Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Στην Εκκλησία βρήκα τη δύναμη που κρύβει η μετάνοια του αμαρτωλού!


Στην Εκκλησία γνώρισα σπάνιους ανθρώπους, με αρετή και αυθεντικότητα, καλοδουλεμένους, καλλιεργημένους, αληθινούς χριστιανούς, ευγενικές ψυχές,γνώρισα, τολμώ να πω, Αγίους.

Δεν συνάντησα τέτοιους γενικότερα στη ζωή μου. Ξεχώριζαν με διαφορά αυτοί οι χριστιανοί από άλλους ανθρώπους. Οφείλω να το ομολογήσω. Δεν είχα δεί σημεία ούτε θαύματα. Δεν τα χρειαζόμουν αυτά.

Για κάποιον όμως λόγο, δεν ήθελα η πίστη να μου φορεθεί, αλλά να μου προκύψει, δεν ήθελα να παρασυρθώ ούτε από λογικά επιχειρήματα υπέρ αυτής ούτε από την αρετή των πιστών. Δεν χρειαζόμουν ούτε αποδείξεις ούτε έμμεσα συμπεράσματα. Δεν έκανα το λάθος να την ψάξω στούς έξυπνους ή μορφωμένους ούτε στούς πετυχημένους ούτε στούς καλούς ούτε μέσα σε παράξενα γεγονότα ή σε φανταστικούς εντυπωσιασμούς. ΄Ηθελα να την βρώ καθαρή μέσα μου. Όχι κάπου αλλού. Ακόμη και η αγιότητα ή η καλωσύνη των χριστιανών ήθελα μόνο να με υποψιάσει ή να με εμπνεύσει, όχι να με υποχρεώσει να ακολουθήσω τον δρόμο της πίστης και της Εκκλησίας. Δεν θα έπρεπε η πίστη μου στόν Θεό να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μου σε ανθρώπους. Έπρεπε να είναι η δική Του φωνή μέσα μου. Δεν ήθελα να επιτρέψω κανέναν και τίποτα να με βιάσει ψυχικά. Η πίστη στον Θεό θα άξιζε μόνο αν την συναντούσα στο κορύφωμα της ελευθερίας μου. Αυτή η ελευθερία ήταν το μεγαλύτερο δώρο πού ανεγνώριζα πάνω μου. Αν υπήρχε Θεός, Αυτός έπρεπε να μου το είχε δώσει, όχι για να ξεγελαστώ απολαμβάνοντας την εφημερότητά μου, ούτε για να ζαλιστώ από τις όποιες ικανότητες ή επιτυχίες μου, αλλά για να γνωρίσω την αλήθεια και στο κέντρο της να Τον συναντήσω. Είναι αλήθεια ότι πόνεσα πολύ. Έκλαψα βουβά. Δεν ήθελα να παρασυρθώ. Η προσπάθειά μου αυτή ήταν μυστική, δεν μπορούσα να την κοινοποιήσω. Ο δρόμος μου μονήρης, κι ας ήμουν μικρό παιδί. Είχα τη συναίσθηση ότι αν την μοιραζόμουν, κανείς δεν θα με καταλάβαινε. …Αυτόν τον πόνο της αναζήτησης δεν μπορούσα ποτέ να τον μοιραστώ με τούς χριστιανούς που ήξερα. Αυτοί θεωρούσαν την αμφισβήτηση αμαρτία. Νόμιζαν ότι είναι σίγουροι για όλα, ότι υπάρχουν απαντήσεις για τα πάντα. Έτσι τους είχαν μάθει. Μιλούσαν για μυστήριο σαν να γνώριζαν τα μυστικά και τις λεπτομέρειές του. Ίσως μόνο αυτοί. Έτσι όμως το κάνανε πολύ λογικό, πολύ μικρό, το απογύμνωναν απο την ομορφιά της μυστηριακής γοητείας του. Κατέστρεφαν την ελπίδα του. Δεν ήθελα να τούς μιμηθώ. Τούς ζήλευα για τον θησαυρό που υποψιαζόμουν πως κρατούσαν, για την ποιότητα του ήθους τους, αλλά όχι για την πίστη τους. Αυτή μου φαινόταν λάθος. Δεν είχε τη ζωή που εγώ έψαχνα, τη δύναμη που αναζητούσα, την ελευθερία που λαχταρούσα. …Στην Εκκλησία βρήκα τη δύναμη που κρύβει η μετάνοια του αμαρτωλού. Και το έλεος του Θεού. Θέλησα να μαθητεύσω στον Ληστή του Ευαγγελίου, στην Πόρνη που έχυσε μύρο, στον Τελώνη, στον Άσωτο, στον Πέτρο όχι τη στιγμή της ομλογίας του, αλλά τότε που «έκλαυσε πικρώς», στο ξεσχισμένο απο τη μετάνοια Παυλο. Στη Μάρθα που μεριμνούσε περί πολλά και στον Θωμά που ήθελε την αμεσότητα της ψηλάφησης. Αυτοί ήταν ανθρώπινοι. Αυτοί με συγκινούσαν πιό πολύ από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Το δάκρυ των μετανοούντων, περισσότερο από τη σκέψη των θεολόγων. Από το βιβλίο: «ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΩΗ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΗ ΖΗΣΩ». ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
πηγή: https://skamnipatrokosma.wordpress.com
https://simeiakairwn.wordpress.com





Αμαρτία και μετάνοια! Τά έκ προθέσεως σφάλματα Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης

  • Από  diakonima.gr
Αμαρτία και μετάνοια! Τά έκ προθέσεως σφάλματα Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
Νά προσέξουμε πολύ τά έκ προθέσεως σφάλματα, γιατί αυτό πού θά εξετάση ό Θεός είναι ή πρόθεση μας.
Τά σφάλματα πού κάνουμε από απροσεξία είναι ελαφρότερα. Μερικές αμαρτίες είναι αμαρτίες, αλλά έχουν καί ελαφρυντικά.
Ύστερα, όταν σφάλουμε χωρίς νά τό θέλουμε, ό Θεός οικονομάει έτσι τά πράγματα, ώστε νά χρησιμοποιηθή τό σφάλμα μας γιά καλό. Δηλαδή, όχι ότι έπρεπε νά σφάλουμε, γιά νά γίνη αυτό τό καλό, άλλα αφού σφάλαμε χωρίς νά τό Θέλουμε, ό Θεός αξιοποιεί τό σφάλμα μας και βγαίνει καλό. Όταν όμως κάνουμε ένα σφάλμα εν γνώσει μας και έπειτα μετανοιώσουμε, νά ευχηθούμε νά μη γίνη κακό άπό τις συνέπειες του σφάλματος μας.
– Γέροντα, εκείνος ό μοναχός πού αναφέρει ό Ευεργετινός ότι δέκα χρόνια έπεφτε σε κάποια αμαρτία κάθε μέρα, άλλα και κάθε μέρα μετανοούσε, πώς σώθηκε;
– Εκείνος ήταν κατά κάποιον τρόπο κυριευμένος, αιχμαλωτισμένος από την αμαρτία. Δεν είχε κακή διάθεση, άλλα δέν είχε βοηθηθή, σπρώχτηκε στό κακό, γι’ αυτό δικαιούτο τήν θεία βοήθεια. Πάλευε, πονούσε, είχε μετάνοια ειλικρινή, και ό Θεός τελικά τόν έσωσε. Βλέπεις, ένας μπορεί νά έχη καλή διάθεση‡ αν όμως δέν βοηθηθή από μικρός και παρασυρθή στό κακό, είναι δύσκολο μετά νά σηκωθή.
Κάνει μιά προσπάθεια, πάλι πέφτει, πάλι σηκώνεται‡ παλεύει δηλαδή. Ό Θεός αυτόν τόν άνθρωπο δέν θά τόν αφήση, γιατί ό καημένος κάνει τήν μικρή του προσπάθεια, ζητάει καί τήν θεία βοήθεια και δέν αμαρτάνει έν ψυχρώ.

Κάποιος λ.χ. ξεκινάει νά πάη κάπου, χωρίς νά έχη σκοπό νά αμαρτήση, άλλα πηγαίνοντας του συμβαίνει ένας πειρασμός καί πέφτει σέ κάποια αμαρτία. Μετανοεί, κάνει μιά προσπάθεια, του στήνουν πάλι μιά παγίδα καί, ενώ δέν έχει διάθεση νά κάνη κάτι κακό, ό καημένος ξαναπέφτει καί πάλι μετανοεί. Αυτός έχει ελαφρυντικά, γιατί δέν θέλει νά κάνη τό κακό, άλλα παρασύρεται στό κακό καί ύστερα μετανοεί.
Όποιος όμως λέει: «γιά νά πετύχω εκείνο, πρέπει νά κάνω αυτήν τήν αδικία‡ γιά νά πετύχω τό άλλο, πρέπει νά κάνω εκείνη τήν πονηριά» κ.λπ., αυτός αμαρτάνει εσκεμμένως καί έν γνώσει του. Καταστρώνει δηλαδή τό αμαρτωλό του σχέδιο και βάζει πρόγραμμα μέ τον διάβολο τί αμαρτία θά κάνη. Αυτό είναι πολύ κακό, επειδή είναι προμελετημένο.
Δέν είναι ότι πέφτει σέ πειρασμό, άλλα ξεκινάει να κάνη κάτι μαζί μέ τον πειρασμό. Ένας τέτοιος άνθρωπος δέν πρόκειται ποτέ νά βοηθηθή, γιατί δέν δικαιούται την θεία βοήθεια, και τελικά πεθαίνει αμετανόητος. Άλλα και όσοι λένε ότι θά μετανοιώσουν, όταν γεράσουν, πώς είναι σίγουροι ότι θά προλάβουν νά μετανοιώσουν και δέν θά πάνε από αιφνίδιο θάνατο;
Έλεγε κάποιος εργολάβος: «όταν γεράσω, θά πάω στά Ιεροσόλυμα, θά βαπτισθώ στον Ιορδάνη ποταμό, οπότε θά εξαλειφθούν όλες οι αμαρτίες μου», και συνέχιζε νά ζή αμαρτωλά.
Τελικά, όταν πλέον δέν είχε άλλο κουράγιο, ίσα-ίσα πού μόλις περπατούσε, αποφάσισε νά πάη. Λέει σέ έναν μάστορα του: «Μάστορα, αποφάσισα νά πάω στά Ιεροσόλυμα, γιά νά βαπτισθώ στον Ιορδάνη ποταμό». «Ά, αφεντικό, τού λέει εκείνος, άν είσαι καθαρός, θά πάς‡ αν δέν είσαι καθαρός, στον δρόμο θά μείνης!».
Λές και προφήτευσε! Μόλις πήγε στην Αθήνα νά βγάλη τά χαρτιά του, πέθανε! Τού πήραν όλα τά χρήματα οί άλλοι, τον πήγαν σέ ένα γραφείο κηδειών και από εκεί τον έστειλαν μέ το φέρετρο πίσω στον τόπο του.
Άγιος Παΐσιος, Αγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου