Του.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Γέροντα, ἀνησυχῶ, μήπως δὲν ἀγωνίζομαι σωστά.
– Ἔχεις ἄγχος;
– Ὄχι, ἀλλὰ γιατί ἔχω αὐτὴν τὴν ἀνησυχία;
– Εὐλογημένη, ὑπάρχει ἡ ἥσυχη ἀνησυχία καὶ ἡ ἀνήσυχη ἡσυχία. Ἡ καλὴ ἀνησυχία πρέπει πάντοτε νὰ ὑπάρχη μέσα μας· ἄγχος νὰ μὴν ὑπάρχη. Ὅταν κανεὶς ἀγωνίζεται σωστά, ποτὲ δὲν μένει εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του· ἔχει συνέχειαμέσα του μιὰ ἀνησυχία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλότιμη προσπάθεια ποὺ κάνει.– Γέροντα, φθάνει κάποτε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν τοῦ χρειάζεται πιὰ ἡ καλὴ ἀνησυχία; χι, γιατὶ ἡ καλὴ ἀνησυχία δὲν σταματᾶ ποτὲ σ ̓ αὐτὴν τὴν ζωή.«Τρέχετε,ἵνα καταλάβητε»267, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τρέχει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ζῆ, νὰ βρῆ τὸν Χριστό, χωρὶς νὰ σταματᾶ ποτέ. Τρέχει καὶ δὲν νιώθει κούραση, ἀλλὰ χαρά.Γιὰ νὰ καταλάβετε, θὰ σᾶς φέρω ἕνα παράδειγμα: ἕνα καλὸ λαγωνικό, μόλις μυρισθῆ τὸν λαγό, δὲν κάθεται ἄλλο κοντὰ στὸν κυνηγό· ἀρχίζει νὰ ψάχνη, γιὰ νὰ βρῆ τὸν λαγό. Τρέχει, σταματᾶ λίγο, μυρίζει ἀριστερὰ–δεξιά, ἀρχίζει ξανὰ νὰ τρέχη· δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ. Ὁ νοῦς του εἶναι πῶς νὰ βρῆ τὸν λαγό· δὲν χαζεύει. Μεγαλύτερη χαρὰ ἔχει, ὅταν τρέχη, παρὰ ὅταν κάθεται. Τὸ τρέξιμο καὶ τὸ ψάξιμο τοῦ δίνει ζωή.Ἔτσι κι ἐμεῖς αὐτὴν τὴν ἐγρήγορση πρέπει νὰ ἔχουμε. Ὁ νοῦς μας νὰ εἶναι συνέχεια στὸν Χριστό, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ὁ στόχος μας. Ἐμεῖς ὅμως, ἐνῶ βρήκαμε τὰ ἀχνάρια, βρήκαμε τὸν δρόμο, ξέρουμε ἀπὸ ποῦ θὰ πᾶμε, γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό, πολλὲς φορὲς στεκόμαστε· δὲν προχωροῦμε. Ἂν δὲν γνωρίζαμε τὸν δρόμο,δικαιολογημένα νὰ σταματούσαμε.Θυμᾶμαι, ὁ πατέρας μου στὴν Κόνιτσα εἶχε δυὸ λαγωνικὰ καλὰ ἐκπαιδευμένα. Ὁ Γερο‐Πρόδρομος ὁ Κορτσινόγλου, ὁ ψάλτης τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, μιὰ φορὰ τοῦ ζήτησε ἕνα κουταβάκι καλὸ ἀπὸ τὴν ἴδια ράτσα, γιὰ νὰ φυλάη τὰ ζῶα του,νὰ γαυγίζη δηλαδή, ὅταν θὰ πλησίαζε λύκος. Ὁ πατέρας μου τοῦ ἔδωσε ἕνα. Μ ιὰ μέρα, ἕνας γείτονας τοῦ Κορτσινόγλου ποὺ ἀγαποῦσε πολὺ τὸ κυνήγι, ἦταν πολὺ στενοχωρημένος, γιατὶ ἀρρώστησε τὸ σκυλί του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ πάη νὰ κυνηγήση. Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ Γερο‐Πρόδρομος, τοῦ λέει:«Μὴ στενοχωριέσαι· θὰ σοῦ δώσω τὸ δικό μου σκυλί, εἶναι ράτσα Ἐζνεπίδη268». Χαρούμενος ὁ γείτονας πῆρε τὸ σκυλὶ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ κυνήγι. Ὅταν ἔφθασε στὸ δάσος, κούνησε τὸ χέρι του, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν οἱ κυνηγοί, γιὰ νὰ τρέξη τὸ λαγωνικό, ἀλλὰ ἐκεῖνο, ἀντὶ νὰ τρέξη, γύριζε γύρω του, τοῦ ἔγλειφε τὰ πόδια καὶ κοιτοῦσε τὰ χέρια του μήπως ἔχει ψωμί! Βλέπετε, ἦταν καλὸ σκυλί, ἀπὸ ράτσα, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἐκπαιδευθῆ, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ πιάνη τὸν λαγό, καὶ γύριζε συνέχεια γύρω ἀπὸ τὸν κυνηγό. Πιστεύω ὅμως ὅτι ἐσεῖς, ἀφοῦ βρήκατε τὰ ἀχνάρια τοῦ Χριστοῦ, θὰ τρέχετε συνέχεια νὰ βρῆτε τὸν Χριστό, γιὰ νὰ γεμίση ἡ καρδιά σας τόσο πολὺ ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ νὰ μὴν μπορῆτε νὰ Τὸν χωρέσετε καὶ νὰ λέτε:«Φθάνει, Θεέ μου, δὲν ἀντέχω ἄλλο».
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’«Πάθη καὶ Ἀρετὲς» ‐ 166 ‐
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου