Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Του.Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

Τὰ ἀρχοντόπουλα τοῦ Θεοῦ .
Μερικοὶ ἄνθρωποι, παρόλο ποὺ μετάνοιωσαν γιὰ κάποιο σφάλμα τους καὶ ὁ Θεὸς τοὺς συγχώρεσε, ὁπότε ἔπαψαν νὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι, αὐτοὶ δὲν ξεχνοῦν τὸ σφάλμα τους. Ζητοῦν ἐπίμονα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τιμωρηθοῦν σ ̓ αὐτὴν τὴν ζωὴ γιὰ τὸ σφάλμα τους, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουν. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπιμένουν, ὁ Καλὸς Θεὸς ἐκπληρώνει αὐτὸ τὸ φιλότιμο αἴτημά τους, τοὺς κρατάει ὅμως τοκισμένη τὴν πληρωμὴ στὸ Οὐράνιο Ταμιευτήριό Του, στὸν Παράδεισο. Αὐτοὶ εἶναι τὰ ἀρχοντόπουλα τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὰ πιὸ φιλότιμα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.Στὸ Λειμωνάριο λ.χ. ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς γιὰ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα τὸν βοσκό:
Μιὰ φορὰ τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιος καὶ ζήτησε νὰ τὸν φιλοξενήση στὸ κελλί του.Ἐπειδὴ ὁ ἀββᾶς δὲν εἶχε ἰδιαίτερο χῶρο γιὰ φιλοξενία, τακτοποίησε τὸν ἐπισκέπτη στὸ κελλί του καὶ αὐτὸς πῆγε νὰ διανυκτερεύση σὲ μιὰ σπηλιά. Τὸ πρωὶ ποὺ ἐπέστρεψε, τὸν ρώτησε ὁ ἐπισκέπτης:«Πῶς τὰ πέρασες, ἀββᾶ; Μήπως κρύωσες;».«Ὄχι, πέρασα καλά. Μπῆκα σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ βρῆκα μέσα ἕνα λιοντάρι νὰ κοιμᾶται.Ξάπλωσα κι ἐγὼ καὶ ἀκούμπησα τὴν πλάτη μου στὴν χαίτη του. Ἀπὸ τὰ χνῶτα του ἡ σπηλιὰ ἦταν σὰν φοῦρνος καὶ δὲν κρύωσα».«Καλά, δὲν φοβήθηκες μήπως σὲ φάη τὸ λιοντάρι;», τὸν ρώτησε ὁ ἐπισκέπτης.
«Ὄχι, τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς, ἀλλά, νὰ ξέρης, ἐμένα θὰ μὲ φᾶνε τὰ θηρία».«Πῶς τὸ ξέρεις αὐτό;».«Ἐγὼ στὸν κόσμο ἤμουν βοσκός, τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς, καὶ κάποτε ποὺ βοσκοῦσα τὸ κοπάδι μου οἱ σκύλοι μου καταξέσχισαν κάποιον περαστικὸ καί, ἐνῶ μποροῦσα νὰ τὸν σώσω, ἀδιαφόρησα. Ἀπὸ τότε ζητάω ἀπὸ τὸν Θεὸ συνέχεια νὰ μὲ φᾶνε τὰ θηρία. Πιστεύω νὰ μοῦ κάνη ὁ Θεὸς αὐτὸ τὸ χατίρι». Καὶ πράγματι αὐτὸν τὸν ἀββᾶ τὸν ἔφαγαν τὰ θηρία. Στὴν ἄλλη ὅμως ζωὴ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ εἶναι στὸν πιὸ ἐκλεκτὸ τόπο.
– Γέροντα, διάβασα σὲ σχόλια κάποιου πατερικοῦ βιβλίου ὅτι ὁ ἄνθρωπος,ὅταν κάνη κάποια ἁμαρτία, πρέπει νὰ τιμωρηθῆ, γιὰ νὰ πληρώση γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔκανε.
– Ὄχι, δὲν εἶναι ἔτσι. Ὁ ἄνθρωπος, ἂν μετανοιώση, δὲν τιμωρεῖται· τὸν ἐλεεῖ ὁ Χριστός. Χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ στὰ σχόλια, γιατὶ μπορεῖ ἕνας σχολιαστὴς νὰ εἶναι ἀρκετὰ καλός, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ νὰ κάνη λανθασμένες ἑρμηνεῖες. Ἂν κανεὶς δὲν εἶναι σίγουρος ὅτι ὁ σχολιαστὴς εἶναι καλός, καλύτερα ἂς διαβάση μόνον τὸ κείμενο. Καὶ σ ̓ ἐμένα εἶπε κάποιος ὅτι τὸν Προφήτη Ἠσαΐα τὸν πριόνισαν, γιατὶ ἔπρεπε νὰ πριονισθῆ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Ἐνῶ ὁ ἴδιος παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ πριονισθῆ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ ὁ Θεὸς ὑπέκυψε στὴν πολλὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε γιὰ τὸν λαό. Ἀλλὰ γιὰ κάθε πριονιὰ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ δώση καὶ ἕνα στεφάνι. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ξέρη κανεὶς μερικὰ πράγματα, γιὰ νὰ καταλάβη κάποια ἄλλα. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀνέφερα προηγουμένως, μποροῦσε νὰ καταλάβη τὸν Προφήτη Ἠσαΐα – ἂν καὶ ἡ περίπτωση τοῦ ἑνὸς διέφερε ἀπὸ τοῦ ἄλλου, γιατὶ στὴν περίπτωση τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα ὑπῆρχε ἡ θυσία γιὰ τὸν κόσμο.
– Ἔχουμε, Γέροντα, καὶ στὴν ἐποχή μας τέτοια περιστατικά;–
Ναί, βέβαια. Θυμᾶμαι κάποιο γεγονὸς ποὺ συνέβη, ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Φιλοθέου. Κάποιος μοναχός, ὅταν ἦταν στὸν κόσμο, εἶχε κάψει ἕναν Τοῦρκο στὸν φοῦρνο, ἐπειδὴ εἶχε σφάξει τὸν πατέρα του. Μετὰ μετανόησε, ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος,ἔγινε μοναχὸς καὶ εἶχε βάλει μιὰ καλὴ σειρά. Μέρα‐νύχτα ὅμως παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτρέψη νὰ καῆ καὶ ὁ ἴδιος. Μιὰ φορὰ ἔπιασε πυρκαγιὰ στὸ Μοναστήρι. Ἐγὼ τότε ἤμουν δοχειάρης. Ἑτοίμασα δοχεῖα μὲ νερὸ καὶ τρέξαμε ὅλοι καὶ σβήσαμε τὴν φωτιά. Τελικὰ αὐτὸν τὸν μοναχὸ τὸν βρήκαμε καμένο. Θὰ μοῦ μείνη ἀλησμόνητη ἡ σκηνή... Τί εἶχε γίνει; Αὐτὸς τότε ἦταν ὀγδόντα πέντε χρονῶν καὶ τὸν διακονοῦσε ἕνας μοναχὸς ποὺ ἦταν ἑβδομῆντα πέντε. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίση λίγο ἀπὸ τοὺς πόνους τῶν ρευματισμῶν, τοῦ ἔτριψε τὰ πόδια του μὲ πετρέλαιο καὶ τὸν κουκούλωσε κοντὰ στὸ τζάκι. Πετάχθηκε ὅμως μιὰ σκανδαλήθρα ἀπὸ τὰ ξύλα τῆς καστανιᾶς, πῆρε φωτιά, κάηκε ἐκεῖνος καὶ ἔπιασε φωτιὰ καὶ ὅλο τὸ μοναστήρι. Ἐγὼ στενοχωρήθηκα πολὺ γιὰ τὸ γεγονός· δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω! Ὕστερα μοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός:«Μὴ στενοχωριέσαι· αὐτὸς ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ καῆ, γιὰ νὰ ἐξιλεωθῆ· αὐτὸ ἦταν δῶρο Θεοῦ».
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Δ’«Οἰκογενειακή Ζωή» ‐ 134 ‐

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου