Μου είπαν μερικοί ότι σκανδαλίζονται, γιατί βλέπουν πολλά στραβά στην Εκκλησία,
καί έγώ τους είπα: Άν ρωτήσης μια μύγα: Έχει λουλούδια εδώ στην περιοχή;, θά πη: δέν
ξέρω εκεί κάτω στον λάκκο έχει κονσερβοκούτια, κοπριές, ακαθαρσίες, και θά σου άραδιάση
όλες τις βρωμιές στις όποιες πήγε. Άν όμως ρωτήσης μιά μέλισσα: είδες καμμιά
ακαθαρσία εδώ στην περιοχή;, θά σου πη: ακαθαρσία; οχι, δέν είδα πουθενά εδώ ό
τόπος είναι γεμάτος από εύωδιαστά λουλούδια καί θά σου άναφέρη ένα σωρό λουλούδια
του κήπου, του άγρου κ.λπ. Βλέπεις, ή μύγα ξέρει μόνον που υπάρχουν σκουπίδια, ενώ ή
μέλισσα ξέρει πώς εκεί πέρα είναι ένας κρίνος, πιο εκεί ένα ζουμπούλι…
Όπως έχω καταλάβει, άλλοι άνθρωποι μοιάζουν μέ τήν μέλισσα καί άλλοι μέ τήν
μύγα. Αυτοί πού μοιάζουν μέ τήν μύγα ψάχνουν σέ κάθε περίπτωση νά βρουν τί κακό υπάρχει καί
ασχολούνται μ’ αυτό δέν βλέπουν πουθενά κανένα καλό. Αυτοί πού μοιάζουν μέ τήν
μέλισσα βρίσκουν παντού ο,τι καλό υπάρχει. Ό βλαμμένος άνθρωπος βλαμμένα σκέφτεται, όλα τά παίρνει αριστερά, όλα τά βλέπει ανάποδα. Ένώ, όποιος έχει καλούς λογισμούς, ο,τι
καί νά δη, ο,τι καί νά του πής, θά βάλη καλό λογισμό.
Μιά φορά ένα παιδί δευτέρας γυμνασίου ήρθε στο Καλύβι καί χτύπησε το σιδεράκι στην
πόρτα. Είχα ένα τσουβάλι γράμματα νά διαβάσω, αλλά είπα, ας βγώ νά δώ τί θέλει. Τί είναι,
παλληκάρι;, του λέω. Αυτό είναι το Καλύβι του πατρός Παϊσίου; μέ ρωτάει. Θέλω τον πατέρα
Παΐσιο. Αυτό είναι, αλλά αυτός δέν είναι εδώ πήγε νά άγοράση τσιγάρα, του λέω. Φαίνεται
κάποιον πήγε νά εξυπηρέτηση, μοϋ λέει μέ καλό λογισμό. Γιά τον εαυτό του πήγε νά τά άγοράση,
του λέω. Του είχαν τελειώσει καί έκανε σάν τρελλός γιά τά τσιγάρα. Έμενα μέ άφησε έδώ μόνον
μου καί ούτε ξέρω πότε θά γυρίση. Άν δώ ότι άργεί, θά σηκωθώ νά φύγω. Βούρκωσαν τά μάτια
του καί μέ καλό πάλι λογισμό είπε: Τον κουράζουμε τον Γέροντα. Τί τον θέλεις;, τόν ρωτάω. Τήν
ευχή του θέλω νά πάρω, μοϋ λέει. Τί ευχή νά πάρης, μωρέ! Αυτός είναι πλανεμένος δεν έχει
χαΐρι εγώ τον ξέρω καλά. Μην περιμένης άδικα, γιατί, κι όταν γυρίση, θά είναι νευριασμένος,
ίσως είναι και μεθυσμένος, επειδή πίνει κιόλας. Άλλα εκείνο έβαζε συνέχεια καλό λογισμό.
Τέλος πάντων, του λέω, εγώ θά περιμένω λίγο ακόμη, τί θέλεις νά του πώ;’Έχω ένα γράμμα νά
του δώσω, μου λέει, αλλά θά περιμένω νά πάρω καί την ευχή του. Είδατε; Ό,τι του έλεγα, το
έπαιρνε μέ καλό λογισμό. Του είπα: σάν τρελλός έκανε γιά τά τσιγάρα καί το καημένο
αναστέναξε, βούρκωσαν τά μάτια του. Ποιος ξέρει, είπε, κάποιον θά ήθελε νά εξυπηρέτηση.
Άλλοι τόσα διαβάζουν, κι εκείνο, παιδάκι δευτέρας γυμνασίου, και νά εχη τόσο καλούς λογισμούς!
Νά τοϋ χαλάς τον λογισμό καί αυτό νά φτιάχνη καλύτερο λογισμό καί νά βγάζη πιο καλό
συμπέρασμα. Το θαύμασα! Πρώτη φορά είδα τέτοιο πράγμα!
Πηγή:gerontes.gr
καί έγώ τους είπα: Άν ρωτήσης μια μύγα: Έχει λουλούδια εδώ στην περιοχή;, θά πη: δέν
ξέρω εκεί κάτω στον λάκκο έχει κονσερβοκούτια, κοπριές, ακαθαρσίες, και θά σου άραδιάση
όλες τις βρωμιές στις όποιες πήγε. Άν όμως ρωτήσης μιά μέλισσα: είδες καμμιά
ακαθαρσία εδώ στην περιοχή;, θά σου πη: ακαθαρσία; οχι, δέν είδα πουθενά εδώ ό
τόπος είναι γεμάτος από εύωδιαστά λουλούδια καί θά σου άναφέρη ένα σωρό λουλούδια
του κήπου, του άγρου κ.λπ. Βλέπεις, ή μύγα ξέρει μόνον που υπάρχουν σκουπίδια, ενώ ή
μέλισσα ξέρει πώς εκεί πέρα είναι ένας κρίνος, πιο εκεί ένα ζουμπούλι…
Όπως έχω καταλάβει, άλλοι άνθρωποι μοιάζουν μέ τήν μέλισσα καί άλλοι μέ τήν
μύγα. Αυτοί πού μοιάζουν μέ τήν μύγα ψάχνουν σέ κάθε περίπτωση νά βρουν τί κακό υπάρχει καί
ασχολούνται μ’ αυτό δέν βλέπουν πουθενά κανένα καλό. Αυτοί πού μοιάζουν μέ τήν
μέλισσα βρίσκουν παντού ο,τι καλό υπάρχει. Ό βλαμμένος άνθρωπος βλαμμένα σκέφτεται, όλα τά παίρνει αριστερά, όλα τά βλέπει ανάποδα. Ένώ, όποιος έχει καλούς λογισμούς, ο,τι
καί νά δη, ο,τι καί νά του πής, θά βάλη καλό λογισμό.
Μιά φορά ένα παιδί δευτέρας γυμνασίου ήρθε στο Καλύβι καί χτύπησε το σιδεράκι στην
πόρτα. Είχα ένα τσουβάλι γράμματα νά διαβάσω, αλλά είπα, ας βγώ νά δώ τί θέλει. Τί είναι,
παλληκάρι;, του λέω. Αυτό είναι το Καλύβι του πατρός Παϊσίου; μέ ρωτάει. Θέλω τον πατέρα
Παΐσιο. Αυτό είναι, αλλά αυτός δέν είναι εδώ πήγε νά άγοράση τσιγάρα, του λέω. Φαίνεται
κάποιον πήγε νά εξυπηρέτηση, μοϋ λέει μέ καλό λογισμό. Γιά τον εαυτό του πήγε νά τά άγοράση,
του λέω. Του είχαν τελειώσει καί έκανε σάν τρελλός γιά τά τσιγάρα. Έμενα μέ άφησε έδώ μόνον
μου καί ούτε ξέρω πότε θά γυρίση. Άν δώ ότι άργεί, θά σηκωθώ νά φύγω. Βούρκωσαν τά μάτια
του καί μέ καλό πάλι λογισμό είπε: Τον κουράζουμε τον Γέροντα. Τί τον θέλεις;, τόν ρωτάω. Τήν
ευχή του θέλω νά πάρω, μοϋ λέει. Τί ευχή νά πάρης, μωρέ! Αυτός είναι πλανεμένος δεν έχει
χαΐρι εγώ τον ξέρω καλά. Μην περιμένης άδικα, γιατί, κι όταν γυρίση, θά είναι νευριασμένος,
ίσως είναι και μεθυσμένος, επειδή πίνει κιόλας. Άλλα εκείνο έβαζε συνέχεια καλό λογισμό.
Τέλος πάντων, του λέω, εγώ θά περιμένω λίγο ακόμη, τί θέλεις νά του πώ;’Έχω ένα γράμμα νά
του δώσω, μου λέει, αλλά θά περιμένω νά πάρω καί την ευχή του. Είδατε; Ό,τι του έλεγα, το
έπαιρνε μέ καλό λογισμό. Του είπα: σάν τρελλός έκανε γιά τά τσιγάρα καί το καημένο
αναστέναξε, βούρκωσαν τά μάτια του. Ποιος ξέρει, είπε, κάποιον θά ήθελε νά εξυπηρέτηση.
Άλλοι τόσα διαβάζουν, κι εκείνο, παιδάκι δευτέρας γυμνασίου, και νά εχη τόσο καλούς λογισμούς!
Νά τοϋ χαλάς τον λογισμό καί αυτό νά φτιάχνη καλύτερο λογισμό καί νά βγάζη πιο καλό
συμπέρασμα. Το θαύμασα! Πρώτη φορά είδα τέτοιο πράγμα!
Πηγή:gerontes.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου