Hλιας Στεφανου Xαιντουτη
Γέροντα, αυτός που σιχαίνεται, γιατί το παθαίνει; – Πές μου, εσύ τί σιχαίνεσαι;
– Όλα τα σιχαίνομαι. – Τότε όλα σ᾿ εσένα θα έρχωνται! Και τα σκουλήκια στα φρούτα ή στα όσπρια και καμμιά τρίχα στο ψωμί κ.λπ. – Έτσι γίνεται, Γέροντα!
– Δόξα Σοι ο Θεός! Βλέπεις πόσο σε βοηθάει ο Θεός για να το ξεπεράσης;
– Από τον λογισμό δεν ξεκινάει, Γέροντα, αυτό; Ας πούμε ότι βρήκε η αδελφή μια τρίχα. Ας την βγάλη στην άκρη.
– Αυτό είναι ευλογία! Δώσ᾿ την σ᾿ εμένα, να την πάρω εγώ ευλογία!... Άχ! Θυμάμαι, μια φορά στο Σινά πηγαίναμε κάπου με έναν μοναχό και του έδωσα δυο ροδάκινα. Τον βλέπω, δεν τα τρώει.
Ήθελε να πάη να τα πλύνη, για να τα φάη, και τα κρατούσε στα χέρια, μην τα βάλη στην τσέπη και κολλήσουν μικρόβια και από την τσέπη!
Ο αδελφός του που είχε οκτώ παιδιά μου έλεγε: «Περισσότερο σαπούνι ξοδεύει αυτός, για να πλύνη τα χέρια του, παρά η γυναίκα μου με τα οκτώ παιδιά που πλένει!».
Και να δήτε τί έπαθε!
Εκεί στο Σινά έδιναν σε κάθε καλόγερο και έναν Βεδουΐνο, για να τον εξυπηρετή, να του πηγαίνη το φαγητό κ.λπ.
Ο Βεδουΐνος που έδωσαν σ᾿ αυτόν ήταν ο πιο βρώμικος απ᾿ όλους. Κατάμαυρος!
Μύριζαν τα ρούχα του, μύριζε ολόκληρος. Μια εβδομάδα έπρεπε να τον βάλης στο μουσκιό, για να καθαρίση! Τα χέρια του ήταν..., μην τα ρωτάς!
Έπρεπε να τα ξύσης με την σπάτουλα!
Εν τω μεταξύ, όταν έπιανε το τσανάκι, για να του πάη το φαγητό, έβαζε τα δυο του δάχτυλα μέσα. «Φύγε, φύγε...», του φώναζε εκείνος, μόλις τον έβλεπε.
Τελικά αυτός ο μοναχός ούτε δυο εβδομάδες δεν κάθησε στο Σινά· έφυγε.
– Όλα τα σιχαίνομαι. – Τότε όλα σ᾿ εσένα θα έρχωνται! Και τα σκουλήκια στα φρούτα ή στα όσπρια και καμμιά τρίχα στο ψωμί κ.λπ. – Έτσι γίνεται, Γέροντα!
– Δόξα Σοι ο Θεός! Βλέπεις πόσο σε βοηθάει ο Θεός για να το ξεπεράσης;
– Από τον λογισμό δεν ξεκινάει, Γέροντα, αυτό; Ας πούμε ότι βρήκε η αδελφή μια τρίχα. Ας την βγάλη στην άκρη.
– Αυτό είναι ευλογία! Δώσ᾿ την σ᾿ εμένα, να την πάρω εγώ ευλογία!... Άχ! Θυμάμαι, μια φορά στο Σινά πηγαίναμε κάπου με έναν μοναχό και του έδωσα δυο ροδάκινα. Τον βλέπω, δεν τα τρώει.
Ήθελε να πάη να τα πλύνη, για να τα φάη, και τα κρατούσε στα χέρια, μην τα βάλη στην τσέπη και κολλήσουν μικρόβια και από την τσέπη!
Ο αδελφός του που είχε οκτώ παιδιά μου έλεγε: «Περισσότερο σαπούνι ξοδεύει αυτός, για να πλύνη τα χέρια του, παρά η γυναίκα μου με τα οκτώ παιδιά που πλένει!».
Και να δήτε τί έπαθε!
Εκεί στο Σινά έδιναν σε κάθε καλόγερο και έναν Βεδουΐνο, για να τον εξυπηρετή, να του πηγαίνη το φαγητό κ.λπ.
Ο Βεδουΐνος που έδωσαν σ᾿ αυτόν ήταν ο πιο βρώμικος απ᾿ όλους. Κατάμαυρος!
Μύριζαν τα ρούχα του, μύριζε ολόκληρος. Μια εβδομάδα έπρεπε να τον βάλης στο μουσκιό, για να καθαρίση! Τα χέρια του ήταν..., μην τα ρωτάς!
Έπρεπε να τα ξύσης με την σπάτουλα!
Εν τω μεταξύ, όταν έπιανε το τσανάκι, για να του πάη το φαγητό, έβαζε τα δυο του δάχτυλα μέσα. «Φύγε, φύγε...», του φώναζε εκείνος, μόλις τον έβλεπε.
Τελικά αυτός ο μοναχός ούτε δυο εβδομάδες δεν κάθησε στο Σινά· έφυγε.
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικός Αγώνας» - 28 -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου