Όσιος Παΐσιος
Ο
νέος άγιος της Εκκλησίας μας
Στους
δύσκολους καιρούς μας ο Θεός ευδόκησε και ανέδειξε στην Εκκλησία των ορθοδόξων
νέους αγίους με μεγάλη προσφορά στο δοκιμαζόμενο λαό. Τους είχε προικίσει με
χαρίσματα πνευματικά και αρετές. Τους ανέδειξε σε γέροντες φωτισμένους, που μας
θύμιζαν αρχαίους ασκητές της ερήμου. Τους στόλισε με σοφία και σύνεση,
προπαντός δε με ταπείνωση. Γι’ αυτό και υψώθηκαν από την Εκκλησία του Χριστού
και συναριθμήθηκαν στους «ευαρεστήσαντες» τον Θεό, με την κατάταξή τους στο
Ορθόδοξο Αγιολόγιο.
Ανάμεσά
τους και ο όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (25 Ιουλίου 1924-12 Ιουλίου 1994), που
τόσο ενόσω ζούσε, όσο και μετά την κοίμησή του, ευεργετεί τους πιστούς χάρη στις
προσευχές του, αλλά και στα βιβλία που ευρύτατα κυκλοφορούν με τον βίο, τα
θαύματα και τους λόγους του.
Σύντομος
βίος του Οσίου
Ο
άγιος Παΐσιος γεννήθηκε (25 Ιουλίου 1924) στα Φάρασα της Καππαδοκίας και
μεγάλωσε σ’ ένα ιδιαίτερα ευλογημένο οικογενειακό περιβάλλον, που σε αρκετά
σημεία θύμιζε το αντίστοιχο ενός άλλου αρχαίου Καππαδόκη, του Μεγάλου
Βασιλείου. Ιδιαίτερα ευεργετική επίδραση άσκησε στα Φάρασα, την περιοχή τους
και τον Παΐσιο ο εφημέριος, μετέπειτα άγιος, Αρσένιος ο Καππαδόκης και η γιαγιά
του Χριστίνα. Οι γονείς του (Πρόδρομος Θεοδοσίου και Ευλογία) είχαν δέκα παιδιά
(ο Παΐσιος ήταν το 8ο με βαπτιστικό το Αρσένιος).
Μετά
την άτυχη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) ακολούθησε η μεγάλη Ανταλλαγή
πληθυσμών. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες ξεριζώθηκαν από τις αιωνόβιες εστίες
τους και ήρθαν στην κυρίως Ελλάδα ρακένδυτοι, πεινασμένοι, αποδεκατισμένοι,
σώζοντας μόνο τον εαυτό τους και λίγα από τα ιερά και όσια κειμήλιά τους! Ο
Αρσένιος (Παΐσιος) ήταν μόλις 40 ημερών όταν με την οικογένειά του και ένα
παλιό και υπερφορτωμένο καράβι έφτασε αρχικά στον Πειραιά, κατόπιν για λίγο
καιρό στο κάστρο της Κέρκυρας, ώσπου με άλλους φαρασιώτες η οικογένειά του
εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα. Πλην της γιαγιάς Χριστίνας και του πατέρα του
Πρόδρομου, η μητέρα Ευλογία (που στην Κόνιτσα την έλεγαν Ευλαμπία) ήταν εκείνη
που δεν τον έθρεψε μόνο με το γάλα και την αγάπη της, αλλά και με όσα του έμαθε
από την τρυφερή του ηλικία: Του δίδαξε την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια, την
απλότητα και εργατικότητα, την προσευχή, την νηστεία και τον εκκλησιασμό.
Όλα
αυτά τα προσλάμβανε με προθυμία ο μικρός Αρσένιος, γι’ αυτό και δικαιολογημένα
ξεχώριζε γρήγορα από τα λοιπά αδέλφια του. Όπως, μάλιστα, έλεγε αργότερα ο ίδιος,
ο μεν πατέρας του τον αγαπούσε γιατί του έμοιαζε στην κλίση και την
επιδεξιότητά του στα τεχνικά, η δε μητέρα του «για την ψεύτικη [εννοούσε την
μικρή] ευλάβεια» που είχε.
Ασκητικός
από την παιδική του ηλικία.
Και όμως! Μόνο
«ψεύτικη» δεν ήταν η ευλάβειά του, αφού από παιδί ακόμη οι πνευματικές και
σωματικές του ασκήσεις ήταν αξιοθαύμαστες. Επέμενε στην μητέρα του να του
μαγειρεύει αλάδωτα φαγητά, έτρωγε το αντίδωρο όχι αμέσως μόλις το έπαιρνε από
το χέρι του ιερέα, επίτηδες, ώστε να λάβει τροφή μετά από ώρες, έσφιγγε την
ζώνη υπερβολικά για να χρειάζεται μικρή ποσότητα… Και μόλις έμαθε τα πρώτα του
γράμματα, εντρυφούσε στην ανάγνωση του Ιερού Ευαγγελίου και βίων αγίων.
Προσευχόταν. Έπαιζε ελάχιστα. Είχε φτιάξει αυτοσχέδιο κομποσχοίνι με βελανίδια
από το δάσος και μετρούσε τις μετάνοιες και τις προσευχές. Και χωρίς ακόμη να
έχει την εμπειρία της γνωριμίας με μοναχούς, έλεγε αποφασιστικά: Όταν μεγαλώσω
θα γίνω καλόγηρος!
Τελειώνοντας το Δημοτικό Σχολείο δεν
πήγε στο Γυμνάσιο. Άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του ξυλουργού, δείχνοντας
μεγάλη επιδεξιότητα ως «χρυσοχέρης» μαθητευόμενος. Όταν έμαθε την τέχνη, άνοιξε
στην Κόνιτσα δικό του ξυλουργείο. Έφτιαχνε κουφώματα, πατώματα και ταβάνια,
φιλοτεχνούσε εικονοστάσια και σταυρούς. Πρόσφερε δωρεάν στους πενθούντες το
φέρετρο για την κήδευση των οικείων τους προσώπων. Είχε την γενική εκτίμηση και
αγάπητων κατοίκων της Κόνιτσας και πολλών παιδιών και συνομηλίκων του που τους
μάζευε στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, τους παρακινούσε να νηστεύουν, να
κάνουν μετάνοιες και τους διάβαζε βίους αγίων.
Στο
Άγιον Όρος.
Μετά την
στρατιωτική του θητεία (Απρίλιος 1948 – Μάρτιος 1950) και την επιστροφή του
στην Κόνιτσα, όπου έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, άρχιζε να προετοιμάζεται
για την αγγελική (μοναχική) ζωή, που από παιδί επιθυμούσε. Έκανε την πρώτη του
μετάβαση στο Άγιον Όρος, αλλά δεν παρέμεινε για πολύ χρόνο. Η κατάσταση που
επικρατούσε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 δεν τον ενθουσίασε, αν και
ένιωθε ότι η ψυχή του ωφελήθηκε. Επέστρεψε στην Κόνιτσα, όπου εργάσθηκε για
τρία χρόνια ως μαραγκός εντατικά. Δεν παρέλειπε, όμως, τις νηστείες και την
αδιάλειπτη προσευχή. Τον Μάρτιο του 1953 ξαναπήγε στο Άγιον Όρος και έγινε
δεκτός στην Μονή Εσφιγμένου. Άρχισε αμέσως τους σωματικούς και πνευματικούς
αγώνες ως δόκιμος μοναχός. Έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα για να αποκτήσει τέλεια
υπακοή και ταπεινοφροσύνη. Έκανε τον κανόνα του μεγαλόσχημου, όχι από εγωισμό,
αλλά για να διαπιστώσει αν θα μπορούσε να ανταποκριθεί σ’ αυτόν ή όχι, «για να
μην κοροϊδεύει τον εαυτό του», όπως έλεγε.
Ένα
χρόνο μετά (Μάρτιος 1954) πήρε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Άρχισε να
αξιώνεται να βλέπει υπερφυσικά πράγματα. Μελετούσε ασκητικά συγγράμματα,
κρατούσε σημειώσεις σε τετράδια, προσπαθούσε να εφαρμόζει ό,τι τον βοηθούσε
στον αγώνα του. Αν και υπέφερε κυριολεκτικά από τον υπεύθυνο στο ξυλουργείο της
Μονής δύστροπο μοναχό, τον υπέμεινε 30 μήνες και αργότερα έλεγε ότι απ’ αυτόν
ωφελήθηκε, γιατί ξεπλήρωσε ασφαλώς κάποιες αμαρτίες του: «Με έκανε να φτύσω
αίμα, αλλά με έκανε άνθρωπο», έλεγε με ταπείνωση.
Επιθυμώντας,
όμως, την ησυχαστική ζωή πήγε αρχικά κοντά σ’ έναν μακρινό συγγενή και πατριώτη
του, τον παπά-Συμεών.Επειδή, όμως, κινδύνευε να απελαθεί, αναγκάσθηκε εκ των
πραγμάτων να βρεθεί στην ιδιόρρυθμή τότε Μονή Φιλοθέου, στην οποία ανήκε και ο
παπά-Συμεών.Εδώ ο Αβέρκιος, έχοντας τα διακονήματα του διχειάρη, του τραπεζάρη,
του ξυλουργού και του βοηθού ζυμωτή αργότερα, απεκάλυψε αβίαστα την πραότητα,
την καλοσύνη, την ηρεμία, την εργατικότητα, την προθυμία της προσφοράς, χωρίς
να παραμελεί την προσευχή, τη νηστεία, τις αγρυπνίες, την σιωπή, την συμμετοχή
στις Ακολουθίες.
Αλλά σύντομα του
παρουσιάστηκαν προβλήματα υγείας. Και το καλοκαίρι του 1956 οι Γέροντες της
Μονής τον έστειλαν στην Κόνιτσα για θεραπεία και ανάρρωση. Εκεί – για να μην
δώσει αφορμή να κατηγορηθεί ο μοναχισμός – δεν εγκαταστάθηκε στο πατρικό σπίτι.
Έμενε αρχικά στο εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, κατόπιν σε μία ευσεβή γυναίκα.
Μετά από τρείς μήνες, αφού ανάρρωσε, γύρισε στο Άγιον Όρος.
Μοναχός
Παΐσιος – Μονή Στομίου – Όρος Σινά.
Στις
3 Μαρτίου 1957 εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Παΐσιος. Επεδίωκε να
γνωρίζει ασκητές αγιορείτες, ώστε να ωφελείται από αυτούς. Έγραψε το βιβλίο
«Αγιορείται Πατέρες». Δεχόταν τις ευλογίες της Παναγίας σε στιγμές που είχε
ανάγκη, παρόλο που ο ίδιος δίσταζε να ζητήσει την βοήθειά της, με τη σκέψη:
«Βρε χαμένε, για τέτοια μικροπράγματα θα ενοχλείς την Παναγίας;».
Ενώσχεδίαζε να
αποσυρθεί σε ερημική τοποθεσία, στα Κατουνάκια, για να επιδοθεί σε ολοκληρωτική
άσκηση, είδε σε όραμα την Παναγία που του είπε: «Όχι στα Κατουνάκια, αλλά στην
Μονή Στομίου θα πας…». Έχοντας και την σύμφωνη γνώμη του πνευματικού του,
επέστρεψε στην Κόνιτσα και εγκαταστάθηκε (Αύγουστος 1958) στην σχεδόν
ερειπωμένη τότε Μονή Στομίου, κοντά στην Κόνιτσα.
Επιδόθηκε στην
ανακαίνισή της, με την βοήθεια ευλαβών χριστιανών της περιοχής. Ο ίδιος, βέβαια,
δεν παρέλειπε τα μοναχικά του καθήκοντα, ενώ βοήθησε σημαντικά στο να
επιστρέψουν στην Ορθοδοξία 80 περίπου οικογένειες που είχαν παρασυρθεί στον
προτεσταντισμό. Τρία χρόνια αργότερα (1961) επέστρεψε στο Όρος, η ψυχή του,
όμως, αναζητούσε την «έρημο». Την εσωτερική απάντηση στην αναζήτησή του έλαβε
σύντομα. Και το φθινόπωρο του 1962 , 38 ετών, αναχώρησε για το όρος Σινά. Στην
Μονή της Αγίας Αικατερίνης έγινε δεκτός. Ζούσε με απόλυτη λιτότητα και υπακοή,
τηρώντας με συνέπεια τις μοναχικές υποσχέσεις του.
Δύο μήνες μετά
την άφιξή του, με ευλογία του ηγουμένου, αποσύρθηκε στο ασκητήριο των αγίων
Γαλακτίωνος και Επιστήμης, απέναντι από την αγία Κορυφή του Σινά, όπου υπήρχε
εκκλησάκι και μικρό κελί. Εκεί έζησε «μονώτατος», σαν αετός. Αγωνίσθηκε,
πολεμήθηκε από τον διάβολο, αξιώθηκε να δεχθεί ουράνιες επισκέψεις.
Στην
Καλύβη των Αρχαγγέλων και στα Κατουνάκια.
Φαίνεται,
όμως, ότι ο Θεός του άνοιγε άλλους δρόμους. Διότι ενώ ήταν ικανοποιημένος από
την ερημική ζωή, η υγεία του κλονίστηκε από την αυστηρή άσκηση και το λίγο
οξυγόνο, αφού ζούσε σε υψόμετρο 2,000 μ. Το άσθμα που τον ταλαιπωρούσε, τον
ανάγκασε να αφήσει με λύπη το όρος Σινά (άνοιξη του 1964) και να εγκατασταθεί
στην Καλύβη των Αρχαγγέλων (Σκήτη των Ιβήρων), η οποία είχε όλες τις
προϋποθέσεις για μία ησυχαστική ζωή. Γύρω λίγα ελαιόδενδρα, μικρός κήπος, νερό.
Με κόπο έκανε κατοικήσιμο το σπιτάκι, χωρίς να μειώσει τις αγρυπνίες ,τις
μετάνοιες , τα κομποσχοίνια, τις προσευχές. Αν και η υγεία του εξακολουθούσε να
είναι κλονισμένη, περπατούσε ξυπόλυτος όπως στο Σινά, σκάλιζε ωραίους σταυρούς
ως εργόχειρο, ενίσχυε πνευματικά τους προσκυνητές-επισκέπτες.
Η ψυχή του, όμως,
επιθυμούσε μεγαλύτερη ησυχία και μόνωση. Έστησε ένα Καλύβι στην χαράδρα του
Τιμίου Προδρόμου. Η εκεί βαριά υγρασία επεβάρυνε την υγεία του. Άρχισε να έχει
αιμοπτύσεις, αλλά πιο πάνω από την υγεία του έβαζε την ησυχία, την προσευχή, το
να είναι απερίσπαστος. Με παρότρυνση του παπά-Τύχωνα το 1966 έλαβε το Μέγα και
Αγγελικό Σχήμα. Λίγους μήνες αργότερα επιδεινώθηκε η υγεία του. Στο Κέντρο
Νοσημάτων Θώρακος (Θεσσαλονίκη), στο οποίο εισήχθη, διαγνώσθηκε ότι πάσχει από
βρογχεκτασία. Χειρουργήθηκε, του αφαιρέθηκε ο ένας λοβός αριστερά και τμήμα του
άλλου και του άφησε κάποια αναπηρία στο αριστερό μάτι. Τότε ήταν που συνδέθηκε
με μερικές φιλομόναχες νέες, που αργότερα βοήθησε να ιδρύσουν το Μοναστήρι του
Αγίου Ιωάννου στη Σουρωτή.
Επέστρεψε στο Άγιον Όρος και με
υπόδειξη του παπά-Τύχωνα άφησε την Καλύβη και εγκαταστάθηκε στα Κατουνάκια, που
είχαν ξηρό κλίμα, και τον ωφέλησε μεν, αλλά τώρα, καθώς είχε γίνει αρκετά
γνωστός, τον επισκέπτονταν πολλοί χριστιανοί. Όλοι αυτοί χρειάζονταν «λόγον
αγαθόν», παρηγορία και οικοδομή, από έναν σε ανάρρωση και ασθενικό μοναχό.
Παρά
ταύτα δεν μείωνε τον πνευματικό του αγώνα κι αξιωνόταν να δέχεται ουράνιο φως
και να παρηγορείται με θεϊκές εμπειρίες.
Στην
Μονή Σταυρονικήτα και τον Τίμιο Σταυρό.
Τον Αύγουστο του
1968, θέλοντας να βοηθήσει την επάνδρωση της Σταυρονικήτα, ακολούθησε τους
πατέρες Βασίλειο και Γρηγόριο στους οποίους η Ιερά Κοινότητα είχε αναθέσει
αυτήν την μέριμνα, και ξαναβρέθηκε σε κοινόβιο. Έμεινε ως τις αρχές Μαρτίου
1969. Βοήθησε πολύ. Κι ύστερα αναζήτησε και βρήκε «την γλυκειά του ησυχία» στην
Καλύβη του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί το συνηθισμένο ημερήσιο πρόγραμμά του ήταν: Τη
νύχτα κοιμόταν για 2-3 ώρες. Ξυπνούσε πριν τα μεσάνυχτα. Τελούσε την αγρυπνία
του. Ξεκουραζόταν λίγο πριν φέξει. Όταν κατά κανόνα είχε επισκέπτες διέθετε τον
χρόνο του για να ακούει τα προβλήματά τους, να τους συμβουλέψει, να κάνει μαζί
τους κομποσχοίνι. Αλλιώς έφτιαχνε στην πρέσσα μικρές εικόνες και σταυρούς.
Προσευχόταν με τις ώρες, απαντούσε σε πολλά γράμματα χριστιανών από την Ελλάδα
και το εξωτερικό. Για ένα διάστημα Τετάρτες και Παρασκευές έμενε έγκλειστος
στην Καλύβη του. Εκκλησιαζόταν σε κοντινά Κελιά ή Μονές.
Το 1972 αξιώθηκε
να μεταβεί στην γενέτειρά του, τα Φάρασα της Καππαδοκίας, και την
Κωνσταντινούπολη. Το 1977, μετά από πρόσκληση της εκεί Αρχιεπισκοπής, πήγε μαζί
με τον ηγούμενο της Σταυρονικήτα στην Αυστραλία, όπου βοήθησε τους ομογενείς
μας με ομιλίες και συζητήσεις πνευματικές.
Στην
«Παναγούδα».
Το 1979, «για
κάποιον πνευματικό λόγο», με ευλογία της Μονής Κουτλουμουσίου, εγκαταστάθηκε
στην «Παναγούδα», κοντά στο μονοπάτι που συνδέει τις Καρυές (Πρωτεύουσα του
Αγίου Όρους) με την Μονή Ιβήρων. Το όνομα Παναγούδα (=μικρή Παναγία) οφείλεται
στο ομώνυμο εκκλησάκι της Καλύβης που είναι αφιερωμένο στο Γενέσιο της
Θεοτόκου.
Προσπάθησε και με
κόπους συμμάζεψε τις πολλές ελλείψεις της Καλύβης: Φρόντισε για την περίφραξη,
την εξασφάλιση νερού, την ετοιμασία μικρού κήπου όπου καλλιεργούσε αγριολάχανα,
κρεμμύδια κ.α., για την στοιχειώδη διατροφή του και την φιλοξενία των
πολυάριθμων επισκεπτών, οι οποίοι –
καθώς η φήμη της αγιότητάς
του διευρυνόταν – διαρκώς πολλαπλασιάζονταν. Τους δεχόταν όλους, χωρίς να
υπολογίζει αν ήταν άγρυπνος, κουρασμένος, νηστικό, ή και άρρωστος.
Το μόνο που τον
στενοχωρούσε ήταν ότι δεν είχε την ησυχία που ποθούσε και τον χρόνο για
περισσότερη προσευχή. Αλλά αγωνιζόταν και πέτυχε με διάκριση να συνδυάσει την
διακονία του προς τους ανθρώπους με την ησυχαστική ζωή.
Ισόβιος
συνοδός του ο πόνος και η άσκηση.
Σε όλη την
διάρκεια του μοναχικού του βίου ο Άγιος Παΐσιος συνοδευόταν από τον πόνο της
αρρώστιας και από την εθελούσια άσκηση. Αυτά τα δύο είχαν γίνει αχώριστα μεταξύ
τους. «Ασθενής ων έκανε άσκηση και ασκούμενος ασθενούσε». Από τότε που έγινε
μοναχός υπέφερε από βρογχεκτασία. Εξαιτίας λανθασμένης διάγνωσης του γιατρού
υποβλήθηκε άδικα σε θεραπεία αναποτελεσματική, είχε αιμοπτύσεις, πονούσε· μέχρι
που διαγνώστηκε σωστά η πάθησή του και χειρουργήθηκε. Αλλά κρυολόγησε και ενώ
ήταν νηστικός του χορηγήθηκε δυνατή αντιβίωση. Έλεγε αργότερα, ότι του φάνηκε
«σαν να ξεφλουδίστηκαν τα έντερά του». Από τότε απέκτησε πολύ μεγάλη ευαισθησία,
κρυολογούσε εύκολα, φτερνιζόταν, έβηχε δυνατά, έβγαζε αίμα, είχε πονοκεφάλους,
πονούσε.
Η ψυχική του,
όμως, δύναμη, ο μοναχικός του ζήλος, η αφοσίωσή του στην Παναγία και τους
αγίους, η λατρεία του προς τον Θεό, δεν μείωναν τους ασκητικούς του αγώνες.
Πονούσε, αλλά προσευχόταν. Υπέφερε σωματικά, αλλά νήστευε αυστηρά.
Ταλαιπωρούνταν, αλλά έκανε τον κανόνα του. Είχε ο ίδιος ανάγκη παρηγορίας, αλλά
παρέβλεπε τον πόνο του και παρηγορούσε τους άλλους. Ειδικά στην τελευταία αυτή
περίπτωση ήταν ανυποχώρητος. Όσο κι αν υπέφερε ο ίδιος, ό,τι καιρό κι αν έκανε,
άνοιγε την πόρτα της Καλύβης του, δεχόταν τους επισκέπτες και τους έβλεπε όλους,
τόσο ομαδικά όσο και προσωπικά, πράγμα που διαρκούσε επί ώρες. Το θαυμαστό
είναι ότι δεν ζήτησε από τον Θεό να άρει αυτό το αγκάθι της υγείας του. Η στάση
του αυτή θύμιζε την εκ βάθρων εξομολόγηση του Αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους
(Β’ επιστολή, 12, 7-10): Για να μην περηφανεύομαι, ο Θεός μου έδωσε
ένα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη του σατανά να με ταλαιπωρεί… Γι’ αυτό το
αγκάθι τρείς φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή
του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά
της μέσα σ’ αυτήν την αδυναμία σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα
καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του
Χριστού. Γι’ αυτό χαίρομαι για τα παθήματά μου…και τις πιέσεις που πέρασα για
χάρη του Χριστού. Γιατί όταν φαίνεται ότι έχω χάσει κάθε δύναμη, τότε είμαι
πραγματικά δυνατός!
Για ένα διάστημα
δοκιμάστηκε και από δισκοπάθεια, ενίοτε δε χρειαζόταν δύο βακτηρίες για να
μπορεί να κινείται. Παραταύτα, δεν βαρυγκομούσε και συνέχιζε, έστω με δυσκολία,
να εξυπηρετεί τους πολυάριθμους επισκέπτες του. Ιδιαίτερα τον δυσκόλεψε κάποια
χρόνια πριν την εκδημία του η αιμορραγία των εντέρων. Δεν ήξεραν οι γιατροί την
αιτία, επειδή ο όσιος δεν ήθελε να κάνει σχετικές εξετάσεις, ούτε να λάβει
φαρμακευτική αγωγή. Αδιαφορούσε για τον σωματικό πόνο. Συνήθιζε να λέει: «Εσύ
την δουλειά σου και εγώ την δική μου», εννοώντας ο πόνος πόνος, η προσευχή
προσευχή και το εργόχειρο εργόχειρο.
Προς
το επίγειο τέρμα.
Όλα έδειχναν ότι
πορεύεται προς το επίγειο τέρμα. Εκτός από τις δυσκολίες της υγείας που
αναφέρθηκαν, άρχισε να έχει και λιποθυμικά επεισόδια. Όχι λίγες φορές έπεφτε
στην αυλή της Καλύβης του. Έγνοια του στις περιπτώσεις αυτές ήταν να μην τον
ιδεί κανείς λιπόθυμο. Συνερχόταν κάπως μετά από λίγο, ευχαριστούσε τον Θεό,
συνέχιζε τις σωματικές και πνευματικές του ασκήσεις. Κατά την Β’ Κυριακή των
Νηστειών του 1993, ενώ διαρκούσε η θεία λειτουργία στο εκκλησάκι του, εξαντλήθηκε
τελείως: Ανάσαινε βαριά, διεστάλησαν τα μάτια του. Ήταν έτοιμος να καταρρεύσει.
Λιποθύμησε, τον κράτησαν οι πατέρες, συνήλθε κάπως. Του έλεγαν να καθίσει,
εκείνος αρνήθηκε. Στάθηκε όρθιος, προσευχόμενος, ως το τέλος της θείας
Λειτουργίας. Και κατόπιν περιποιήθηκε και τους πατέρες που είχαν παρευρεθεί
στην Καλύβη του!
Από τις
αιμορραγίες είχε χάσει το χρώμα του. Ήταν ωχρός. Αρνιόταν να πάρει φάρμακο που
του συνέστηναν. Το μόνο που παρακαλούσε ήταν να μην αιμορραγεί στην διάρκεια
της θείας Λειτουργίας, ώστε να μπορεί να κοινωνεί. Συνάμα άρχισε να κάνει
υπαινιγμούς για επικείμενη εκδημία του. Μια μέρα είπε: «Όταν χαλάει το σπίτι
(αρρωστήσει το σώμα) και αρχίσει να στάζει, τότε ο νοικοκύρης (η ψυχή) δεν
θέλει να μείνει μέσα». Όχι μόνον πατέρες, επισκέπτες και πνευματικά του παιδιά
τον παρακινούσαν να προσέξει την υγεία του, αλλά και ο οικουμενικός Πατριάρχης του
συνέστησε με μήνυμά του να υποβληθεί σε εξετάσεις ιατρικές. Εκείνος , όμως,
προετοιμαζόμενος για την χωρίς επιστροφή αναχώρησή του, έδειχνε υπομονή και
αντιμετώπιζε με καρτερία παραδειγματική την δοκιμασία της υγείας του.
Στις 22 Οκτωβρίου 1993 μετέβη στο Ησυχαστήριο
Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Σουρωτή Θεσσαλονίκης για να τιμήσει την μνήμη του
οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη. Παρέμεινε, όμως, λίγες ημέρες για να
επικοινωνήσει με τις πνευματικές του θυγατέρες, τις αδελφές, και με του
χριστιανούς που ήθελαν να τον συμβουλευθούν. Και ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει
στην «Παναγούδα», έπαθε ειλεό (εντερική απόφραξη). Αναγκάστηκε γι' αυτό να
υποβληθεί σε εξετάσεις. Εισήχθη στο Θεαγένειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Διάγνωση: προχωρημένος καρκίνος που τον είχε προσβάλει από εξαετίας, αλλά χωρίς
να έχει κάνει μετάσταση. Άρχισε η προετοιμασία με ακτινοβολίες για εγχείρηση.
Πονούσε πολύ αλλά δεν το άφηνε να φανεί. Παρηγορούσε τους άλλους καρκινοπαθείς.
Τους ενίσχυε πνευματικά. Περνούσαν πολλοί χριστιανοί να του πουν «περαστικά»,
αλλά συνήθως του έλεγαν τα δικά τους βάσανα. Και ο Άγιος – παράτους δικούς του αφόρητους
πόνους – τους άκουγε, τους τόνωνε, τους στήριζε πάντοτε με το χαμόγελο.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1994 χειρουργήθηκε. Του
αφαίρεσαν τον όγκο του παχέος εντέρου, αλλά στο μεταξύ ο καρκίνος είχε κάνει
μετάσταση στους πνεύμονες και στο συκώτι. Του έκαναν χημειοθεραπεία. Ταλαιπωρήθηκε.
Το τέλος πλησίαζε. Όταν τον ρώτησαν που θα αφήσει τα πνευματικά του τέκνα,
απάντησε με το ψαλμικό: Αι ημέραι της ζωής ημών εβδομήκοντα έτη(Ψαλμ.
89,10). Ιδιαίτερη μέριμνα έδειχνε πριν το επίγειο τέλος του για τις αδελφές του
Ησυχαστηρίου. Τις νουθετούσε και τις εμψύχωνε. Κι εκείνες του το ανταπέδιδαν με
τις περιποιήσεις τους, προσπαθώντας να τον ανακουφίσουν από τους πόνους του.
Σ' αυτό το τελευταίο διάστημα της ζωής του
Αγίου Παϊσίου συνέβησαν κάποια θαυμαστά γεγονότα, χάρη στις προσευχές και την
ευλογία του: Ασθενείς θεραπεύτηκαν, όπως βεβαιώνουν οι ίδιοι ή συγγενικά τους
πρόσωπα.
Η οσιακή του κοίμηση.
Η έξοδός του από τον παρόντα κόσμο πλησίαζε.
Το ένιωθε όλο και πιο έντονα. Κάποια, λοιπόν, ημέρα είπε στον γιατρό του ότι έπρεπε
να σταματήσει την θεραπευτική αγωγή, κάνοντας πλέον εκείνος υπακοή, όπως ως
τώρα υπάκουε αυτός στις υποδείξεις του γιατρού. Και πρόσθεσε: «Τώρα δεν μπορώ
να κάνω τίποτε. Χθες θέλησα να προσευχηθώ γονατιστός και δεν μπόρεσα. Δεν
μπόρεσα να δω κανένα. Έληξε η αποστολή μου...». Όταν λίγες μέρες αργότερα ο
γιατρός του είπε ότι θα πρέπει να πονά πολύ επειδή είχε πρηστεί το συκώτι, ο
όσιος του απάντησε χαμογελώντας πως αυτό είναι η καύχησή του, αφού τον κράτησε
ως τα 70, «και αυτό τώρα με στέλνει, όσο πιο γρήγορα μπορεί, εκεί που πρέπει να
πάω».
Οι τελευταίες του ημέρες ήταν πολύ δύσκολες.
Είχε δύσπνοια, έντονους πόνους, χρησιμοποιούσε συσκευή οξυγόνου. Δεν ήθελε να
του κάνουν παυσίπονες ενέσεις, επειδή δεν επιθυμούσε να του λείψει ο πόνος. Το
μόνο που παρακαλούσε ήταν να μπορεί να αυτοεξυπηρετείται, ώστε να μην
επιβαρύνει τις Μοναχές του Ησυχαστηρίου. Η επιθυμία του να μεταφερθεί ώστε να
κοιμηθεί και να ενταφιαστεί στο αγαπημένο του Άγιον Όρος δεν έγινε δεκτή, παρόλο
ότι ο πολιτικός Διοικητής προθυμοποιήθηκε να τον μεταφέρει με ελικόπτερο. Ο
γιατρός το απαγόρευσε, αφού υπήρχε κίνδυνος να πεθάνει κατά την μεταφορά.
Αποφάσισε να μείνει στο Ησυχαστήριο, όπου είχε
ανακοιμήσει και το τίμιο λείψανο του δικού του Αγίου, Αρσενίου του Καππαδόκη.
Άρχιζε να ρυθμίζει τα της κηδείας του, δίνοντας τις σχετικές οδηγίες. Ζήτησε
από δύο επισκόπους, γνωστούς του, που πέρασαν να τον δουν, και του διάβασαν την
συγχωρητική ευχή, την «Ακολουθία εις ψυχορραγούντα», ακόμη και την Νεκρώσιμη,
ενώ συνέψαλλε και ο ίδιος! Παρά την μεγάλη δυσκολία στις μετακινήσεις του,
πήγαινε στον Ιερό Ναό του Ησυχαστηρίου και κοινωνούσε, μη δεχόμενος να του
μεταφέρει στο κρεββάτι του την Θεία Μετάληψη ο Ιερέας. Έλεγε: «Εγώ πρέπει να
πάω στον Χριστό, όχι ο Χριστός σε μένα».
Ήταν τόσο σφοδροί οι πόνοι του που θύμιζαν
μαρτύρια αγίων. Ο Άγιος Παΐσιος, όμως, τους υπέμενε με καρτερία, χωρίς
γογγυσμούς και έλεγε: «Όσο με ωφέλησαν οι αρρώστιες, δεν με ωφέλησε η άσκηση
που σαν Μοναχός έκανα τόσα χρόνια». Για να μην του ξεφύγει αθέλητα κάποιος
αναστεναγμός, σιγόψαλλε, προσευχόταν, έμενε μόνος, αλλά ειρηνικός. Στις 11
Ιουλίου 1994 κοινώνησε για τελευταία φορά. Η νύχτα ήταν ιδιαίτερα επώδυνη. Ο
σφυγμός του σχεδόν ανύπαρκτος. Ανάσαινε με δυσκολία. Αλλά προσευχόταν. Για δύο
ώρες έχασε τις αισθήσεις του. Συνήλθε λίγο και είπε, μόλις ακουόμενος: «Μαρτύριο,
πραγματικό μαρτύριο». Και λέγοντας αυτά η ψυχή του πέταξε από τα επίγεια στα
επουράνια.
Ήταν η 12η Ιουλίου 1994, Τρίτη και ώρα 11 π.μ.
(δηλαδή η 29η Ιουνίου, των Πρωτοκορυφαίων Πέτρου και Παύλου, με το παλαιό
ημερολόγιο που τηρείται στο Άγιον Όρος). Και σύμφωνα με την επιθυμία που είχε
εκφράσει, ενταφιάστηκε πίσω από τον ιερό ναό του οσίου Αρσενίου, στο
Ησυχαστήριο της Σουρωτής, χωρίς να κληθεί κόσμος. Τρείς ημέρες μετά που
μαθεύτηκε το γεγονός, έσπευσαν εκεί χιλιάδες χριστιανών και πολλοί αγιορείτες
πατέρες για να αποτίσουν φόρο τιμής και αγάπης προς τον σύγχρονο αυτόν άγιο,
που τόσες ψυχές στήριξε και συνεχίζει να καθοδηγεί με το άγιο παράδειγμά του.
Με τις αρετές αυτές και τα χαρίσματα με τα
οποία προικίσθηκε από τον Θεό, αναδείχτηκε σε έναν σύγχρονο Γέροντα-Καθηγητή
της ερήμου, που μας θυμίζει αρχαίους ασκητές, με ανυπολόγιστη προσφορά στους
ανθρώπους, την Εκκλησία και την Πατρίδα. Και η προσφορά του αυτή συνεχίζεται χάρη και στα βιβλία που
κυκλοφορούν ευρύτατα και περιέχουν είτε εκτενή τον βίο του, είτε τα θαυμαστά
έργα του, είτε τους λόγους και τις ομιλίες του.
Ο Κύριος και Θεός μας ύψωσε τον ταπεινό όσιο
Γέροντα Παΐσιο (πρβλ. Ματθ. 23, 12), διότι σε όλη την ζωή του ένιωθε μικρός και
αμαρτωλός ενώπιον του Θεού, όπως σημείωνε και σε ιδιόγραφο κείμενό του που
βρέθηκε στην «Παναγούδα» μετά την κοίμησή του:
«Του λόγου μου ο Μοναχός Παΐσιος, όπως
εξέτασα τον εαυτόν μου, είδα ότι όλες τις εντολές του Κυρίου τις παρέβην. Όλες
τις αμαρτίες τις έχω κάνει. Δεν έχει σημασία εάν ορισμένες έχουν γίνει σε
μικρότερο βαθμό, διότι δεν έχω καθόλου ελαφρυντικά, επειδή με έχει ευεργετήσει
πολύ ο Κύριος. Εύχεσθε να με ελεήσει ο Χριστός. Συγχωρέστε με, και συγχωρημένοι
να είναι όσοι νομίζουν ότι με λύπησαν.
Ευχαριστώ πολύ,
Και πάλιν εύχεσθε.
Μοναχός Παΐσιος»
Αυτός, με λίγα λόγια, υπήρξε ο Όσιος Παΐσιος ο
Αγιορείτης. Η σύντομη έκθεση της ζωής του, χωρίς την παράθεση και των όσων
είπε, που είναι γεμάτα από αληθινή σοφία, ασφαλώς αδικούν την παρουσίαση της
αγίας προσωπικότητάς του. Αν, όμως, το παρόν αποτελέσει αφορμή για κάποιους να
θελήσουν να διαβάσουν περισσότερα και να ωφεληθούν πνευματικά, θα έχει
εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο γράφτηκε και εκδόθηκε.
Όπως ήταν αναμενόμενο από χιλιάδες
χριστιανούς, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, «ομοφώνως
αποδεχθείσα εισήγησιν της Κανονικής Επιτροπής, ανέγραψεν εις το Αγιολόγιον της
Ορθοδόξου Εκκλησίας τον Μοναχόν Παΐσιον Αγιορείτην», κατά τη συνεδρία της 13ης
Ιανουαρίου 1995, υπό την προεδρία της Α.Π.Θ. του Οικουμενικού Πατριάρχου
Βαρθολομαίου.
Η μνήμη του ορίσθηκε να τιμάται στις 12
Ιουλίου.
Ημερολόγιο
Ημερολόγιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου