Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Μανώλη Προϊσταμένου τοῦ Ἱ. Βυζ. Ναοῦ
Προφ. Ἠλιού Θεσ/νίκης
Τὸ
σχολικὸ ἔτος 1983-84, ἤμουν μαθητὴς τῆς Τρίτης Λυκείου στὸ
ἐκκλησιαστικὸ Λύκειο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ
Ἐορδαίας καὶ διέμενα στὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, στὸ κτήριο
πλησίον τοῦΜητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου ἰαματικοῦ Παντελεήμονος.
Ὡς λύκειο ἀρρένων στελεχωμένο ἀπὸ καθηγητὲς βαθυτάτης ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης, ἐπιλέξαμετὴν κατ’ ἔθος πενθήμερη ἐκδρομὴ τῆς Γ΄ Λυκείου,νὰ τὴν μετατρέψουμε σὲ προσκυνηματικὴ ἐκδρομὴστὸ Ἅγιο Ὅρος. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτοῦ τοῦ ἀξέχαστου προσκυνήματος, πρωτοσυνάντησα τὸν γέροντα Παΐσιο.
Ἦταν
Ἄνοιξη τοῦ 1984. Μόλις εἴχαμε κατεβεῖ στὴ Δάφνη τοῦ Ἄγ. Ὅρους ἀπὸ τὴν
Ἱερὰ Μονὴ Ξηροποτάμου ὅπου εἴχαμε περάσει τὴ νύχτα. Θὰ παίρναμε τὸ
καραβάκι γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ προσκυνήματος πρὸς Σιμωνόπετρα κτλ. Τὰ
περισσότερα παιδιὰ ἦταν στὸ μαγαζάκι ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ, γιὰ ἀγορὰ διαφόρων
πραγμάτων, π.χ. μπαταριῶν γιὰ τοὺς φακούς, μπισκότων κτλ.
Εἶχα σταθεῖ στὴν ἄκρη τῆς προκυμαίας καὶ ἔβλεπα τὸ καραβάκι ποὺ ἐρχότανμὲ προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Οὐρανούπολη. Ἦταν
περίπου ἐντεκάμησι μὲ δώδεκα ἡ ὥρα. Ἀκούω τὴ φωνὴ τοῦ καθηγητοῦ μου κ.
Δημητρίου Ρίζου νὰ καλωσορίζει κάποιον μὲ ἐνθουσιασμό. Γυρνάω καὶ βλέπω
ἕνα γεροντάκι μοναχό, ποὺ μόλις εἶχε φτάσει γιὰ νὰ πάρει τὸ Καράβι γιὰ
Οὐρανούπολη. Ἀφοῦ παίρνει τὴν εὐχὴ του ὁ καθηγητής μου, γυρίζει πρὸς
ἐμένα πού ’μουνα κοντά καὶ μοῦ λέει, “Νίκο, ἔλα νὰ πάρεις τὴν εὐχὴ,
εἶναι ὁ πατὴρ Παΐσιος”. Περιχαρὴς καὶ ἔκθαμβος πλησίασα κοιτώντας τὸν
γέροντα κατευθείαν στὰ μάτια. Δὲν τὸ συνήθιζα, εἶχα πάντα μιὰ συστολὴ
πρὸς τοὺς ἱερεῖς, παρόλο ποὺ ’μαι παπαδοπαίδι καὶ μιὰ ζωὴ μέσα στὸ ράσο.
Αὐτὸν ὅμως τὸν καλόγερο, τὸν κοίταζα ἔκπληκτος κατευθείαν στὰ μάτια.
Ἀδυνατούλης μοναχὸς μ’ ἕνα κορμὶ ποὺ φαινόταν ὅτι κολύμπαγε στὸ ράσο.
Βάσταγε μιὰ μαγκούρα κι εἶχε ἕνα δισάκι στὸν ὦμο. Φόραγε καλογερικὸ
σκοῦφο. Πλησίασα καὶ διέκρινα ἀπὸ κοντὰ, στὰ μάτια του καὶ στὸ χαμόγελό
του τὴν ἀγάπη. Ἐκεῖνος κατάλαβε φαίνεται μὲ τί αἰσθήματα τὸν πλησίαζα.
Πάντα τὸν εὐλαβούμουνα καὶ εἶχα ἐπιθυμία νὰ τὸν συναντήσω. Χαϊδεύοντας
τὸ κεφάλι μου, εἶπε:
“Τί καλὸ παιδὶ εἶναι τοῦτο, νὰ ’σαι εὐλογημένος Νικολάκη”.
Καὶ
ὁ καθηγητής μου, ποὺ τὸν εἶχα πρήξει μὲ τὶς ζαβολιές μου τὶς τελευταῖες
μέρες, τοῦ λέει: “Πολὺ καλὸ παιδὶ Γέροντα, ἀλλὰ πολὺ ζωηρὸ κι ἀνήσυχο”.
Γέλασε ὁ γέροντας.
Μοῦ λέει ὁ καθηγητής "πάρε τήν εὐχή του". Εἶχα ξεχαστεῖ· ἒσκυψα κι ἀσπάστηκα τήν ἁγιασμένη δεξιά τοῦ πατρός.
Στὴ συνέχεια τοῦ λέει ὁ κ. Ρίζος, “ὁπότε φεύγετε Γέροντα! Καὶ μεῖς εἴχαμε σκοπὸ νά ἔρθουμε νὰ σᾶς δοῦμε...”
Κάτι τοῦ ἀπάντησε ὁ π. Παίσιος ἀλλὰ δὲν ἄκουσα. Εἶχα τραβηχτεῖ κάπως ἀπὸ διάκριση.
Αὐτὸ εἶναι τὸ περιστατικὸ τῆς πρώτης συνάντησής μου μὲ τὸν Ὅσιο γέροντα Παΐσιο.
Τὴν εὐχή του νὰ ’χουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου