Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

12 ΙΟΥΛΙΟΥ-ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, Ο ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

12 ΙΟΥΛΙΟΥ-ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, Ο ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Της Φωτεινής Τσιτσώνη-Καβάγια

  Στις 12 Ιανουαρίου του 2015, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων/πολης,  αγιοκατάταξε  τον Όσιο Παϊσιο, τον Αγιορείτη. Κι είχαν μεσολαβήσει από την ημέρα της κοίμησής του ως την αγιοκατάταξή του, 21 έτη. Αγιοκατατάχτηκε  τότε, ο «ασυρματιστής του Θεού», ο θαυμαστός προφήτης του Γένους μας, όπως έχει  χαρακτηριστεί ο Γέροντας Παϊσιος, από κληρικούς και λαϊκούς.

  Κι είχε γεννηθεί στα Φάρασα της Καππαδοκίας, κι ήταν το 8ο από τα 10 παιδιά της οικογένειας  του Προδρόμου και της Ευλαμπίας Εζνεπίδη, ο Αρσένιος,(αυτό ήταν το βαφτιστικό του όνομα).

  Μόλις όμως 5 εβδομάδες από τη γέννησή του, η οικογένεια αυτή, όπως και μυριάδες άλλες, έμελλε να ξεριζωθεί από τον τόπο της. Αιτία; Η «μάστιγα της Ασίας», οι Τούρκοι!

  Και μόλις, που ο μικρός τότε των σαράντα ημερών, Αρσένιος, είχε προλάβει να βαπτιστεί από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, που του έδωσε το δικό του όνομα, κι αμέσως οι δικοί του, με άλλους μαζί, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς…

  Και… το καράβι τους έφερε στον Πειραιά και από εκεί, η οικ. Εζνεπίδη, ακολουθώντας το δύσκολο και πονεμένο δρόμο του ξεριζωμού, κατέληξε στην ακριτική Κόνιτσα, στα βόρεια του νομού Ιωαννίνων, εκεί, στην πλαγιά του βουνού Τραπεζίτσα, όπου ο ποταμός Αώος συναντά τους ποταμούς Βοϊδομάτη και Σαραντάπορο κι εκεί, όπου ο Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου ανταμώνει μέσα σ’ένα μεγαλείο της φύσης τον Εθνικό Δρυμό Πίνδου, Βάλια Κάλντα (ζεστή κοιλάδα).

  Σ’αυτή την παραδείσια περιοχή έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Αρσένιος, που, εξελίχτηκε σ’ ένα καλοσυνάτο κι έξυπνο παιδί με πλούσια σωματικά και ψυχικά χαρίσματα  αλλά  και άριστες επιδόσεις στον αθλητισμό.

  Η πλέον όμως αγαπημένη του ασχολία ήταν η μελέτη των βίων των Αγίων, καθώς και το ξεμονάχιασμά του σ’ ένα μικρό ερημοκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, κάπου έξω από την Κόνιτσα, «το μπαλκόνι» της πόλης αυτής, όπως χαρακτηριστικά το ονόμαζαν, με θέα πανοραμική. Εκεί, ο Αρσένιος  περνούσε ώρες ατέλειωτες. Έγινε το αγαπημένο καταφύγιό του για προσευχή και μελέτη. Εκεί, είχε στα δεκαπέντε του και την πρώτη του θεοπτία, όπου,  προσευχήθηκε θερμά  στο Θεό να του φανερώσει πως ο Χριστός εκτός από άνθρωπος ήταν και Θεός και πως για την αγιότητά Του αξίζει κάθε θυσία από τον άνθρωπο!

  Και είδε τότε, εκείνη τη μέρα με τα μάτια του  ο Αρσένιος,  τη μικρή εκκλησιά να τυλίγεται κυριολεκτικά σε φως άπλετο, ενώ μέσα από το τέμπλο διέκρινε να προβάλλει του Χριστού η μορφή, που ακούστηκε να του λέει: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει, ζήσεται…»

  Αυτά άλλωστε τα λόγια, ήταν αυτά, που ήταν γραμμένα και στο ανοιχτό Ευαγγέλιο, που ο Χριστός κρατούσε στα χέρια του.

Και …καθώς τα χρόνια περνούν…

  Θα συναντήσουμε τον Αρσένιο τελειώνοντας το Δημοτικό, να μυείται στο επάγγελμα του ξυλουργού, με το οποίο  θέλησε να ασχοληθεί, παραλληλίζοντας τον εαυτό του με το Χριστό, καθότι κι Εκείνος είχε μυηθεί στην τέχνη αυτή κοντά στον πατέρα Του, τον Ιωσήφ. Και εξελίχτηκε πολύ ο Αρσένιος, ως χρυσοχέρης ξυλουργός! Ο πόθος της ζωής του όμως ήταν άλλος. Ήταν η ασκητική, η καλογερική ζωή, και γι’ αυτή  ετοιμαζόταν με νηστείες και προσευχές και αγρυπνίες…

  Κι ύστερα, στην πορεία του χρόνου,  ήρθε ο πόλεμος, ο πόλεμος του Σαράντα και στη συνέχεια, στα 1945, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα, να ασκήσει τη στρατιωτική του θητεία, όπου και πήρε την ειδικότητα του «διαβιβαστή», χειριζόμενος τον ασύρματο του λόχου του. Άλλωστε, και στην ασκητική του ζωή αξιοποίησε και αυτή την ειδικότητα, γιατί, όπως έλεγε, και πάλι ήτανε διαβιβαστής, αφού ως μοναχός διαβίβαζε στον ουρανό τους πόνους, τα βάσανα, τα αιτήματα και τις παρακλήσεις των προσκυνητών, που έφταναν ως το κελί του, εκεί στο Περιβόλι της Παναγιάς, στο Άγιο Όρος,  όπου κατέφυγε το Μάρτιο του 1953. Εκεί, βρήκε καταφύγιο στη Μονή Εσφιγμένου, ένα μοναστήρι δίπλα στη θάλασσα, μέσα σ’ ένα γαλήνιο ορμίσκο. Σ’αυτό το μον., που είναι αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου, ο Αρσένιος, πήρε την ευχή με το όνομα Αβέρκιος, ενώ, ύστερα από δυο χρόνια, τράβηξε για τη Μονή Φιλοθέου, όπου,  ανάμεσα στους μοναχούς της  ήταν που ξεχώρισε και ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους, Κοσμάς ο Αιτωλός, στα σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς. Και στη Μονή Φιλοθέου ο Αβέρκιος εκάρη μοναχός με το όνομα Παϊσιος. Και περνώντας εκεί κάποιο χρονικό διάστημα, έφτασε κάποια στιγμή, που η ίδια η Θεοτόκος του αποκάλυψε θαυμαστά πως έπρεπε να φύγει από  το Όρος, για τη Μονή Στομίου, ένα μικρό κι ερειπωμένο μοναστήρι  της πατρίδας του, της Κόνιτσας.

  Και με τη χάρη του Θεού,  ο μοναχός Παϊσιος, πέρασε από πολλά κελιά, όπου ασκήτεψε, ώσπου, έφτασε και στο Σινά. Κι έγινε  τότε του κόσμου ο ασκητής.  Όσοι πήγαιναν κοντά του, τού άνοιγαν την καρδιά τους κι εκείνος τους άνοιγε το νου. Έγινε κυριολεκτικά  η μεγάλη «μάνα» όλων των πονεμένων. Κι έγινε ένα άξιο δοχείο της χάριτος του Θεού. Οι ασκητικοί του αγώνες, οι νηστείες και οι προσευχές του, δεν υπολείπονταν από αυτές των μεγάλων οσίων και ασκητών της Εκκλησίας μας. Τρία περίπου χρόνια πέρασε στην έρημο του Σινά, στη σπηλιά της Αγίας Επιστήμης, ενώ, τις Κυριακές, κατέβαινε στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης κι εκεί, μέσα στην ξεραϊλα της ερημιάς θαύμαζε τη σοφία και την πρόνοια του Θεού. Κι αφού ασκήτεψε εκεί όλο αυτό το χρονικό διάστημα, επέστρεψε ξανά στο Άγιο Όρος, όπου το 1966 έλαβε το Μέγα Αγγελικό Σχήμα από τα  χέρια του παπα-Τύχωνα, ενός μεγάλου Αγιορείτη Ρώσου ασκητή, που τότε ήταν ο γέροντάς του, ενώ, τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του, μόνασε σ’ ένα κελάκι, στην περιοχή Παναγούδα, (η ονομασία σημαίνει «Μικρή Παναγιά»), που ανήκε στη Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί, στο Όρος μάλιστα, αξιώθηκε να δεχτεί την επίσκεψη Αγίων, όπως, της Αγίας Ευφημίας και του Αγίου Παντελεήμονος.

  Ο Γέροντας είχε αποκτήσει και ιδιαίτερη σχέση με τους νέους, που τους αγαπούσε σαν πραγματικά παιδιά του, ενδιαφερόταν να βρουν το δρόμο τους και προσευχόταν γι’αυτούς. Συνέπασχε και συμπονούσε μαζί τους.

  Στο Άγιο Όρος ασκήτεψε, λοιπόν, ο Γέροντας Παϊσιος, και εκεί πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Κι ο Θεός του έδωσε χάρες πολλές. Του έδωσε το χάρισμα των ιαμάτων, τον προίκισε με χάρισμα κατά των δαιμονίων, με  προορατικό και διορατικό, με χάρισμα διάκρισης και θεολογικό, ενώ, από  όλα, ξεχώριζε για τη μεγάλη αγάπη, που είχε στην καρδιά του. Μια αγάπη δίχως όρια και δισταγμό, με απόλυτη αυτοθυσία, που την έδινε στους άλλους!

  Αγαπούσε πολύ ο Άγιος και τα ζώα. Έλεγε, πως αυτά, καταλαβαίνουν τις διαθέσεις των ανθρώπων και τους πλησιάζουν. Έλεγε ακόμα, πως, για Θεό τους τα πλάσματα αυτά του Θεού, έχουν τον άνθρωπο, και, αυτός πρέπει να τα αγαπά, γιατί, αυτά δεν περιμένουν άλλον παράδεισο από αυτόν που ζουν εδώ στη Γη. Κι έλεγε ακόμη,  πως, στον παράδεισο, πριν από την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, τα άγρια θηρία έγλειφαν τους πρωτόπλαστους με ευλάβεια. Μεταξύ των ζώων, είχε πολλούς φίλους κι ήταν όλα θαυμαστά όσα συνέβαιναν μεταξύ τους. Κάποτε, διηγιόταν, καθώς  περπατούσε στο δάσος της Κόνιτσας και πήγαινε σε κάποια Εκκλησία να λειτουργηθεί κρατώντας στα χέρια του δυο πρόσφορα, βρέθηκε μπροστά σε δυο αρκούδες. Πριν προλάβουν να του επιτεθούν εκείνες,  αυτός, άπλωσε το χέρι του και τους έδωσε το ένα από τα δύο πρόσφορα που κρατούσε. Τα ζώα τότε, πήραν το μερίδιό τους και περπάτησαν ήρεμα  μαζί του ως το χωριό.

  Ο Άγιος ποτέ δεν ξέχασε στη ζωή του πως ήταν πρόσφυγας. Γι’ αυτό και η μεγάλη του έγνοια πάντα, ήταν οι αλύτρωτες πατρίδες του ελληνισμού.  Κι έδειχνε αγάπη ξεχωριστή στους πρόσφυγες από όπου κι αν προέρχονταν και ζούσε πολύ έντονα τον πόθο της ελευθερίας των σκλαβωμένων πατρίδων. Κι ήταν βαθύς ο πόθος της ψυχής του, σχετικά, με το  πότε θα λευτερωθούν  η Πόλη, η πατρίδα του, η Καππαδοκία, η Μικρασία, η Κύπρος. Κι είναι όπως φαίνεται για το λόγο αυτό, που του δόθηκε άνωθεν η χάρη να δει και να προγνωρίσει τα μέλλοντα με ακρίβεια. Έκανε πάντα θερμή προσευχή για την πατρίδα, ειδικά όταν αυτή διερχόταν κάποιον κίνδυνο. Συγκεκριμένα,  όταν το Μάρτιο του 1983 πληροφορήθηκε με τρόπο θαυμαστό από το Θεό, πως, οι Τούρκοι σχεδιάζουν επίθεση κατά της Ελλάδας, οργάνωσε «επιστράτευση προσευχής» με τα πνευματικά του παιδιά, και, τελικά, τα σχέδια των εχθρών  ματαιώθηκαν, και, ο κίνδυνος απετράπη την ημέρα της 28ης Οκτωβρίου, ημέρα της γιορτής της Αγίας Σκέπης κατά την οποία είχε υποδείξει ο Άγιος να τελεστεί αγρυπνία υπέρ προστασίας του Έθνους.

  Και, δεν υπάρχει τέλος στην καταμέτρηση των χαρισμάτων του Γέροντα! Κι ύστερα από όλα αυτά που ζούσε ήρθαν να προστεθούν στη ζωή του, τα μεγάλα  προβλήματα της υγείας του. Υπέμεινε όμως κάθε δοκιμασία, που την επιζητούσε, αδιαμαρτύρητα. Και… στις 12 Ιουλίου του 1994, ο Γέροντας Παϊσιος παρέδωσε την άγια ψυχή του στου Θεού τα χέρια. Τάφηκε πίσω από το ναό του Αγίου Αρσενίου, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου Σουρωτής, κοντά στη Θεσσαλονίκη, όπου, είχε βοηθήσει κάποιες ευλαβείς και φιλομόναχες νέες να το ιδρύσουν. Ο τάφος του σήμερα είναι λαϊκό προσκύνημα, αφού και μετά το θάνατό του συνεχίζει να θαυματουργεί. Ο Άγιος Παϊσιος, βοήθεια όλων!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου