Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης: Γιατί δεν καταλαβαίνουμε τη βοήθεια του Θεού

Θεος 1Παλιά, θυμάμαι, πήγαιναν οι γονείς στα χωράφια και πολλές φορές μας άφηναν στην γειτόνισσα να μας προσέχη μαζί με τα παιδιά τα δικά της. Αλλά τότε ήταν ισορροπημένα τα παιδιά.
Μια ματιά έριχνε η γειτόνισσα και έκανε τις δουλειές της και εμείς παίζαμε ήσυχα. Έτσι και ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι παλιά με μια ματιά παρακολουθούσαν τον κόσμο. Σήμερα και ο Χριστός και η Παναγία και οι Άγιοι τον έναν πιάνουν από ΄δω, τον άλλον από ΄κει, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ισορροπημένοι.
Τώρα είναι μια κατάσταση …; Θεός φυλάξοι! Σαν μια μητέρα να έχη δυό-τρία προβληματικά παιδιά, το ένα λίγο χαζούλικο, το άλλο λίγο αλλοίθωρο, το άλλο λίγο ανάποδο, να έχη και κανά-δυό της γειτόνισσας να τα προσέχη, και το ένα να ανεβαίνη ψηλά και να κινδυνεύη να πέση κάτω, το άλλο να παίρνη το μαχαίρι να κόψη τον λαιμό του, το άλλο να παή να κάνη κακό στο άλλο, και αυτή συνέχεια να βρίσκεται σε εγρήγορση, να τα παρακολουθή, και εκείνα να μην καταλαβαίνουν την αγωνία της.
Έτσι και ο κόσμος δεν καταλαβαίνη την βοήθεια του Θεού. Με τόσα επικίνδυνα μέσα πού υπάρχουν σήμερα θα είχε σακατευθή, αν δεν βοηθούσε ο Θεός. Αλλά έχουμε και Πατέρα τον Θεό και Μάνα την Παναγία και αδέλφια τους Αγίους και τους Αγγέλους, πού μας προστατεύουν.
Πόσο μισεί ο διάβολος το ανθρώπινο γένος και θέλει να το εξαφανίση! Και εμείς ξεχνούμε με ποιόν παλεύουμε. Να ξέρατε πόσες φορές ο διάβολος τύλιξε την γη με την ουρά του, για να την καταστρέψη! Δεν τον αφήνει όμως ο Θεός, του χαλάει τα σχέδια. Και το κακό που πάει να κάνη το ταγκαλάκι, ο Θεός το αξιοποιεί και βγάζει μεγάλο καλό. Ο διάβολος τώρα οργώνει, ο Χριστός όμως θα σπείρη τελικά”.

Πηγή:  agapienxristou.blogspot.ca 












Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης:Φορτώνουν τα παιδιά με πολλά…

  • Από ekklisiaonline.gr
Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης:Φορτώνουν τα παιδιά με πολλά…
Βλέπω παιδιά που έχουν τελειώσει όχι μόνο Λύκειο αλλά και Πανεπιστήμιο να γράφουν κάτι γράμματα, να κάνουν κάτι λάθη…
Εμείς του Δημοτικού ήμασταν και τέτοια λάθη δεν κάναμε. Καί αν είναι φοιτητές της Φιλολογίας ή της Νομικής, κάτι γίνεται. Αν είναι άλλης Σχολής, δεν ξέρουν να γράψουν. Ενώ το Σχολαρχείο παλιά ήταν…

– Σαν Πανεπιστήμιο, Γέροντα!
– Εδώ βλέπεις και στο Δημοτικό πόσα μάθαιναν τότε τα παιδιά, πόσο μάλλον στο Σχολαρχείο! Σήμερα τα φορτώνουν ένα σωρό και τα μπερδεύουν. Τα μπουχτίζουν στα γράμματα χωρίς πνευματικό αντιστάθμισμα.
Στα σχολεία τα παιδιά πρέπει πρώτα να μαθαίνουν τον φόβο του Θεού. Μικρά παιδιά να πάνε να μάθουν αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά –ενώ Αρχαία να μη μάθουν – μουσική, το ένα, το άλλο… Τι να πρωτομάθουν; Όλο γράμματα και αριθμούς και εκείνα που είναι να μάθουν, για την Πατρίδα τους κ.λπ., δεν τα μαθαίνουν. Ούτε πατριωτικά τραγούδια ούτε τίποτε.
Πιάσε ένα από τα σημερινά παιδιά τώρα και ρώτησε το: «Σε ποιό νομό είναι το χωριό σου; Πόσο πληθυσμό έχει;». Δεν ξέρει να σού πη.
Σού λέει: «Θα πάω στο Πρακτορείο, θα πάρω το λεωφορείο και θα με πάη στο χωριό. Αφού ξέρει ο εισπράκτορας, θα του πω ότι θέλω να πάω στο τάδε χωριό, θα πληρώσω και θα με πάη». Εμείς στο Δημοτικό ξέραμε όλον τον κόσμο απ΄ έξω. Γιατί έπρεπε να ξέρης απ΄ έξω τις πόλεις όλων των κρατών από πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους και άνω. Μετά έπρεπε να ξέρης τα μεγαλύτερα ποτάμια στο φάρδος και στο μάκρος και τα αμέσως μικρότερα, τα μεγαλύτερα βουνά κ.λπ. –πόσο μάλλον της Ελλάδος!
Το έχω δεί και σε μεγάλους όχι μόνο σε μικρά παιδιά· φοιτητής να μην ξέρη πόσους κατοίκους έχει η πόλη στην οποία σπουδάζει! Ρώτησα έναν ποιό είναι το μεγαλύτερο βουνό της Ελλάδος, και δεν ήξερε. Ποιό είναι το μεγαλύτερο ποτάμι, τίποτε. Το πιο μικρό, ούτε αυτό. Φοιτητής και να μην ξέρη τίποτε για την Πατρίδα του! Θα΄ ρθούν μετά οι … «φίλοι»μας, οι γείτονες, και θα του πούν: «Αυτή δεν είναι πατρίδα σου· είναι πατρίδα δική μας», και θα τους απαντήση: «Καλά λέτε, έτσι είναι»! Καταλάβατε; Εκεί πάμε! Αν ρωτήσης όμως τα σημερινά παιδιά για το ποδόσφαιρο ή για την τηλεόραση, τα ξέρουν όλα και όλους απ΄ έξω.

Καί βλέπεις, ήρθαν παιδιά από την Αλβανία και ήξεραν γράμματα. «Πού τα μάθατε τα γράμματα;», ρωτάς τους Βορειοηπειρώτες. «Στις φυλακές», σού λένε. Εκείνα τις φυλακές τις έκαναν σχολεία. Τα δικά μας τα παιδιά τα σχολεία τα έκαναν φυλακές· κλείστηκαν μόνα τους μέσα με τις καταλήψεις…
Τα παιδιά σήμερα, ιδίως στην εφηβική ηλικία, είναι ζαλισμένα· πιο πολύ στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Στο πανεπιστήμιο είναι πιο ώριμα. Εκεί άλλωστε, όποτε θέλουν πηγαίνουν.
Καί αντί να λάβουν ορισμένα μέτρα για την παιδεία, κάνουν χειρότερα. Καί όλα, βλέπω, τα πνευματικά πως τα αλλοιώνουν.
Άκου τώρα προσευχή σε αναγωνστικό του Δημοτικού Σχολείου: «Παναγιά μου, το μωρό σου είναι το πιο όμορφό του κόσμου»! Βρε, τι πάθαμε! Παλιά τι μάθαιναν τα παιδιά στο σχολείο και τώρα τι μαθαίνουν! «Γιδούλα τετραπέρατη, κατσικοστριφτοκέρατη, μάσε τα διαβολάκια σου… να κάνουν κατσικόγαλο, να φάνε τα εγγονάκια σου, τα τρελλοδιαβολάκια σου».
Άντε τώρα να μαθαίνουν τέτοια πράγματα μικρά παιδιά! Αλλά το κάνουν για να προβάλουν τον διάβολο, όποτε από την άλλη οι Σατανιστές κάνουν την δουλειά τους. Ο Θεός να βάλη το χέρι Του, γιατί τώρα δεν βοηθιούνται να αλλοιώνωνται τα παιδιά, με την καλή έννοια, αλλά να δαιμονίζωνται.

Καί με τις γνώσεις που παίρνουν, δεν μαθαίνουν να δουλεύουν καθόλου το μυαλό, Γι’ αυτό δεν παίρνει στροφές.
Αλλά μυαλό που δεν παίρνει στροφές έχει αντάρα μέσα. Αυτοί που έκαναν εφευρέσεις, δούλευαν το μυαλό τους. Βρίσκονταν σε μία ανάγκη, σκέφτονταν πως θα την ξεπεράσουν. Σήμερα οι περισσότεροι κοιτάζουν τι γράφουν τα βιβλία, τι γράφουν οι σημειώσεις. Σ΄ αυτά παραμένουν· τίποτε παραπάνω και όλο νούμερα και αριθμούς έχουν· αυτή η βίδα στο νούμερο 1, η άλλη στο νούμερο 2, και αν τύχη να πάθη τίποτε καμμιά βίδα και δεν δουλεύη το μηχάνημα, αμέσως: «Να φωνάξουμε τον μηχανικό».
Δεν τους κόβει να πάρουν μία λίμα, να ανοίξουν λίγο την τρύπα, για να χωρέση η βίδα, ή να πάρουν λίγο πλαστικό, να τυλίξουν την βίδα, για να σφίξη, αλλά αμέσως: «Να φωνάξουμε τον μηχανικό», λένε. Τι να πω;
Καί οι τηλεοράσεις και τα άλλα μέσα έχουν αποβλακώσει σήμερα τον άνθρωπο. Καί έξυπνοι άνθρωποι γίνονται τελικά κασσέττες. Θέλω να τονίσω δηλαδή πως ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύη το μυαλό. Όλη η βάση εκεί είναι. γιατί, αν δεν δουλεύη το μυαλό, μαθαίνει, ας υποθέσουμε, τώρα αυτό, θα μπερδευθή ύστερα στο άλλο. Γι’ αυτό σκοπός είναι να γεννάη το μυαλό του, να βρίσκη λύσεις. Αν δεν γεννάη, τότε είναι υπανάπτυκτο.
 (Γέροντος Παισίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄, Με πόνο και αγάπη για το σύγχρονο άνθρωπο, εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1998, σελ. 163-164.), Θρησκευτικά






ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ
  

ΕΛΕΙΨΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ




Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν γεύτηκαν την χαρά της θυσίας και δεν αγαπούν τον κόπο. Μπήκε η τεμπελιά, το βόλεμα, η πολλή άνεση. Έλειψε το φιλότιμο, η θυσία. Θεωρούν κατόρθωμα, όταν καταφέρνουν χωρίς κόπο να πετύχουν κάτι, όταν βολεύωνται. Δεν χαίρονται, όταν δεν βολεύωνται. Ενώ, αν αντιμετώπιζαν τα πράγματα πνευματικά, θα έπρεπε τότε να χαίρωνται, γιατί τους δίνεται ευκαιρία για αγώνα.


Όλοι τώρα, μικροί-μεγάλοι, κοιτάζουν την ευκολία. Οι πνευματικοί άνθρωποι κοιτάζουν πώς να αγιάσουν με λιγώτερο κόπο. Οι κοσμικοί πώς να βγάλουν περισσότερα χρήματα, χωρίς να δουλεύουν. Οι νέοι πώς να περνούν στις εξετάσεις, χωρίς να διαβάζουν, πώς να πάρουν πτυχίο, χωρίς να φεύγουν από την καφετέρια. Και αν είναι δυνατόν, να τηλεφωνούν από την καφετέρια, για να τους δώσουν τα αποτελέσματα! Ναι, εκεί φθάνουν! Έρχονται πολλά παιδιά στο Καλύβι και μου λένε: «Κάνε προσευχή να περάσω». Δεν διαβάζουν και λένε: «Ο Θεός μπορεί να με βοηθήση». «Διάβασε, του λέω, και κάνε και προσευχή». «Γιατί, μου λέει, δεν μπορεί ο Θεός να με βοηθήση;» Δηλαδή την τεμπελιά του να ευλογήση ο Θεός; Δεν γίνεται αυτό. Αν το παιδί διαβάζη, αλλά δεν πιάνη, τότε θα το βοηθήση ο Θεός. Είναι μερικά παιδιά που δεν θυμούνται ή δεν καταλαβαίνουν, αλλά καταβάλλουν προσπάθεια. Αυτά θα τα βοηθήση ο Θεός να γίνουν τετραπέρατα.
Ευτυχώς που υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, ένα παλληκάρι από την Χαλκιδική έδωσε εξετάσεις σε τρεις σχολές και πέρασε σε όλες, σε άλλη πρώτος, σε άλλη δεύτερος, αλλά τον ανέπαυε πιο πολύ να βρη μια δουλειά, για να ξελαφρώση τον πατέρα του που δούλευε στα μεταλλεία. Έτσι δεν πήγε να σπουδάση και έπιασε αμέσως κάπου δουλειά. Αυτή η ψυχή είναι φάρμακο για μένα. Για τέτοια παιδιά να πεθάνω, να γίνω φυτόχωμα. Οι περισσότεροι όμως νέοι έχουν επηρεασθή από το κοσμικό πνεύμα και έχουν πάθει ζημιά. Έμαθαν να τους ενδιαφέρη μόνον ο εαυτός τους, δεν σκέφτονται καθόλου τον πλησίον αλλά μόνον τον εαυτό τους. Και όσο τους βοηθάς, τόσο πιο πολύ χουζούρι κάνουν.

Βλέπω κάτι νερόβραστα παιδιά σήμερα. Να κρίνουν το ένα, να βαριούνται το άλλο, ενώ η καρδιά ούτε κουράζεται ούτε γερνάει ποτέ. Να γίνουν καλόγεροι, βαριούνται. Να παντρευτούν, φοβούνται. Κοτζάμ παλληκάρια έρχονται, ξαναέρχονται στο Άγιον Όρος… «Αχ, και καλόγερος δύσκολα είναι, λένε. Κάθε μέρα να πρέπη να σηκώνεσαι μεσάνυχτα! Δεν είναι μια και δυό μέρες!...» Γυρίζουν στον κόσμο. «Τι να κάνω σ΄ αυτήν την κοινωνία, με τι άνθρωπο θα μπλέξω, αν παντρευτώ; Φασαρία είναι», λένε, και έρχονται πάλι στο Όρος. Κάθονται λίγο, «δύσκολα…» σου λένε.

Οι νέοι σήμερα μοιάζουν με καινούργιες μηχανές που τα λάδια τους είναι παγωμένα. Πρέπει να ζεσταθούν τα λάδια, για να πάρουν μπρος οι μηχανές, αλλιώς δεν γίνεται. Έρχονται στο Καλύβι ταλαίπωρα παιδιά –δεν είναι ένα και δυό- και με ρωτούν: «Τι να κάνω, Πάτερ; Πώς να περάσω την ώρα μου; Με πιάνει πλήξη». «Να βρης μια δουλειά, βρε παιδί». «Έχω λεφτά, μου λέει. Τι να την κάνω την δουλειά;» «Μα ο Απόστολος Παύλος λέει: «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω». Πρέπει να δουλέψης, για να φας, και ας έχης χρήματα. Η δουλειά βοηθάει τον άνθρωπο να ξεπαγώσουν τα λάδια της μηχανής του. Είναι δημιουργία. Δίνει χαρά και παίρνει το άγχος, την πλήξη. Έτσι, βρε παλληκάρι, να βρης μια δουλειά που να σου αρέση έστω και λίγο, και να ξεκινήσης. Για δοκίμασε, να δης!»

Και βλέπεις, μερικά παιδιά κουράζονται, και ξεκουράζονται με την κούραση. Έρχονται νέα παιδιά στο Καλύβι και κάθονται, και κουράζονται που κάθονται. Αλλά με πολύ φιλότιμο με ρωτούν συνέχεια: «Τι να σου κάνουμε; Τι να σου φέρουμε;» Δεν ζητώ ποτέ τίποτε. Το βράδυ με τον φακό κάνω τις δουλειές, να κουβαλήσω ξύλα, να ανάψω δυό σόμπες τον χειμώνα, να συμμαζέψω. Πολλοί από τους επισκέπτες τα αφήνουν όλα άνω-κάτω, λάσπες, κάλτσες βρεγμένες. Τους δίνω λεπτές κάλτσες που μου στέλνουν, πετούν τις άλλες. Τους δίνω χαρτοπετσέτες να τις τυλίξουν, δεν τις συμμαζεύουν. Τρεις φορές στην ζωή μου ζήτησα κάτι. Σε ένα παλληκάρι είπα μια φορά: «Θέλω δυό κουτιά σπίρτα από τις Καρυές» - αν και είχα τέσσερις αναπτήρες, αλλά το έκανα για να του δώσω χαρά. Έτρεξε χαρούμενος, λαχάνιασε να τα φέρη, αλλά τον ξεκούρασε η κούραση, γιατί γεύτηκε την χαρά της θυσίας. Και άλλος καθόταν και κουράσθηκε που καθόταν. Ζητούν να νιώσουν την χαρά, αλλά πρέπει να θυσιασθή ο άνθρωπος, για να έρθη η χαρά. Η χαρά από την θυσία γεννιέται. Η πραγματική χαρά βγαίνει από το φιλότιμο. Έτσι και καλλιεργηθή το φιλότιμο, είναι πανηγύρι. Το βάσανο του ανθρώπου είναι ο εγωισμός, η φιλαυτία. Εκεί είναι που σκαλώνει κανείς.

Είχαν έρθει δύο νέοι αξιωματικοί στο Άγιον Όρος και μου είπαν: «Θέλουμε να γίνουμε μοναχοί». «Γιατί, λέω, θέλετε να γίνεται μοναχοί; Από πότε σας απασχόλησε αυτό;» «Τώρα, μου λένε, κάναμε μια επίσκεψη στο Άγιον Όρος και σκεφτόμαστε να μείνουμε, μήπως γίνη και κανένας πόλεμος». «Βρε, δεν ντρέπεστε, τους λέω. «Μήπως γίνη και κανένας πόλεμος»! Και πώς θα φύγετε από τον στρατό;» «Θα βρούμε μια αιτία», μου λένε. Τι θα βρουν; Ή θα κάνουν ότι είναι τρελλοί ή…, κάτι πάντως θα βρουν. «Αν ξεκινάτε να γίνετε μοναχοί με αυτό το σκεπτικό, είστε αποτυχημένοι εξ αρχής», τους λέω. Άλλοι πάλι, ενώ είναι έτοιμοι από καιρό να παντρευτούν, να δημιουργήσουν οικογένεια, έρχονται και μου λένε: «Τι να παντρευτώ; Είναι να κάνης οικογένεια και παιδιά σ΄ αυτούς τους δύσκολους καιρούς;» «Καλά, λέω, όταν γίνονταν διωγμοί, η ζωή είχε σταματήσει; Ούτε δούλευαν ούτε παντρεύονταν; Μήπως εσύ βαριέσαι;» «Θέλω να γίνω καλόγερος», λέει. «Εσύ βαριέσαι! Τι προκομμένος καλόγερος θα γίνης;» Καταλάβατε; Αν μια ξεκινάη να γίνη καλόγρια, επειδή σκέφτεται: «Τι να μείνω στον κόσμο, να κάνω οικογένεια, νάχω παιδιά, ζαλούρα, φασαρία; Θα πάω σε Μοναστήρι, θα κάνω εκεί μια υπακοή, ευθύνη δεν θάχω, και αν μου πουν καμμιά κουβέντα, θα σκύβω το κεφάλι. Πού να φτιάξω σπίτι; Εκεί θα έχω κελλί δικό μου, φαγητό κ.λπ.», να το ξέρη, είναι εξ αρχής αποτυχημένη. Σας φαίνεται παράξενο; Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι. Να ξέρετε, ένας προκομμένος οικογενειάρχης και στην καλογερική θα έκανε προκοπή, και ένας προκομμένος μοναχός, αν έκανε οικογένεια, θα έκανε προκοπή.

Κάποιος είχε καθήσει δόκιμος σ΄ ένα Μοναστήρι και δεν ήθελε να γίνη καλόγερος. «Γιατί, παιδί μου, μένεις έτσι;» τον ρωτάω. «Γιατί ο καλογερικός σκούφος μου θυμίζει το κράνος», μου λέει. Ακούς κουβέντα; Δεν ήθελε να γίνη καλόγερος, για να μη φορέση την καλογερική σκούφια. Του θύμιζε το κράνος! Και πότε φόρεσε το κράνος; Ζήτημα να το φόρεσε μερικές φορές μόνο σε καμμιά άσκηση. Πού να πήγαινε και σε πόλεμο! Του θύμιζε το κράνος! Ακούς; Μα τι θέλει στην καλογερική αυτός; Όταν ξεκινάη κανείς έτσι, τι καλόγερος θα γίνη; Μπορείς να μου πης; Τελικά έγινε ο ταλαίπωρος κάπου μοναχός και δεν φορούσε χονδρή σκούφια.

Μια φορά ήρθαν δυό νεαροί στο Καλύβι με κάτι μαλλιά μέχρι κάτω. Πήγα να τους κουρέψω, αντέδρασαν, βιαζόμουν και εγώ, και μόνον τους κέρασα. Είχα και ένα γατί εκεί πέρα. «Να το πάρω;» λέει ο ένας. «Πάρ΄ το», του λέω. Πήγαν από εκεί στην Ιβήρων, μια ώρα δρόμο, με το γατί ο ένας στην αγκαλιά –και να βρέχη. Ζήτησε εκεί να μείνη στο Αρχονταρίκι με το γατί. «Δεν γίνεται», του είπαν και έμεινε έξω στην βροχή όλη νύχτα. Αν του έλεγες να φυλάξη μια ώρα σκοπιά, θα σου έλεγε: «Όχι, δεν μπορώ», αλλά να καθήση μια νύχτα έξω με το γατί, μπορεί.

Ένας άλλος πήγε στρατιώτης και έφυγε. Ήρθε μετά στο Καλύβι και μου λέει: «Θέλω να γίνω μοναχός». «Να πας να υπηρετήσης την θητεία σου!» του λέω. «Στον στρατό δεν είναι όπως στο σπίτι μου», μου λέει. «Καλά που μου τόπες, παλληκάρι, δεν τόξερα, για να το λέω και στους άλλους!» Εν τω μεταξύ να τον ψάχνουν οι δικοί του. Μετά από λίγες μέρες ξαναπέρασε πρωί-πρωί. Ήταν Κυριακή του Θωμά. «Σε θέλω», μου λέει. «Τι θέλεις; του λέω. Πού εκκλησιάστηκες;» «Πουθενά», μου λέει. «Σήμερα, Κυριακή του Θωμά, στα Μοναστήρια κάνουν Αγρυπνία και εσύ δεν πήγες; Και θέλεις να γίνης καλόγερος; Πού ήσουν;» «Κάθησα στο ξενοδοχείο. Ήταν ήσυχα, στα Μοναστήρια έχει θόρυβο!» «Και τώρα τι θα κάνης;» «Σκέφτομαι να πάω στο Σινά, γιατί θέλω σκληρή ζωή». «Κάνε λίγη υπομονή», του λέω. Πάω μέσα, παίρνω ένα τσουρέκι που μου είχαν φέρει και του το δίνω. «Πάρε αυτό το μαλακό τσουρέκι, του λέω, για να κάνης σκληρή ζωή, και φύγε!» Αυτοί είναι οι νέοι σήμερα. Δεν ξέρουν τι ζητούν. Στρίμωγμα δεν σηκώνουν καθόλου. Πού να θυσιασθούν μετά;

Θυμάμαι στον στρατό πόσες φορές παρουσιαζόταν μια ανάγκη και άκουγες: «Κύριε Διοικητά, να πάω εγώ αντί γι΄ αυτόν, αυτός είναι παντρεμένος, έχει παιδιά, να μη μείνουν τα παιδιά του στον δρόμο». Να παρακαλούν τον Διοικητή να πάνε αυτοί στην θέση του, στην πρώτη γραμμή! Χαίρονταν να σκοτωθούν αυτοί και να μη σκοτωθή ο άλλος και αφήση τα παιδιά του στον δρόμο! Πού τώρα να κάνη κανείς τέτοια θυσία! Σπάνιο πράγμα! Μια φορά είχαμε μείνει από νερό σε μια τοποθεσία. Είδε ο Διοικητής στον χάρτη ότι στο τάδε σημείο υπήρχε νερό. Εκεί όμως ήταν οι αντάρτες. Μας λέει: «Εδώ κοντά έχει νερό, αλλά είναι πολύ επικίνδυνα. Ποιος θα πάη να γεμίση μερικά παγούρια; ούτε φως δεν θα ανάψη». Πετάγεται ο ένας: «Θα πάω εγώ, κύριε Διοικητά», ο άλλος «εγώ», ο άλλος «εγώ»! Όλοι δηλαδή ζητούσαν να πάνε! Και την νύχτα, χωρίς φως, είναι ο τρόμος πολύς. «Δεν μπορείτε να πάτε και όλοι!» λέει ο Διοικητής. Θέλω να πω, κανείς δεν σκέφθηκε τον εαυτό του. Δεν τραβιόταν ο ένας να πη: «Κύριε Διοικητά, μου πονάει το πόδι», ο άλλος «μου πονάει το κεφάλι» ή «είμαι κουρασμένος». Όλοι θέλαμε να πάμε, και ας κινδύνευε η ζωή μας.

Σήμερα υπάρχει ένα πνεύμα χλιαρό, καθόλου ανδρισμός, καθόλου θυσία. Όλα τα μετέτρεψαν με την σημερινή βλαμμένη λογική. Και βλέπεις, ενώ παλιά πήγαιναν εθελοντές στον στρατό, τώρα παίρνουν τρελλάδικο χαρτί, για να μην υπηρετήσουν. Κοιτάζουν τι να κάνουν, για να μην πάνε στρατιώτες. Πού πρώτα; Είχαμε έναν λοχαγό, είκοσι τριών ετών ήταν, αλλά ήταν παλληκάρι! Μια φορά τον πήρε τηλέφωνο ο πατέρας του, που ήταν απόστρατος αξιωματικός, και του είπε ότι σκέφτεται να φροντίση να φύγη από την πρώτη γραμμή και να πάη στα μετόπισθεν. Έβαλε τις φωνές ο λοχαγός. «Ντροπή σου, πατέρα, να λες εσύ τέτοια πράγματα! Οι κηφήνες κάθονται». Είχε ειλικρίνεια, τιμιότητα, παλληκαριά πολλή, που ξεπερνούσε τα όρια, έτρεχε μπροστά. Η χλαίνη του ήταν κόσκινο από τις σφαίρες, και δεν είχε σκοτωθή. Όταν απολύθηκε, πήρε την χλαίνη μαζί του, να την έχη για ενθύμιο.


  

Η ΑΔΙΑΚΡΙΤΗ ΑΓΑΠΗ ΑΧΡΗΣΤΕΥΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Έχω προσέξει ότι τα σημερινά παιδιά, ιδίως αυτά που σπουδάζουν, παθαίνουν ζημιά απο τα σπίτια τους. Ενώ είναι καλά παιδιά, αχρηστέυονται. Δεν σκέφτονται, έχουν μία αναισθησία. Τα χαραμίζουν, τα χαλούν οι γονείς. Επειδή οι γονείς πέρασαν δύσκολα χρόνια, θέλουν τα παιδιά τους να μην στερηθούν εκείνο, να μη στερηθούν το άλλο. Δεν καλλιεργούν το φιλότιμο στα παιδιά, ώστε να χαίρονται όταν στερούνται. Φυσικά με καλό λογισμό το κάνουν. Το να τα στερήσουν από κάτι, χωρίς τα παιδιά να το καταλαβαίνουν, είναι βάρβαρο. Αλλά να τα βοηθήσουν να αποκτήσουν μοναχική συνείδηση και μόνα τους να χαίρωνται που στερούνται κάτι, αυτό είναι πολύ καλό. Τώρα με την καλωσύνη τους, με την αδιάκριτη καλωσύνη τους, τα αποβλακώνουν. Τα συνηθίζουν να τους τα πηγαίνουν όλα στο χέρι, ακόμη και το νερό, για να διαβάσουν και να μη χασομερήσουν, και τα αχρηστεύουν, και τα αγόρια και τα κορίτσια. Έπειτα τα παιδία και όταν δεν διαβάζουν, τα θέλουν όλα στο χέρι. Και το κακό αρχίζει από τις μανάδες. «Εσύ, παιδί μου, να διαβάσεις. Εγώ θα σου φέρω και τις κάλτσες, εγώ θα σου πλύνω και τα πόδια. Πάρε το γλυκό, πάρε τον καφέ»! Και δεν καταλαβαίνουν τα παιδιά πόσο κουρασμένη είναι η μάνα που τα προσφέρει όλα αυτά, επειδή δεν κοπιάζουν. Μετά αρχίζουν μιας χρήσεως πιάτα, μιας χρήσεως ρούχα, πίτσες να τρώνε – ούτε να τις τυλίγουν στο χαρτί δεν ξέρουν!... Έτσι γίνονται τελείως άχρηστοι άνθρωποι. Βαριούνται μετά που ζούν. Το κορδόνι τους να λυθεί, «μάνα, να μου δέσεις το κορδόνι», λένε! Το πατάνε εν το μεταξύ! Τέτοια παιδιά τι προκοπή να κάνουν; Αυτά ούτε για γάμο ούτε για καλογερική κάνουν. Γι’ αυτό λέω στις μητέρες: «Μην αφήνετε τα παιδιά να διαβάζουν όλη μέρα. Διαβάζουν – διαβάζουν ζαλίζονται. Να κάνουν ένα τέταρτο, μισή ώρα διακοπή, για να κάνουν και καμμιά δουλίτσα στο σπίτι, για να ξεζαλίζονται και λίγο».

Αυτή η κακή συνήθεια των σημερινών νέων μεταφέρεται και στον Μοναχισμό. Και βλέπετε σε Μοναστήρι να είναι επτά γραμματείς -και όλοι μορφωμένοι οι νέοι- και ο παλιότερος μαζί. Παλιά ήταν ένας γραμματέας, και αυτός δεν είχε πάει ούτε δυο τάξεις στο Γυμνάσιο και έβγαζε όλη τη δουλειά. Και τώρα να είναι επτά και να είναι πνιγμένοι στη δουλειά. Να μην μπορούν να κάνουν ούτε τα πνευμαυτικά τους, να είναι και ο παλιός να τους βοηθάει!


 
  

ΚΑΝΟΝΑΡΧΙΣΜΑ ΑΠΟ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ


Τα καημένα τα παιδιά τα καταστρέφουν σήμερα με θεωρίες διάφορες. Γι’ αυτό είναι αναστατωμένα, ζαλισμένα. Άλλο θέλει να κάνη το παιδί, άλλο κάνει. Αλλού θέλει να πάει, αλλού το πάει το ρεύμα της εποχής. Μεγάλη προπαγάνδα γίνεται από σκοτεινές δυνάμεις που κατευθύνουν όσα παιδιά δεν τους κόβει πολύ το μυαλό. Στα σχολεία μερικοί δάσκαλοι λένε: «Για να έχετε πρωτοβουλία, να μη σέβεστε, να μην υποτάσσεστε στους γονείς», και τα αχρηστεύουν. Μετά τα παιδιά δεν ακούνε ούτε γονείς ούτε δασκάλους. Και είναι δικαιολογημένα, γιατί νομίζουν πως έτσι πρέπει να κάνουν. Τα υποστηρίζει και το κράτος, τα κανοναρχούν, τα εκμεταλλεύονται και οι άλλοι που δεν νοιάζονται ούτε για Πατρίδα ούτε για οικογένεια ούτε για τίποτε, για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους.
Ε, αυτό λίγο-πολύ έχει κάνει πολύ κακό στην νεολαία σήμερα, πάρα πολύ κακό, μέχρι που καταλήγουν τα παιδιά να έχουν αρχηγό τον διάβολο με τα κέρατα. Η σατανολατρία έχει εξαπλωθή πολύ. Ακούς σε μερικά κέντρα όλη τη νύχτα να τραγουδούν: «Σατανά, σε λατρεύουμε- δεν θέλουμε τον Χριστό. Εσύ μας τα δίνεις όλα». Φοβερό! Τι σας δίνει και τι σας παίρνει, κακόμοιρα παιδιά!
Μικρά παιδιά αγριεμένα, με τους καφέδες, με τα τσιγάρα… Πού να δεις βλέμμα λαμπερό, Χάρη Θεού στο πρόσωπό τους! Είχε δίκαιο ένας αρχιτέκτων, όταν είπε σε μια ομάδα παιδιών που είχε φέρει στο Άγιον Όρος: «Τα μάτια μας είναι σαν τα μάτια του χαλασμένου ψαριού». Είχε έρθει στο Όρος με καμμιά δεκαριά παιδιά, από δεκαοκτώ μέχρι είκοσι πέντε χρονών περίπου. Επειδή αυτός είχε πάρει μια πνευματική στροφή, μετά λυπόταν τα παιδιά που ζούσαν άσωτη ζωή. Κατάφερε μερικά, τα έπεισε και τους έβγαλε τα εισιτήρια να έρθουν στο Άγιον Όρος. Έφευγα από το Καλύβι και με συνάντησαν στον δρόμο. Τους λέω: «Φεύγω τώρα, αλλά ας καθήσουμε λίγο εδώ», και καθήσαμε κάπου. Εκείνη την ώρα έρχονταν και μερικά παιδιά από την Αθωνιάδα. «Καθήστε και εσείς λίγο εδώ», λέω. Κάθησαν και αυτά εκεί. Λέει ο αρχιτέκτων μετά στην παρέα του: «Παρατηρήσατε κάτι;» Εκείνα απόρησαν. «Για ρίξτε μια ματιά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, λέει, και μετά ρίξτε και μια ματιά στα άλλα παιδιά. Για δέστε τα μάτια τους πως γυαλίζουν και δέστε τα μάτια τα δικά μας πως είναι σαν τα μάτια του χαλασμένου ψαριού». Και πράγματι, όταν πρόσεξα και εγώ, έτσι ήταν, μάτια χαλασμένων ψαριών. Θολά, αλλοιωμένα... Ενώ τα μάτια των άλλων παιδιών έλαμπαν! Γιατί τα παιδιά της Σχολής κάνουν μετάνοιες, κάνουν Ακολου­θίες. Ο άνθρωπος καθρεφτίζεται στα μάτια. Γι' αυτό και ο Χριστός είπε: «Ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός» (Λουκ. 11,34). Πόσα μικρά παιδιά έρχονται στο Άγιον Όρος ή πηγαίνουν σε άλλα Μοναστήρια και γίνονται μοναχοί, και παρ' όλο που - πως να πη κανείς; - δεν έχουν καραμέλλες στα Μοναστήρια, έχουν όμως τέτοια χαρά πού ακτινοβολεί το πρόσωπό τους. Ενώ στον κόσμο έχουν ό,τι θέλουν, αλλά κόλαση ζουν, είναι βασανισμένα.
Μας έχουν έρθει διάφορα ρεύματα από παντού. Από τα ανατολικά μέρη ο Ινδουϊσμός και άλλες αποκρυφιστικές θρησκείες, από τον Βορρά ο Κομμουνισμός, από την Δύση ένα σωρό θεωρίες, από τον Νότο, από τους Αφρικανούς, μαγείες και τόσα άλλα καρκινώματα. Ένα παιδί χτυπημένο από τέτοια ρεύματα ήρθε μια μέρα στο Καλύβι. Κατάλαβα ότι οι προσευχές της μάνας του το έφεραν. Αφού μιλήσαμε αρκετά, του λέω: «Κοίταξε, παλληκάρι μου, να βρής έναν Πνευματικό να έξομολογηθής και να χρισθής και να σε βοηθάη τώρα στις αρχές. Πρέπει να σε χρίσουν, γιατί αρνήθηκες τον Χριστό». Έκλαιγε το καημένο. «Κάνε προσευχή, Πάτερ, μου λέει, γιατί δεν μπορώ να τα αποβάλω αυτά. Μου έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου. Το καταλαβαίνω ότι οι προσευχές της μάνας μου με έφεραν εδώ»». Πόσο βοηθάνε οι προσευχές της μάνας! Αχρηστεύονται τα καημένα, όταν τα τυλίξουν, και μετά τα πιάνει φόβος, άγχος και ξεσπάνε στα ναρκωτικά κ.λπ. Από τον έναν γκρεμό στον άλλον. Ο Θεός να βάλη το χέρι Του!
Πως να γνωρίσουν τον Χριστό, αφού, πριν γνωρίσουν την Ορθοδοξία, πηγαίνουν στην Ινδία στους Γκουρούδες, κάθονται δυο-τρία χρόνια, ζαλίζονται με τις μαγείες, μαθαίνουν εκεί ότι υπάρχει μυστικισμός στην Ορθοδοξία και έρχονται μετά εδώ και ζητούν να δουν φώτα, να ζήσουν ανώτερες καταστάσεις κ.λπ.; Και άμα ρωτήσης, «πόσον καιρό έχεις να κοινωνήσης;», «δεν θυμάμαι, λέει, αν η μητέρα μου με είχε κοινωνήσει, όταν ήμουν μικρός». «Εξομολογήθηκες ποτέ;» «Δεν με απασχολεί αυτό το θέμα». Εμ, πως θα γίνη χωριό έτσι; Τίποτε από την Όρθοδοξία δεν ξέρουν.
Από την στιγμή που λένε «κατεστημένο» την Εκκλησία, πως να βοηθηθούν; Καταλαβαίνεις πόσο μπορούμε έτσι να συνεννοηθούμε! Όσοι νέοι όμως έχουν καλή διάθεση βοηθιούνται και πλησιάζουν στην Εκκλησία.


  

«ΜΗΝ Τ' ΕΓΓΙΖΕΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!»



Οι γονείς που δεν καταλάβαιναν την πειθαρχία αφήνουν τώρα τα παιδιά τους με μια ελευθερία και τα κάνουν τελείως αλητάκια. Μια κουβέντα λες, πέντε σου λένε, και με μια αναίδεια! Αυτά μπορεί να γίνουν εγκληματίες. Σήμερα τα ξεβιδώνουν τελείως τα παιδιά. Ελευθερία! «Μην τα εγγίζετε τα παιδιάΚαι τα παιδιά λένε: «Που θα βρούμε αλλού τέτοιο καθεστώςΕπιδιώκουν δηλαδή να τα κάνουν ανταρτάκια, να μη θέλουν τους γονείς, να μη θέλουν τους δασκάλους, να μη θέλουν τίποτε, να μην ακούν κανέναν. Αυτό τους διευκολύνει στο σκοπό τους. "Αν δεν τα κάνουν ανταρτάκια, πως μετά τα παιδιά θα τα κάνουν όλα κομμάτια; Και βλέπεις, τα καημένα είναι σχεδόν δαιμονισμένα.
"Αν στην πνευματική ζωή η ελευθερία δεν αξιοποιήθηκε, θα αξιοποιηθή στην κοσμική ζωή; Τι να την κάνης τέτοια ελευθερία; Είναι καταστροφή. Γι' αυτό και το κράτος πάει όπως πάει. Μπορούν οι σημερινοί άνθρωποι να αξιοποιήσουν την ελευθερία που τους δίνεται; Η ελευθερία, όταν οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να την αξιοποιήσουν στην πρόοδο, είναι καταστροφή. Η κοσμική εξέλιξη με την αμαρτωλή αυτή ελευθερία έφερε την πνευματική σκλαβιά. Ελευθερία πνευματική είναι η πνευματική υποταγή στο θέλημα του Θεού. Και βλέπεις, ενώ η υπακοή είναι ελευθερία, ο πειρασμός όμως από κακία την παρουσιάζει σαν σκλαβιά και αντιδρούν τα παιδιά, ιδίως της εποχής μας, που έχουν δηλητηριασθή από το πνεύμα της ανταρσίας. Είναι, φυσικά, και κουρασμένα από τα διάφορα συστήματα του 20ου αιώνος, που δυστυχώς συνέχεια παραμορφώνουν την ωραία φύση του Θεού και τα πλάσματά Του και τα γεμίζουν από άγχος και τα απομακρύνουν από την χαρά, τον Θεό.

Εμείς ξέρετε τι τραβήξαμε, όταν απολυθήκαμε από τον στρατό; Αν ήταν τότε τα σημερινά παιδιά, θα τα είχαν κάνει όλα γυαλιά-καρφιά. Ήταν το 1950 που τελείωσε ο ανταρτοπόλεμος. Απολυθήκαμε πολλές κλάσεις μαζί. Άλλος είχε τεσσεράμισι, άλλος τέσσερα, άλλος τριάμισι χρόνια μέσα στον πόλεμο. Και σκεφθήτε, μετά από τόση ταλαιπωρία, φθάνουμε στην Λάρισα, πάμε στα Κέντρα Διερχομένων και τα βρίσκουμε γεμάτα. Όποτε πάμε στα ξενοδοχεία. Άλλα και εκεί δεν μας δέχονταν. Σου λέει: «Στρατός! Που να μείνη! Θα λερωθούν οι κουβέρτες!» -ενώ θα πληρώναμε. Ήταν Μάρτιος μήνας και έκανε κρύο! Ευτυχώς ένας αξιωματικός μας έσωσε· ας είναι καλά! Πήγε, έμαθε πότε φεύγουν τα τραίνα, πότε κάνουν μανούβρες κ.λπ., συνεννοήθηκε και μας έβαλε μέσα στα τραίνα! «Την νύχτα, λέει, θα κάνουν μανούβρες, αλλά μη φοβηθήτε· την τάδε ώρα το πρωί θα ξεκινήσουν». Και όλη την νύχτα κουνιόνταν. Τελικά ερχόμαστε στην Θεσσαλονίκη. Μερικοί που ήταν από 'δώ κοντά πήγαν στον τόπο τους. Οι άλλοι πήγαμε στα Κέντρα Διερχομένων, αλλά ήταν γεμάτα. Πάμε στα ξενοδοχεία, και εδώ τίποτε! Τους παρακαλώ στο ξενοδοχείο: «Να μου δώσετε μια καρέκλα να καθήσω μέσα και θα σας πληρώσω διπλάσιο από ό,τι θα πλήρωνα για το κρεββάτι!» «Όχι, δεν γίνεται!» μου λένε. Φοβόνταν μήπως κανείς έβλεπε ότι κρατούσαν στην καρέκλα στρατιώτη και τους κατήγγελλε. Και να κάθεσαι έξω, να ακουμπάς όρθιος στον τοίχο, να βγάλης έτσι την νύχτα! Και έβλεπες στρατιώτες να είναι οι καημένοι στο πεζοδρόμιο, έξω από τα ξενοδοχεία, ακουμπισμένοι στους τοίχους! Σε όλα τα πεζοδρόμια υπήρχε στρατός, σαν να έκαναν παρέλαση! Κατάλαβες; Αν ήταν οι σημερινοί νέοι, θα είχαν κάψει την Λάρισα, όλη την Θεσσαλία και την Μακεδονία! Εδώ, χωρίς να έχουν καμμιά δυσκολία σήμερα, και τι κάνουν! καταλήψεις, καταστροφές... Και εκείνα, τα καημένα τα παιδιά, ούτε καν είχαν λογισμό. Ένιωθαν βέβαια μια πικρία, αλλά χωρίς να έχουν λογισμό να κάνουν τίποτε το κακό. Και να έχουν περάσει ταλαιπωρία μεγάλη έξω στα χιόνια. Να είναι σακατεμένοι από τον πόλεμο - τι θυσία οι καημένοι! - και τελικά το τελευταίο «ευχαριστώ» ήταν να κοιμηθούνε έξω! Και κάνω μια σύγκριση· πως ήταν οι νέοι τότε και που βρίσκονται σήμερα... Ούτε πενήντα χρόνια δεν πέρασαν και πως άλλαξε ο κόσμος!
Η σημερινή νεολαία μοιάζει με το μοσχαράκι που είναι δεμένο στο λιβάδι και κλωτσάει· τραβάει συνέχεια το σχοινί, βγάζει τον πάσσαλο και αρχίζει να τρέχη· αλλά σκαλώνει κάπου και περδικλώνεται άσχημα και στο τέλος το κατασπαράζουν τα άγρια θηρία. Το φρένο βοηθάει, όταν είναι μικρό το παιδί. Το βλέπεις, ανεβαίνει πάνω στον τοίχο και υπάρχει φόβος να σκοτωθή. «Μη, μη», φωνάζεις, του δίνεις και κανένα σκαμπίλι. Μετά δεν σκέφτεται ότι θα σκοτωθή, σκέφτεται μη φάη το σκαμπίλι και προσέχει. Τώρα δεν υπάρχουν ούτε στα σχολεία τιμωρίες ούτε στον στρατό καψώνια. Γι' αυτό οι νέοι παιδεύουν τους γονείς και το έθνος. Στον στρατό παλιά, όσο πιο σκληροί ήταν οι αρχηγοί στην Εκπαίδευση, τόσο πιο πολλή παλληκαριά έδειχναν οι στρατιώτες στην μάχη.
Ο νέος έχει ανάγκη από έναν πνευματικό οδηγό, τον οποίο να συμβουλεύεται και να ακούη, για να πορεύεται με πνευματική ασφάλεια, χωρίς κινδύνους, φόβους και αδιέξοδα. Κάθε άνθρωπος, όσο μεγαλώνει, όσο περνάει η ηλικία του, αποκτά πείρα και από τον εαυτό του και από τους άλλους. Ένας νέος στερείται αυτήν την πείρα. Ένας μεγάλος την πείρα που απέκτησε από τον εαυτό του και από τους άλλους την χρησιμοποιεί, για να βοηθήση τον άπειρο νέο, για να μην κάνη γκάφες. Ο νέος, όταν δεν ακούη, κάνει πειράματα με τον εαυτό του. Ενώ, αν ακούση, κέρδος θα έχη. Είχαν έρθει στο Καλύβι μερικά παιδιά από μια χριστιανική Οργάνωση και φώναζαν με μια αυτοπεποίθηση: «Δεν έχουμε ανάγκη από κανέναν, θα βρούμε μόνοι μας τον δρόμο μας!» Ποιος ξέρει; θα είχαν ζορισθή και είχαν κατά κάποιο τρόπο επαναστατήσει. Όταν ήταν να φύγουν, με ρώτησαν πως να κατεβούν στον δημόσιο, για να πάρουν τον δρόμο για την Μονή Ιβήρων. «Από που θα πάμε;» λένε. «Καλά, βρε παιδιά, τους λέω, εσείς είπατε ότι θα τον βρήτε μόνοι σας τον δρόμο- δεν έχετε ανάγκη από κανέναν. Έτσι δεν είπατε προηγουμένως; Τουλάχιστον αυτόν τον δρόμο και να τον χάσετε, λίγο θα ταλαιπωρηθήτε, κάποιον θα βρήτε παρακάτω και θα σας πη: "Από εδώ πάει". Τον άλλον τον δρόμο για πάνω, για τον Ουρανό, πώς θα τον βρήτε μόνοι σας χωρίς οδηγό;» Ο ένας από αυτούς είπε: «Σάν νάχη δίκαιο ο Γέροντας».


 
  

ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ ΣΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ


Ήρθαν δυό-τρεις φοιτήτριες σήμερα και μου είπαν: «Γέροντα, κάντε προσευχή να περάσουμε στις εξετάσεις». Και εγώ τις είπα: «Θα ευχηθώ να περάσετε στις εξετάσεις της αγνότητος. Αυτό είναι το πιο βασικό. Όλα τα άλλα βολεύονται μετά». Καλά δεν τις είπα; Ναι, είναι μεγάλο πράγμα να βλέπης στα πρόσωπα των νέων σήμερα την σεμνότητα, την αγνότητα! Πολύ μεγάλο πράγμα!
Έρχονται μερικές κοπέλες οι καημένες τραυματισμένες. Ζουν άτακτα με νέους, δεν καταλαβαίνουν πως ο σκοπός τους δεν είναι καθαρός και σακατεύονται. «Τι να κάνω, Πάτερ;» με ρωτούν. «Ο ταβερνιάρης, τις λέω, έχει φίλο τον μπεκρή, αλλά γαμπρό δεν τον κάνει στην κόρη του. Να σταματήσετε τις σχέσεις. Αν σας αγαπούν πραγματικά, θα το εκτιμήσουν. Αν σας αφήσουν, σημαίνει ότι δεν σας αγαπούν και θα κερδίσετε χρόνο».

Ο πονηρός εκμεταλλεύεται την νεανική ηλικία, που έχει επί πλέον και την σαρκική επανάσταση, και προσπαθεί να καταστρέψη τα παιδιά στην δύσκολη αυτή περίοδο που περνούν. Το μυαλό είναι ανώριμο ακόμη, υπάρχει απειρία μεγάλη και απόθεμα πνευματικό καθόλου. Γι' αυτό ο νέος πρέπει πάντα να αισθάνεται ως ανάγκη τις συμβουλές των μεγαλυτέρων σ΄ αυτήν την κρίσιμη ηλικία, για να μη γλιστρήση στον γλυκό κατήφορο της κοσμικής κατηφόρας, που στην συνέχεια γεμίζει την ψυχή από άγχος και την απομακρύνει αιώνια από τον Θεό.

Καταλαβαίνω ότι ένα φυσιολογικό παιδί, στην νεανική ηλικία, δεν είναι εύκολο να βρίσκεται σε τέτοια πνευματική κατάσταση, ώστε να μην κάνη διάκριση, «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3,28). Γι' αυτό και οι πνευματικοί Πατέρες συνιστούν να μην κάνουν συντροφιά τα αγόρια με τα κορίτσια, όσο και πνευματικά και εάν είναι, γιατί η ηλικία είναι τέτοια που δεν βοηθάει, και ο πειρασμός εκμεταλλεύεται την νεότητα. Γι' αυτό συμφερώτερο είναι ο νέος να θεωρηθή ακόμη και κουτός από τα κορίτσια (ή η νέα από τα αγόρια) για την πνευματική του φρονιμάδα και αγνότητα και να σηκώνη και αυτόν τον βαρύ σταυρό. Γιατί αυτός ο βαρύς σταυρός κρύβει όλη την δύναμη και την σοφία του Θεού και τότε ο νέος θα είναι πιο δυνατός από τον Σαμψών (Κριτ. 15,14) και πιο σοφός από τον σοφό Σολομώντα (Γ' Βασ. 3,9-12). Καλύτερα είναι, όταν βαδίζη, να προσεύχεται και να μην κοιτά δεξιά και αριστερά, ακόμη και αν πρόκειται να παρεξηγηθή από συγγενικά πρόσωπα, γιατί δήθεν τους περιφρόνησε και δεν τους μίλησε, παρά να περιεργάζεται και να βλάπτεται και να παρεξηγηθή ακόμη και από τους κοσμικούς ανθρώπους που σκέφτονται όλο πονηρά. Χίλιες φορές καλύτερα να φεύγη σαν το αγρίμι από τους ανθρώπους μετά τον εκκλησιασμό, για να διατηρήση την πνευματική του φρονιμάδα και ό,τι απεκόμισε από τον εκκλησιασμό, παρά να κάθεται και να χαζεύη στις γούνες (ή στις γραβάτες η νέα) και να αγριέψη πνευματικά από το γρατσούνισμα που θα του κάνη ο εχθρός στην καρδιά.

Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος δυστυχώς έχει σαπίσει και, από όπου και αν περάση μια ψυχή που θέλει να διατηρηθή αγνή, θα λερωθή. Με την διαφορά όμως ότι ο Θεός δεν θα ζητήση τα ίδια με αυτά που ζητούσε την παλιά εποχή από έναν Χριστιανό που ήθελε να διατηρηθή αγνός. Χρειάζεται ψυχραιμία, και ο νέος να κάνη ό,τι μπορεί, να αγωνισθή, για να αποφεύγη τα αίτια, και ο Χριστός μας θα βοηθήση από εκεί και πέρα. Ο θείος έρως, αν φουντώση στην ψυχή του, είναι τόσο πολύ θερμός που έχει την δύναμη να καίη κάθε άλλη επιθυμία και κάθε άσχημη εικόνα. Όταν ανάψη αυτή η φωτιά, τότε αισθάνεται και τις θείες εκείνες ηδονές, που δεν μπορεί κανείς να τις συγκρίνη με καμμιά άλλη ηδονή. Όταν γευθή το ουράνιο εκείνο μάννα, δεν θα του κάνουν καμμιά εντύπωση πλέον τα άγρια ξυλοκέρατα. Γι΄ αυτό πρέπει να πιάση γερά το τιμόνι και να κάνη τον σταυρό του και να μη φοβάται. Μετά από τον μικρό του αγώνα θα λάβη και την ουράνια τρυφή. Την ώρα του πειρασμού θέλει παλληκαριά, και ο Θεός θαυματουργικά θα βοηθήση.

Μου είχε διηγηθή ο Γερο-Αυγουστίνος (1) : Είχε πάει σαν αρχάριος σε ένα Μοναστήρι στην Ρωσία, στην πατρίδα του. Εκεί ήταν όλοι σχεδόν γεροντάκια και έστειλαν αυτόν ως διακονητή, για να βοηθάη έναν υπάλληλο της Μονής στο ψάρεμα, γιατί η Μονή συντηρείτο από την αλιεία. Μια μέρα λοιπόν ήρθε η κόρη του υπαλλήλου και είπε στον πατέρα της να πάη γρήγορα στο σπίτι για μια επείγουσα δουλειά και κάθησε εκείνη να βοηθήση. Ο πειρασμός όμως την είχε κυριεύσει την ταλαίπωρη και, χωρίς να σκεφθή, όρμισε επάνω στον δόκιμο με αμαρτωλές διαθέσεις. Εκείνη την στιγμή τα έχασε ο Αντώνιος –αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομά του-, γιατί ήταν ξαφνικό. Έκανε τον σταυρό του και είπε: «Χριστέ μου, καλύτερα να πνιγώ παρά να αμαρτήσω» και πετάχτηκε από την όχθη μέσα στο βαθύ ποτάμι! Αλλά ο Καλός Θεός βλέποντας τον μεγάλο ηρωισμό του αγνού νέου, που ενήργησε σαν νέος Άγιος Μαρτινιανός (2), για να διατηρηθή αγνός, τον κράτησε επάνω στο νερό, χωρίς καν να βραχή! «Ενώ πετάχθηκα, μου έλεγε, με το κεφάλι κάτω, δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα όρθιος επάνω στο νερό, χωρίς να βραχούν ούτε τα ρούχα μου!» Εκείνη την στιγμή ένιωσε και μια εσωτερική γαλήνη με μια ανέκφραστη γλυκύτητα, που εξαφάνισε τελείως κάθε λογισμό αμαρτωλό και κάθε ερεθισμό σαρκικό, που του είχε δημιουργήσει προηγουμένως με τις άσεμνες χειρονομίες της η κοπέλα. Όταν είδε μετά η κοπέλα επάνω στο νερό όρθιο τον Αντώνιο, άρχισε να κλαίη μετανοιωμένη για το σφάλμα της και συγκινημένη για το μεγάλο αυτό θαύμα.

Ο Χριστός δεν ζητάει μεγάλα πράγματα, για να μας βοηθήση στον αγώνα μας. Τιποτένια πράγματα περιμένει από μας. Μου  έλεγε ένας νέος ότι πήγε στην Πάτμο να προσκυνήση και ο πειρασμός του έστησε εκεί μια παγίδα. Καθώς προχωρούσε, μια τουρίστρια όρμησε και τον αγκάλιασε. Αυτός την έσπρωξε πέρα και είπε: «Χριστέ μου, εγώ ήρθα εδώ να προσκυνήσω, δεν ήρθα για έρωτα» και έφυγε. Το βράδυ στο ξενοδοχείο, την ώρα που έκανε την προσευχή του, είδε τον Χριστό μέσα στο άκτιστο φως. Είδατε με ένα σπρώξιμο τι αξιώθηκε; Άλλος χρόνια αγωνίζεται και κάνει άσκηση μεγάλη, και αν αξιωθή κάτι τέτοιο! Και αυτός είδε τον Χριστό, μόνο γιατί αντέδρασε στον πειρασμό. Φυσικά αυτό πολύ τον δυνάμωσε πνευματικά. Μετά είδε την Αγία Μαρκέλλα, τον Άγιο Ραφαήλ, τον Άγιο Γεώργιο δυό-τρεις φορές. Ήρθε μια μέρα και μου λέει: «Κάνε προσευχή, Πάτερ, να δω πάλι τον Άγιο Γεώργιο. Θέλω λίγη παρηγοριά, δεν έχω παρηγοριά απ΄ αυτόν τον κόσμο!»
Και βλέπεις άλλα παιδιά σε τι κατάσταση φθάνουν! Είχε έρθει μια φορά στο Καλύβι ένας νεαρός με τον θείο του που ήταν ηλικιωμένος και μου λέει: «Κάνε προσευχή για μια κοπέλα. Έσπασε την σπονδυλική της στήλη σε δυστύχημα. Οδηγούσε ο πατέρας της και τον πήρε ο ύπνος. Εκείνος σκοτώθηκε και η κοπέλα χτύπησε. Να σου δώσω και μια φωτογραφία της». «Δεν χρειάζεται», λέω. Αυτός εν τω μεταξύ επέμενε, οπότε παίρνω την φωτογραφία και τι να δω! Η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη κάτω και την κρατούσαν δύο. «Τι την έχει αυτός;» ρωτάω τον νεαρό. «Φίλη», μου λέει. «Αυτός τι είναι; Θα την πάρη;» «Όχι, λέει, είναι φίλοι».  «Μην τα παρεξηγής τα παιδιά, μου λέει ο θείος του, έτσι είναι σήμερα οι νέοι». «Θα κάνω προσευχή, είπα από μέσα μου, να διορθωθή όχι η σπονδυλική της στήλη αλλά το μυαλό της και το δικό σου το μυαλό, χαμένε άνθρωπε». Πού είναι ο σεβασμός; Έπρεπε να τον βρίση ο θείος του. Πνευματικά παιδιά…, να έχει Πνευματικό και να φθάση σε τέτοια κατάσταση! Ακόμη και να την πάρη, δεν υπήρχε λόγος να είναι τεντωμένη έτσι και στους δύο και ο άλλος να μου δείχνη την φωτογραφία! Και δεν σκέφτεται ότι δεν είναι σωστό αυτό το πράγμα. Εμένα δεν με πειράζει, αλλά δεν είναι σωστό. Τι οικογένεια θα δημιουργήσουν αυτά τα παιδιά; Ο Θεός να φωτίση την νεολαία να συνέλθη.

Παλιά με τι θυσίες κρατούσαν την αγνότητά τους οι κοπέλες! Θυμάμαι, στον πόλεμο είχαν αγγαρέψει μερικούς χωρικούς με τα ζώα τους και είχαν αποκλεισθή σε ένα ύψωμα από τα χιόνια. Οι κάτω από τα χιονισμένα έλατα έκαναν κάτι υπόστεγα με κλωνάρια από έλατα, για να προφυλαχθούν από το κρύο. Οι γυναίκες πάλι αναγκάσθηκαν να προστατευθούν από συγχωριανούς, γνωστούς ανθρώπους. Μια κοπέλα και μια γριά ήταν από κάποιο μακρινό χωριό και αναγκάσθηκαν και αυτές να μπουν σε ένα από αυτά τα ελάτινα υπόστεγα. Αλλά δυστυχώς υπάρχουν μερικοί άπιστοι και δειλοί. Οι οποίοι δεν συγκλονίζονται ακόμη και εν καιρώ πολέμου. Δεν πονάνε για τους διπλανούς τους που τραυματίζονται ή σκοτώνονται, αλλά, εάν βρουν ευκαιρία, επιδιώκουν ακόμη και να αμαρτήσουν, γιατί φοβούνται μήπως σκοτωθούν και δεν προλάβουν να γλεντήσουν, ενώ έπρεπε, τουλάχιστον εν ώρα κινδύνου, να μετανοήσουν. Ένας σαν και αυτούς που εν καιρώ πολέμου, όπως ανέφερα, δεν σκέφτονται να μετανοήσουν, αλλά να αμαρτήσουν, ενοχλούσε την κοπέλα τόσο άσχημα που αναγκάσθηκε να φύγη. Προτίμησε να ξυλιάση, ακόμη και να πεθάνη έξω στα χιόνια, παρά να χάση την τιμή της. Βλέποντας η καημένη η γριά ότι έφυγε η κοπέλα, ακολούθησε και αυτή τα ίχνη της και την βρήκε τριάντα λεπτά μακριά, κάτω από ένα μικρό υπόστεγο ενός εξωκκλησιού του Τιμίου Προδρόμου. Ο Τίμιος Πρόδρομος ενδιαφέρθηκε για την τίμια κοπέλα και την οδήγησε στο εξωκκλησάκι του που η κοπέλα ούτε καν το ήξερε. Και στην συνέχεια τι έκανε ο Τίμιος Πρόδρομος! Παρουσιάσθηκε σ΄ έναν στρατιώτη (3), στον ύπνο του, και του είπε να πάη στο εξωκκλήσι του το συντομώτερο. Σηκώνεται λοιπόν ο στρατιώτης και ξεκινάει μέσα στην φωτισμένη νύχτα από τα χιόνια και πάει στο εξωκκλήσι, ήξερε περίπου που είναι. Τι να δη όμως! Μια γριά και μια κοπέλα καρφωμένες μέσα στο χιόνι μέχρι τα γόνατα, μελανιασμένες και ξυλιασμένες από το κρύο. Άνοιξε αμέσως το εκκλησάκι, μπήκαν μέσα και συνήλθαν κάπως. Δεν είχε τίποτε άλλο να τους προσφέρη ο στρατιώτης παρά το κασκόλ του στην γριά και από ένα γάντι στην καθεμία και τις είπε να το αλλάζουν τα χέρια. Του διηγήθηκαν μετά τον πειρασμό που συνάντησαν. «Καλά, λέει στην κοπέλα ο στρατιώτης, πώς αποφάσισες να φύγης νύχτα, μέσα στα χιόνια και σε άγνωστο μέρος;» Και εκείνη απάντησε: «Εγώ μόνον αυτό μπορούσα να κάνω και πίστευα ότι ο Χριστός θα με βοηθούσε από εκεί και πέρα». Τότε ο στρατιώτης τελείως αυθόρμητα, από πόνο και όχι απλώς για να τις παρηγορήση, λέει: «Τελείωσαν πια τα βάσανά σας. Αύριο θα είσθε στα σπίτια σας». Με τα λόγια αυτά χάρηκαν πολύ και ζεστάθηκαν περισσότερο. Και πράγματι, ξεκίνησαν τα Λ.Ο.Μ. (4), άνοιξαν τον δρόμο και την άλλη μέρα το πρωί τα στρατιωτικά μεταγωγικά ήταν εκεί, και οι καημένες πήγαν στα σπίτια τους. Τέτοιες Ελληνοπούλες που είναι ντυμένες και με θεία Χάρη –και όχι οι απογυμνωμένες και από θεία Χάρη- πρέπει να θαυμάζωνται και να επαινούνται. Μετά εκείνο το κτήνος –ο Θεός να με συγχωρήση- πήγε και ανέφερε στον Διοικητή ότι ο τάδε στρατιώτης έσπασε την πόρτα από το εξωκκλήσι και έβαλε μέσα τους μεταγωγικούς, δηλαδή τα μουλάρια! Του λέει ο Διοικητής: «Δεν πιστεύω αυτός να έκανε τέτοιο πράγμα!» Και τελικά κατέληξε στην φυλακή.


1) Βλ. Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, σ. 74-75
2) Στον βίο του Όσιου Μαρτινιανού (η μνήμη του εορτάζεται στις 13 Φεβρουαρίου) αναφέρεται ότι, όταν ασκήτευε σε έναν βράχο μέσα στην θάλασσα, πλησίασε σ΄ αυτόν επάνω σε μια σχεδία μια κοπέλα, η οποία είχε ναυαγήσει και παρακαλούσε τον Άγιο να την σώση από την θάλασσα. Ο Όσιος αναγκάσθηκε να την τραβήξη έξω από το νερό και, αφού προσευχήθηκε, πήδηξε στην θάλασσα. Αλλά από θεία Πρόνοια ήλθαν δελφίνια, τον πήραν επάνω τους και τον έβγαλαν στην στεριά.
3) Ο στρατιώτης ήταν ο ίδιος ο Γέροντας. Το περιστατικό συνέβη, όταν υπηρετούσε την θητεία του, στον ανταρτοπόλεμο.
4) Λ.Ο.Μ. = Λόχος Ορεινών Μεταφορών.


 
  

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΓΑΠΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ


Το κακό μόνο του καταστρέφεται. Στην Ρωσία είχαν καταστρέψει τα πάντα και όμως μετά από τρεις γενιές, βλέπεις τώρα τι γίνεται! Δεν αφήνει ο Θεός. Ούτε και τις αμαρτίες των παιδιών της σημερινής εποχής θα τις κρίνη το ίδιο με τις αμαρτίες των παιδιών της δικής μας εποχής.
(...) Θέλω να πω, ένας λ.χ. θέλει να πάρη έναν δρόμο τον θέλει, αλλά δεν μπορεί να τον τραβήξη. Και αυτόν που βλέπει να τον τραβάη, τον εκτιμάει. Αυτούς τους ανθρώπους δεν θα τους αφήση ο Θεός, γιατί δεν έχουν κακότητα. Θα έρθη η ώρα που θα έχουν την δύναμη να τραβήξουν μπροστά.

Αν υπάρχη αληθινή, αρχοντική αγάπη, αμέσως οι νέοι το πληροφορούνται και αφοπλίζονται. Έρχονται στο Καλύβι παιδιά, από χίλιες καρυδιές καρύδια, με διάφορα προβλήματα. Τους καλωσορίζω, τους κερνώ, τους μιλώ, και σε λίγο γινόμαστε φίλοι. Ανοίγουν την καρδιά τους και δέχονται και την δική μου αγάπη. Μερικά, τα κακόμοιρα, είναι τόσο στερημένα! Διψούν για αγάπη. Φαίνεται αμέσως που δεν ένιωσαν αγάπη ούτε από μάνα ούτε από πατέρα δεν χορταίνουν.
Έτσι άμα τα πονέσης, άμα τα αγαπήσης, ξεχνούν και τα προβλήματα, και τα ναρκωτικά ακόμη, φεύγουν και οι αρρώστιες, αφήνουν και τις αταξίες και έρχονται ευλαβικοί προσκυνητές μετά στο Άγιον Όρος.
Γιατί πληροφορούνται κατά κάποιον τρόπο την αγάπη του Θεού. Και βλέπω έχουν μια αρχοντιά που σου ραγίζει την καρδιά. Να μη δέχωνται μια οικονομική βοήθεια, ενώ έχουν ανάγκη, αλλά να πιάνουν δουλειά, για να τα βγάλουν πέρα και να πάνε την νύχτα στο σχολείο. Αυτά τα παιδιά αξίζει να τα βοηθήση κανείς. Στον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης υπάρχουν σπίτια, όπου μένουν πολλά παιδιά μαζί, αγόρια και κορίτσια. Σε έναν χώρο για τρεις έμεναν δεκαπέντε. Είναι από διαλυμένες οικογένειες άλλα κλέβουν, άλλα έχουν φιλότιμο και δεν μπορούν να κλέψουν. Από χρόνια έλεγα σε πολλούς να τα πλησιάσουν, να τα βοηθήσουν. Είχα πει να κάνουν κανέναν Ναό, να τα συμμαζεύουν. Τώρα έχουν κάνει ένα εκκλησάκι στον προστάτη των σιδηροδρομικών Απόστολο και Διάκονο Φίλιππο.

Πάντως έχω καταλάβει πως, όταν μικρός κανείς δεν αξιοποιήση τις ευκαιρίες που του δίνονται, πολλές φορές το εκμεταλλεύεται ο διάβολος. Γιατί λέει η παροιμία «στην βράση κολλάει το σίδερο»; Οι σιδηρουργοί, όταν ήθελαν να κολλήσουν δύο σίδερα –μη βλέπετε τώρα που έχουν οξυγόνα κ.λπ.-, έβαζαν το σίδερο στην φωτιά και έρριχναν ζεστό νερό και βόρακα και, μόλις το έβγαζαν ζεστό και πετούσε ακόμη σπίθες, τάκα-τάκα κολλούσε. Γιατί, αν τυχόν κρύωνε, δεν κολλούσε. Το ίδιο θέλω να πω και ο νέος, όταν του δίνωνται ευκαιρίες, αν αδιαφορήση, μετά θα αρχίση να ασχολήται με τους άλλους, να κρίνη να κατακρίνη, οπότε απομακρύνεται η Χάρις του Θεού. Ενώ, όταν έχη την θεία ζέση, αν προσέξη, τότε κάνει προκοπή.
 Γι΄ αυτό οι γονείς, όσο μπορούν, να βοηθούν τα παιδιά, όταν είναι μικρά.
Τα παιδιά είναι άδειες κασσέττες. Αν γεμίσουν Χριστό, θα είναι κοντά Του πάντα. Αν όχι, είναι πιο εύκολο, όταν μεγαλώσουν, να παραστρατήσουν. Αν μικρά βοηθηθούν, και να ξεφύγουν αργότερα λίγο, πάλι θα συνέλθουν.
 Αν ποτισθή το ξύλο με λάδι, δεν σαπίζει. Λίγο αν ποτισθούν τα παιδιά με ευλάβεια, με φόβο Θεού, δεν έχουν ανάγκη μετά.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
 http://users.sch.gr/aiasgr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου