Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Διηγήσεις του Αγίου Γέροντος Παϊσίου περί της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου.




  • Θυμάμαι, μία φορά στο Κοινόβιo μου είχαν πει να μείνω στο κελλί και να είμαι σε τελεία ακινησία, γιατί έβγαζα συνέχεια αίμα. Κάποια στιγμή βλέπω από το παράθυρο ένα γεροντάκι, τον πορτάρη, να παιδεύεται να σχίση με το τσεκούρι ένα κούτσουρο, για να το βάλη στο τζάκι. Αυτό το γεροντάκι είχε πρόβλημα με τα έντερα και είχε, το καημένο, συνέχεια αιμορραγίες, είχε τελείως εξαντληθή. Να σκεφθήτε κοιμόταν με τα παπούτσια, γιατί δεν είχε κουράγιο να τα λύνη και να τα δένη. Πετάγομαι, πιάνω το τσεκούρι, χτυπώ μια-δυό το κούτσουρο, το σχίζω και να, μετά βγήκε το αίμα από το στόμα μου. Κατάλαβες; Ούτε καν σκέφθηκα την κατάστάση μου, δεν υπολόγισα καθόλου τον εαυτό μου. Αρχοντιά πνευματική! Τίποτε άλλο δεν συγκινεί τον Θεό όσο η αρχοντιά! Είναι ο δέκτης της θείας Χάριτος
  • Στο Κοινόβιο, όταν ήμουν δόκιμος , ήταν και ένας άλλος δόκιμος στην ίδια ηλικία περίπου με εμένα, που είχε φθάσει σε πολύ μεγάλη πνευματική κατάσταση, έλαμπε το πρόσωπό του. Σε όλα ήταν πρότυπο, υπόδειγμα. πολύ αγωνιστής και βιαστής. Είχε και πολλή ευλάβεια, ακόμη και οι γεροντότεροι σηκώνονταν όρθιοι από σεβασμό, όταν περνούσε από μπροστά τους. Περισσότερο ωφελήθηκα από αυτόν τον δόκιμο παρά από τα βιβλία που είχα διαβάσει μέχρι τότε, γιατί ήταν ζωντανό παράδειγμα. Μια φορά πονούσε η καρδιά μου. Έτυχε τότε να περάση από το κελλί μου αυτός ο αδελφός και του είπα να κάνη ευχή. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθή και μου πέρασε ο πόνος. ʼλλη φορά είχε έρθει ένας δαιμονισμένος και ζητούσε να τον κάνουν οι Πατέρες καλά. Τότε ο Γέροντας είπε σ’ αυτόν τον δόκιμο: «ʼντε, πήγαινε να κάνης καμμιά ευχή, να φύγη το δαιμόνιο από αυτόν τον ταλαίπωρο». «Με τις ευχές σας, είπε εκείνος, να διώξη ο Χριστός το δαιμόνιο». Μόλις απομακρύνθηκε, έφυγε το δαιμόνιο. Τέτοια παρρησία είχε στον Θεό! Σε τέτοια πνευματική καταστάση είχε φθάσει! Παρακαλούσα λοιπόν τον Θεό αυτός ο αδελφός να φθάση στα μέτρα του Αγίου που είχε το όνομά του κι εγώ να φθάσω στα μέτρα τα δικά του. Έτσι να κάνης κι εσύ και θα δης φανερά την ενέργεια του Θεού.
  • Στο Κοινόβιο που ήμουν, όποιος έκανε την πιο πολλή δουλειά κρυβόταν. Μάζευε ένας αδελφός δυό τσουβάλια ελιές και έλεγε ότι μάζεψε ένα καλαθάκι και ότι ο άλλος μάζεψε πολλά τσουβάλια. Αυτό είναι αγάπη.
  • Όταν ήμουν Εκκλησιαστικός, μου συνέβη ένα γεγονός. Μία φορά, όταν ο ιερεύς έκανε την Προσκομιδή, την στιγμή που είπε: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη», ακούω σπαρτάρισμα αρνίου επάνω στο άγιο Δισκάριο. Όταν πάλι είπε: «θύεται ο Αμνός του Θεού», ακούω βέλασμα από την Αγία Πρόθεση. Φοβερό! αυτό λέω στους ιερείς, να μην προετοιμάζουν από νωρίτερα την Προσκομιδή και μετά κάνουν τα άλλα εικονικά. Δηλαδή δεν πρέπει να κόβουν το πρόσφορο από νωρίτερα και απλώς εκείνη την στιγμή να τοποθετούν τον Αμνό στο άγιο Δισκάριο και να λένε «θύεται ο Αμνός του Θεού» και «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη», ενώ έχουν ήδη βγάλει τον Αμνό. Όταν λένε αυτά τα λόγια, τότε πρέπει να παίρνουν την αγία Λόγχη και να χαράζουν το πρόσφορο. Όταν δηλαδή λένε, «θύεται ο Αμνός του Θεού», τότε να Τον «θύουν».
  • Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, γνώρισα έναν διάκο που γέρασε και πέθανε διάκος. Όταν ήταν ακόμη νέος μοναχός, το Μοναστήρι είχε ανάγκη από διάκο και τον χειροτόνησαν. Αργότερα ήρθαν νεώτεροι. Οι νεώτεροι έγιναν διάκοι και ιερείς και εκείνος έδινε συνέχεια την σειρά του στους άλλους και παρέμενε διάκος. Όταν του έλεγαν να γίνη ιερεύς, έλεγε: «Τώρα δεν έχει ανάγκη το Μοναστήρι. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν οι νεώτεροι αδελφοί». Τον έβαλαν στο γραφείο. Όταν ήρθαν μορφωμένοι στο Μοναστήρι, παρακάλεσε και έφυγε και από το γραφείο. Όταν το Μοναστήρι περνούσε μία δυσκολία, παρακάλεσε αυτός ο ευλαβής διάκος έναν ιερέα ενάρετο να αναλάβη την ηγουμενία. Εκείνος του είπε: «Πώς εσύ αποφεύγεις τις ευθύνες και τις φορτώνεις σ’ εμένα; Γίνε εσύ προϊστάμενος, για να γίνω και εγώ ηγούμενος». Έτσι έγινε ο ένας ηγούμενος και ο άλλος προϊστάμενος. Όταν τακτοποιήθηκαν τα πράγματα και πήγαινε καλά το Μοναστήρι, παραιτήθηκε πάλι από προϊστάμενος. Πολύ με βοήθησε αυτός ο διάκος, είχε πολλή Χάρη Θεού. Αυτόν καλούσαν για τα δύσκολα θέματα στην Ιερά Κοινότητα να πη την φωτισμένη του γνώμη.
  • Θυμάμαι, ήταν ένα γεροντάκι στην Μονή Εσφιγμένου τόσο απλό που και την Ανάληψη την νόμιζε για Αγία. Έκανε κομποσχοίνι και έλεγε: «Αγία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών»! Κάποτε ένας αδελφός στο Γηροκομείο ήταν άρρωστος και δεν είχε τι να του δώση να φάη. Μια και δυό κατεβαίνει τις σκάλες, ανοίγει το παράθυρο που έβλεπε προς την θάλασσα, απλώνει τα χέρια στην θάλασσα και λέει: «Αγία μου Ανάληψη, δώσ’ μου ένα ψαράκι για τον αδελφό». Και αμέσως – ω του θαύματος! – ένα τόσο μεγάλο ψάρι ξεπηδάει από την θάλασσα μέσα στα χέρια του. Οι άλλοι που τον είδαν, έμειναν έκπληκτοι. Εκείνος τους κοιτούσε και χαμογελούσε, σαν να τους έλεγε: «Τι παράξενο βλέπετε;» Εμείς έχουμε γνώσεις, ξέρουμε πότε γιορτάζει ο ένας ο ʼγιος, πως μαρτύρησε ο άλλος, πότε έγινε η Ανάληψη και πού έγινε και πώς έγινε και όμως ούτε ένα τόσο δα ψαράκι δεν μπορούμε να έχουμε! Αυτά είναι τα παράξενα της πνευματικής ζωής, τα οποία η λογική όσων διανοουμένων έχουν μέσα τους τον εαυτό τους και όχι τον Θεό δεν τα συλλαμβάνει, γιατί έχουν την στείρα κοσμική γνώση με την κοσμική πνευματική αρρώστια και λείπει το ʼγιο Πνεύμα.
  • Στα Κοινόβια πρώτα τι όμορφα ήταν! Ησυχία! Είχαν και το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο, για να θυμάται καθένας να λέη την ευχή. Και να ξεχνιόταν κανείς, άκουγε το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο και άρχιζε πάλι την ευχή. Πολύ βοηθούσε το ρολόι. Έλεγαν οι Πατέρες την ευχή και είχε ησυχία, γαλήνη μεγάλη μέσα στο Μοναστήρι. Στο Κοινόβιο που ήμουν στο ʼγιον Όρος ήμασταν εξήντα Πατέρες και ήταν σαν να ήταν ένας ησυχαστής. Είχαν όλοι την ευχή. Στην Εκκλησία λίγοι έψαλλαν και οι περισσότεροι νοερά προσεύχονταν. Στα διακονήματα το ίδιο. Μια ησυχία παντού! Δεν μιλούσαν δυνατά ούτε φώναζαν. Ήσυχα έκαναν τα διακονήματά τους. Όλοι αθόρυβα κινούνταν σαν τα πρόβατα. Πάντα υπήρχε αθόρυβα μια κινήση στο Μοναστήρι. Δεν ήταν όπως τώρα που έχουν στα Κοινόβια ώρα διακονίας, ώρα ησυχίας… σιωπητήριο! Καθένας κινιόταν ανάλογα με την διακονία του.
Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ
  • Παλιά οι διακονητές στα Κοινόβια, ιδίως ο τραπεζάρης και ο αρχοντάρης, πολύ κουράζονταν. Έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα, να τρίψουν τα μπακιρένια σκεύη… Σήμερα έχουν ευκολίες, έχουν διάφορα σύγχρονα μέσα και τα περισσότερα κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι, εμείς στο Κοινόβιο με τα δοχεία κουβαλούσαμε το νερό από μια πηγή και με το μαγγάνι το ανεβάζαμε σιγά-σιγά στον τρίτο όροφο. Τώρα φέρνουν το νερό με την μηχανή και ακούς συνέχεια ντούκου-ντούκου. Τα ντουβάρια σείονται, τα τζάμια τρίζουν! Τουλάχιστον να βάλουν έναν σιγαστήρα.
  • Όταν ήμουν αρχάριος μοναχός, ένα διάστημα μου έφερνε ο διάβολος, ακόμη και μέσα στην έκκλησία, βλασφήμους λογισμούς και στενοχωριόμουν πολύ. Ο, τι άκουγα να λένε οι άλλοι όταν ήμουν στρατιώτης, βρισιές κλπ. τα έφερνε ο διάβολος στον νου μου για τους Αγίους. Μου έλεγε ο πνευματικός: «Αυτοί οι λογισμοί είναι του διαβόλου. Από την στιγμή που εσύ στενοχωριέσαι κάπως για τους άσχημους λογισμούς που περνάνε από το μυαλό σου για τα ιερά πράγματα, αυτό είναι ένδειξη ότι δεν είναι δικοί σου, αλλά έρχονται από έξω». Εγώ πάλι στενοχωριόμουν. Έφευγα, πήγαινα στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου να προσευχηθώ και ευωδίαζε η εικόνα του όταν προσκυνούσα. Όταν μου έρχονταν πάλι τέτοιοι λογισμοί, ξανάβγαινα στο παρεκκλήσι και ερχόταν μία ευωδία από την εικόνα. Μία μέρα την ώρα της Θείας Λειτουργίας, στο Τρισάγιο, έψελνα κι εγώ σιγανά το «ʼγιος ο Θεός» του Νηλέως. Τότε βλέπω να μπαίνη από την πόρτα της Λιτής ένα θηρίο με πολύ φοβερό, μοσχαρίσιο κεφάλι. Πετούσε φλόγες από το στόμα και από τα μάτια του! Γυρίζει και μου δίνει δυό μούτζες, γιατί έψαλλα το «ʼγιος ο Θεός». Κοιτάζω δίπλα μου, μήπως το είδε και κάποιος άλλος, κανείς δεν το είχε δει. Μετά είπα στον πνευματικό: «αυτό και αυτό συνέβη». «Να! τον είδες;» μου είπε «Πραγματικά, αυτός είναι. Τώρα ησύχασες;».
  • Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, όλοι κοίταζαν πώς να κάνουν κάποια θυσία. Στην δουλειά, στο φαγητό, σε όλα υπήρχε το πνεύμα της θυσίας: Σκέπτονταν πρώτα τον άλλον και γι’ αυτό ζούσαν τον Παράδεισο. Ήταν κάποιος λ.χ. στην τράπεζα; Κοιτούσε να φάη κάπως λιγώτερο, για να μείνη το περισσότερο για τον άλλον. Και αδύνατος να ήταν ο ίδιος, δεν το λάμβανε υπ’ όψιν. Δεν εξέταζε τι ήταν ο άλλος. Έκανε θυσία. Ούτε έβαζε την κρίση του να πη: «Θα του κάνη κακό, αν φάη περισσότερο». Από την στιγμή που ο μοναχός κοιτάζη να μην τον αδικήσουν, να μην κουρασθή πολύ, είναι σαν να μην πιστεύη ότι υπάρχει Θεός, ότι υπάρχει Κόλαση, ότι υπάρχει ανταπόδοση.

  • Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, μια φορά την Μεγάλη Σαρακοστή ένα γεροντάκι, ο Γερο Δωρόθεος, τηγάνιζε κολοκυθάκια. Τον είδε ένας αδελφός την ώρα που τα έβαζε στο τηγάνι και έρχεται και μου λέει: «Να δης, ο Γερο-Δωρόθεος τηγανίζει κάτι μπαρμπούνια τόσο μεγάλα!». «Μα, του λέω, ο Γερο-Δωρόθεος, Μέγαλη Σαρακοστή, είναι δυνατόν να τηγανίζη μπαρμπούνια;» «Ναι, ευλογημένε, τα είδα με τα μάτια μου, κάτι μπαρμπούνια τέτοια». Ο Γερο-Δωρόθεος είχε έρθει δεκαπέντε χρονών στο ʼγιον Όρος και ήταν σαν μάνα. Αν έβλεπε κανένα καλογέρι λίγο φιλάσθενο, «έλα εδώ, του έλεγε, έχω ένα μυστικό να σου πω» και του έδινε λίγο ταχίνι, σπασμένα καρύδια ή κάτι άλλο. Και τα γεροντάκια τα οικονομούσε ανάλογα. Πάω μετά στον Γερο-Δωρόθεο, τι να δω! Κολοκυθάκια τηγάνιζε για το νοσοκομείο!
Κοινοβιάτης Εσφιγμενίτης
Από την πρώτη επίσκεψη στο ʼγιον Όρος του είχε μείνει η πείρα και η γνώση. Σκέφθηκε λοιπόν με διάκριση να πάη για ένα διάστημα σε κοινόβιο, να βγάλη τα πνευματικά φτερά. Σκεφτόταν να πάη στην Κωνσταμονίτου να δοκιμάση, γιατί είχε ακούσει ότι είναι ησυχαστικό και ασκητικό Μοναστήρι. Επειδή όμως είχε φουρτούνα από εκείνη την πλευρά, ήρθε από την βόρεια -το θεώρησε οικονομία Θεού- και πήγε στο Μοναστήρι του Εσφιγμένου. (Τότε δεν είχε γίνει ακόμη ζηλωτικό). Εγινε δεκτός από τον ηγούμενο Καλλίνικο, έβαλε μετάνοια και άρχισε την δοκιμή.
Το Μοναστήρι είχε καλή τάξη και αγωνιστές πατέρες. Εκτός από τις πολύωρες ακολουθίες ήταν και τα κοπιαστικά διακονήματα και ο κανόνας στο Κελλί. Έλεγε ο Γέροντας: «Για να βγάλης μια Σαρακοστή στου Εσφιγμένου τότε, ήταν πραγματικός Γολγοθάς. Μόνο με ένα πιάτο νερόβραστο φαγητό το εικοσιτετράωρο. Ήταν το πιο αυστηρό Κοινόβιο. Την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών όλοι οι πατέρες έμεναν σχεδόν όλη την ημέρα μέσα στην Εκκλησία».
Διηγήθηκε αργότερα: «Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, βοηθήθηκα πολύ από έναν πατέρα. Δεν μιλούσε καθόλου. Αισθανόταν την ανάγκη της συνομιλίας με τον Χριστό. Δεν του έκανε η καρδιά να μιλήση με τους ανθρώπους. Μόνο που τον έβλεπες, έφθανε. Με βοήθησε πιο πολύ από τα Συναξάρια. Για κάποιο πταίσιμο δεν κοινωνούσε τρία χρόνια, ενώ το πταίσιμο δεν ήταν ούτε για κανόνα είκοσι ημερών. Ενώ δεν μιλάνε οι μοναχοί, όταν έχουν τέτοια κατάσταση, ακόμη και οι κοσμικοί που τους βλέπουν αλλοιώνονται. Αυτό είναι το κήρυγμα των μοναχών».
Στο Μοναστήρι μεταξύ των εναρέτων πατέρων ήταν και κάποιος άλλος ευλαβής αγωνιστής, τον οποίον εθαύμαζε. Ο Αρσένιος χωρίς φθόνο και ζήλεια προσευχόταν στον Θεό και παρακαλούσε, ο καλός αδελφός να μοιάση τον ʼγιο που φέρει το όνομά του και ο ίδιος να έρθη στην πνευματική κατάσταση αυτού του ενάρετου μοναχού. Έβλεπε τον εαυτό του κατώτερο από όλους.
Δοκιμή και διακονήματα
Ο νέος δόκιμος προχωρούσε με χαρά στους κόπους της κοινοβιακής ζωής. Στην αρχή τον τοποθέτησαν βοηθό στην τράπεζα και στο μαγκιπείο (φούρνο). Το ζύμωμα ήταν πολύ κουραστικό. Ζύμωναν με τα χέρια σε μεγάλη σκάφη αρκετή ποσότητα αλεύρου. Το χέρι έπρεπε να κατεβαίνη μέχρι κάτω, για να κόβη την ζύμη.
Αργότερα τον τοποθέτησαν στο ξυλουργείο, γιατί ήξερε την τέχνη του ξυλουργού. Όλη την ημέρα νηστικός πλάνιζε καστανιές με την μεγάλη χειροπλάνη. Ήταν για κάθε έργο επιτήδειος, ικανότατος και ταχύτατος. Ακόμη και τα σαμάρια των ζώων του Μοναστηριού τα έκανε «σαν έπιπλα».
Ο Αρσένιος από φιλότιμο ζήτησε ευλογία, όταν έχουν πολλούς επισκέπτες, να βοηθά και στο Αρχονταρίκι.
Ήταν επίσης υπεύθυνος για δυό παρεκκλήσια έξω από το Μοναστήρι. Κάθε ημέρα άναβε τα καντήλια, τα περιεποιείτο και φροντίζε να γίνεται κάπου-κάπου θεία Λειτουργία.
Αγώνες αρχαρίου
Έχοντας πρότυπα τους οσίους Πατέρες προσπαθούσε να τους μιμηθή. Έβαλε ως θεμέλιο της μοναχικής ζωής την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή και επιδόθηκε σε αγώνες υπέρ την αντοχή του.
Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύχτες παρέμενε άϋπνος, προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Θεό. Αισθανόταν μεγάλη κούραση, αλλά ήταν ανυποχώρητος στην άσκηση. Συνεχώς πρόσθετε νέους αγώνες, πάντα με ευλογία και παρακολούθηση από τον Ηγούμενο. Όλα τα έκανε με χαρούμενη διάθεση.
Έλεγε: «Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά στον τόρνο όλη την ημέρα. Το βράδυ πήγαινα στο Αρχονταρίκι και βοηθούσα μέχρι τις 10 ή 11 η ώρα. Δεν μου έμενε χρόνος ούτε για πνευματικά. Γι’αυτό στην συνέχεια, όταν πήγαινα στο Κελλί μου, δεν κοιμόμουν, μόνο έβαζα ένα τέταρτο τα πόδια ψηλά για να ξεκουραστούν λίγο και να κατέβη το αίμα (που μαζευόταν από την πολύωρη ορθοστασία). Μετά στεκόμουν όρθιος σε μια λεκάνη με νερό, για να μη με παίρνη ο ύπνος, και έκανα τα κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισή μέχρι μία ώρα και μετά πήγαινα στην ακολουθία για να διαβάσω το Μεσονυκτικό. Και επειδή είχα τον λογισμό, μήπως δεν θα κατάφερνα αργότερα να κάνω τα καθήκοντα του μεγαλοσχήμου, ζήτησα ευλογία από τον Ηγούμενο και μου έδωσε, να κάνω τον κανόνα του μεγαλοσχήμου από δόκιμος. Όχι από εγωισμό, αλλά μήπως δεν μπορέσω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις του Σχήματος. Δεν τα’ κανα με υπερηφάνεια. «Αν δεν μπορώ», έλεγα, «να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου»».
Στην Εκκλησία δεν καθόταν καθόλου. Στεκόταν όρθιος στο στασίδι. Πήγαινε καμμιά φορά να τον κλέψη ο ύπνος και αμέσως τιναζόταν.
Τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά. Είχε τόση υγρασία στο Κελλί, που η μούχλα γινόταν σαν βαμβάκια στους τοίχους. Όταν το κρύο ήταν ανυπόφορο, είχε ένα δέρμα ζώου, από αυτά που έκανε τα σαμάρια και τύλιγε τα πόδια του. Δούλευε έξω στο κρύο μόνο με το ζωστικό και έβαζε από μέσα ένα χαρτί για να τον προστατεύη λίγο.
Πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή είχαν τυπικό στο Μοναστήρι να δίνουν σε όλους τους πατέρες από ένα κουτί γάλα. Και εκείνο ο Αρσένιος δεν το έπινε, αλλά το έδινε στον γέρο-Νικήτα που ήταν προφυματικός. Στη νηστεία τα φασόλια δεν τα μασούσε καλά, για να αργούν να χωνέψουν και έτσι να τον κρατούν κάπως. Κοιμόταν για άσκηση κάτω στις πλάκες και άλλες φορές στα τούβλα, που «ήταν πιο φιλάνθρωπα».
ʼρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αντιληπτή στους πατέρες η άσκηση και η ευλάβειά του. Οι ιερείς τον προτιμούσαν να τους ψάλλη στα παρεκκλήσια.
«Με τηγάνισε η αγάπη των δικών μου»
Σαν να μην έφθανε η άσκηση και ο κόπος των διακονημάτων είχε και τον διάβολο που τον στενοχωρούσε με διαφόρους λογισμούς. Βρήκε το ευαίσθητο σημείο, την μεγάλη αγάπη προς τους συγγενείς του. Έλεγε αργότερα: «Στην αρχή με τηγάνισε ο διάβολος με την ενθύμηση των δικών μου. Πότε μου έφερνε την ενθύμηση της μητέρας μου, πότε των άλλων συγγενών. ʼλλοτε μου τους έδειχνε στον ύπνο αρρώστους και άλλοτε πεθαμένους. Ο διακονητής με έβλεπε στενοχωρημένο και με ρωτούσε τι έχω. Πήγαινα και εξωμολογούμουν στον Ηγούμενο και ειρήνευα. Είναι οδυνηρό στην αρχή να βγη ο μοναχός από την μικρή του οικογένεια και να μπη στην μεγάλη οικογένεια του Αδάμ, του Θεού».
Δαιμονικές εμφανίσεις
Ο διάβολος δεν αρκείτο μόνο στον πόλεμο των λογισμών, αφού μάλιστα δεν μπορούσε με αυτούς να ανακόψη την αγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν και αισθητώς. Τον έβλεπε οφθαλμοφανώς και συνωμιλούσαν. Προσπαθούσε ο πειρασμός με κάθε τρόπο να τον εκφοβίση και να τον εμποδίση από τους αγώνες του. Φαίνεται ότι από την πείρα του καταλάβαινε τι θα γινόταν αυτός ο αρχάριος.
Ο δόκιμος Αρσένιος δεν ταρασσόταν ούτε φοβόταν από την παρουσία του διαβόλου. Έλεγε: «Να’ ρχεσαι, διότι μου κάνεις καλό. Με βοηθάς να θυμάμαι τον Θεό, όταν τον ξεχνώ, και να προσεύχωμαι».
Αργότερα σχολίαζε ο Γέροντας: «Πού να μείνη ο πειρασμός! Εξαφανιζόταν αμέσως. Δεν είναι χαζός να προξενή στεφάνια στον μοναχό».
-Γέροντα, πειρασμό εννοείτε τους λογισμούς; τον ρώτησε με αφέλεια κάποιος μοναχός.
-Βρε, πειρασμός! (διάβολος)· καταλαβαίνεις; Τι λογισμοί;
Ο δόκιμος Αρσένιος με την ευστροφία του «ενίκησε δαιμόνων πανουργίαν δι’ ανθρωπίνης επινοίας».
Ρασοευχή
Στις 27 Μαρτίου 1954 μετά από την κανονισμένη δοκιμασία εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Ο Ηγούμενος του πρότεινε να λάβη το Μεγάλο Σχήμα, αλλά δεν δέχθηκε. Ανέφερε: «Αν και μπορούσα να γίνω αμέσως μεγαλόσχημος, διότι μου είπαν: «Εσύ Στρατό τελείωσες, δεν σε εμποδίζει τίποτε», είπα: Αρκεί η ρασοευχή»». Θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο, αλλά και δεν ήθελε να δεσμευθή με τις υποσχέσεις του Μεγάλου Σχήματος, εξ αιτίας της αγάπης του για την ησυχαστική ζωή που επιθυμούσε.
Βλέπει τον Αμνό να σπαρταρά
«Βοηθούσα και στην Εκκλησία» διηγήθηκε ο Γέροντας, «ως εκκλησιαστικός στις αγρυπνίες. Μια φορά ήμουν μέσα στο Ιερό και παρακολουθούσα τον ιερέα που έκανε την προσκομιδή. Μου συνέβη τότε ένα γεγονός. Στο «θύεται ο Αμνός του Θεού», είδα τον Αμνό πάνω στο άγιο Δισκάριο να σπαρταρά σαν αρνί που το σφάζουν. Πού να τολμήσω άλλη φορά να πλησιάσω! Γι’ αυτό, το μυστήριο αρχίζει από πριν και ας λένε μερικοί…» (ότι αρχίζει αργότερα).
Νηπτικός εργάτης
Από την περίοδο αυτή άρχισε να κρατά στημειώσεις από όσα διάβαζε. Ο, τι τον βοηθούσε στον αγώνα του το αντέγραφε σε ένα τετράδιο και προσπαθούσε να το κάνη πράξη. Ο εσωτερικός του αφανής αγώνας ήταν: Λίγη πρακτική μελέτη στα ασκητικά συγγράμματα, πολλή προσοχή, αδιάλειπτη προσευχή και επίμονη προσπάθεια για την κάθαρση από τα πάθη και την απόκτηση της θείας χάριτος.
Αλλά και στην εργασία του, τόσο στο διακόνημά του όσο και στις παγκοινιές, προσπαθούσε να μην διακόπτη την προσευχή. Εργαζόταν γρήγορα και σιωπηλά. Ο γερο-Γεράσιμος ο Κουτλουμουσιανός, παλαιός συγκοινοβιάτης του διηγήθηκε: «Εμείς όταν δουλεύαμε στις παγκοινιές, μιλούσαμε, γελούσαμε, αυτός τίποτε. Δούλευε απόμερα και απέφευγε την πολυλογία και την κατάκριση. Ήταν πολύ προσεκτικός καλόγηρος».
Κάποτε έστειλε το Μοναστήρι πατέρες μεταξύ των οποίων και τον π. Αβέρκιο έξω από τα σύνορα του Αγίου Όρους, για να φυτέψουν λεύκες σε ένα κτήμα. Πιο πέρα υπήρχε δρόμος και περνούσαν διάφοροι κοσμικοί. Ο π. Αβέρκιος επέβαλε στον λογισμό και στα μάτια του να μη δη κανέναν και πράγματι κατώρθωσε παρόμοιο άθλο με τον αββά Ισίδωρο της Σκήτεως, που πήγε στην Αλεξάνδρεια και δεν είδε κανέναν, παρά μόνο τον Πατριάρχη. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά για να βλέπη μόνον καλά παραδείγματα προχωρημένων πατέρων και να ωφελήται.
Αιματηρή υπακοή
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Ήταν στο Μοναστήρι ένας αδελφός μαραγκός, που οι πατέρες τον δέχτηκαν από ανάγκη, γιατί ενώ στην αρχή είχε επτά μαραγκούς το Μοναστήρι, στο τέλος δεν είχε κανέναν, ούτε για τις μικροδουλειές. Επειδή τον είχαν ανάγκη, του ‘χαν δώσει και πολλές πρωτοβουλίες. Είχε πάρει πολύ αέρα, έγινε και προϊστάμενος και δεν λογάριαζε κανέναν. Όποιος πήγαινε κοντά του να μάθη την τέχνη, δεν μπορούσε να μείνη περισσότερο από μια βδομάδα. Εγώ, με την χάρι του Θεού, έμεινα δυόμισυ χρόνια. Τι τράβηξα, δεν λέγεται. Αλλά και πόσο όφελος είχα! Έβριζε, φώναζε συνέχεια. Δεν έβλεπε καλά και όταν μούλεγε να κάνω κάτι, το όποιο έβλεπα ότι ήταν λάθος και θα χρειαζόταν μετά να διορθώνουμε και να βάζουμε μπαλώματα, αν τολμούσα να του πω κάτι, φώναζε: «Ακόμη δεν το έμαθες; Εσύ μόνο δυό λέξεις θα λες, «ευλόγησον» και «νάναι ευλογημένο»». Σιωπούσα. Γινόταν στραβά. Κάναμε παράθυρα για την Εκκλησία με μπαλώματα. Αν ρωτούσαν οι πατέρες, εγώ σιωπούσα· αυτός ήταν και στην σύναξη και αν ήθελε, μπορούσε να ομολογήση την αλήθεια. Διαφορετικά έβαζα καμμιά δραχμή στην άκρη (δηλαδή αποταμίευα μισθό πνευματικό). Έκανα αιμοπτύσεις και φώναζε: «Τι κάνεις εκεί; Δούλευε. Εσύ έτσι θα πεθάνεις».
Όταν χειροτέρεψε η καταστάση, είπε ο γιατρός να μείνω οπωσδήποτε δυό μήνες στο Νοσοκομείο της Μονής. Ήρθε εκεί με φωνές: «Γρήγορα να ‘ρθης κάτω, δεν έχεις τίποτε». Έκανα υπακοή και ξεκίνησα να πάω στο βουνό, για να κόψουμε καστανιές, να τις τετραγωνίσουμε. Πήρα ένα απόμερο μονοπάτι. Δεν πήγα από τον δρόμο, για να μη με δουν οι πατέρες και εκτεθή ο γέρο-Ι. Στον δρόμο άνοιξαν οι αρτηρίες και ξέσπασε αιμορραγία, γι’ αυτό αναγκάστηκα να επιστρέψω. Μετά ήρθε στο Νοσοκομείο και με ρώτησε αυστηρά: «Γιατί δεν ήρθες;».
Δεν έκανα κανένα λογισμό για τον αδελφό. Σκεφτόμουν ότι ο Θεός τα επιτρέπει από αγάπη, για να ξεπληρώσω καμμιά αμαρτία. Όταν ήμουν στον κόσμο, ο Θεός μου ‘χε δώσει ένα χάρισμα, να γίνω καλός μαραγκός. Έρχονταν σε μένα οι άνθρωποι και χωρίς να το επιδιώκω, γινόμουν αίτιος να παίρνω την δουλειά από τους άλλους. Όλοι έτρεχαν σε μένα και οι οικογενειάρχες έμεναν χωρίς δουλειά. Για να αποφύγω, τους έλεγα «θ’ αργήσω, έχω πολλές παραγγελίες», κ.ά., αλλά αυτοί δεν έφευγαν. «Θα περιμένουμε», έλεγαν. Έτσι τώρα ξεπληρώνω αμαρτίες. Τελικά, επειδή τόσο ωφελήθηκα από αυτόν τον αδελφό, τον οικονόμησε ο καλός Θεός. Δεν έβλεπε καθόλου, ταπεινώθηκε σε όλους και σώθηκε. Με έκανε να φτύσω αίμα, αλλά με έκανε άνθρωπο».
Ο άγιοι Πατέρες έκριναν την υπακοή ως ομολογία. Αλλά για τον π. Αβερκιο η υπακοή ήταν μαρτυρική, αιματηρή. Και μάλιστα όχι στον Ηγούμενο, αλλά σε έναν παλαιότερο μοναχό. Τα υπέμεινε όλα με χαρά και υπομονή.
Όταν οι προϊστάμενοι έβλεπαν τα παράθυρα λειψά και του έκαναν παρατηρήσεις, δεν εδικαιολογείτο λέγοντας ότι έτσι του είπε ο γερο-Ι., αλλά σιωπούσε και υπέμενε τις άδικες κατηγορίες σαν να έφταιγε. Έπειτα αποκάλυψε ο καλός Θεός την αλήθεια και κατάλαβαν οι προϊστάμενοι τι συνέβαινε και θαύμασαν την αρετή του αρχαρίου.
Στο Νοσοκομείο ο καλός νοσοκόμος, για να τον δυναμώση λίγο, του έδινε να τρώη καρύδια με μέλι. Εκεί ο π. Αβέρκιος στενοχωριόταν που ήταν στο κρεββάτι και δεν μπορούσε να βοηθήση «τους κοπιώντας πατέρας και αδελφούς». Ο νοσοκόμος του είπε: «Εάν κάνης κομποσχοίνι, αυτό αξίζει περισσότερο. Ο Θεός θα δώσει δύναμη στους πατέρες και θα στείλει και ευλογίες στο Μοναστήρι». Έτσι με φιλότιμο κοπίαζε προσευχόμενος για όλους τους αδελφούς.
Όταν κάπως ανέρρωσε, του έδωσε ευλογία ο Ηγούμενος να έχη ένα μπρίκι στο Κελλί του να πίνη κανένα ζεστό ρόφημα, για να συνέλθη. Αναζητώντας καμινέτο στους πατέρες συγκινήθηκε πολύ, που δεν βρήκε σε κανέναν. Αφού με δυσκολία εξοικονόμησε και έκανε μια-δυό φορές ζεστό στο Κελλί του, υστέρα τον πείραξε ο λογισμός του. Πέταξε το μπρίκι, που ήταν ένα κονσερβοκούτι, από το παράθυρο στην θάλασσα και ανέθεσε την υγεία και ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό.
Επίσκεψη της θείας χάριτος
Την τραχύτητα της ασκήσεως ήρθε να γλυκάνη ένα πρωτόγνωρο γεγονός, η επίσκεψη της θείας χάριτος. «Όταν είχαν σωθή τελείως οι μπαταρίες (εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις)», διηγήθηκε, «έζησα ένα γεγονός: Μια νύχτα, ενώ προσευχόμουν όρθιος, ενιωσα κάτι να κατεβαίνη από πάνω και να με περιλούζη ολόκληρο. Αισθανόμουν μια αγαλλίαση και τα μάτια μου έγιναν δύο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά την χάρι. Μέχρι τότε, συγκινήσεις και τέτοια είχα αισθανθή πολλές φορές, αλλά τέτοιο πράγμα πρώτη φορά μου συνέβη. Ήταν τόσο δυνατό πνευματικά αυτό το γεγονός, ώστε με στήριξε και κράτησε για δέκα περίπου χρόνια μέχρι που αργότερα στο Σινά, έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλον τρόπο».
Αναχώρηση για ησυχία
Όταν ο π. Αβέρκιος προσήλθε στο Μοναστήρι, παρακάλεσε τον Ηγούμενο να μείνη για ένα χρονικό διάστημα και έπειτα να του δώση ευλογία για την ησυχία και αυτός το δέχθηκε. Ωφελήθηκε βέβαια πολύ από όλους τους πατέρες και έβαλε καλό θεμέλιο σε εκείνο το πολύαθλο κοινόβιο, αλλά και ο πόθος του για την ησυχαστική ζωή γινόταν εντονώτερος. Όταν προσευχόταν ο νους του ηρπάζετο σε θεωρία. Η καρδιά του ήταν πυρωμένη «τοις άνθραξι τοις ερημικοίς» και αισθανόταν το κάλεσμα της ερήμου.
Έλαβε ευλογία να αναχωρήση από την Μονή για λόγους ησυχίας. ʼφησε στο Μοναστήρι κόπους και διακονία, αίματα και ιδρώτες και εξήλθε με την ελπίδα στον Θεό και στην Παναγία, για να τον οδηγήσουν «εν γη ερήμω».
Πρώτα πήγε και προσκύνησε την εικόνα της Πορταϊτίσσης στην Ιβήρων. Αλλοιώθηκε η μορφή της Παναγίας! Έγινε πολύ γλυκειά! Από αυτό πληροφορήθηκε ότι είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού η αναχώρησή του.
(Πηγή: http://www.esphigmenou.gr/index.php?mid=5&sid=4&newsid=21 )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου