Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

    Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος καταγράφει με λόγια καρδιακά και γι αυτό συγκινητικά την πρώτη του επίσκεψη στο καλύβι του π. Παϊσίου.
Η στέγη του από λαμαρίνα. Ένα κυπαρίσσι ακριβώς δίπλα του σε υποβάλλει. Δεν μιλούμε μεταξύ μας. Σαν κάτι μυστηριακό να προσδοκούμε. Κι εδώ έχει απόλυτη ησυχία κι ας ακούγονται πουλάκια ή τζιτζίκια ή το θρόισμα των φύλλων. Αυτή η ησυχία δεν είναι παράξενη ή ασυνήθιστη μόνο, αλλά αναδίδει μια βαθειά αίσθηση μυστηρίου. Δεν σε προκαλεί για απόλαυση, αλλά σου δημιουργεί κατάνυξη. Δεν ξεκουράζει, αλλά αφυπνίζει.
Πατέρας Παΐσιος - Άγιο Όρος Να! Βρισκόμαστε κιόλας έξω από την πόρτα της καλύβης. Της καλύβης του Τιμίου Σταυρού. Έξω από το ασκητήριο του π. Παϊσίου. Έχω φόβο. Αυτό κυριαρχεί μέσα μου. Το καταλαβαίνω. Αλλά απροσδιόριστο φόβο. Ανομολόγητο δέος και ανέκφραστο θαυμασμό. Χτυπάμε διακριτικά, αν και κάπως επίμονα, την πόρτα της αυλής. Ένα σίδερο κάνει πολύ καλύτερη δουλειά από τα σύγχρονα ηλεκτρικά κουδούνια. Περνούν πέντε λεπτά. Απόκριση καμία. Μπορεί και να μην μας ανοίξει. Αυτό, λένε, είναι το πιο πιθανό. Συνήθως δεν διακόπτει την συνομιλία του με τον Θεό. Εμείς πάντως ελπίζουμε. Ψιθυρίζουμε μεταξύ μας. Δεν τολμούμε να μιλήσουμε πιο δυνατά απ’ όσο χρειάζεται για να ακουγόμαστε. Ούτε αποφασίζουμε να ξαναχτυπήσουμε. Χωρίς αμφιβολία το πρώτο χτύπημα ακούστηκε μέσα στην υποβάλλουσα ησυχία. Η επανάληψή του θα την μόλυνε με τον εγωισμό και την ανυπομονησία μας. Ο γέροντας σίγουρα προσεύχεται, αφού αδιαλείπτως αυτό κάνει.
Μόλις αποφασίζουμε να ξαναδοκιμάσουμε, να, κάτι ακούγεται, μια πόρτα που ανοίγει. Και κάποιος φανερώνεται. Είναι αυτός που κρύβεται και τώρα μόλις τώρα φανερώνεται.
«Δόοξα σοι, ο Θεός», ακούν τ’ αυτιά μου την φωνή του. «Δόξα σοι, ο Θεός» ακούει κι η καρδιά μου την φωνή της. Μας άνοιξε, είπα ανακουφιστικά, αν και με κάποιο φόβο μέσα μου. Έρχεται αργά και σταθερά, σιωπηλός. Ανοίγει την πορτούλα.



Στον χαιρετισμό μας «ευλογείτε», η τρεμάμενη από την κατάνυξη και ασθενική από την σπάνια χρήση φωνή του απαντά:

Άγιος Παΐσιος - Παλαιωμένη Αγιογραφία-Ο Κύριος. Περάστε.
Μπαίνουμε στο απέριττο καλυβάκι του. Όλα μικρά. Οι πόρτες στενές και χαμηλές. Τα ταβάνια επίσης χαμηλά. Ακόμα και οι γεωμετρικές διαστάσεις έχουν ταπείνωση εδώ. Προχωρούμε στο εκκλησάκι του. Το τέμπλο απλό, σανιδένιο. Εικόνες ρώσικες αναγεννησιακές, από σκέτο χαρτί, στερεωμένες με πινέζες και καρφιά στο πλαίσιο που δημιουργεί το σανίδι του τέμπλου, χωρίς ξύλινη πλάτη.
Έξω από το καλύβι ο τάφος του παπα- Τύχωνα, γέροντος του π. Παϊσίου, που είχε κοιμηθεί προ τριετίας. Δύο τρεις ρίζες δεντρολίβανα, ένα κλήμα κι ένα κυπαρίσσι από αυτά που μόνο που τα βλέπεις σου ανεβάζουν την ψυχή στον ουρανό.
Μπαίνουμε στο αρχονταρίκι του, στο καθιστικό του. Δύο επί δυόμισι περίπου μέτρα. Όχι μεγαλύτερο. Μια φυσική προεξοχή στην ρίζα του τοίχου, με μια καφέ στρατιωτική κουβέρτα επάνω της παίζει τον ρόλο του καναπέ. Το κέρασμά του νερό και λουκούμι.
Αγιογραφία με Χρυσό Άγιος Παΐσιος ο ΑγιορείτηςΜας μίλησε και για τα θαυμαστά της προσευχής και της χάριτος του Θεού. Η αγάπη μας πρέπει να είναι ίδια προς όλους. Μόνο τότε είναι αγάπη Θεού. Αν αγαπούμε κάποιους περισσότερο και κάποιους άλλους λιγότερο, πρέπει να υποψιασθούμε εγωισμό. Όσο ξεχνούμε τον εαυτό μας, τόσο αναγνωρίζουμε στην ζωή μας τις ευλογίες του Θεού.
Μ’ όλα αυτά έσπαζε ο γέροντας το κέλυφος του ορθολογισμού μας. Δημιουργούσε υποψίες άλλου φρονήματος ζωής.
… Μου αρκούσε η αίσθηση ότι βρέθηκα δίπλα σ’ έναν υπερβατικό άνθρωπο, γνώρισα έναν ασκητή, αντάμωσα έναν άγιο.

Από το βιβλίο του Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου « Άγιον Όρος, το υψηλότερο σημείο της γης» , Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου