ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ:
Ἀπὸ νέος γνώριζα μιὰ γριούλα ἡ ὁποία, ἀντίθετα μὲ τὴν κόρη της ποὺ ἦταν πολὺ ἐλεήμων, αὐτὴ ἦταν πολὺ τσιγγούνα. Μόνο σ’ ἐμένα δὲν τσιγγουνευόταν, γιατὶ μὲ ἀγαποῦσε πολύ. Τρία χρόνια μετὰ τὸν θάνατό της – δὲν εἶχε γίνει ἡ ἐκταφή της – καθὼς ἔλεγα τὴν εὐχή, μοῦ συνέβη κάτι παράξενο. Αὐτὸ ποὺ κατάλαβα ἦταν ὅτι ἕνας νέος μὲ φώναξε νὰ πᾶμε νὰ δοῦμε τὴν γριούλα, ἐπειδὴ μὲ ζητοῦσε. Μὲ πῆρε καὶ μὲ πῆγε στὸν τάφο της. Ἄνοιξε τὴν πλάκα καὶ εἶδα τὴν γριούλα νὰ φωνάζη: «Καλόγερε, σῶσε με! Καλόγερε, σῶσε με!». Ἦταν μισολειωμένη καὶ εἶχε μιὰ ἀφόρητη δυσωδία. Τὴν πόνεσα τόσο πολὺ ποὺ τὴν ἀγκάλιασα σφιχτὰ μὲ πόνο καὶ τὴν ἀσπάσθηκα. Παρόλο ποὺ μύριζε πολὺ ἄσχημα, δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἀποχωρισθῶ, ἐὰν ἐκείνη δὲν μὲ ἀποχωριζόταν. Μεγάλη ἐντύπωση μοῦ ἔκανε τὸ γεγονὸς αὐτό. Ὅταν ὑπάρχη ἀγάπη ἀληθινὴ μὲ πόνο, οὔτε σάπιες σάρκες σιχαίνεσαι, οὔτε δυσωδία. Ἐνῶ, ὅταν βλέπω κοσμικὴ γυναίκα μὲ κοσμικὲς ὀμορφιὲς καὶ ἀρώματα, ἀηδιάζω ἐσωτερικά, αὐτὴν τὴν γριούλα, ἐπειδὴ τὴν πόνεσα, δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἀποχωρισθῶ παρ’ ὅλη τὴν δυσωδία. Παράξενα πράγματα στὴν πνευματικὴ ζωή! Εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ προσευχή, γι’ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ τὴν δῶ σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Μετὰ ἔκανα προσευχὴ γιὰ τὴν ψυχὴ αὐτή. Ὕστερα ἀπὸ δύο μῆνες εἶδα ὅτι βρέθηκα σὲ ἕνα χάσμα ποὺ ἦταν σὰν χωνί. Δυστυχῶς ἐκεῖ μέσα βρίσκονταν πολλοὶ ἄνθρωποι, μὲ ἄγρια μορφή, μαῦροι, ποὺ ταλαιπωροῦνταν φοβερά. Πιὸ πάνω, εἶδα τὴν γριούλα ἐπάνω σὲ ἕνα λευκὸ σύννεφο· φαινόταν μακριά, ἦταν ὅμως κοντά. Ἦταν σὰν μικρὸ παιδί, μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ δικοῦ της προσώπου, καὶ δίπλα της ἕνας Ἄγγελος – μᾶλλον ὁ Φύλακας Ἄγγελός της – τῆς ἔτριβε τὸ πρόσωπο καὶ τῆς τὸ καθάριζε. Εἶχε γλυκειὰ μορφή. Τὴν ἀγκάλιασα· ἔνιωσα μία ἀγαλλίαση, ἄλλο πράγμα!
Ἀπὸ νέος γνώριζα μιὰ γριούλα ἡ ὁποία, ἀντίθετα μὲ τὴν κόρη της ποὺ ἦταν πολὺ ἐλεήμων, αὐτὴ ἦταν πολὺ τσιγγούνα. Μόνο σ’ ἐμένα δὲν τσιγγουνευόταν, γιατὶ μὲ ἀγαποῦσε πολύ. Τρία χρόνια μετὰ τὸν θάνατό της – δὲν εἶχε γίνει ἡ ἐκταφή της – καθὼς ἔλεγα τὴν εὐχή, μοῦ συνέβη κάτι παράξενο. Αὐτὸ ποὺ κατάλαβα ἦταν ὅτι ἕνας νέος μὲ φώναξε νὰ πᾶμε νὰ δοῦμε τὴν γριούλα, ἐπειδὴ μὲ ζητοῦσε. Μὲ πῆρε καὶ μὲ πῆγε στὸν τάφο της. Ἄνοιξε τὴν πλάκα καὶ εἶδα τὴν γριούλα νὰ φωνάζη: «Καλόγερε, σῶσε με! Καλόγερε, σῶσε με!». Ἦταν μισολειωμένη καὶ εἶχε μιὰ ἀφόρητη δυσωδία. Τὴν πόνεσα τόσο πολὺ ποὺ τὴν ἀγκάλιασα σφιχτὰ μὲ πόνο καὶ τὴν ἀσπάσθηκα. Παρόλο ποὺ μύριζε πολὺ ἄσχημα, δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἀποχωρισθῶ, ἐὰν ἐκείνη δὲν μὲ ἀποχωριζόταν. Μεγάλη ἐντύπωση μοῦ ἔκανε τὸ γεγονὸς αὐτό. Ὅταν ὑπάρχη ἀγάπη ἀληθινὴ μὲ πόνο, οὔτε σάπιες σάρκες σιχαίνεσαι, οὔτε δυσωδία. Ἐνῶ, ὅταν βλέπω κοσμικὴ γυναίκα μὲ κοσμικὲς ὀμορφιὲς καὶ ἀρώματα, ἀηδιάζω ἐσωτερικά, αὐτὴν τὴν γριούλα, ἐπειδὴ τὴν πόνεσα, δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἀποχωρισθῶ παρ’ ὅλη τὴν δυσωδία. Παράξενα πράγματα στὴν πνευματικὴ ζωή! Εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ προσευχή, γι’ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ τὴν δῶ σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Μετὰ ἔκανα προσευχὴ γιὰ τὴν ψυχὴ αὐτή. Ὕστερα ἀπὸ δύο μῆνες εἶδα ὅτι βρέθηκα σὲ ἕνα χάσμα ποὺ ἦταν σὰν χωνί. Δυστυχῶς ἐκεῖ μέσα βρίσκονταν πολλοὶ ἄνθρωποι, μὲ ἄγρια μορφή, μαῦροι, ποὺ ταλαιπωροῦνταν φοβερά. Πιὸ πάνω, εἶδα τὴν γριούλα ἐπάνω σὲ ἕνα λευκὸ σύννεφο· φαινόταν μακριά, ἦταν ὅμως κοντά. Ἦταν σὰν μικρὸ παιδί, μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ δικοῦ της προσώπου, καὶ δίπλα της ἕνας Ἄγγελος – μᾶλλον ὁ Φύλακας Ἄγγελός της – τῆς ἔτριβε τὸ πρόσωπο καὶ τῆς τὸ καθάριζε. Εἶχε γλυκειὰ μορφή. Τὴν ἀγκάλιασα· ἔνιωσα μία ἀγαλλίαση, ἄλλο πράγμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου