ό,τι θέλει, μπορεί να έχη και τον Χριστό;
Όταν όμως δεν έχη τον εαυτό του και έχη το ένα, το κυριώτερο, δηλαδή τον Χριστό, τότε τα έχει όλα.
Όταν δεν έχη τον Χριστό, τίποτε δεν έχει.
Αν ο άνθρωπος πετάξη τον εαυτό του, ο Θεός του τα δίνει όλα κατά τρόπο θαυμαστό.
– Γέροντα, εγώ, όταν μας μιλάτε για το πέταμα του εαυτού μας, αισθάνομαι έναν φόβο, μήπως δεν αντέξω.
– Έ, τί πάθαμε!
Είναι σαν να λές: «Αν πετάξω τα πάθη, τί θα έχω μετά;».
Γιατί, όταν λέω να πετάξουμε τον εαυτό μας, εννοώ να πετάξουμε τα πάθη μας, να απεκδυθούμε τον παλαιό μας άνθρωπο !
Να θυμάστε την μεγάλη ανάγκη που έχει ο κόσμος σήμερα και την μεγάλη απαίτηση που έχει ο Θεός από μας για προσευχή. Να εύχεστε για την γενική εξωφρενική κατάσταση όλου του κόσμου, να λυπηθεί ο Χριστός τα πλάσματά Του, γιατί βαδίζουν στην καταστροφή.
Να επέμβει θεϊκά στην εξωφρενική εποχή που ζούμε, γιατί ο κόσμος οδηγείται στην σύγχυση, στην τρελά και στο αδιέξοδο.
Μας κάλεσε ο Θεός να κάνουμε προσευχή για τον κόσμο, που έχει τόσα προβλήματα!
Οι καημένοι δεν προλαβαίνουν έναν σταυρό να κάνουν. Εάν εμείς οι μονάχοι δεν κάνουμε προσευχή, ποίοι θα κάνουν;
Ό στρατιώτης σε καιρό πολέμου είναι σε κατάσταση συναγερμού, έτοιμος με τα παπούτσια.
Στην ίδια κατάσταση πρέπει να είναι και ο μοναχός. Αχ, Μακκαβαίος θα έβγαινα! Στα βουνά θα έφευγα, για να προσεύχομαι συνέχεια για τον κόσμο.
Πρέπει να βοηθήσουμε με την προσευχή τον κόσμο, όλο, να μην κάνη ο διάβολος ό,τι θέλει.
‘Έχει αποκτήσει δικαιώματα ο διάβολος. ‘Όχι ότι τον αφήνει ο Θεός, αλλά δεν θέλει να παραβιάσει το αυτεξούσιο.
Γι’ αυτό εμείς να βοηθήσουμε με την προσευχή. Όταν πονάει κανείς για την σημερινή κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο και προσεύχεται, τότε βοηθιούνται οι άνθρωποι, χωρίς να παραβιάζεται το αυτεξούσιο.
Αν προχωρήσετε με τηv Χάρη του Θεού ακόμη λίγο, θα αρχίσουμε να κάνουμε μια προσπάθεια στο θέμα της προσευχής, να μπει μια σειρά, να γίνετε ραντάρ, γιατί και τα πράγματα ζορίζουν.
Θα διοργανώσουμε ένα συνεργείο προσευχής. Να κάνετε πόλεμο με το κομποσχοίνι.
Με πόνο να γίνεται η προσευχή. Ξέρετε τι δύναμη έχει τότε η προσευχή;Μερικοί, Γέροντα, όταν δεν γίνεται αυτό που θέλουν, δεν μπορούν να ησυχάσουν.
– Πώς να ησυχάσουν, αφού έχουν τον εαυτό τους μέσα σ᾿ αυτό που θέλουν; Αν κανείς έχη τον εαυτό του σε ό,τι θέλει, μπορεί να έχη και τον Χριστό;
Όταν όμως δεν έχη τον εαυτό του και έχη το ένα, το κυριώτερο, δηλαδή τον Χριστό, τότε τα έχει όλα.
Όταν δεν έχη τον Χριστό, τίποτε δεν έχει.
Αν ο άνθρωπος πετάξη τον εαυτό του, ο Θεός του τα δίνει όλα κατά τρόπο θαυμαστό.
– Γέροντα, εγώ, όταν μας μιλάτε για το πέταμα του εαυτού μας, αισθάνομαι έναν φόβο, μήπως δεν αντέξω.
– Έ, τί πάθαμε!
Είναι σαν να λές: «Αν πετάξω τα πάθη, τί θα έχω μετά;».
Γιατί, όταν λέω να πετάξουμε τον εαυτό μας, εννοώ να πετάξουμε τα πάθη μας, να απεκδυθούμε τον παλαιό μας άνθρωπο !
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου.
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας στόν ἱεροµόναχο Γ.:
«Ἔνιωθα κάποια δυσκολία νά προσευχηθῶ στόν Χριστό. Τήν Παναγία τήν ἔχω σάν µάννα.
Τήν ἁγία Εὐφηµία τό ἴδιο. Τήν φωνάζω: «ἁγία Εὐφηµούλα µου». Στόν Χριστό ἔνιωθα δύσκολα.
Τήν εἰκόνα Του µέ φόβο τήν φιλοῦσα. Καί ὅταν τήν ὥρα πού ἔλεγα τήν εὐχή ἔφευγε καµµιά φορά ὁ νοῦς µου ἀπό τόν Χριστό, δέν στενοχωριόµουνα. «Ποιός εἶµαι ἐγώ, γιά νἄχω συνέχεια τόν νοῦ µου στόν Χριστό», σκεπτόµουν.
Καί συνέβη αὐτό πού θά σοῦ πῶ:
Ἦταν βράδυ τοῦ Τιµίου Προδρόµου, θά ξηµέρωνε τοῦ ἁγίου Κάρπου. Νιώθω ἀνάλαφρος, πούπουλο. Καµµιά ὄρεξη νά κοιµηθῶ. Σκέφτοµαι: «Ἄς καθήσω νά γράψω κάτι γιά τόν παπα-Τύχωνα νά τό στείλω στίς ἀδελφές». Μέχρι τίς 8.30΄ ἁγιορείτικα ἔγραψα ὥς τριάντα σελίδες. Ἄν καί δέν νύσταζα, εἶπα νά ξαπλώσω, γιατί ἔνιωθα λίγη κούραση στά πόδια. Παίρνει νά φωτίζη. Στίς 9 ἡ ὥρα (6 περίπου κοσµικά τό πρωί) δέν εἶχα κοιµηθῆ.
Σέ µιά στιγµή σάν νά χάθηκε ὁ τοῖχος τοῦ Κελλιοῦ µου (δίπλα στό κρεββάτι πρός τό ἐργαστήριο). Βλέπω τόν Χριστό µέσα στό φῶς, σέ ἀπόσταση ἕξι µέτρα περίπου. Τόν ἔβλεπα ἀπό τό πλάϊ. Τά µαλλιά του ἦταν ξανθά καί τά µάτια του γαλανά. Δέν µοῦ µίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, ὄχι ἀκριβῶς ἐµένα. Δέν ἔβλεπα µέ τά σωµατικά µάτια. Αὐτά εἴτε ἀνοιχτά εἶναι εἴτε κλειστά,καµµιά διαφορά δέν ἔχει. Ἔβλεπαν τά µάτια τῆς ψυχῆς. Ὅταν Τόν εἶδα σκέφθηκα: Πῶς µπόρεσαν νά φτύσουν τέτοια µορφή; Πῶς µπόρεσαν -οἱ ἀθεόφοβοι- νά ἀκουµπήσουν τέτοια µορφή;
Πῶς µπόρεσαν νάµπήξουν καρφιά σ᾿ αὐτό τό σῶµα; Πά! πά! πά! Ἀπόµεινα! Τί γλυκύτητα ἔνιωθα! Τί ἀγαλλίαση! Δέν µπορῶ νά ἐκφράσω µέδικά µου λόγια τήν ὀµορφιά αὐτή.
Ἦταν αὐτό πού λέει: «Ὁ Ὡραῖος κάλλει παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων».
Αὐτό ἦταν. Δέν ἔχω δεῖ ποτέ τέτοια εἰκόνα του. Μόνο µία κάποτε -δέν θυµᾶµαι ποῦ- ἔµοιαζε κάπως. Θἄξιζε νά ἀγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δῆ αὐτή τήν ὀµορφιά γιά µιά στιγµή µόνο. Τί µεγάλα καί ἀνείπωτα εἶναι δυνατόν νά χαρισθοῦν στόν ἄνθρωπο, καί µέ τί τιποτένια ἀσχολούµαστε!
Πιστεύω πώς εἶναι ἕνα δῶρο πού µοῦ ἔκανε ὁ παπα-Τύχων. Νά µήν τό πῆς σέ κανέναν.
Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πῶ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ὥρα δέν σοῦ µίλησα, τώρα πού φεύγεις».
Ὑστερα ἀπό δύο μέρες ὃταν ξανασυναντήθηκαν, ὁ Γέροντας εἷπε: «Ὃλη τή νύχτα ἔκλαιγα γιατί σοῦ τόπα.
Δέν φοβᾶμαι πώς θά τό πεῖς. Ἀλλά ἐγώ ζημιώθηκα.» Τό γεγονός αὐτό τό αἰσθάνθηκε καί µιά ἀδελφή στήν Σουρωτή καί ἔγραψε στόν Γέροντα: «Τάδε τοῦ µηνός, τάδε ὥρα… Τά ὑπόλοιπα θά µᾶς τά πεῖτε ἐσεῖς». Καί πράγµατι, ὅταν ἀργότερα βγῆκε ἔξω, τούς τό διηγήθηκε καί µάλιστα περιέγραψε καί ἁγιογράφησαν τόν Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς τόν εἶδε.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΙΣΑΑΚ «ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑ ΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ». Περιέχεται στο βιβλίο «Γέροντας Παϊσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου