“Το απόγευμα της Τετάρτης στις 5 η ώρα είχα κανονίσει να πάω σε ένα σπίτι πίσω από το ναό τού Αγίου Αθανασίου, για να κάνω αγιασμό και ευχέλαιο. Φεύγοντας από το σπίτι μου πήρα το βασιλικό και την τσάντα μου.
Όταν έφτασα στην αυλή τους κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος στην τσάντα κ είχα πάρει του σχολείου αντί γι αυτήν που είχα τις αγιαστούρες. Ζήτησα συγνώμη και είπα ότι θα πάω στο ναό να πάρω τα αναγκαία.
Εκεί ωστόσο με περίμενε μια όμορφη έκπληξη! Ένας μεσήλικας κύριος με περίμενε με το γιο του, είχαν έρθει από την Αθήνα όπως μου είπαν. Ο κύριος Χρήστος και ο γιος του ο Βασίλης θέλησαν να μου διηγηθούν κάτι πολύ σπουδαίο.
Ο κ. Χρηστος πριν από έξι μήνες είχε πέσει από ψηλά, από μια καρότσα φορτηγού όπου φόρτωναν κάτι με τα παιδιά του. Χτύπησε βαριά στη μέση του, στο ένα χέρι και έκανε και ένα άνοιγμα στο κεφάλι.. δύο μήνες αφασία στην εντατική.
Μόλις άρχισε να ξυπνάει στο νοσοκομείο μετά από δυο μήνες, διηγείται, είδε στην τηλεόραση μια αναφορά για τον ιερό ναό Αγίου Αθανασίου Τριλόφου και έναν χαμογελαστό παπά κάτι να λέει..
Είπε τότε μέσα του ότι ‘άμα γίνω καλά θα πάω ως εκεί να προσκυνήσω και να ανάψω μια λαμπάδα‘.
Οι μέρες πέρασαν και ο κ. Χρήστος έγινε καλά, αλλά το τάμα ξεχάστηκε. Ως που.. (διηγείται):
‘Πριν από μια βδομάδα παπά μου κι ενώ πλέον ήμουνα καλά και περπατούσα καλά είδα στον ύπνο μου το γέροντα Παίσιο. Χρήστο, μου λέει, ξέχασες το τάμα σου.. αλλά τώρα να πας στον Τρίλοφο με γεμάτα χέρια γιατί ο παπάς που θα βρεις εκεί κάνει μεγάλο συσσίτιο. Γέμισα το αμάξι παπά μου, τίγκα όσο χωρούσε ,και ήρθα να προσκυνήσω να σου δώσω τα καλούδια και να ξαναφύγω πίσω!‘
Αγκαλιαστηκαμε, χαιρετηθήκαμε κι έφυγαν…”
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου