ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ ΜΕ
ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ;
π. Δημητρίου Μπόκου
Α΄. Ἡ εἴσοδος τοῦ θανάτου
«Πῶς συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ»; Πῶς ἔγινε ἡ σύζευξη, τὸ πάντρεμα τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τὸν θάνατο; Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητὸς ἢ ἀθάνατος;
Φύσει ἀθάνατος
εἶναι μόνο ὁ Θεός.
Κανένα ἄλλο δημιούργημα, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, δὲν ἔχει ἐκ φύσεως οὔτε τὴν
ὕπαρξη οὔτε τὴν ἀθανασία. Τὰ πάντα γεννιοῦνται, ζοῦν καὶ ὑπάρχουν αἰώνια, ἐπειδὴ
μετέχουν στὴν ἀγαπητικὴ καὶ ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ μόνη πηγὴ
τῆς ζωῆς. Ἀγαπᾶ τὰ πάντα καὶ τὰ διακρατεῖ
σὲ αἰώνια ὕπαρξη, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸ θέλει.
Ὁ
Θεὸς δὲν ἔκαμε οὔτε θνητὸ οὔτε ἀθάνατο τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἔκαμε ἐλεύθερο. Μὲ δικό
του αὐτεξούσιο θέλημα. Τὸν ἄφησε νὰ διαλέξει μόνος του τὴν ἀθανασία ἢ τὸν θάνατο.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ γίνει ὅ,τι θέλει. «Ἰδοὺ δέδωκα πρὸ προσώπου σου τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ
κακόν. Ἔκλεξαι τὴν ζωήν», συμβουλεύει καὶ προτρέπει ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ἀναιρεῖ
οὔτε στὸ ἐλάχιστο τὴν ἐλευθερία ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου (Δευτ. 30, 15, 19).
Ἡ
ἀγάπη, ἡ πρόνοια καὶ ἡ ζωοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ὀμφάλιος λῶρος ποὺ
τρέφει, ζωοποιεῖ, αὐξάνει καὶ τελικὰ ἀθανατίζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος τοποθετήθηκε
ἀρχικὰ στὸν παράδεισο, γιὰ νὰ διανύσει αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ στάδιο ἀνάπτυξης, νὰ
φτάσει δηλαδὴ ἀπὸ τὴ νηπιακὴ κατάσταση (Α΄ Κορ. 13, 11)
στὴν πνευματική του ἐνηλικίωση.
Τέρμα
τῆς φάσης αὐτῆς θὰ ἦταν ἡ θέωση, ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀθανασίας, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀπόλυτης
ἕνωσής του μὲ τὸν Θεό, τῆς πλήρους μετοχῆς του στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως διάλεξε μὲ δική του εὐθύνη, ἐλεύθερα καὶ «συμβουλίᾳ τοῦ ὄφεως», μὲ προτροπὴ τοῦ διαβόλου, τὴ διακοπὴ τῆς
σχέσης του μὲ τὸν Θεό.
Ὁ
Θεὸς εἶχε προειδοποιήσει: Ἂν γίνει αὐτό, «θανάτῳ
ἀποθανεῖσθε». Θὰ πεθάνετε. Προσοχή: Δὲν ἀπείλησε, δὲν εἶπε θὰ σᾶς τιμωρήσω μὲ θάνατο.
Προειδοποίησε ὅτι φυσικὴ κατάληξη τῆς διακοπῆς τῆς σχέσης τους μὲ τὴν πηγὴ τῆς
ζωῆς θὰ εἶναι ὁ θάνατος. Θὰ γίνετε θνητοί, τοὺς εἶπε. Τί γίνεται ὅταν κοπεῖ ὁ ὀμφάλιος
λῶρος τοῦ ἀγέννητου βρέφους; Ἢ ὅταν τὸ νήπιο ἀρνεῖται τὸν μαστὸ τῆς μητέρας
του; Ἢ ὅταν ἕνα κλαδί, ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ θαλερό, κόβεται ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ
δέντρου, ἀπὸ ὅπου παίρνει τοὺς χυμούς;
Ἁπλᾶ
πράγματα δηλαδή. Δὲν ἦταν τιμωρία ἐκ τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος. Ἁπλῆ συνέπεια τῆς διακοπῆς
τῆς τροφοδοσίας ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς.
«Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ
ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων. Ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα» (Σοφ. Σολ. 1, 13-14).
Δὲν εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος. Δὲν τὸν εὐχαριστεῖ νὰ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι.
Αὐτὸς ἔφτιαξε τὰ πάντα γιὰ νὰ ὑπάρχουν αἰώνια. «Ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν
αὐτόν» (Σοφ.
Σολ. 2, 23). Ὁ ἄνθρωπος ὅμως
διακόπτοντας τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, προκάλεσε στὸν ἑαυτό
του τὴ θνητότητα. Δημιούργησε τὶς προϋποθέσεις ποὺ ἔφεραν πρῶτα τὸν πνευματικὸ
θάνατο καί, στὴ συνέχεια, τὴ φυσική του συνέπεια: Τὴν ὑλικὴ φθορά.
Τὴν ἀρρώστια, τὰ γηρατειὰ καὶ τὸν βιολογικὸ θάνατο, τελικό ἐπιστέγασμα τῆς ὅλης
φθορᾶς.
Ἀθετώντας
τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκολουθώντας τὸ δικό του θέλημα ὁ ἄνθρωπος, νόμισε πὼς βρῆκε
νέο φίλο, τὸν θάνατο. Καὶ τὸν προσκάλεσε «χερσὶ
καὶ λόγοις», μὲ τὰ ἴδια του τὰ ἔργα, νὰ μπεῖ στὴ ζωή του. Ὑπέγραψε συνθήκη
φιλίας μαζί του! Μὰ κάθε ἄλλο παρὰ φίλο βρῆκε σ’ αὐτόν. Ἀντιθέτως! Ἔλειωσε κάτω
ἀπὸ τὸ βάρος του. Ἔγινε κτῆμα του, ὑποδουλώθηκε, καταστράφηκε. Ὁ θάνατος
κυριάρχησε δικαιωματικὰ πάνω του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος τοῦ δόθηκε θεληματικὰ (Σοφ. Σολ. 1, 16). Στὴν τραγωδία του αὐτή ὁ ἄνθρωπος
ὠθήθηκε βέβαια ἀπὸ τὸν διάβολο. «Φθόνῳ
διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον» (Σοφ. Σολ. 2, 24).
Β΄. Ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου
Γιὰ
τὴ διόρθωση τοῦ κακοῦ αὐτοῦ, γιὰ νὰ ξαναβάλει τὸν ἄνθρωπο σὲ προοπτικὴ ζωῆς καὶ ἀθανασίας, ὁ
Χριστὸς γίνεται ἄνθρωπος. Τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὀντολογικὸ καὶ ὄχι νομικό.
Δὲν χρωστοῦσε ἁπλῶς κάποιο χρέος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποπληρώσει, ἀλλὰ εἴχε
καταστραφεῖ ὡς ὕπαρξη, ὡς ὄν.
Ὁ
Χριστὸς ἔρχεται λοιπὸν γιὰ νὰ ἐπιχειρήσει μιὰ νέα δημιουργία (ἀνάπλαση), ἀφοῦ ἡ
πρώτη ἀπέτυχε. Νὰ ξαναφτιάξει ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὸ διαλυμένο του δημιούργημα. Ὄχι γιὰ
νὰ λύσει μερικὰ προβλήματα τοῦ κόσμου. Δὲν δίνει μερικὲς ἀσπιρίνες γιὰ τοὺς
πονοκεφάλους τοῦ κόσμου (π.
Γ. Μεταλληνός).
Ἦρθε γιὰ νὰ χτυπήσει τὸ κέντρο τοῦ κακοῦ. Νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ
διαβόλου, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία (Α΄ Ἰω. 3,
8). Νὰ
πολεμήσει τὸν ἔσχατο ἐχθρό. Νὰ καταργήσει τὸν θάνατο (Α΄ Κορ. 15, 26). Νὰ ξαναδώσει ζωὴ καὶ μάλιστα περίσσευμα,
ἀφθονία ζωῆς (Ἰω.
10. 10).
Ἔτσι
λοιπὸν προσλαμβάνει, παίρνει ἐπάνω του καὶ ἀναπλάττει, ξαναγεννάει τὴν
κατεστραμμένη φύση τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν ὁδηγεῖ διὰ μέσου τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου
στὴν ἀνάσταση. Τὴν κάνει καινὴ κτίση, καινούργιο δημιούργημα (Β΄ Κορ. 5, 17). Τὴν ἀποκαθιστᾶ στὸ ἀρχικό της
μεγαλεῖο, «θανάτῳ θάνατον πατήσας». Τὴν
ἀντιπροσφέρει ξανὰ σὲ μᾶς ἁγιασμένη πλέον, ὡς Σάρκα καὶ Αἷμα Του, ὡς φάρμακο θεραπείας
καὶ ἀθανασίας, γιὰ νὰ νικήσει καὶ ὁ καθένας μας προσωπικά, ἂν τὸ θέλει, τὴν ἀρρώστια
τῆς ἁμαρτίας. Νὰ γεννηθεῖ ἐκ νέου «εἰς ζωὴν
αἰώνιον», νὰ μεταβεῖ «ἐκ θανάτου πρὸς
ζωὴν καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».
Ἄνοιξε
πλέον ὁ πρὶν κλεισμένος δρόμος γιὰ νὰ γυρίσουμε ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴν πατρίδα
μας. Ὑπάρχει τώρα αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχε πρίν: Δυνατότητα ἐπιστροφῆς. Ἀλλὰ εἶναι
στὸ χέρι μας καὶ πάλι, ὅπως καὶ τότε στὸν παράδεισο, νὰ διαλέξουμε ἢ τὴ ζωὴ ἢ τὸν
θάνατο. Ποτὲ δὲν
καταργεῖται ἡ ἐλευθερία μας.
Ὁ
Θεὸς ἔχει νὰ διαδραματίσει ἀκόμα μιὰ συγκλονιστικὴ παρέμβαση στὴν ἱστορία μας. Ἀπομένει
ἕνα τελευταῖο καθοριστικὸ βῆμα του γιὰ τὴν ὁριστική μας ἀποκατάσταση. Ἔχει ὁρίσει
ἕνα χρονικὸ διάστημα καὶ γιὰ τὴ δική μας δοκιμασία. Ἡ σωτηρία μας ὑπάρχει ἀπὸ τὸν
Χριστὸ ὡς
δυνατότητα. Θὰ γίνει προσωπική μας ὑπόθεση, μόνο ἂν τὸ θελήσουμε ἐμεῖς.
Μόνο ἂν ἐπιλέξουμε ἐλεύθερα ἐμεῖς νὰ διανύσουμε τὴ φάση τῆς δικῆς μας πνευματικῆς
ἐνηλικίωσης.
Ὅταν
λοιπὸν τελειώσει ἡ προθεσμία τῆς δοκιμασίας μας αὐτῆς, θὰ σημάνει ἡ ὥρα τῆς
Δευτέρας ἐπὶ γῆς Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Τότε θὰ καταργηθεῖ καὶ τὸ τελευταῖο
σύμπτωμα τῆς φθορᾶς, ὁ προσωρινὸς βιολογικός μας θάνατος, ἕνα δευτερεῦον (μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ) γεγονός, στὸ
ὁποῖο δυστυχῶς ἀποδίδουμε σημασία πρωτεύουσα. «Ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ» οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν.
Τὰ σώματά μας θὰ ξαναφτιαχτοῦν. Γερά, νεανικά, ἄφθαρτα, ἀθάνατα. Ἡ φθορὰ θὰ ἐξαφανισθεῖ
διὰ παντὸς ἀπὸ τὴ σύνολη δημιουργία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ψυχὴ καὶ σῶμα, θὰ ἑνοποιηθεῖ
ἄρρηκτα καὶ αἰώνια. Ὁ Θεὸς θὰ ἀποδώσει τότε στὸν ἄνθρωπο τὴν πλήρη του τελειότητα.
Μὰ
ἐκεῖ σταματάει καὶ ὁ ρόλος του. Ἀπὸ ’κεῖ καὶ πέρα ὁ καθένας θὰ πάει νὰ ζήσει ὅπου
διάλεξε. Ὅπου τοῦ ἀρέσει περισσότερο. Ὅπου θὰ ἔχει ἤδη κλείσει ἀπὸ πρίν, ἀπὸ ἐδῶ,
θέση καὶ δωμάτιο. Ὑπάρχουν μόνο δυὸ δυνατότητες: Ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ αἰώνια
κόλαση. Τρίτη δυνατότητα, ἀνυπαρξία, ἐπαναφορὰ στὸ μηδέν, ὅπως πιστεύουν καὶ θέλουν
μερικοί, δὲν ὑπάρχει.
Τὶς
ὑπάρχουσες δύο προοπτικὲς δὲν μᾶς τὶς ἐπιβάλλει ὁ Θεός. Ἂς τὸ βάλουμε καλὰ στὸ
μυαλό μας: Ἐμεῖς
κανονίζουμε τὰ πάντα. Ἡ ἐπιλογὴ εἶναι πάντοτε δική μας. Μπροστὰ σ’ αὐτὴν
ὁ Θεὸς στέκεται ἀνίσχυρος. Πάει περίπατο ἡ παντοδυναμία του. Χαίρεται ἢ λυπᾶται
γιὰ τὶς ἐπιλογές μας, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς μετατρέψει.
Δὲν
θὰ μᾶς διώξει ἀπ’ τὸν παράδεισο ὁ Θεός. Ἐμεῖς θὰ ἀρνηθοῦμε νὰ μποῦμε καὶ νὰ κατοικήσουμε
ἐκεῖ.
Δὲν
θὰ μᾶς τιμωρήσει μὲ καμμιὰ κόλαση ὁ Θεός. Θὰ τὴν ἔχουμε διαλέξει μόνοι μας ἐμεῖς, ἀρνούμενοι,
μὴ ὑποφέροντας νὰ ζήσουμε μαζί του στὴ Βασιλεία του.
Αὐτὸ
θὰ εἶναι τὸ τραγικό!
Κάποτε
λοιπὸν παντρευτήκαμε τὸν θάνατο. Τὸ εἴδαμε, τὸ ζήσαμε πὼς ἦταν μιὰ λάθος μας ἐπιλογή.
Τί μᾶς ἐμποδίζει γιὰ ἕνα τολμηρὸ διαζύγιο;
Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος εἶναι στὸ χέρι μας τελικά.
30 Αὐγούστου 2015
Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820-25861/23075/697-280.9268
e-mail: antiyli.gr@gmail.com
Ως εκ τούτου η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του. Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την τρίτη ημέρα, Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθείτη δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων.»
Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γη, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».
Σε γράμμα του προς τον αδελφό μιας αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει:
«Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μια άλλη τάξη ζωής… Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι όμως ακριβώς εδώ.
Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νοιώθουμε οδύνη σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας».
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία, δεν συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδο τους στους Ουρανούς.
Άλλοι, ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγο που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει.
Από την άλλη οι σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ατελείς καθώς είναι, ανήκουν όλες στον εξής κανόνα: η «εξωσωματική» κατάσταση αποτελεί μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης «περιπλάνησης» της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της. Όμως κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους αγγέλους που πρόκειται να τον συνοδεύσουν.
οί επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες αποκλίσεις από το γενικό κανόνα για την μεταθανάτια εμπειρία αποδεικνύουν την ύπαρξη «αντιφάσεων» στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Αυτοί οι επικριτές όμως είναι απλώς και μόνο προσκολλημένοι στις «κατά γράμμα» ερμηνείες. Η περιγραφή των πρώτων δύο ημερών, καθώς και των επομένων, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κάποια μορφή δόγματος. Είναι απλώς ένα «μοντέλο», το οποίο μάλιστα εκφράζει την πιο συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο.
Οι πολλές περιπτώσεις, τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις αναφορές σύγχρονων σχετικών εμπειριών, όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν το ότι όντος η ψυχή συνήθως παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο. Κατά την τρίτη ημέρα, και συχνά πιο πριν, η περίοδος αυτή φθάνει στο τέλος της.
Τα τελώνια
Την ώρα αυτή (την τρίτη ημέρα), η ψυχή διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων που παρεμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει. Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τα επονομαζόμενα «τελώνια», σε καθένα από τα οποία περνά από δοκιμασία κάθε μορφή αμαρτίας.
Η ψυχή αφού περάσει από ένα τελώνιο, συναντά το επόμενο, και μόνον αφού έχει διέλθει επιτυχώς από όλα τα τελώνια μπορεί αν συνεχίσει την πορεία της χωρίς να απορριφθεί βιαίως στη γέεννα. Το πόσο φοβεροί είναι αυτοί οι δαίμονες και τα τελώνια τους φένεται στο γεγονός ότι η ίδια η Παναγία, όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο Της, ικέτευσε τον Υιό Της να διασώσει την ψυχή Της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή Της, ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε από τους Ουρανούς για να παραλάβει την ψυχή της Πάναγνου Μητρός Του και να την οδηγήσει στους Ουρανούς.
Φοβερή είναι πράγματι, η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, και για το λόγο αυτό η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη τότε από προσευχές για την σωτηρία της.
Σύντομα, μετά τον θάνατο, η ψυχή πράγματι βιώνει μια κρίση, τη Μερική Κρίση, ως τελική συγκεφαλαίωση του «αοράτου πολέμου» που έχει διεξαγάγει ή που απέτυχε να διεξαγάγει, στην επίγεια ζωή κατά τω πεπτωκότων πνευμάτων. Συνεχίζοντας την επιστολή του προς τον αδελφό της αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο έγκλειστος γράφει: «Λίγο μετά το θάνατο, η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα για να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια. Στον αγώνα της η αδελφή σου χρειάζεται βοήθεια! Θα πρέπει να στρέψεις όλη σου την προσοχή και όλη σου την αγάπη γι’ αυτήν στο πως θα την βοηθήσεις.
Πιστεύω πως η μεγαλύτερη έμπρακτη απόδειξη της αγάπης σου θα είναι να αφήσεις την φροντίδα του νεκρού της σώματος στους άλλους, να αποχωρήσεις και, μένοντας μόνος σου οπουδήποτε μπορείς, να βυθιστείς σε προσευχή για την ψυχή της, για τη νέα κατάσταση στην οποία βρίσκεται και για τις καινούριες, απροσδόκητες ανάγκες της. Συνέχισε την ακατάπαυστη ικεσία σου στον Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο. Όταν πέθανε η Οσία Θεοδώρα, το σακούλι από το οποίο πήραν χρυσό οι άγγελοι για να τη γλιτώσουν από τα τελώνια ήταν οι προσευχές του πνευματικού της πατέρα. Έτσι θα γίνει και με τις δικές σου προσευχές. Μην παραλείψεις να κάνεις όσα σου είπα. Αυτό είναι η πραγματική αγάπη.»
Το «σακούλι» από το οποίο πήραν «χρυσό» οι άγγελοι και «εξόφλησαν τα χρέη» της Οσίας Θεοδώρας στα τελώνια έχει συχνά παρανοηθεί από κάποιους επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας.
Μερικές φορές συγκρίνεται με τη λατινική έννοια του «πλεονάσματος χάριτος» των αγίων. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιοι επικριτές ερμηνεύουν κατά γράμμα τα Ορθόδοξα κείμενα. Σε τίποτε άλλο δεν αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα παρά στις προσευχές της Εκκλησίας για τους αναπαυθέντες και ειδικότερα στις προσευχές ενός αγίου ανθρώπου και πνευματικού πατέρα. Είναι σχεδόν περιττό να πούμε ότι όλες αυτές οι περιγραφές έχουν μεταφυσική έννοια.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει σχετικές αναφορές σε πολλές από τις ακολουθίες της, μερικές εκ των οποίων αναφέρονται στο κεφάλαιο περί τελωνίων. Ειδικότερα, η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως απαραίτητο να συνοδεύει με αυτήν τη διδασκαλία κάθε τέκνο της που αποθνήσκει. Στον «Κανόνα για την Αναχώρηση της Ψυχής», που διαβάζεται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού, υπάρχουν τα παρακάτω τροπάρια:
«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσέ με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)
«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)
«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.
Οι σαράντα ημέρες
Κατόπιν, έχοντας επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, η ψυχή για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών.
Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως.
Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγγέλου στον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.
Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η Οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα, ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου.
Η κατάσταση των ψυχών μέχρι την Τελική Κρίση
Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μια κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μια κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών.
Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση, έχουν περιγραφεί σε πολλούς βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπετούας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκα με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό, καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος.
Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπετούας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπετούα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κολάσεως.
Στο βίο μιας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μια παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για τη Οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της.
Μετά το θάνατο του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του Οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβνα και να ζητήσει τη συμβουλή της… Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.»
Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άνδρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της.
Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει την νηστεία και την προσευχή.
Τελείωσαν κι άλλες σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δύο άνδρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του.
Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για Τρίτη φορά.
Όταν τελείωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άνδρας, αγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δε φαίνονταν πουθενά. Ο άγνωστος άνδρας ακούστηκε να λέει: «Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γη.»
Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και εκείνη της απάντησε:
«Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.»
Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δεν «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκη τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο. Πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτιώσεως της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο.
Από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ - Οι πρώτες δύο ημέρες μετά το θάνατο.
Η ψυχή μετά τον θάνατο - Οι πρώτες δύο ημέρες
Για διάστημα δύο ημερών η ψυχή
απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα να επισκεφθεί τόπους
που της ήτα προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την Τρίτη ημέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες.
Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο,...του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την Τρίτη ημέρα μετά θάνατο:
«Όταν γίνεται η προσφορά της αναίμακτης θυσίας (μνημόσυνο στη
θεία λειτουργία) στην Εκκλησία την τρίτη ημέρα, η ψυχή του κεκοιμημένου
δέχεται από τον φύλακα άγγελο της ανακούφιση για τη λύπη που
αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα… Στο διάστημα των δύο
πρώτων ημερών επιτρέπεται στην ψυχή να περιπλανηθεί στον κόσμο,
οπουδήποτε εκείνη επιθυμεί, με τη συντροφιά των αγγέλων που τη
συνοδεύουν.Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο,...του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την Τρίτη ημέρα μετά θάνατο:
Ως εκ τούτου η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του. Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την τρίτη ημέρα, Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθείτη δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων.»
Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γη, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».
Σε γράμμα του προς τον αδελφό μιας αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει:
«Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μια άλλη τάξη ζωής… Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι όμως ακριβώς εδώ.
Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νοιώθουμε οδύνη σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας».
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία, δεν συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδο τους στους Ουρανούς.
Άλλοι, ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγο που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει.
Από την άλλη οι σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ατελείς καθώς είναι, ανήκουν όλες στον εξής κανόνα: η «εξωσωματική» κατάσταση αποτελεί μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης «περιπλάνησης» της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της. Όμως κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους αγγέλους που πρόκειται να τον συνοδεύσουν.
οί επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες αποκλίσεις από το γενικό κανόνα για την μεταθανάτια εμπειρία αποδεικνύουν την ύπαρξη «αντιφάσεων» στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Αυτοί οι επικριτές όμως είναι απλώς και μόνο προσκολλημένοι στις «κατά γράμμα» ερμηνείες. Η περιγραφή των πρώτων δύο ημερών, καθώς και των επομένων, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κάποια μορφή δόγματος. Είναι απλώς ένα «μοντέλο», το οποίο μάλιστα εκφράζει την πιο συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο.
Οι πολλές περιπτώσεις, τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις αναφορές σύγχρονων σχετικών εμπειριών, όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν το ότι όντος η ψυχή συνήθως παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο. Κατά την τρίτη ημέρα, και συχνά πιο πριν, η περίοδος αυτή φθάνει στο τέλος της.
Τα τελώνια
Την ώρα αυτή (την τρίτη ημέρα), η ψυχή διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων που παρεμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει. Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τα επονομαζόμενα «τελώνια», σε καθένα από τα οποία περνά από δοκιμασία κάθε μορφή αμαρτίας.
Η ψυχή αφού περάσει από ένα τελώνιο, συναντά το επόμενο, και μόνον αφού έχει διέλθει επιτυχώς από όλα τα τελώνια μπορεί αν συνεχίσει την πορεία της χωρίς να απορριφθεί βιαίως στη γέεννα. Το πόσο φοβεροί είναι αυτοί οι δαίμονες και τα τελώνια τους φένεται στο γεγονός ότι η ίδια η Παναγία, όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο Της, ικέτευσε τον Υιό Της να διασώσει την ψυχή Της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή Της, ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε από τους Ουρανούς για να παραλάβει την ψυχή της Πάναγνου Μητρός Του και να την οδηγήσει στους Ουρανούς.
Φοβερή είναι πράγματι, η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, και για το λόγο αυτό η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη τότε από προσευχές για την σωτηρία της.
Σύντομα, μετά τον θάνατο, η ψυχή πράγματι βιώνει μια κρίση, τη Μερική Κρίση, ως τελική συγκεφαλαίωση του «αοράτου πολέμου» που έχει διεξαγάγει ή που απέτυχε να διεξαγάγει, στην επίγεια ζωή κατά τω πεπτωκότων πνευμάτων. Συνεχίζοντας την επιστολή του προς τον αδελφό της αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο έγκλειστος γράφει: «Λίγο μετά το θάνατο, η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα για να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια. Στον αγώνα της η αδελφή σου χρειάζεται βοήθεια! Θα πρέπει να στρέψεις όλη σου την προσοχή και όλη σου την αγάπη γι’ αυτήν στο πως θα την βοηθήσεις.
Πιστεύω πως η μεγαλύτερη έμπρακτη απόδειξη της αγάπης σου θα είναι να αφήσεις την φροντίδα του νεκρού της σώματος στους άλλους, να αποχωρήσεις και, μένοντας μόνος σου οπουδήποτε μπορείς, να βυθιστείς σε προσευχή για την ψυχή της, για τη νέα κατάσταση στην οποία βρίσκεται και για τις καινούριες, απροσδόκητες ανάγκες της. Συνέχισε την ακατάπαυστη ικεσία σου στον Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο. Όταν πέθανε η Οσία Θεοδώρα, το σακούλι από το οποίο πήραν χρυσό οι άγγελοι για να τη γλιτώσουν από τα τελώνια ήταν οι προσευχές του πνευματικού της πατέρα. Έτσι θα γίνει και με τις δικές σου προσευχές. Μην παραλείψεις να κάνεις όσα σου είπα. Αυτό είναι η πραγματική αγάπη.»
Το «σακούλι» από το οποίο πήραν «χρυσό» οι άγγελοι και «εξόφλησαν τα χρέη» της Οσίας Θεοδώρας στα τελώνια έχει συχνά παρανοηθεί από κάποιους επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας.
Μερικές φορές συγκρίνεται με τη λατινική έννοια του «πλεονάσματος χάριτος» των αγίων. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιοι επικριτές ερμηνεύουν κατά γράμμα τα Ορθόδοξα κείμενα. Σε τίποτε άλλο δεν αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα παρά στις προσευχές της Εκκλησίας για τους αναπαυθέντες και ειδικότερα στις προσευχές ενός αγίου ανθρώπου και πνευματικού πατέρα. Είναι σχεδόν περιττό να πούμε ότι όλες αυτές οι περιγραφές έχουν μεταφυσική έννοια.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει σχετικές αναφορές σε πολλές από τις ακολουθίες της, μερικές εκ των οποίων αναφέρονται στο κεφάλαιο περί τελωνίων. Ειδικότερα, η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως απαραίτητο να συνοδεύει με αυτήν τη διδασκαλία κάθε τέκνο της που αποθνήσκει. Στον «Κανόνα για την Αναχώρηση της Ψυχής», που διαβάζεται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού, υπάρχουν τα παρακάτω τροπάρια:
«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσέ με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)
«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)
«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.
Οι σαράντα ημέρες
Κατόπιν, έχοντας επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, η ψυχή για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών.
Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως.
Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγγέλου στον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.
Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η Οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα, ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου.
Η κατάσταση των ψυχών μέχρι την Τελική Κρίση
Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μια κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μια κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών.
Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση, έχουν περιγραφεί σε πολλούς βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπετούας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκα με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό, καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος.
Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπετούας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπετούα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κολάσεως.
Στο βίο μιας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μια παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για τη Οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της.
Μετά το θάνατο του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του Οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβνα και να ζητήσει τη συμβουλή της… Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.»
Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άνδρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της.
Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει την νηστεία και την προσευχή.
Τελείωσαν κι άλλες σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δύο άνδρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του.
Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για Τρίτη φορά.
Όταν τελείωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άνδρας, αγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δε φαίνονταν πουθενά. Ο άγνωστος άνδρας ακούστηκε να λέει: «Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γη.»
Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και εκείνη της απάντησε:
«Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.»
Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δεν «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκη τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο. Πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτιώσεως της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο.
Από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ - Οι πρώτες δύο ημέρες μετά το θάνατο.
Γιὰ τὸν θάνατο
Όσιος Γέροντας Πορφύριος
“Μέσα στὴν Ἐκκλησία! Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ σωτηρία”, μᾶς ἔλεγε πάντα ὁ
Παππούλης. “Ὅποιος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας δὲ φοβᾶται τὸ δεύτερο
θάνατο. Δὲν ὑπάρχει θάνατος γιὰ ὅποιον εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι τέλεια, δὲν ἔχει οὐδεμία ἀτέλεια”.
Δὲν ὑπάρχει θάνατος, μᾶς εἶπε. Μὴ φοβᾶσαι τὸ θάνατο. Ὅποιος πέθανε γιὰ
τὸ Χριστό, δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν θάνατος. Κι ἂν δὲν πέθανες, νὰ
πεθάνεις!
Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,
ᾍδου τὴν καθαίρεσιν,
Ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν.
Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸ αἴτιον.
Τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων,
Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον.
Νὰ πιστεύεις ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος
Μποροῦμε νὰ ζοῦμε μέσα στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποτὲ νὰ μὴ σκεπτόμαστε τὸ
θάνατο. Καὶ νὰ ἔρθει τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, καὶ νὰ εἶναι τὸ πόδι σου
μέσα στὸ λάκκο. Ἐσὺ μπορεῖ νὰ φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, νὰ
φτιάχνεις περβόλια γιὰ τοὺς συνανθρώπους σου, νὰ φτιάχνεις ἐκκλησίες καὶ
νὰ εἶναι τὸ ἕνα σου ποδάρι μέσα στὸ λάκκο.
Γιατί τὰ κάνεις αὐτά; Ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος
καὶ θέλεις καὶ οἱ συνάνθρωποί σου, ποὺ θὰ ἔρθουνε πάλι ἐδῶ, νὰ βροῦνε
κάτι, νὰ γίνουνε καλοί, νὰ μὴ γίνουνε κλέφτες καὶ κλέβει ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον. Γι’ αὐτὸ φυτεύεις καὶ τὰ φροῦτα καὶ τὰ καρύδια καὶ τὰ σύκα. Γι’
αὐτὸ φτιάχνεις καὶ τὴν Ἐκκλησία.
Δὲν θὰ δοκιμάσουμε “πεθαμενίλα”
Ἤμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου.
Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ
τὰ χώματα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σὠματος…
Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς
χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα “σκωλήκων
βρῶμα καὶ δυσωδία”. Ἐπάνω σ’ αὐτὲς τὶς μελαγχολικὲς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ
Παππούλης μ’ ἕνα τηλεφώνημά του.
– Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;
– Ὄχι, Γέροντα. Τελείωσα.
– Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο στὸ Ε΄ Κεφάλαιο, στίχος 24 – εἶναι τὸ
Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες – καὶ διάβασέ το ἀργά.
Ἄρχισα νὰ διαβάζω: “Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν. ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ
πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται,
ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν”.
Μὲ διέκοψε ἀπότομα:
– Τὸ κατάλαβες. Δὲν ὑπάρχει θάνατος! Δὲν θὰ δοκιμάσουμε τὴν
“πεθαμενίλα”! “Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν”. Πόσο μᾶς
ἀγάπησε ὁ Θεός… Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς
Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: “Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη,
οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ ”Ιησοῦ ἄξει σὐν αὐτῷ”. Τὸ
σκέφτηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ “ἄξει σὺν αὐτῷ”; Ὁ Θεὸς δὲν θὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ
πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ
ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καλὰ σοῦ τὸ εἶπα: δὲν θὰ δοκιμάσουμε
“πεθαμενίλα”. Τὸ κατάλαβες;
Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Χριστό.
– Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφὶμ καὶ τὰ Χερουβίμ,
ἀενάως. Ναί, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε
ὁ Θεός…
Ἡ φωνή του ἔσβησε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση:
– Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ
μᾶς δωρίζει ὁ Θεός;
(Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 198-200
Άγιος Πορφύριος http://www.porphyrios.net/%CE%B4%E1%BD%B2%CE%BD-%E1%BD%91%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82/
Άγιος Πορφύριος http://www.porphyrios.net/%CE%B4%E1%BD%B2%CE%BD-%E1%BD%91%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82/
Γιὰ τὸν θάνατο
Όσιος Γέροντας Πορφύριο
“Μέσα στὴν Ἐκκλησία! Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ σωτηρία”, μᾶς ἔλεγε πάντα ὁ Παππούλης. “Ὅποιος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας δὲ φοβᾶται τὸ δεύτερο θάνατο. Δὲν ὑπάρχει θάνατος γιὰ ὅποιον εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι τέλεια, δὲν ἔχει οὐδεμία ἀτέλεια”. Δὲν ὑπάρχει
θάνατος, μᾶς εἶπε. Μὴ φοβᾶσαι τὸ θάνατο. Ὅποιος πέθανε γιὰ τὸ Χριστό, δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν θάνατος.
Κι ἂν δὲν πέθανες, νὰ πεθάνεις! Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τὴν καθαίρεσιν, Ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν. Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸ αἴτιον. Τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων, Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον. Νὰ πιστεύεις ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος Μποροῦμε νὰ ζοῦμε μέσα στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποτὲ νὰ μὴ σκεπτόμαστε
τὸ θάνατο. Καὶ νὰ ἔρθει τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, καὶ νὰ εἶναι τὸ πόδι σου
μέσα στὸ λάκκο. Ἐσὺ μπορεῖ νὰ φυτεύεις
συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, νὰ φτιάχνεις
περβόλια γιὰ τοὺς συνανθρώπους σου, νὰ φτιάχνεις ἐκκλησίες καὶ νὰ εἶναι τὸ ἕνα σου ποδάρι μέσα στὸ λάκκο. Γιατί τὰ κάνεις αὐτά; Ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος καὶ θέλεις καὶ οἱ συνάνθρωποί σου, ποὺ θὰ ἔρθουνε πάλι ἐδῶ, νὰ βροῦνε κάτι, νὰ γίνουνε καλοί, νὰ μὴ γίνουνε κλέφτες καὶ κλέβει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ φυτεύεις καὶ τὰ φροῦτα καὶ τὰ καρύδια καὶ τὰ σύκα. Γι’ αὐτὸ φτιάχνεις
καὶ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν θὰ δοκιμάσουμε
“πεθαμενίλα” Ἤμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου. Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὰ χώματα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σὠματος… Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα “σκωλήκων
βρῶμα καὶ δυσωδία”. Ἐπάνω σ’ αὐτὲς τὶς μελαγχολικὲς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ Παππούλης μ’ ἕνα τηλεφώνημά του. – Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα; – Ὄχι, Γέροντα. Τελείωσα. – Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο στὸ Ε΄ Κεφάλαιο, στίχος 24 – εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες – καὶ διάβασέ το ἀργά. Ἄρχισα νὰ διαβάζω: “Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν. ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν
ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν”. Μὲ διέκοψε ἀπότομα: – Τὸ κατάλαβες. Δὲν ὑπάρχει θάνατος! Δὲν θὰ δοκιμάσουμε τὴν “πεθαμενίλα”! “Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν”.
Πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός… Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: “Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ ”Ιησοῦ ἄξει σὐν αὐτῷ”. Τὸ σκέφτηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ “ἄξει σὺν αὐτῷ”; Ὁ Θεὸς δὲν θὰ
συγκεντρώσει ἐκεῖ πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη
φύση. Καλὰ σοῦ τὸ εἶπα: δὲν θὰ δοκιμάσουμε “πεθαμενίλα”. Τὸ κατάλαβες; Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα
Χριστό. – Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφὶμ καὶ τὰ Χερουβίμ, ἀενάως. Ναί, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός… Ἡ φωνή του ἔσβησε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση: – Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς δωρίζει ὁ Θεός; (Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 198-200
Άγιος Πορφύριος http://www.porphyrios.net
Άγιος Πορφύριος http://www.porphyrios.net
Γέροντας Παϊσιος-Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη
Γέροντας Παϊσιος
«Είναι
πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε
στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος
αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση».
Πρέπει
να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο
θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας
αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας
υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται,
γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν
στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν
και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο.
Αν
πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να
πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι
νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει
φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά
χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση.
Τι
λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη
έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε
μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή
ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν
σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε
στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι” αυτόν.
Η μετά θάνατον ζωή - Οι υπόδικοι νεκροί
- Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
-
Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιοκ», δηλαδή δεν
ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει,
τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση,
κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ” αυτήν την ζωή
κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν
αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη
και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την
ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει,
αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί
ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που
πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται
ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
- Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;
-
Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες
που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση.
Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
- Και οι Άγιοι και ο ληστής;
-
Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την
τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν
λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το
«μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει –
παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς
παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν
μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα
Κρίση.
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους
- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
-
Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να
βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα
ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς
που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι
δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά
περιμένουν από μας βοήθεια. Γι” αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με
την προσευχή μας.
Μου
λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς
βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό,
όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια.
Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον
πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον
πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του;
Οι
άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή
τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν
και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο
Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η
Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ” αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με
τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και
αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την
προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια
«φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο.
Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».
Όπως
ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους
πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές
και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των
ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία
ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να
γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να
βοηθηθούν.
Ο
Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία
τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα
στον διάβολο να πη: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως
εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να
επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή
για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι”
αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα
είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την
δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία
Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το
σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή.
Στον
κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην
εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι
ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε
κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για
τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
-
Εμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο
πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν
στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι” αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε
ότι κάποιος ήταν σκληρός – θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί
μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην
ήταν – και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες
Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη
σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν”
αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση.
Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι” αυτόν. Ενώ ένας
άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή
είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω
υπ” όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με
την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε
με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου
κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου
είπε, έχεις να με βοηθήσης· με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει,
εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον
εαυτό μου δεν προσευχόμουν».
-
Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι”
αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
-
Άμα κάνης κομποσχοίνι γι” αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί
να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ
χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και
ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι” αυτούς! Μερικοί
κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον
τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι
τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι” αυτόν, ας κάνουν
συγχρόνως και για τους ξένους.
- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
- Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;
- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
-
Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι” αυτούς
βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους
κεκοιμημένους;
-
Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους
κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται
από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και
γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους
βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα
ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν».
Αν
καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται
γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή
στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την
ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των
κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς
πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον
ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη
έχουν οι κεκοιμημένοι.
Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους
Το
καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους
κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για
να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η
δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός
από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των
κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν
χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό.
Αν
εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι
κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές.
«Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε
σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν
συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να
τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να
αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους
συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως,
αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνη
καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους
ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες
είναι είτε κεκοιμημένοι.
Πηγή:
Από το βιβλίο: «Οι δοκιμασίες στη ζωή μας» Ιερόν Ησυχαστήριον
«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, Ψήγματα
Ορθοδοξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου