–Γέροντα, πῶς πρέπει νὰ ἐργασθῶ, γιὰ νὰ ἀγαπήσω τὸν Θεό;
–Γιὰ νὰ ἀγαπήσης τὸν Θεό, πρέπει νὰ ξεκινήσης ἀπὸ τὴν θυσία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπολογίζη τὸν ἑαυτό του καὶ θυσιάζεται, τότε τὰ πράγματα πᾶνε κανονικά: ἀγαπάει τὸν πλησίον του, ἀγαπάει τὸν Θεό.
Ὅσοι λένε ὅτι ἀγαποῦν τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν κάνουν μιὰ θυσία γιὰ τὸν πλησίον τους, «ἠγάπησαν τὸν Θεὸν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τῇ γλώσσῃ αὐτῶν ἐψεύσαντο Αὐτῷ»3.
–Γέροντα, πῶς αὐξάνεται ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό;–Νὰ ἔχετε τὸν νοῦ σας συνέχεια στὸν Θεό, νὰ σκέφτεσθε τὸν Θεό. Νὰ λέτε τὴν εὐχή, νὰ μιλᾶτε μὲ τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνη αὐτὴν τὴν ἐργασία, κατ ̓ ἀρχὰς νιώθει λίγο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀργότερα, ὅσο προχωράει, τὴν νιώθει ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Ὁ νοῦς του βρίσκεται μόνιμα πλέον στὸν Θεό, καὶ δὲν τὸν συγκινεῖ τίποτε τὸ γήινο καὶ μάταιο. Στὴν καρδιά του φουντώνει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, γεμίζει καὶ δὲν θέλει πιὰ νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀδιαφορεῖ γιὰ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου καὶ σκέφτεται συνέχεια τὸν Οὐράνιο Πατέρα.
Βλέπεις, ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ ἐφευρέσεις, ἀπορροφοῦνται ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη.
Ποῦ εἶναι ὅμως ἡ δική μας ἀπορρόφηση ἀπὸ τὸν Χριστό;
–Τί μᾶς λείπει,
Γέροντα, καὶ δὲν ἀναζητοῦμε μὲ τέτοιο ζῆλο τὸν Χριστό;
–Τίποτε δὲν μᾶς λείπει.
Μυαλὸ ἔχουμε, ἡλικία ἔχουμε.
Ὁ ἑαυτός μας εἶναι τὸ ἐμπόδιο.Ἂν δὲν πετάξουμε τὸν ἑαυτό μας, πῶς θὰ μπῆ μέσα μας ὁ Χριστός; Ἂν πετάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ φύγη ὁ κακὸς ἐνοικιαστής, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, θὰ κατοικήση στὸ κενὸ τῆς καρδιᾶς ὁ καινὸς ἄνθρωπος τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ θὰ γεμίση ὁ ναός μας, ὅλη ἡ ὕπαρξή μας, ἀπὸ ἀγάπη, γιατὶ θὰ φιλοξενῆται μέσα μας ἡ Ἀγάπη, ὁ Χριστός. Τότε πιὰ ἡ καρδιὰ γίνεται καμπάνα καὶ χτυπάει συνέχεια χαρμόσυνα καὶ τόσο δυνατά, ποὺ κοντεύουν νὰ σπάσουν οἱ τσατμάδες –τὰ κόκκαλα τῶν πλευρῶν
–, οἱ ὁποῖοι εἶναι σουβαντισμένοι μὲ πηλό, ποὺ ἔγινε σάρκα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ.
Κι ἂν βρεθῆς στὴν ἔρημο καὶ δὲν ὑπάρχη ναός, τότε ναὸς εἶναι τὸ σῶμα σου καὶ καμπάνα ἡ καρδιά σου.
Ὅσοι λένε ὅτι ἀγαποῦν τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν κάνουν μιὰ θυσία γιὰ τὸν πλησίον τους, «ἠγάπησαν τὸν Θεὸν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τῇ γλώσσῃ αὐτῶν ἐψεύσαντο Αὐτῷ»3.
–Γέροντα, πῶς αὐξάνεται ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό;–Νὰ ἔχετε τὸν νοῦ σας συνέχεια στὸν Θεό, νὰ σκέφτεσθε τὸν Θεό. Νὰ λέτε τὴν εὐχή, νὰ μιλᾶτε μὲ τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνη αὐτὴν τὴν ἐργασία, κατ ̓ ἀρχὰς νιώθει λίγο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀργότερα, ὅσο προχωράει, τὴν νιώθει ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Ὁ νοῦς του βρίσκεται μόνιμα πλέον στὸν Θεό, καὶ δὲν τὸν συγκινεῖ τίποτε τὸ γήινο καὶ μάταιο. Στὴν καρδιά του φουντώνει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, γεμίζει καὶ δὲν θέλει πιὰ νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀδιαφορεῖ γιὰ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου καὶ σκέφτεται συνέχεια τὸν Οὐράνιο Πατέρα.
Βλέπεις, ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ ἐφευρέσεις, ἀπορροφοῦνται ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη.
Ποῦ εἶναι ὅμως ἡ δική μας ἀπορρόφηση ἀπὸ τὸν Χριστό;
–Τί μᾶς λείπει,
Γέροντα, καὶ δὲν ἀναζητοῦμε μὲ τέτοιο ζῆλο τὸν Χριστό;
–Τίποτε δὲν μᾶς λείπει.
Μυαλὸ ἔχουμε, ἡλικία ἔχουμε.
Ὁ ἑαυτός μας εἶναι τὸ ἐμπόδιο.Ἂν δὲν πετάξουμε τὸν ἑαυτό μας, πῶς θὰ μπῆ μέσα μας ὁ Χριστός; Ἂν πετάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ φύγη ὁ κακὸς ἐνοικιαστής, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, θὰ κατοικήση στὸ κενὸ τῆς καρδιᾶς ὁ καινὸς ἄνθρωπος τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ θὰ γεμίση ὁ ναός μας, ὅλη ἡ ὕπαρξή μας, ἀπὸ ἀγάπη, γιατὶ θὰ φιλοξενῆται μέσα μας ἡ Ἀγάπη, ὁ Χριστός. Τότε πιὰ ἡ καρδιὰ γίνεται καμπάνα καὶ χτυπάει συνέχεια χαρμόσυνα καὶ τόσο δυνατά, ποὺ κοντεύουν νὰ σπάσουν οἱ τσατμάδες –τὰ κόκκαλα τῶν πλευρῶν
–, οἱ ὁποῖοι εἶναι σουβαντισμένοι μὲ πηλό, ποὺ ἔγινε σάρκα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ.
Κι ἂν βρεθῆς στὴν ἔρημο καὶ δὲν ὑπάρχη ναός, τότε ναὸς εἶναι τὸ σῶμα σου καὶ καμπάνα ἡ καρδιά σου.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -105-
3.Βλ. Ψαλμ. 77, 36.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου