Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

 Ἡ ψυχοφθόρος λύπη ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ,



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 - Ἡ ψυχοφθόρος λύπη

Ἡ χαρὰ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἡ λύπη εἶναι τοῦ διαβόλου
– Γέροντα, αὐτὸν τὸν καιρό, στενοχωριέμαι πολύ. –  Γιατί  στενοχωριέσαι;  Βούλιαξαν  τὰ  καράβια  σου;  Ποῦ  τὰ  ἔβγαλες  καὶ βούλιαξαν;  στὸν  Ἀτλαντικό;  Καλά,  βγάζουν  τὰ  καράβια  μὲ  τέτοιον  καιρὸ  στὸν ὠκεανό; Πόσα βούλιαξαν;
– Ὅλα, Γέροντα, βούλιαξαν.– Ἔ, τότε εἶσαι ἀκτήμων καὶ μπορεῖς νὰ γίνης καλὴ μοναχή! Γιατί δὲν δοξάζεις διαρκῶς τὸν Θεό; Τί σοῦ λείπει; Νὰ ἔχη λύπη ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ  τὸν  Χριστό,  τὸ  καταλαβαίνω·  ἀλλὰ  νὰ  ἔχη  λύπη  ἕνας  ποὺ  εἶναι  κοντὰ  στὸν Χριστό, δὲν τὸ καταλαβαίνω, γιατί, καὶ πόνο νὰ ἔχη, ὁ πόνος του μελώνεται ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ὅπως ἔχω καταλάβει, στὸν ἄνθρωπο δὲν ὑπάρχει φαρμάκι, γιατί, ἂν τὸ φαρμάκι τὸ ἀκουμπήση στὸν Χριστό, γίνεται γλυκὸ σιρόπι. Ὅποιος ἔχει μέσα του φαρμάκι, σημαίνει ὅτι δὲν ἀκουμπάει τὰ προβλήματά του στὸν Χριστό.Ἡ χαρὰ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἡ λύπη εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὅταν βλέπω μοναχὸ νὰ εἶναι σὰν ζημιωμένος μπακάλης, ξέρετε πῶς στενοχωριέμαι; Ἄλλο ἡ κατὰ Θεὸν λύπη, τὸ χαροποιὸν πένθος. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀγάλλεται. Ἡ σιωπή, ἡ συστολὴ ποὺ ἔχει, στάζουν μέλι στὴν καρδιά του. Ὅταν δῶ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, νὰ τοῦ φιλήσω καὶ τὰ πόδια.

;– Γέροντα, ἀπὸ ποῦ θὰ καταλάβη κανεὶς ἂν ἡ λύπη του εἶναι πράγματι κατὰ– Ἂς ὑποθέσουμε, κάνει μιὰ ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος καὶ λυπᾶται. Ἂν λυπᾶται ἀπὸ καθαρὸ φιλότιμο γιὰ τὴν πτώση του, γιατὶ στενοχώρησε τὸν Χριστό, νιώθει μέσα του ἕναν γλυκὸ πόνο, γιατὶ ὁ Θεὸς σκορπᾶ στὴν ψυχή του γλυκύτητα, τὴν θεία παρηγοριά. Αὐτὴ ἡ λύπη εἶναι κατὰ Θεόν. Ἐνῶ, ὅταν κανεὶς νιώθη συνεχῆ λύπη μὲ ἄγχος καὶ ἀπελπισία, πρέπει νὰ καταλάβη ὅτι αὐτὴ ἡ λύπη δὲν εἶναι κατὰ Θεόν. Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι χαρὰ πνευματικὴ καὶ φέρνει στὴν ψυχὴ παρηγοριά, ἐνῶ ἡ λύπη ποὺ δὲν εἶναι κατὰ Θεὸν φέρνει ἄγχος καὶ ἀδιέξοδο.
–  Καὶ  ὅταν,  Γέροντα,  ἕνας  πνευματικὸς  ἄνθρωπος  στενοχωριέται,  ἐπειδὴ κάποιος αἱρετικὸς χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομά του καὶ κάνει κακὸ στοὺς ἀνθρώπους1;–  Αὐτὴ  ἡ  στενοχώρια  εἶναι  δικαιολογημένη  καὶ  πρέπει  νὰ  στενοχωρεθῆ  ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ βλάπτονται πολλοί. Καὶ σ᾿ αὐτὴν ὅμως τὴν περίπτωση ἡ ἀντιμετώπιση πρέπει νὰ εἶναι πνευματική. Ἂν τοποθετηθῆ ταπεινὰ καὶ πῆ: «Θεέ μου, δὲν θέλω νὰ πάθουν κακὸ οἱ ἄνθρωποι· φώτισέ τους νὰ καταλάβουν τὴν ἀλήθεια», ἀναπαύεται. Ἐνῶ, ἂν ἀρχίση νὰ ἀγωνιᾶ καὶ νὰ λέη: «τί νὰ κάνω; χρησιμοποιοῦν τὸ ὄνομά μου καὶ καταστρέφονται ψυχὲς» κ.λπ., ἀνάπαυση δὲν θὰ ἔχη. Πάντως, ὅτανκανεὶς δὲν ἔφταιξε καὶ ἔχη ἀναπαυμένη τὴν συνείδησή του, τότε, ἀκόμη κι ἂν οἱ ἄλλοι τὸν πληγώνουν, ἐκεῖνος νιώθει μέσα του μεγάλη παρηγοριά.
Ὁ ἐγωισμὸς πάντα φέρνει λύπη καὶ ἄγχος
– Γέροντα, σκέφτομαι συνέχεια τὸ σφάλμα μου ποὺ σᾶς στενοχώρησε καὶ μὲ πιάνει λύπη.– Μὴν τὸ σκέφτεσαι, μιὰ ποὺ πέρασε, γιατὶ αὐτὸ μόνο θὰ σὲ θλίβη καὶ δὲν θὰ σὲ βοηθήση σὲ τίποτε. Τὸ νὰ προσέχης ὅμως στὸ ἑξῆς, αὐτὸ θὰ σὲ ὠφελῆ. Συνέχισε μὲ φιλότιμο τὸν ἀγώνα σου. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάνουμε ἀπροσεξίες, ἀλλὰ ὁ Καλὸς Θεὸς σὰν2  Πατέρας μᾶς προστατεύει. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει τοὺς Ἁγίους Του, γι᾿ αὐτὸ ἔχει βάλει καὶ ἀπὸ ἕναν Ἄγγελο ξεχωριστὰ σὲ κάθε ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν προστατεύη, γι᾿ αὐτὸ οἰκονομάει νὰ ὑπάρχουν καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ βοηθᾶνε πάλι τοὺς ἀνθρώπους.
–   Γέροντα,   κάμπτομαι   ἀπὸ   τὴν   στενοχώρια   γιὰ   τὶς   πτώσεις   μου   καὶ κουράζομαι στὸν ἀγώνα μου. – Ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ εἶναι. Ἐπειδὴ δὲν «κάμπτεις», γι᾿ αὐτὸ ἀποκάμνεις μετά. Δὲν  ὑπάρχει  ταπείνωση,  μετάνοια,  συντριβή·  ὑπάρχει  ἐγωισμός,  καὶ  ὁ  ἐγωισμὸς πάντα φέρνει λύπη καὶ ἄγχος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχη μετάνοια, ἀλλὰ στενοχωριέται ἀπὸ ἐγωισμό, ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, ἐπειδὴ ξέπεσε στὰ μάτια τῶν ἄλλων, τότε ὑπάρχει μέσα του ἀγωνία, φαρμάκι, πόνος.
– Δηλαδή, Γέροντα, ὅταν κανεὶς μετὰ ἀπὸ μιὰ πτώση του στενοχωριέται πολύ, αὐτὸ προέρχεται πάντα ἀπὸ ἐγωισμό;– Ὄχι πάντα· μπορεῖ νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ φιλότιμο. Καὶ ὅταν ἡ στενοχώρια εἶναι πολλὴ καὶ προέρχεται μόνον ἀπὸ καθαρὸ φιλότιμο, τότε καὶ ἡ θεία παρηγοριὰ εἶναι πολλὴ καὶ δυνατὴ καὶ τονώνει ὄχι μόνον τὴν ψυχὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα.
– Καὶ πῶς θὰ καταλάβω, Γέροντα, ἂν στενοχωριέμαι ἀπὸ φιλότιμο; – Ὅποιος στενοχωριέται ἀπὸ φιλότιμο, ρίχνει τὸ βάρος ἐπάνω του· ἐνῶ, ὅποιος στενοχωριέται ἀπὸ ἐγωισμό, ρίχνει τὸ βάρος στοὺς ἄλλους καὶ λέει ὅτι τὸν ἀδικοῦν. Θίγεται ὁ ἐγωισμός του, κατεβάζει τὰ μοῦτρα, δὲν μιλάει... Νά, σήμερα δυὸ ἀδελφὲς ἔκαναν μιὰ ζημιά. Ἔκανα καὶ στὶς δύο παρατήρηση. Καὶ οἱ δύο λυπήθηκαν καὶ ἔσκυψαν τὸ κεφάλι. Ἡ μία ὅμως λυπήθηκε ἀπὸ φιλότιμο, γιατὶ μὲ στενοχώρησε μὲ τὴν ζημιὰ ποὺ ἔκανε, ἐνῶ ἡ ἄλλη λυπήθηκε ἀπὸ ἐγωισμό. Ἡ πρώτη ντρεπόταν ἀκόμη καὶ  νὰ μὲ  κοιτάξη.  Ἡ  ἄλλη,  γιὰ νὰ μὴ  χάση  τὴν  ὑπόληψή  της, πῆγε ἀμέσως  νὰ δικαιολογηθῆ, χωρὶς νὰ ἐξετάση πόσο μεγάλη ἦταν ἡ ζημιά. Σκέφθηκε: «Ξέπεσα στὰ μάτια τῶν ἄλλων· δὲν θὰ μ᾿ ἔχουν πιὰ ἐμπιστοσύνη. Πῶς νὰ δικαιολογήσω τώρα τὸ σφάλμα μου, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὴν ὑπόληψή μου;». Ἂν ἀναγνώριζε τὸ σφάλμα της καὶ ἔπαιρνε τὸ βάρος ἐπάνω της, θὰ εἶχε μέσα της παρηγοριά. Αὐτὴ ὅμως προσπάθησε νὰ δικαιολογηθῆ, γι᾿ αὐτὸ ἀνάπαυση μέσα της δὲν εἶχε. Γιατί, ὅταν δικαιολογούμαστε, δίνουμε χῶρο στὸν διάβολο, ὁπότε ἔρχεται, μᾶς κάνει λεπτὴ ἐργασία καὶ μᾶς στενοχωρεῖ·  ἐνῶ,  ὅταν  παίρνουμε  ὅλο  τὸ  βάρος  ἐπάνω  μας,  τότε  καὶ  ὁ  Θεὸς  μᾶς παίρνει ὅλο τὸ βάρος. Ἂς κανονίσουμε λοιπὸν ποιό ἀπὸ τὰ δυὸ θὰ διαλέξουμε: τὴνταπείνωση ποὺ δίνει ἀνάπαυση ἢ τὸν ἐγωισμὸ ποὺ φέρνει στενοχώρια, ἄγχος καὶ ταραχή;
Ὁ ἀχάριστος εἶναι πάντα λυπημένος
– Γέροντα, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι, ἐνῶ τὰ ἔχουν ὅλα, νιώθουν ἄγχος καὶ στενοχώρια;– Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἔχη μεγάλο ἄγχος, στενοχώρια καὶ λύπη,ἐνῶ τίποτε δὲν τοῦ λείπει, νὰ ξέρετε ὅτι τοῦ λείπει ὁ Θεός. Ὅποιος τὰ ἔχει ὅλα, καὶ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ὑγεία, καί, ἀντὶ νὰ εὐγνωμονῆ τὸν Θεό,  ἔχει  παράλογες  ἀπαιτήσεις  καὶ  γκρινιάζει,  εἶναι  γιὰ  τὴν  κόλαση  μὲ  τὰ παπούτσια. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχη εὐγνωμοσύνη, μὲ ὅλα εἶναι εὐχαριστημένος. Σκέφτεται τί τοῦ δίνει ὁ Θεὸς κάθε μέρα καὶ χαίρεται τὰ πάντα. Ὅταν ὅμως εἶναι ἀχάριστος, μὲ τίποτε δὲν εἶναι εὐχαριστημένος· γκρινιάζει καὶ βασανίζεται μὲ ὅλα. Ἄν, ἂς ποῦμε, δὲν ἐκτιμάη τὴν λιακάδα καὶ γκρινιάζη, ἔρχεται ὁ Βαρδάρης3  καὶ τὸν παγώνει... Δὲν θέλει τὴν λιακάδα· θέλει τὸ τουρτούρισμα ποὺ προκαλεῖ ὁ Βαρδάρης.
– Γέροντα, τί θέλετε νὰ πῆτε μ᾿ αὐτό; – Θέλω νὰ πῶ ὅτι, ἂν δὲν ἀναγνωρίζουμε τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς καὶ γκρινιάζουμε, ἔρχονται οἱ δοκιμασίες καὶ μαζευόμαστε κουβάρι. Ὄχι, ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅποιος ἔχει αὐτὸ τὸ τυπικό, τὴν συνήθεια τῆς γκρίνιας, νὰ ξέρη ὅτι θὰ τοῦ ἔρθη σκαμπιλάκι ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ξοφλήση τοὐλάχιστον λίγο σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή. Καὶ ἂν δὲν τοῦ ἔρθη σκαμπιλάκι, αὐτὸ θὰ εἶναι χειρότερο, γιατὶ τότε θὰ τὰ πληρώση ὅλα μιὰ καὶ καλὴ στὴν ἄλλη ζωή.
– Δηλαδή, Γέροντα, ἡ γκρίνια μπορεῖ νὰ εἶναι συνήθεια; – Γίνεται συνήθεια, γιατὶ ἡ γκρίνια φέρνει γκρίνια καὶ ἡ κακομοιριὰ φέρνει κακομοιριά. Ὅποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριὰ καὶ ἀποθηκεύει ἄγχος. Ἐνῶ, ὅποιος σπέρνει δοξολογία, δέχεται τὴν θεϊκὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια εὐλογία. Ὁ γκρινιάρης, ὅσες εὐλογίες κι ἂν τοῦ δώση ὁ Θεός, δὲν τὶς ἀναγνωρίζει. Γι᾿ αὐτὸ ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πλησιάζει ὁ πειρασμός· τὸν κυνηγάει συνέχεια  ὁ  πειρασμὸς  καὶ  τοῦ  φέρνει  ὅλο  ἀναποδιές,  ἐνῶ  τὸν  εὐγνώμονα  τὸν κυνηγάει ὁ Θεὸς μὲ τὶς εὐλογίες Του.
Ἡ ἀχαριστία εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, τὴν ὁποία ἤλεγξε ὁ Χριστός. «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;   οἱ   δὲ   ἐννέα   ποῦ;»4,   εἶπε   στὸν   λεπρὸ   ποὺ   ἐπέστρεψε   νὰ   Τὸν εὐχαριστήση. Ὁ Χριστὸς ζήτησε τὴν εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἴδιους, γιατὶ ἡ εὐγνωμοσύνη ἐκείνους θὰ ὠφελοῦσε.
Τὸ ταγκαλάκι θέλει νὰ μᾶς βλέπη λυπημένους
– Γέροντα, γιατί πέφτω ἀπότομα ἀπὸ τὴν χαρὰ στὴν λύπη;– Τὸ ἀπότομο πέρασμα ἀπὸ τὴν χαρὰ στὴν λύπη τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Τὸ ταγκαλάκι μὲ τὴν κακία του πολεμάει πολὺ τὸν ἄνθρωπο, ἰδίως τὸν εὐαίσθητο καὶ χαρούμενο στὴν φύση του, ποὺ θέλει νὰ ζήση πνευματικὴ ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειά του: θέλει νὰ μᾶς βλέπη λυπημένους καὶ νὰ χαίρεται. Γιατί ὅμως νὰ ἀφήνουμε τὸ ταγκαλάκι νὰ κάνη τὴν δουλειά του; Ἡ χαρὰ δὲν εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν λύπη; Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν κακία;
– Γέροντα, ὁρισμένες φορὲς πέφτω σὲ λύπη, χωρὶς νὰ ξέρω τὴν αἰτία. – Τὸ ταγκαλάκι δὲν θέλει κανένας νὰ χαίρεται. Καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν λόγο νὰ στενοχωρηθοῦν  καὶ  αὐτοὺς  ποὺ  δὲν  ἔχουν,  βρίσκει  τρόπους  νὰ  τοὺς  στενοχωρῆ. Ἐκεῖνο ποὺ βλέπω σ᾿ ἐσένα εἶναι ὅτι ἀφορμὴ ζητάει νὰ σὲ ἀπογοητεύη. Σὲ μπερδεύει ὅλο καὶ περισσότερο μὲ λεπτὲς κλωστές. Ἐὰν σὲ μπέρδευε μὲ σπάγκο, τέλος πάντων, θὰ ἔλεγα ὅτι ἔχεις λίγο δίκαιο, ἀλλὰ ἐσὺ τὶς λεπτὲς κλωστὲς τὶς βλέπεις γιὰ χοντρὰ σχοινιὰ καὶ στενοχωριέσαι. Μὴ βασανίζεσαι χωρὶς νὰ ὑπάρχη λόγος, γιατὶ δίνεις χαρὰ στὸ ταγκαλάκι καὶ στενοχωρεῖς τὸν Χριστό. Θέλεις νὰ στενοχωριέται ὁ Χριστός;
– Ὄχι, Γέροντα, ἀλλά...– Τίποτε! «Ὁ ᾍδης ἐπικράνθη!»5. Πές: «Ἐπικράνθη!».– «Ἐπικράνθη!».
Ἡ λύπη ἐξαντλεῖ τὶς ψυχικὲς καὶ σωματικές μας δυνάμεις
– Γέροντα, συχνὰ μοῦ πονάει τὸ στομάχι καὶ δυσκολεύομαι νὰ ἀνταποκριθῶ στὰ πνευματικά μου καθήκοντα.– Ἐσὺ κάθεσαι καὶ συζητᾶς μὲ τοὺς λογισμούς σου, τὰ βλέπεις ὅλα μαῦρα καὶ βασανίζεσαι  χωρὶς  λόγο·  ἔτσι  τσακίζεσαι  ψυχικὰ  καὶ  σωματικά.  Ἔπειτα  ἀπὸ  ἕνα τέτοιο τσάκισμα πονάει καὶ τὸ στομάχι, καὶ ποῦ νὰ βρεθῆ μετὰ κουράγιο γιὰ πνευματικά; Μπορεῖ νὰ πάρης κάτι καὶ νὰ σοῦ περάση τὸ στομάχι, ἀλλά, ἂν δὲν λείψη ἡ στενοχώρια, πάλι θὰ πονέση. Μὴ δέχεσαι τοὺς λογισμοὺς ποὺ σὲ ἀπογοητεύουν, γιὰ νὰ μὴν ἀχρηστέψης τὰ δῶρα ποὺ σοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ὅσο θὰ τοποθετῆσαι σωστά, τόσο θὰ γαληνεύης καὶ θὰ ἠρεμῆς, καὶ τόσο ἡ ὑγεία σου θὰ καλυτερεύη καὶ δὲν θὰ ἔχης ἀνάγκη ἀπὸ φάρμακα.
Ἡ στενοχώρια ἀφοπλίζει τὸν ἄνθρωπο. Τοῦ ρουφάει ὅλο τὸ μεδούλι τῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν του δυνάμεων καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ κάνη τίποτε. Δηλητηριάζει τὴν ψυχὴ καὶ φέρνει ἀνωμαλίες καὶ στὸ σῶμα. Χτυπάει στὰ πιὸ εὐαίσθητα  μέρη   τοῦ   σώματος  καὶ   ἐξασθενεῖ   τὸν   ἄνθρωπο   μὲ  τὸ   ἄγχος  ποὺ δημιουργεῖ. Τὸ δηλητηρίασμα ἀπὸ τὴν πίκρα μπορεῖ νὰ καταβάλη τελείως ὄχι μόνον ἕναν εὐαίσθητο ὀργανισμὸ ἀλλὰ καὶ γεροὺς ὀργανισμούς. Μιὰ ἀδελφὴ ἐδῶ ξέρετε τί δυνατότητες ἔχει; Μπορεῖ νὰ κάνη πολὺ καλὴ πνευματικὴ ἐργασία, καὶ στὶς δουλειὲς εἶναι σπίρτο! Ὅλο τὸ μοναστήρι μπορεῖ νὰ τὸ φέρη βόλτα, ἀλλά, ἐπειδὴ τὴν πιάνει αὐτὸ τὸ τσάκισμα ἀπὸ τὴν στενοχώρια, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τίποτε· χαραμίζεται. Κι ἔτσι ἀχρηστεύεται μιὰ γερὴ μηχανή.
Διῶξτε τὴν κακομοιριὰ μὲ τὴν πνευματικὴ λεβεντιὰ
– Γέροντα, ὅταν μοῦ ἔρχωνται ἐπανωτὲς δυσκολίες στὸν ἀγώνα μου, γογγύζω καὶ μὲ πιάνει λύπη.– Ἔ, στὴν δύσκολη στιγμὴ φαίνεται ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου. Μὴ φοβᾶσαι,
μὴν πανικοβάλλεσαι, ὅταν συναντᾶς κάποια δυσκολία. Νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σοῦ δίνη πνευματικὸ ἀνδρισμό, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζης τὶς δυσκολίες στὴν πνευματική σου πορεία μὲ θάρρος καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι μὲ λεβεντιά.
– Γέροντα, ἡ λύπη ποὺ νιώθω αὐτὸν τὸν καιρὸ γιὰ τὴν ἄσχημη πνευματική μου κατάσταση μὲ παραλύει πνευματικά.– Πάντως ἐκεῖ ποὺ ἤσουν, δὲν εἶσαι – δόξα τῷ Θεῷ –, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ βρίσκεσαι, δὲν βρίσκεσαι. Πιστεύω ὅμως σύντομα νὰ δείξης τὴν παλληκαριά σου καὶ νὰ ξεγαντζωθῆς ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα σχοινιὰ τῆς κακομοιριᾶς, τὰ ὁποῖα μπορεῖς νὰ κόψης μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ λιοντάρι κόβει τὴν κλωστὴ τῆς ἀράχνης. Διῶξε τὴν κακομοιριὰ μὲ τὴν πνευματικὴ λεβεντιά. Περιμένω, εὔχομαι καὶ ἐλπίζω νὰ δῶ τὴν πρόοδό σου καὶ νὰ χαρῶ πολύ.
– Γέροντα, ὅταν παραλείπω τὰ πνευματικά μου καθήκοντα, μὲ πιάνει λύπη.– Ἡ λύπη γιὰ ὅ,τι παραλείψαμε νὰ κάνουμε ἢ ἡ χαρὰ γιὰ ὅ,τι κάναμε, εἶναι κάτι φυσικό, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ μπαίνη μέσα καὶ ὁ ἐγωισμός· γι᾿ αὐτὸ νὰ προσέχης. Νὰ βάλης τώρα μιὰ καλὴ ἀρχὴ καὶ ἕνα πρόγραμμα στὸν ἀγώνα σου καὶ σιγὰ-σιγὰ θὰ προχωρᾶς. Ἔτσι θὰ σταθεροποιήσης κατάσταση καὶ θὰ σταματήσουν τὰ ἀνεβοκατεβάσματα ποὺ σοῦ προκαλεῖ ὁ καμουφλαρισμένος ἐχθρός. Ἐὰν ἀξιοποιήσης τὶς δυνάμεις σου μὲ πνευματικὴ λεβεντιὰ στὴν καλογερική, θὰ κάνης πολλὴ προκοπή. Ἐὰν ὅμως ἀφήσης τὸν ἑαυτό σου στὴν κακομοιριά, ἐσὺ θὰ μοιρολογᾶς καὶ τὸ ταγκαλάκι θὰ χτυπάη παλαμάκια.
– Γέροντα, ἡ βία μοῦ λείπει; – Ἐπίθεση χρειάζεται, βρὲ παιδί!– Ἡ ἐπίθεση πῶς γίνεται;–  Μὲ  λεβεντιά!  Ἐγὼ  δὲν  θέλω  κακομοῖρες  ἀδελφές,  ἀλλὰ  Σουλιώτισσες πνευματικές, νὰ πολεμοῦν τὸ ταγκαλάκι μὲ λεβεντιὰ πνευματική, δοξολογώντας τὸνΘεό.
Τὸ ἀντίδοτο τῆς λύπης εἶναι ἡ δοξολογία στὸν Θεὸ
– Ὅταν, Γέροντα, βλέπω μέσα μου ὑπολείμματα ἀπὸ ἕνα πάθος, στενοχωριέμαι.– Πές: «Δόξα σοι ὁ Θεός, ποὺ ἔφυγαν τὰ πολλά!». Ἂν ἤμουν ἐγὼ στὴν θέσησου, θὰ ἔβλεπα τὶς ὁλοφάνερες μεγάλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ «ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτὸς»6  θὰ ἔλεγα τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός». Ἂν θέλης νὰ ζῆς παραδεισένια ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, δὲς κι ἐσὺ τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς πλούσιες δωρεὲς ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεὸς καὶ ἄρχισε τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός». Νὰ δοξάζετε τὸν Θεό, γιατὶ σᾶς βοήθησε καὶ προοδεύσατε ἔστω καὶ λίγο, εἴτε ἐπειδὴ ἐσεῖς κοπιάσατε, εἴτε ἐπειδὴ σᾶς βοήθησαν οἱ ἄλλοι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέη «δόξα σοι ὁ Θεός», βοηθάει ὁ Θεός, γιατὶ ἡ εὐγνωμοσύνημὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ μὲ τὸν φιλότιμο ἀγώνα τραβάει συνέχεια οὐράνιες δυνάμεις καὶ εὐλογίες θεϊκές.– Καὶ ὅταν, Γέροντα, ξέρω ὅτι θὰ ξαναπέσω;– Δὲν ξέρεις· ἀπὸ φοβία σκέφτεσαι ἔτσι. Μὴν ἔχετε φοβία μήπως ξανακάνετε τὸ ἴδιο σφάλμα, γιατὶ ἔτσι κλονίζεται ἡ πίστη σας στὸν Θεό. Μὴν τὰ σκαλίζετε τόσο πολύ. Ὅταν σᾶς λέη ὁ λογισμὸς ὅτι δὲν πρόκειται νὰ διορθωθῆτε καὶ διαλύεσθε ἀπὸ τὴν λύπη, χρειάζεται νὰ δώσετε ἕνα ψεύτικο κουράγιο στὸν ἑαυτό σας. «Δόξα σοι ὁ Θεός, νὰ πῆτε, σήμερα εἶμαι καλύτερα ἀπὸ χθές. Δόξα σοι ὁ Θεὸς χίλιες φορές...». Ἂν καὶ φαίνεται ψεύτικο αὐτὸ τὸ κουράγιο, μέσα του ὅμως κρύβει μιὰ μεγάλη δύναμη, τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ εἶναι ὁ μοχλὸς ποὺ ἀναποδογυρίζει τὴν ἀπελπισία, ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν λύπη καὶ τὸ ἄγχος καὶ τονώνει σιγὰ-σιγὰ τὶς πνευματικὲς δυνάμεις μὲ τὴν θεία ζωντάνια ποὺ δίνει.
– Γέροντα, στενοχωριέμαι γιατὶ ἔχω πολλὰ προβλήματα ὑγείας.– Ὅλα νὰ τὰ δέχεσαι σὰν μεγάλα δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος.Στὸν Οὐρανὸ θὰ ἔχης πολλὰ νὰ ἀπολαύσης· θὰ ἔχης σύνταξη μεγάλη, ἐὰν δὲν τὴν μειώσης μόνη σου μὲ τὸν γογγυσμό.
– Πῶς, Γέροντα, ἀφοῦ τώρα δὲν νιώθω μέσα μου τὸν Οὐρανό;– Δὲν νιώθεις τὸν Οὐρανό, γιατὶ δὲν δοξολογεῖς τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωποςκινῆται στὸν χῶρο τῆς δοξολογίας, χαίρεται μὲ ὅλα. Ὑπάρχουν κοσμικοὶ ἄνθρωποι ποὺ  θὰ  μᾶς  κρίνουν  ἐμᾶς  τοὺς  μοναχούς.  Νὰ  δῆτε  οἱ  Βεδουΐνοι  τί  ταλαιπωρία περνοῦν, ἀλλὰ εὐχαριστοῦν τὸν Θεὸ καὶ εἶναι χαρούμενοι7. Τὸ σιτάρι δὲν τὸ καθαρίζουν, γιὰ νὰ βγάλουν τὴν πέτρα, ἀλλὰ τὸ ἀλέθουν ὅπως εἶναι, καὶ τὸ ψωμί τους εἶναι ὅλο πέτρα! Καὶ οἱ τροφές τους, φαίνεται, δὲν ἔχουν τὰ ἀπαραίτητα συστατικά,  ἀσβέστιο  κ.λπ.,  ὁπότε  τὰ  δόντια  τους  καταστρέφονται  τελείως.  Καὶ βλέπεις Βεδουΐνους νὰ ἔχουν μόνον ἕνα δόντι καὶ νὰ χαίρωνται σὰν νὰ εἶναι τὸ δόντι μαργαριταρένιο. Καὶ ἄλλος τοῦ λείπει ἕνα δόντι καὶ αἰσθάνεται μειονεκτικά. Μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε, νὰ κινῆσθε συνέχεια στὴν δοξολογία· νὰ δοξάζετε μέρα–νύχτα τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του.
Μοῦ ἔλεγε κάποιος ἐπίσκοπος ὅτι σὲ ἕναν ναό, τὴν ὥρα ποὺ ὁ διάκος διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς θεραπείας τῶν δαιμονισμένων τῶν Γεργεσηνῶν8, ἕνας ἄνθρωπος πολὺ ἁπλὸς στεκόταν πίσω ἀπὸ τὸ δεσποτικὸ καὶ ἔλεγε συνέχεια «δόξα σοι ὁ Θεός». Ἀρχίζει ὁ διάκος: «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν»,
«δόξα σοι ὁ Θεός», λέει ἐκεῖνος, «ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι», «δόξα σοι ὁ Θεός»· «χαλεποὶ λίαν», «δόξα σοι ὁ Θεός»· «καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων... εἰς τὴν θάλασσαν», «δόξα σοι ὁ Θεός». «Κατάλαβα, μοῦ εἶπε ὕστερα ὁ ἐπίσκοπος, ὅτι εἶχε δίκαιο αὐτὸς ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔλεγε "δόξα σοι ὁ Θεός", γιατὶ τὸ "δόξα σοι ὁ Θεὸς" ρίχνει τοὺς δαίμονες στὴν θάλασσα». Κι ἐσεῖς πάντα νὰ λέτε «δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός», μέχρι νὰ ὁρμήση ἡ ἀγέλη στὴν θάλασσα...
Ἡ δοξολογία ἁγιάζει τὰ πάντα. Μὲ τὴν δοξολογία διαλύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, παλαβώνει μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, πανηγυρίζει τὰ πάντα. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος εὐχαριστῆ τὸν Θεὸ ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ λίγα, ἔρχεται μετὰ τόσο πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξη· καὶ τότε ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ σταθῆ καὶ φεύγει.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 
1   Ἡ  ἀδελφὴ  ποὺ  ἔκανε  τὴν  ἐρώτηση  εἶχε  ὑπ᾿  ὄψιν  της  περιπτώσεις  ἀνθρώπων  ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὸ ὄνομα τοῦ Γέροντα, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν συμφέροντά τους ἢ γιὰ νὰ πείσουν τὸν κόσμο νὰ δεχθῆ πλανεμένες ἰδέες τους.
2   Ὁ Γέροντας σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις συνήθως χρησιμοποιεῖ τὸ μόριο «σὰν» ἀντὶ τοῦ «ὡς», ποὺ εἶναι τὸ ὀρθό.
3    Βαρδάρης:  Ὁ  πολὺ  δυνατὸς  καὶ  ψυχρὸς  ἄνεμος,  ὁ  ὁποῖος  πνέει  βορειοδυτικὰ  τῆςΘεσσαλονίκης κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Ἀξιοῦ.
4 Λουκ. 17, 17.
5   Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος Κατηχητικὸς εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, PG 59, 723·Πεντηκοστάριον, ἔκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», Ἀθῆναι 22002, σ. 27. Βλ. καὶ Ἠσ. 14, 9.
6 Ψαλμ. 129, 6.
7 Ὁ Γέροντας ἀναφέρεται στὴν ἐποχὴ ποὺ ἔμεινε στὸ Σινᾶ (1962-1964).
8 Βλ. Ματθ. 8, 28-34.
ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ
«Ὅποιος ἔχει τὴν πνευματικὴ ὀμορφιὰ ποὺ δίνει ἡ ἀρετή, λάμπει ἀπὸ τὴν θεία Χάρη. Γιατί, ὅσο ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος ἀρετές, θεώνεται, καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ ἀκτινοβολῆ καὶ νὰ προδίδεται ἀπὸ τὴν θεία Χάρη».
Ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν
– Πότε φθάνει, Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος στὴν θέωση; – Ὅταν ἔρθη μέσα του ἡ θεία Χάρις. – Τότε ἔχει χαρὰ μέσα του; –  Ἔχει  μέσα  του  ὄχι  μόνο  χαρά,  ἀλλὰ  καὶ  πολλὴ  ἀγάπη,  ταπείνωση,
παρηγοριά, σιγουριά. Ἔχει τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔρχεται μέσα του ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. – Γέροντα, τί θὰ πῆ: «Θεὸς θεῶν»1; – «Θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες»2, δὲν λέει ὁ Δαβίδ; Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, ἄρα ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῶν θεῶν, δηλαδὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ θεωθῆ. «Κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ πόσοι βρισκόμαστε στὸν δρόμο πρὸς τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν»; Ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο δὲν μοιάζουμε μὲ τὸν Θεό, τόσο δηλαδὴ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν».Γιὰ νὰ ὁμοιάση ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, πρέπει νὰ ζῆ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κάνοντας δουλειὰ στὸν ἑαυτό του. Ἔτσι καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀποκτάει ἀρετές, καὶ τότε δὲν εἶναι μόνον «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, ἀλλὰ περνᾶ στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», γιατὶ ἐνεργεῖ μέσα του ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ ἐργασία τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ»3
– Γέροντα, θὰ ἤθελα νὰ δῶ τὸν Ἅγιό μου. – Ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ προσπαθήσης νὰ πιάσης φιλία μὲ τὸν Θεό.– Πῶς θὰ τὸ κατορθώσω αὐτό, Γέροντα; – «Ἐν τίνι κατορθώσει νεώτερος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ; Ἐν τῷ φυλάξασθαι τοὺς λόγους σου»4. Ἂν ζῆς σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ πιάσης φιλία μὲ τὸν Θεό. Ἂν εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τηροῦμε καὶ τὶς ἐντολές Του. Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι εἶπαν: «ἐμεῖς πατέρα ἔχουμε τὸν Ἀβραάμ», ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε: «Δὲν ἔχετε πατέρα τὸν Ἀβραάμ, ἀλλὰ τὸν σατανᾶ, γιατί, ἂν ἤσασταν παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, θὰ κάνατε καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραάμ»5.
– Γέροντα, τί ἐννοεῖ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅταν λέη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ζητᾶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν ἀλλὰ τὴν διόρθωση τῆς ψυχῆς6;– Γιὰ ποιόν λόγο ἔδωσε ὁ Θεὸς τὶς ἐντολές; Γιὰ τὴν διόρθωσή μας δὲν τὶς ἔδωσε; Τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐργαζόμαστε τὴν ἀρετὴ καὶ ἀποκτοῦμε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς. «Ἡ ἐργασία τῆς ἀρετῆς, λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ»7.
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας λέει: «Χρείαν ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀνδρείας καρδίας καὶ μεγάλης, μεριμνᾶν εἰς τὸ φυλάξαι τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου»8. – Ἔτσι εἶναι. Γιὰ νὰ τηροῦμε μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται ἀνδρεία, παλληκαριὰ καὶ ἐγρήγορση. Γι᾿ αὐτὸ νὰ ψάχνης νὰ βρῆς σὲ τί ὑστερεῖς καὶ τί ζητᾶ ὁ Θεὸς ἀπὸ σένα· νὰ ἐξετάζης τί ἔκανες καὶ τί ἔπρεπε νὰ κάνης καὶ δὲν ἔκανες. Νὰ λὲς στὸν ἑαυτό σου: «Καλά, αὐτὸ ποὺ κάνω, ἐμένα μὲ ἀναπαύει, τὸν Χριστὸ ὅμως Τὸν ἀναπαύει;» καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι νὰ κάνης τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων σου ἐγὼ ἐφύλαξα ὁδοὺς σκληράς»9, λέει στὴν Ἁγία Γραφή.Ἀξία ἔχει ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀποκτιέται μὲ ἐλευθερία, χωρὶς πίεση. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθανθῆ ὡς ἀνάγκη τὴν ἀρετὴ καὶ στὴν συνέχεια νὰ ἐργασθῆ, γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση. Δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη νὰ κάνουμε τὸ θέλημά Του· ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο.
Ὅλος  ὁ  ἀγώνας  τοῦ  πιστοῦ  πρέπει  νὰ  ἔχη  στόχο  τὴν  ἀκριβῆ  τήρηση  τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοιτάζη πῶς νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε πλησιάζει  στὸν  Θεὸ  καὶ  τότε,  χωρὶς  νὰ  ζητάη,  λαμβάνει  τὴν  θεία  Χάρη·  παίρνει δηλαδὴ νερὸ ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ τὴν πηγή.
Ὅλες οἱ ἀρετὲς καλλιεργοῦνται
– Γέροντα, μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ἐκ φύσεως ἐνάρετος;–  Μπορεῖ  κάποιος  ἀπὸ  τὴν  φύση  του  νὰ  εἶναι,  ἂς  ὑποθέσουμε,  ἁπλός, φιλήσυχος, πρᾶος. Αὐτὰ ὅμως εἶναι φυσικὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ πρέπει νὰ τὰ καλλιεργήση, γιὰ νὰ τὰ αὐξήση. Μὲ τὸν ἀγώνα ποὺ θὰ κάνη θὰ λάβη τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
– Γέροντα, ἡ σύνεση εἶναι χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ εἶναι ἀρετὴ ποὺ ἀποκτιέται σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν πνευματικὴ ἐργασία ποὺ κάνει κανείς;– Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ: Ἡ σύνεση εἶναι χάρισμα, ἀλλὰ ἂς ποῦμε ὅτι ἐσὺ δὲν ἔχεις αὐτὸ τὸ χάρισμα· ἔχεις ὅμως κάποιο ἄλλο. Καλλιεργώντας τὸ χάρισμα ποὺ ἔχεις, καλλιεργεῖς κοντὰ σ᾿ αὐτὸ καὶ τὴν σύνεση καὶ ἄλλες ἀρετές, κι ἔτσι ἀναπληρώνεις τὶς ἀρετὲς ποὺ σοῦ λείπουν. Ὅταν κανεὶς ἀγωνίζεται λ.χ. στὴν ἐγκράτεια, συγχρόνως καλλιεργεῖ τὴν σιωπή, τὴν προσοχή, τὴν προσευχή, τὴν σύνεση κ.λπ.
Ὅλες  οἱ  ἀρετὲς  καὶ  ὅλα  τὰ  πάθη  καλλιεργοῦνται.  Ἐξαρτᾶται  ἀπὸ  τὸ  τί ἐργασία θὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος. Ἂν καλλιεργήση τὶς ἀρετές, ἀναπτύσσονται οἱ ἀρετὲς καὶ πνίγουν τὰ πάθη. Ἂν καλλιεργήση τὰ πάθη, ἀναπτύσσονται τὰ πάθη καὶ πνίγουν τὶς ἀρετές. Ἂν καλλιεργήση καὶ τὰ δύο, ἀναπτύσσονται καὶ τὰ δύο, καὶ βγαίνει ἕνα μπερδεμένο πράγμα. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε αὐτό, σκεφθῆτε ἕναν κῆπο ποὺ ἔχει μέσα καὶ λουλούδια καὶ ἀγριόχορτα. Ἂν καλλιεργηθοῦν τὰ ἀγριόχορτα, θὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ θὰ πνίξουν τὰ λουλούδια. Ἂν καλλιεργηθοῦν τὰ λουλούδια, θὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ θὰ πνίξουν τὰ ἀγριόχορτα. Ἂν καλλιεργηθοῦν ὅλα μαζί, δὲν θὰ ξεχωρίζης τὰ λουλούδια ἀπὸ τὰ ἀγριόχορτα. Γιὰ νὰ προκόψη ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ ἀναγνωρίση τὰ πάθη ποὺ ἔχει καὶ νὰ καταβάλη προσπάθεια γιὰ νὰ τὰ κόψη. Ἐπίσης, νὰ γνωρίση τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὰ καλλιεργήση. Ἂν τὰ καλλιεργήση ταπεινά, σύντομα θὰ πλουτήση   πνευματικά.   Ἂν   δουλέψη   κανεὶς   πνευματικά,   γίνεται   καλός·   ἂν ἀδιαφορήση, γίνεται κακός. Ἔχω   δεῖ   ψυχὲς   πού,   ἐνῶ   τὸ   χωράφι   τους   ἦταν   γόνιμο,   τὸ   ἄφησαν ἀκαλλιέργητο καὶ γέμισε παλιούρια καὶ πουρνάρια. Καὶ ἄλλες ψυχὲς ποὺ τὸ χωράφι τους ἦταν γεμάτο παλιούρια καὶ πουρνάρια, τὰ ξερρίζωσαν, τὸ ἔσκαψαν καὶ ἔγινε εὔφορο. Τί μᾶς ὠφελεῖ, ἂν ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε καλὸ χωράφι κι ἐμεῖς τὸ ἀφήσαμε κι ἔγινε ρουμάνι; Ὅταν στὸ χωράφι μας μπορεῖ νὰ εὐδοκιμήση τὸ ζαχαροκάλαμο, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε εὐχαριστημένοι καὶ μὲ τὰ καλάμια καὶ δὲν φροντίζουμε νὰ τὰ ξερριζώσουμε καὶ νὰ καλλιεργήσουμε τὰ ζαχαροκάλαμα, τί νὰ μᾶς κάνη ὁ Θεός; Τὰ καλάμια μόνον καλάθια γίνονται· ζάχαρη δὲν βγάζουν...
Ὁ Θεὸς θὰ ζητήση λόγο ἀπὸ τὸν καθέναν μας, ἐὰν διπλασίασε τὸ χάρισμα ποὺ τοῦ ἔδωσε. Ἐὰν σὲ κάποιον ἔδωσε πέντε χαρίσματα, πρέπει νὰ τὰ κάνη δέκα· τὸ ἐννιὰ δὲν εἶναι γι᾿ αὐτὸν ἄριστα. Γι᾿ αὐτό, ὅσο μπορεῖ κανείς, νὰ ἀγωνίζεται ταπεινὰ καὶ μὲ διάκριση γιὰ τὸ ἄριστα, γιατὶ ὁ Θεὸς θὰ ζητήση λόγο ἐὰν τὸ ἕνα τάλαντο τὸ ἔκανε δύο, ἐὰν τὰ δύο τὰ ἔκανε τέσσερα, ἐὰν τὰ πέντε τὰ ἔκανε δέκα. Ἑπομένως ὅλα, ἐὰν διπλασιασθοῦν, εἶναι γιὰ τὸν Θεὸ τὸ ἄριστα. Καὶ ἐὰν κάποιος, ἀπὸ φιλότιμο καὶ ὄχι ἀπὸ ἐγωισμό, τὸ ἕνα τάλαντο τὸ κάνη δέκα, αὐτὸ συγκινεῖ ὄχι μόνον τὸν Θεὸ ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν γρανιτένια καρδιά.
Ἡ ἀρετὴ τῶν ἄλλων ἀρωματίζει κι ἐμᾶς
– Τί βοηθάει, Γέροντα, νὰ ἀποκτήσης μιὰ ἀρετή;–  Νὰ  συναναστρέφεσαι  κάποιον  ποὺ  ἔχει  αὐτὴν  τὴν  ἀρετή.  Ὅπως,  ἂν συναναστρέφεσαι κάποιον ποὺ ἔχει εὐλάβεια, θὰ μπορέσης σιγὰ-σιγὰ νὰ ἀποκτήσης κι ἐσὺ εὐλάβεια, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ὅλες τὶς ἀρετές, γιατὶ ἡ ἀρετὴ τῶν ἄλλων ἀρωματίζει κι ἐμᾶς. Ὅταν καθρεφτίζουμε τὸν ἑαυτό μας στὶς ἀρετὲς τῶν ἄλλων καὶ προσπαθοῦμε νὰ τὶς μιμηθοῦμε, οἰκοδομούμαστε. Ἀλλὰ καὶ στὰ ἐλαττώματά τους ὅταν καθρεφτίζουμε τὸν ἑαυτό μας, πάλι βοηθιόμαστε, γιατὶ τὰ δικά τους ἐλαττώματα μᾶς βοηθᾶνε νὰ δοῦμε  τὰ  δικά μας. Καὶ  τὸ  μὲν  χάρισμα  τοῦ  ἄλλου  μὲ παρακινεῖ  νὰ ἀγωνισθῶ, γιὰ νὰ τὸ μιμηθῶ, ἐνῶ τὸ ἐλάττωμά του μὲ κάνει νὰ σκεφθῶ μήπως τὸ ἔχω κι ἐγὼ καὶ σὲ τί βαθμὸ τὸ ἔχω, γιὰ νὰ ἀγωνισθῶ νὰ τὸ κόψω. Βλέπω λ.χ. κάποιον ποὺ ἔχει ἐργατικότητα. Τὸ χαίρομαι καὶ προσπαθῶ νὰ τὸν μιμηθῶ. Βλέπω σὲ ἄλλον ὅτι ἔχει περιέργεια. Δὲν κατακρίνω τὸν ἀδελφό, ἀλλὰ ψάχνω νὰ δῶ μήπως ἔχω κι ἐγὼ περιέργεια. Κι ἂν δῶ ὅτι ἔχω, προσπαθῶ νὰ τὴν κόψω. Ἂν ὅμως βλέπω μόνον τὶς δικές μου ἀρετὲς καὶ τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, ἐνῶ τὰ δικά μου ἐλαττώματα τὰ παραβλέπω  ἢ  τὰ  δικαιολογῶ  καὶ  λέω:  «εἶμαι  καλύτερος  καὶ  ἀπὸ  αὐτὸν  καὶ  ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἀπὸ τὸν ἄλλον!», πάει, βούλιαξα.Ὁ  καθρέφτης  μας  εἶναι   οἱ   ἄλλοι.   Στοὺς   ἄλλους  καθρεφτιζόμαστε   καὶ βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ οἱ ἄλλοι βλέπουν τὶς μουντζοῦρες μας καὶ πλενόμαστε μὲ τὴν ὑπόδειξή τους.
Οἱ συνταγὲς τῶν Ἁγίων στὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς
– Γέροντα, ποιά εἶναι τὰ γνωρίσματα τῶν Ἁγίων;– Ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ταπείνωση, ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ διάκριση εἶναι τὰ γνωρίσματα τῶν Ἁγίων. Ἂν ὁ ἄνθρωπος βιάση μὲ διάκριση τὸν ἑαυτό του νὰ μιμηθῆ τὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων, ἁγιάζεται καὶ αὐτός.
Πολὺ θὰ βοηθηθοῦμε στὴν ἐργασία γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ἂν ἔχουμε πρότυπο  τοὺς Ἁγίους.  Συγκρίνοντας τὸν  ἑαυτό  μας μὲ  τοὺς Ἁγίους,  βλέπουμε τὰ πάθη μας, ἐλεγχόμαστε, ταπεινωνόμαστε καὶ ἀγωνιζόμαστε μὲ φιλότιμο καὶ μὲ θεῖο ζῆλο νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Δὲν δικαιολογούμαστε νὰ μὴν προχωροῦμε, γιατὶ ἔχουμε τὶς συνταγὲς τῶν Ἁγίων καὶ τὴν ζωή τους, τὸ ἅγιο παράδειγμά τους. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθᾶνε ἐμᾶς τὰ ταλαίπωρα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ δείχνοντάς μας τὴν μέθοδο γιὰ νὰ γλυτώνουμε ἀπὸ τὶς μεθοδίες τοῦ πονηροῦ.Μὲ τὴν μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων θερμαίνεται ἡ ψυχή μας καὶ παρακινεῖται νὰ τοὺς μιμηθῆ καὶ νὰ προχωρήση μὲ λεβεντιὰ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Μέσα στοὺς Ἁγίους βλέπει κανεὶς τὴν ἴδια πνευματικὴ τρέλλα, μόνον ποὺ παρουσιάζεται στὸν καθέναν μὲ ἄλλη μορφή. Βλέπει τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχαν γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἀνάβει μέσα του ὁ θεῖος ζῆλος νὰ τοὺς μιμηθῆ.
– Γέροντα, τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας πόσα χρόνια πρέπει νὰ τὸ διαβάζη κανείς;– Συνέχεια, σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ἂν καί, ὅσα κι ἂν γράψουν τὰ Συναξάρια, εἶναι  πολὺ  λίγα,  γιατὶ  ἀπὸ  τοὺς  Ἁγίους  δὲν  ἔχουμε  τὴν  ζωή  τους  ἀλλὰ  τὴν ὑπερχείλιση τῆς ζωῆς τους. Θὰ ἦταν ἀνόητοι οἱ Ἅγιοι, ἂν φανέρωναν ὅσα ἔζησαν ἐν τῷ κρυπτῷ. Φθάνουν ὅμως καὶ τὰ λίγα ποὺ ξέρουμε ἀπὸ τὴν ζωή τους, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε, ἀρκεῖ νὰ μᾶς κεντοῦν τὴν καρδιά, γιὰ νὰ τὰ βάζουμε σὲ ἐφαρμογή.– Γέροντα, μοῦ φαίνεται δύσκολο νὰ κάνω κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔκαναν οἱ Ἅγιοι.Ἂς ποῦμε, ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ10  τί ἄσκηση ἔκανε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της, ἂν καὶ ὑπέφερε ἀπὸ ἐπώδυνη ἀρρώστια! Ἢ ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος11  πόσα χρόνια κράτησε τέλεια σιωπή!–  Ἐντάξει,  ἂν  θέλης  νὰ  μιμηθῆς  τὸν  Ὅσιο  Βαρσανούφιο,  προσπάθησετοὐλάχιστον νὰ μὴ μιλήσης, ὅταν σοῦ κάνουν μιὰ παρατήρηση. Ὅσο γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς Ἁγίας Συγκλητικῆς, κι ἐγὼ βλέπω ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ ἀσκηθῆς τόσο πολὺ σωματικά, γιατὶ δὲν ἀντέχεις, ἀλλὰ ἐσωτερικά, νομίζω, μπορεῖς νὰ τὴν μιμηθῆς, καὶ ἐκεῖ ἔχεις πολλὴ δουλειὰ νὰ κάνης. Εὔχομαι νὰ σοῦ δώση ἡ Ἁγία λίγα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ εἶχε ἡ ἴδια.
Νὰ λαμπικάρουμε τὴν ἀρετή μας
– Γέροντα, μερικὲς φορὲς μιλᾶτε γιὰ «τοξινωμένη ἀρετή»· πότε μιὰ ἀρετὴ εἶναι «τοξινωμένη»;– «Τοξινωμένη» ἀρετὴ εἶναι λ.χ. ἡ καλωσύνη, ὅταν ἔχη ἀνθρωπαρέσκεια, ἢ ἡ ἀγάπη, ὅταν ἔχη ἰδιοτέλεια. Ὅταν δὲν εἶναι ἁγνὰ τὰ κίνητρά μας καὶ βάζουμε στὴν ἀρετή μας τὸν ἑαυτό μας, νοθεύουμε τὴν ἀρετή μας. Τότε ἡ ἀρετή μας εἶναι σὰν ἕνα ἄγουρο φροῦτο, ποὺ ἔχει βέβαια λίγες βιταμίνες, ἀλλὰ συγχρόνως ἔχει καὶ τὴν στυφάδα του.– Γέροντα, μπορεῖ νὰ μὴν ἔχω ἀρετὴ καὶ ὁ ἄλλος νὰ μὲ θεωρῆ ἐνάρετη;– Τὸ κακὸ εἶναι νὰ θεωρῆς ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου ἐνάρετο.– Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ μὴν καταλαβαίνω τὴν πραγματικὴ πνευματική μουκατάσταση καὶ νὰ νομίζω ὅτι ἔχω ἀρετή;–  Μπορεῖ,  ἀλλά,  ἂν  προσέξης, θὰ δῆς ὅτι  δὲν ἔχεις ἐσωτερικὴ  γλυκύτητα,ὁπότε θὰ καταλάβης ποῦ βρίσκεσαι πνευματικά. Καμμιὰ φορὰ μπορεῖ νὰ νομίζη κανεὶς ὅτι ἔχει μιὰ ἀρετή, ἐπειδὴ ἔμαθε ἁπλῶς κάποια ἐξωτερικὰ γνωρίσματά της καὶ συμμορφώνεται μ᾿ αὐτά, γιὰ νὰ φαίνεται ἐνάρετος. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι πραγματικὴ ἀρετὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μείνη ἔτσι· θὰ κοσκινισθῆ καὶ κάποτε θὰ φανῆ ἡ πραγματικότητα. Ἄλλο εἶναι, ἂς ὑποθέσουμε, νὰ ἀγωνίζεται κανεὶς νὰ μὴ μιλάη, γιὰ νὰ μὴν πληγώνη τοὺς ἄλλους, καὶ σιγὰ-σιγὰ νὰ ἀποκτήση τὴν ἀρετὴ τῆς σιωπῆς, καὶ ἄλλο νὰ μὴ μιλάη, γιὰ νὰ φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἀρετὴ τῆς σιωπῆς. Τότε μπορεῖ νὰ σιωπᾶ, ἐνῶ μὲ τοὺς λογισμούς του συνέχεια νὰ φλυαρῆ καὶ νὰ ἔχη μέσα του ἕνα σωρὸ πάθη. Ἡ ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ μπορεῖ νὰ παρουσιάζη ἕναν τέλειο ἅγιο καί, ὅταν ἀποκαλυφθῆ ὁ ἐσωτερικός του ἄνθρωπος, νὰ εἶναι...– Γέροντα, μὲ ἀπογοητεύει ἡ πραγματικότητα τοῦ ἑαυτοῦ μου. Καὶ τὰ καλὰ ποὺ νόμιζα ὅτι εἶχα, ἀποδείχθηκαν σκάρτα.– Ποιά δηλαδή;– Νά, τὸ φιλότιμο ποὺ νόμιζα ὅτι εἶχα ἀποδείχθηκε ὅτι εἶναι τελικὰ ἐγωισμός.
– Δὲν εἶναι ἔτσι, εὐλογημένη! Ἕνα πέτρωμα ἔχει μέσα διάφορα μέταλλα. Μπορεῖ νὰ ἔχη πολλὴ ἄμμο, ἀλλὰ ἔχει καὶ χαλκὸ καὶ σίδηρο καὶ λίγο χρυσάφι... Ἂν μπῆ στὸ χωνευτήρι, θὰ ξεχωρίση ὁ χρυσός. «Ὁ χρυσὸς ἐν τῷ χωνευτηρίῳ»12, δὲν λέει;
Κλέφτης τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια
– Γέροντα, κλέβομαι ἀπὸ τὰ πάθη μου. Ἄλλοτε μὲ κλέβει ἡ φιλαυτία, ἄλλοτε ἡ ἐξωστρέφεια...– Ἂν ἀφήνη κανεὶς τοὺς κλέφτες νὰ τὸν κλέβουν, μπορεῖ ποτὲ νὰ πλουτήση; Κι ἐσύ, ἂν ἀφήνης νὰ σὲ κλέβουν τὰ πάθη, μπορεῖς νὰ κάνης προκοπή; Πάντα φτωχὴ θὰ εἶσαι, γιατί, ὅσα μαζεύεις, θὰ τὰ χάνης. Ἀπορῶ πῶς σὲ κλέβει τὸ ταγκαλάκι, ἐνῶ ἐσὺ μπορεῖς νὰ κλέψης τὸν Παράδεισο!
– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ ἔχω διάθεση νὰ δουλέψω γιὰ μιὰ ἀρετή, μένω σὲ μιὰ στάσιμη κατάσταση; τί φταίει;– Πολλὲς φορὲς δὲν ἔχει ἔρθει καὶ ἡ ὡριμότητα γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀρετή. Ἐσὺ ὅμως βλέπω ὅτι ἄρχισες νὰ ὡριμάζης πνευματικά. Πρόσεξε λοιπόν, τώρα ποὺ ἔρχεται ἡ ἐποχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ ἡ ἀγουρίδα γίνεται σιγὰ-σιγὰ μέλι, νὰ φυλᾶς καλὰ τὰ σταφύλια ἀπὸ τὶς κουροῦνες – τὰ ταγκαλάκια – ζώντας ταπεινὰ καὶ ἀθόρυβα.
– Γέροντα, ὅ,τι καλὸ κάνω, τελικὰ τὸ χάνω, γιατὶ ἀμέσως ὑπερηφανεύομαι.– Ξέρεις ἐσὺ τί κάνεις; Φτιάχνεις μέλι καὶ ὕστερα ἀφήνεις τὸ κακὸ ταγκαλάκι καὶ σοῦ τὸ κλέβει, ὁπότε μένεις μὲ τὸν κόπο. Ὅπως ὁ μελισσουργὸς ζαλίζει τὶς μέλισσες μὲ καπνὸ καὶ παίρνει τὸ μέλι, ἔτσι κι ἐσένα σὲ ζαλίζει τὸ ταγκαλάκι μὲ τὸν καπνὸ τῆς ὑπερηφανείας, σοῦ κλέβει τὸ πνευματικὸ μέλι ποὺ ἔφτιαξες καὶ τρίβει τὰ χέρια του. Σοῦ κλέβει δηλαδὴ τὰ πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὕστερα χαίρεται. Ἐσὺ εἶσαι ἔξυπνη, πῶς δὲν τὸ πιάνεις αὐτό; Γιατί δὲν πιάνεις τὸν κλέφτη, τὸν πονηρό, ποὺ σὲ κλέβει;
– Γέροντα, ὅταν κάποιος νιώθη ὅτι ἕνα χάρισμα ποὺ ἔχει εἶναι τοῦ Θεοῦ, πῶςεἶναι δυνατὸν νὰ κλέβεται ἀπὸ τὸν πειρασμό;– Κλέβεται, γιατὶ δὲν προσέχει. Ὁ Θεὸς προικίζει τὸν κάθε ἄνθρωπο μὲ πολλὰχαρίσματα, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ εὐγνωμονῆ γι᾿ αὐτὰ τὸν Θεό, πολλὲς φορὲς δὲν προσέχει, οἰκειοποιεῖται τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ καυχᾶται ἐσωτερικά. Τότε ὁ πονηρὸς διάβολος, σὰν κλέφτης ποὺ εἶναι, πηγαίνει, τοῦ κλέβει τὰ χαρίσματα, τὰ δηλητηριάζει μὲ τὰ δηλητήριά του καὶ ἔτσι τὰ ἀχρηστεύει.
Ἡ πνευματικὴ ὀμορφιὰ
 Γέροντα, πῶς θὰ ἀποκτήσω τὴν πνευματικὴ ὀμορφιά;
– Ἂν ἀγωνισθῆς μὲ θεῖο ζῆλο νὰ ἀποκτήσης ἀρετές, θὰ ἀποκτήσης τὴν πνευματικὴ ὀμορφιά. Ἡ Παναγία εἶχε καὶ τὴν ἐξωτερικὴ καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ὀμορφιά· ὅποιος τὴν ἔβλεπε ἀλλοιωνόταν. Ἐκείνη ἡ πνευματικὴ ἁπαλάδα ποὺ σκορποῦσε θεράπευε ψυχές. Μὲ τὴν ἐσωτερική της ὀμορφιὰ καὶ τὴν δύναμη τῆς Χάριτος τί ἱεραποστολὴ ἔκανε! Ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος, ἂν ἐργασθῆ πνευματικὰ καὶ σμιλέψη τὸν χαρακτήρα του, χαριτώνεται καὶ ὀμορφαίνει ἡ ψυχή του.
– Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν θεία Χάρη, τὸ καταλαβαίνει ὁ ἴδιος;– Καταλαβαίνει μερικὲς ἐνέργειες τῆς Χάριτος.– Ὁ ἄλλος ποὺ τὸν βλέπει μπορεῖ νὰ διακρίνη ὅτι ἔχει τὴν θεία Χάρη;–  Ναί,  τὸ  διακρίνει,  γιατὶ  τὸν  προδίδει  ἡ θεία Χάρις.  Βλέπεις,  ἡ  ἀρετὴ δὲν κρύβεται, ὅσο καὶ νὰ θέλη κανεὶς νὰ τὴν κρύψη, ὅπως ὁ ἥλιος δὲν κρύβεται μὲ τὸ κόσκινο, γιατὶ περνοῦν ἀρκετὲς ἀκτίνες ἀπὸ τὶς τρυποῦλες του.Ὅποιος ἔχει τὴν πνευματικὴ ὀμορφιὰ ποὺ δίνει ἡ ἀρετή, λάμπει ἀπὸ τὴν θεία Χάρη. Γιατί, ὅσο ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος ἀρετές, θεώνεται, καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ ἀκτινοβολῆ καὶ νὰ προδίδεται ἀπὸ τὴν θεία Χάρη. Ἔτσι φανερώνεται στοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς νὰ τὸ θέλη καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ καταλαβαίνη, καὶ δοξάζεται ὁ Θεός.
Ἡ ἀποτοξίνωση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸ λαμπικάρισμα τῆς ψυχῆς διακρίνονταικαὶ στὴν σάρκα, ἡ ὁποία λαμπικάρεται καὶ αὐτή, γιατὶ τὸ λαμπικάρισμα ξεκινάει ἀπὸ τὴν καρδιά. Ἡ καρδιὰ μεταδίδει μὲ τὴν κυκλοφορία τοῦ αἵματος τὴν πνευματικότητά της καὶ στὴν σάρκα, κι ἔτσι ἁγιάζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 
1 Ψαλμ. 49, 1.
2 Ψαλμ. 81, 6.
3 Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΛΖ´, σ. 140.
4 Ψαλμ. 118, 9.
5 Βλ. Ἰω. 8, 39 καὶ 8, 44.
6 Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΛΖ´, σ. 140.
7 Ὅ.π.
8 Ἀββᾶ Ἠσαΐου, Λόγοι ΚΘ´, Λόγος ΚϚ´, ἐκδ. Σωτ. Σχοινᾶ, Βόλος 1962, σ. 171.
9 Ψαλμ. 16, 4.
10 Ἡ μνήμη της ἑορτάζεται στὶς 5 Ἰανουαρίου.
11 Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 6 Φεβρουαρίου.
12 Βλ. Σοφ. Σολ. 3, 6.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου