Πόσο
πρέπει νὰ προσέχουμε τὴν κατάκριση! Πόσο ἀδικοῦμε τὸν πλησίον μας, ὅταν
τὸν κατακρίνουμε! Ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν κατάκριση ἀδικοῦμε
τὸν ἑαυτό μας καὶ ὄχι τοὺς ἄλλους, διότι μᾶς ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Τίποτε
ἄλλο δὲν ἀποστρέφεται τόσο πολὺ ὁ Θεὸς ὅσο τὴν κατάκριση, γιατὶ ὁ Θεὸς
εἶναι δίκαιος καὶ ἡ κατάκριση εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικίαθῆτε»
Ἡ κατάκριση εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικία
–Γέροντα, εὔκολα κρίνω καὶ κατακρίνω.–Ἡ κρίση ποὺ ἔχεις, εἶναι, φυσικά, χάρισμα ποὺ σοῦ ἔδωσε
ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται τὸ ταγκαλάκι καὶ σὲ κάνει νὰ κατακρίνης
καὶ νὰ ἁμαρτάνης. Γι ̓ αὐτό, μέχρι νὰ ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση σου καὶ
νὰ ἔρθη ὁ θεῖος φωτισμός, νὰ μὴν τὴν ἐμπιστεύεσαι.
Ὅταν κανεὶς ἀσχολῆται μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κρίνη, ἐνῶ ἀκόμη δὲν ἔχει ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση του, πέφτει συνέχεια στὴν κατάκριση.
–Καὶ πῶς, Γέροντα, θὰ ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση μου;
–Πρέπει νὰ τὴν λαμπικάρης. Μπορεῖ νὰ ἔχης καλὴ διάθεση καὶ μιὰ δύναμη μέσα σου, ἀλλὰ πιστεύεις ὅτι κρίνεις πάντοτε σωστά. Ἡ κρίση σου ὅμως εἶναι ἀνθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, νὰ ἀποκτήσης ἀνιδιοτέλεια, γιὰ νὰ ἔρθη ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ νὰ γίνη ἡ κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε ἡ κρίση σου θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη· μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ τὴν ἀνθρώπινη.
Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατὶ μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, κρίνουμε «κατ ̓ ὄψιν», ἐξωτερικά, καὶ γι ̓ αὐτὸ πέφτουμε ἔξω καὶ ἀδικοῦμε τὸν ἄλλον. Ἡ ἀνθρώπινη κρίση μας δηλαδὴ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀδικία. Εἶδες τί εἶπε ὁ Χριστός: «Μὴ κρίνετε κατ ̓ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Θέλει πολλὴ προσοχή· ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε πῶς ἀκριβῶς ἔχουν τὰ πράγματα. Πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἕνας πολὺ εὐλαβὴς διάκος. Κάποτε ὅμως φόρεσε ροῦχα κοσμικὰ καὶ γύρισε στὴν πατρίδα του. Τότε πολλοὶ Πατέρες εἶπαν διάφορα ἐναντίον του. Ἀλλὰ τί εἶχε γίνει; Κάποιος τοῦ εἶχε γράψει ὅτι οἱ ἀδελφές του ἦταν ἀκόμη ἀτακτοποίητες καί, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πῆγε νὰ τὶς βοηθήση. Ἔπιασε δουλειὰ σὲ ἕνα ἐργοστάσιο καὶ ζοῦσε πιὸ καλογερικὰ ἀπὸ ὅ,τι προηγουμένως.
Μόλις τακτοποίησε τὶς ἀδελφές του, ἄφησε τὴν δουλειά του καὶ πῆγε πάλι σὲ μοναστήρι, γιὰ νὰ μείνη. Ὁ ἡγούμενος, ὅταν εἶδε ὅτι τὰ ἤξερε ὅλα, τυπικό, διακονήματα κ.λπ., τὸν ρώτησε ποῦ τὰ ἔμαθε καὶ ἐκεῖνος ἄνοιξε τὴν καρδιά του καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα. Τότε ὁ ἡγούμενος ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο, καὶ ἐκεῖνος τὸν χειροτόνησε ἀμέσως ἱερέα. Μετὰ πῆγε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι καὶ ἐκεῖ ζοῦσε πολὺ πνευματικὴ ζωή, μὲ πολλὴ ἄσκηση. Ἔφθασε σὲ ἁγία κατάσταση καὶ βοήθησε πνευματικὰ πολλοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ποὺ δὲν ξέρουν τί ἀπέγινε μπορεῖ ἀκόμη νὰ τὸν κατακρίνουν.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -53
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου