–
Γέροντα, πῶς ἡ μητέρα σας ποὺ ἦταν τόσο εὐαίσθητη καὶ σᾶς ἀγαποῦσε, σᾶς
ἔδωσε ἀπὸ τὰ πρῶτα παιδικὰ χρόνια αὐστηρὴ ἀγωγή; – Ἀπὸ μικρὸς μπορεῖ ὁ
ἄνθρωπος νὰ βοηθηθῆ, γιὰ νὰ συλλάβη τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς καὶ νὰ
χαίρεται σωστά.
Ὅταν ἤμουν μικρός, τὰ περνοῦσα τὰ παιδιὰ στὸ τρέξιμο. Ἐκεῖνα δὲν μὲ ἄφηναν νὰ τρέξω, μὲ ἔδιωχναν. «Προσφυγόπουλο» μὲ ἔλεγαν. Πήγαινα μετὰ στὴν μάνα μου μὲ κλάματα. «Τί ἔχεις καὶ κλαῖς;», μοῦ ἔλεγε ἐκείνη. «Δὲν μ' ἀφήνουν τὰ παιδιὰ νὰ τρέξω», τῆς ἔλεγα. «Θέλεις νὰ τρέξης; Νά αὐλή, τρέξε. Γιατί θέλεις νὰ τρέχης ἐκεῖ, γιὰ νὰ σὲ βλέπουν οἱ ἄλλοι καὶ νὰ σοῦ λένε μπράβο; Αὐτὸ ἔχει ὑπερηφάνεια». Ἄλλη φορὰ ἤθελα νὰ παίξω μὲ τὸ τόπι καὶ δὲν μὲ ἄφηναν τὰ παιδιά. Πήγαινα πάλι στὴν μάνα μου κλαίγοντας. «Τί ἔγινε, γιατί κλαῖς πάλι;», μὲ ρωτοῦσε. «Δὲν μ' ἀφήνουν τὰ παιδιὰ νὰ παίξω μὲ τὸ τόπι!», τῆς ἔλεγα«Αὐλὴ μεγάλη ἔχουμε, τόπι ἔχεις, παῖξε ἐδῶ. Τί θέλεις νὰ σὲ βλέπουν οἱ ἄλλοι, γιὰ νὰ σὲ καμαρώνουν; Αὐτὸ ἔχει ὑπερηφάνεια». Τότε σκέφθηκα: «Δίκαιο ἔχει ἡ μητέρα».
Ἔτσι σιγὰ-σιγὰ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ τρέχω οὔτε νὰ παίζω τὸ τόπι μπροστὰ στὸν κόσμο, γιατὶ κατάλαβα ὅτι αὐτὸ εἶχε μέσα ὑπερηφάνεια καὶ ἔλεγα: «Πράγματι, τί χαμένα πράγματα! Δίκαιο ἔχει». Ὕστερα τόσο πολὺ δὲν μὲ πείραζε, πού, ὅταν ἔβλεπα τὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ τρέχουν, νὰ χτυποῦν τὸ τόπι καὶ νὰ καμαρώνουν, γελοῦσα καὶ ἔλεγα «τί κάνουν;», καὶ ἤμουν μικρὸ παιδί· τρίτη Δημοτικοῦ πήγαινα. Μετὰ ζοῦσα μιὰ φυσιολογικὴ ζωή.
Ἔτσι τώρα, ἂν μοῦ ποῦν «τί προτιμᾶς, νὰ ἀνεβῆς Αὔγουστο μήνα ξυπόλυτος στὸν Ἄθωνα μέσα στὰ πουρναρόφυλλα ἢ νὰ πᾶς σὲ μιὰ τελετὴ ποὺ θὰ σοῦ φορέσουν μανδύα κ.λπ.;», θὰ πῶ ὅτι προτιμῶ νὰ πάω ξυπόλυτος στὸν Ἄθωνα. Ὄχι ἀπὸ ταπείνωση, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸ μὲ ἀναπαύει.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ὑπερηφάνεια δὲν βοηθήθηκαν μικροὶ ἀπὸ τὸ σπίτι. Τὸ κοσμικὸ φρόνημα βασανίζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἂν δὲν προσεχθῆ αὐτὸ καὶ οἱ γονεῖς δὲν βοηθήσουν τὰ παιδιά, ὅταν εἶναι μικρά, γίνεται μετὰ κατάσταση αὐτο
Ὅταν ἤμουν μικρός, τὰ περνοῦσα τὰ παιδιὰ στὸ τρέξιμο. Ἐκεῖνα δὲν μὲ ἄφηναν νὰ τρέξω, μὲ ἔδιωχναν. «Προσφυγόπουλο» μὲ ἔλεγαν. Πήγαινα μετὰ στὴν μάνα μου μὲ κλάματα. «Τί ἔχεις καὶ κλαῖς;», μοῦ ἔλεγε ἐκείνη. «Δὲν μ' ἀφήνουν τὰ παιδιὰ νὰ τρέξω», τῆς ἔλεγα. «Θέλεις νὰ τρέξης; Νά αὐλή, τρέξε. Γιατί θέλεις νὰ τρέχης ἐκεῖ, γιὰ νὰ σὲ βλέπουν οἱ ἄλλοι καὶ νὰ σοῦ λένε μπράβο; Αὐτὸ ἔχει ὑπερηφάνεια». Ἄλλη φορὰ ἤθελα νὰ παίξω μὲ τὸ τόπι καὶ δὲν μὲ ἄφηναν τὰ παιδιά. Πήγαινα πάλι στὴν μάνα μου κλαίγοντας. «Τί ἔγινε, γιατί κλαῖς πάλι;», μὲ ρωτοῦσε. «Δὲν μ' ἀφήνουν τὰ παιδιὰ νὰ παίξω μὲ τὸ τόπι!», τῆς ἔλεγα«Αὐλὴ μεγάλη ἔχουμε, τόπι ἔχεις, παῖξε ἐδῶ. Τί θέλεις νὰ σὲ βλέπουν οἱ ἄλλοι, γιὰ νὰ σὲ καμαρώνουν; Αὐτὸ ἔχει ὑπερηφάνεια». Τότε σκέφθηκα: «Δίκαιο ἔχει ἡ μητέρα».
Ἔτσι σιγὰ-σιγὰ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ τρέχω οὔτε νὰ παίζω τὸ τόπι μπροστὰ στὸν κόσμο, γιατὶ κατάλαβα ὅτι αὐτὸ εἶχε μέσα ὑπερηφάνεια καὶ ἔλεγα: «Πράγματι, τί χαμένα πράγματα! Δίκαιο ἔχει». Ὕστερα τόσο πολὺ δὲν μὲ πείραζε, πού, ὅταν ἔβλεπα τὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ τρέχουν, νὰ χτυποῦν τὸ τόπι καὶ νὰ καμαρώνουν, γελοῦσα καὶ ἔλεγα «τί κάνουν;», καὶ ἤμουν μικρὸ παιδί· τρίτη Δημοτικοῦ πήγαινα. Μετὰ ζοῦσα μιὰ φυσιολογικὴ ζωή.
Ἔτσι τώρα, ἂν μοῦ ποῦν «τί προτιμᾶς, νὰ ἀνεβῆς Αὔγουστο μήνα ξυπόλυτος στὸν Ἄθωνα μέσα στὰ πουρναρόφυλλα ἢ νὰ πᾶς σὲ μιὰ τελετὴ ποὺ θὰ σοῦ φορέσουν μανδύα κ.λπ.;», θὰ πῶ ὅτι προτιμῶ νὰ πάω ξυπόλυτος στὸν Ἄθωνα. Ὄχι ἀπὸ ταπείνωση, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸ μὲ ἀναπαύει.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ὑπερηφάνεια δὲν βοηθήθηκαν μικροὶ ἀπὸ τὸ σπίτι. Τὸ κοσμικὸ φρόνημα βασανίζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἂν δὲν προσεχθῆ αὐτὸ καὶ οἱ γονεῖς δὲν βοηθήσουν τὰ παιδιά, ὅταν εἶναι μικρά, γίνεται μετὰ κατάσταση αὐτο
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου