Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Η αγία υποκρισία. (Γέροντος Παϊσίου)




– Γέροντα, πόσοι είναι οι αναχωρητές στο Άγιον Όρος; ;
– Δεν ξέρω· λένε ότι είναι επτά. Εδώ και μερικά χρόνια είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς τόπο ήσυχο, για να ασκητέψει. Γι’ αυτό μερικοί Πατέρες, όταν υπήρχαν ακόμη ιδιόρρυθμα μοναστήρια στο Άγιον Όρος, έβρισκαν άλλον τρόπο να ζήσουν την άσκηση. Π.χ. έλεγαν: «δεν με αναπαύει εδώ, θα πάω σε κανένα ιδιόρρυθμο να δουλέψω, για να μαζέψω χρήματα», και οι άλλοι το πίστευαν. Πήγαιναν σε ιδιόρρυθμο, δούλευαν εκεί τρείς-τέσσερις μήνες και ύστερα ζητούσαν μεγάλη αύξηση. Επειδή δεν τους την έδιναν, έλεγαν: «Δεν με συμφέρει· θα φύγω». Έπαιρναν λίγο παξιμάδι και πήγαιναν, κρύβονταν σε καμμιά σπηλιά και ασκήτευαν. Οι άλλοι είχαν την εντύπωση ότι πήγαν και δουλεύουν αλλού. Και αν ρωτούσαν στο μοναστήρι: «τί γίνεται, πέρασε εκείνος ο Πατέρας;», έλεγαν: «Ναι, πέρασε, αλλά τί ιδιότροπος που ήταν! Ήθελε να μαζέψει από ’δω χρήματα. Ζητούσε αύξηση. Καλόγερος, και να ζητάει αύξηση! Τί καλόγερος είναι αυτός;». Όποτε, ωφελείτο ο αναχωρητής και από την άσκηση που έκανε και από τις κατηγορίες των άλλων, ωφελείτο και από τους κλέφτες. Γιατί μάθαιναν οι κλέφτες ότι ο τάδε έχει χρήματα και πήγαιναν στην σπηλιά, τον ταλαιπωρούσαν, αλλά τελικά δεν έβρισκαν τίποτε.
– Γέροντα, πώς μπορώ να μιμηθώ την αρετή μιας αδελφής, όταν κρύβεται;
– Χαμένο τόχει να μην κρυφθεί; Οι Άγιοι έκαναν μεγαλύτερο αγώνα, για να κρύψουν την αρετή τους, παρά για να την αποκτήσουν. Ξέρετε τί έκαναν οι διά Χριστόν σαλοί; Ξέφευγαν πρώτα από την υποκρισία του κόσμου και έμπαιναν στον χώρο της ευαγγελικής αλήθειας. Αλλά και αυτό δεν τους έφθανε, γι’ αυτό προχωρούσαν στην αγία υποκρισία για την αγάπη του Χριστού. Ύστερα δεν τους απασχολούσε ό,τι κι αν τους έκαναν, ό,τι κι αν τους έλεγαν οι άλλοι. Χρειάζεται όμως πολύ μεγάλη ταπείνωση, για να το κάνεις αυτό. Ενώ ένας κοσμικός άνθρωπος, αν του πει καμμιά κουβέντα ο άλλος, θίγεται ή, αν δεν τον επαινέσει για κάτι που κάνει, στενοχωριέται, αυτοί χαίρονταν, όταν οι άνθρωποι είχαν χαλασμένο λογισμό γι’ αυτούς.
Παλιά υπήρχαν Πατέρες που έκαναν ακόμη και τον δαιμονισμένο, για να κρύψουν την αρετή τους και να χαλάσουν οι άλλοι τον καλό λογισμό που είχαν γι’ αυτούς. Όταν ήμουν στην Μονή Φιλόθεου, που ήταν τότε ιδιόρρυθμο, ήταν ένας Πατέρας που ασκήτευε προηγουμένως στην Βίγλα. Αυτός, μόλις κατάλαβε ότι οι Πατέρες εκεί είχαν πάρει μυρωδιά την άσκησή του και την πνευματική του προκοπή, έφυγε με την ευλογία του πνευματικού του. «Άντε, τους είπε, βαρέθηκα να τρώω εδώ μουχλιασμένο παξιμάδι. Θα πάω σε κανένα ιδιόρρυθμο, να τρώω και κρέας, να ζήσω σαν άνθρωπος! Χαμένο τόχω να μείνω έδώ;». Και ήρθε στην Μονή Φιλόθεου και έκανε τον δαιμονισμένο. Άκουσαν οι παραδελφοί του ότι δαιμονίσθηκε και έλεγε ο ένας στον άλλον: «Κρίμα, ο καημένος δαιμονίσθηκε. Εμ, επόμενο ήταν να δαιμονισθεί. Έφυγε από ’δω, γιατί βαρέθηκε το μουχλιασμένο παξιμάδι, και πήγε σε ιδιόρρυθμο, για να τρώει κρέας». Αυτός τί έκανε; Παραπάνω από είκοσι πέντε χρόνια ούτε μαγείρευε ούτε κοιμόταν. Όλη την νύχτα γύριζε στους διαδρόμους με ένα φανάρι, για να μην κοιμάται. Όταν κουραζόταν, ακουμπούσε λίγο στον τοίχο και, μόλις τον έπαιρνε ο ύπνος, πετιόταν, έλεγε για λίγο ψιθυριστά την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ…» και μετά την συνέχιζε νοερά. Καμμιά φορά του ξέφευγε, και ακουγόταν η ευχή. Όταν συναντούσε κανέναν αδελφό, του έλεγε: «Εύχου, εύχου να φύγει το δαιμόνιο». Έτσι όλοι τον είχαν για δαιμονισμένο. Ένα μικρό καλογέρι, δεκαπέντε χρόνων, μου είπε μια μέρα: «Άντε τον δαιμονισμένο!». «Μην το λες αυτό, του είπα· αυτός έχει πολλή αρετή, αλλά κάνει τον δαιμονισμένο». Μετά τον είχε σε ευλάβεια. Όταν πέθανε, τον βρήκαν οι Πατέρες να κρατάει στα χέρια του ένα χαρτί στο οποίο είχε γράψει το όνομα κάθε αδελφού και δίπλα ένα παρατσούκλι, για να διώξει, και πεθαμένος ακόμη, και τον παραμικρό καλό λογισμό που μπορεί να είχε κάποιος γι’ αυτόν. Τελικά ευωδίασε. Βλέπεις, αυτός πήγε να κρυφτεί, αλλά η Χάρις του Θεού τον πρόδωσε.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να βγάζει κανείς συμπεράσματα για έναν άνθρωπο από αυτό που φαίνεται, εάν δεν μπορεί να διακρίνει αυτό που κρύβεται.
(Γ. Παϊσίου Αγιορείτου, «Πνευματικός αγώνας. Λόγοι», τ Γ΄, εκδ. Ι. Ησυχ, Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσ/νίκης, σ. 81-84)

Η διαστροφή σύγχρονων οσιακών μορφών υπό των “ευσεβών χριστιανών”


Αναλογίζομαι το μαρτύριο του Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, ενός αγίου του 20ου αι., και των σύγχρονων οσιακών μορφών, Παϊσίου του Αγιορείτου, Γέροντος Πορφυρίου και Αρχιμ. Ιάκωβου Τσαλίκη.
Αυτοί οι πατέρες δεινοπαθούν, στην κυριολεξία, μετά θάνατον, από τους “ευσεβείς χριστιανούς”.
Ο Άγιος Λουκάς έχει καταστεί υπόθεση εμπορική. Θεωρείται θαυματουργός και ως εκ τούτου οι σημερινοί “γεροντάδες” εκμεταλλεύονται τον εν αφθονία γύρω μας ανθρώπινο πόνο και θησαυρίζουν με απίθανους τρόπους στο όνομα του Αγίου. Δεν εννοώ μόνο χρήματα, αλλά και την επάρατη εξουσία επί του ποιμνίου, στο όνομα μιας κατασκευασμένης – φευ! – ελπίδας…
Ο Άγιος Λουκάς από την Κριμαία είναι πλέον πιο δημοφιλής κι από την Παναγία.
 Για παράδειγμα στον Μητροπολιτικό Ναό της Πάτρας έχει σαφώς υποσκελίσει την Ευαγγελίστρια. Αλλά και γενικά παντού στην Ελλάδα η “λατρεία” του ξεφυτρώνει εκεί που δεν το περιμένεις. Στον πρόσφατο έρανο της Αγάπης στην Αθήνα, μια κεντρική ενορία μοίραζε ως “αντίδωρο” στους πιστούς που προσέφεραν τον όβολό τους μια πλαστικοποιημένη εικόνα του Αγίου Λουκά!
Ούτε που το είχε φανταστεί ο Άγιος ότι θα “εισέβαλε” στην Ελλάδα του 21ου αι. και θα την κατακυρίευε κυριολεκτικώς!
Οι γέροντες Παϊσιος, Πορφύριος και λιγότερο ο Ιάκωβος, είναι στην ημερήσια διάταξη. Για ό,τι και να συμβαίνει στον εκκλησιαστικό ή κοινωνικό χώρο, οι “ευσεβείς” ανασύρουν από τα τεράστια σεντούκια τους κι από ένα τσιτάτο “του γέροντα” για την περίσταση. Θαρρεί κανείς πως αυτοί οι ασκητές δεν έκαναν τίποτε άλλο στη ζωή τους παρά να ομιλούν περί παντός επιστητού και …ανεπαισθήτου. Μίλησαν ακόμη και για την “μεταπατερική και συναφειακή” θεολογία και την κατακεραύνωσαν (!!!) ή ακόμη για το ότι ο καθαιρεθείς επίσκοπος Αρτέμιος της Σερβικής Εκκλησίας ήταν ο καλύτερος απ’ όλους τους Σέρβους ιεράρχες και άλλα παρόμοια απίθανα και παρανοϊκά. Εννοείται, επίσης, πως έχουν προφητεύσει όλα τα μελλούμενα κακά.
Σκέπτομαι πραγματικά αυτούς τους σύγχρονους …μάρτυρες. Τι τραβάνε στα χέρια των αδηφάγων “ευσεβών χριστιανών”, οι οποίοι τους κραδαίνουν ως δαμόκλειο σπάθη επί τας κεφαλάς πάντων και πασών!
Το δε εμπόριο γύρω απ’ αυτούς (χιλιάδες βιβλία, cd’s, εικόνες και άλλα απίστευτα) ούτε που θα το φαντάζοταν οι ταπεινοί γέροντες.
Ίσταμαι ενεός προ του μαρτυρίου το οποίο υφίστανται. Διαστροφή και εκμετάλλευση. Ό,τι ακριβώς λέει ο Ντοστογιέφσκι στη σκηνή του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, που μας αποκαλύπτει πόσο ο χριστιανισμός μας απέχει πόρρω του Χριστού.
Π.Α.Α.
ΠΗΓΗ.ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ

«Να ζεις τον πόνο σου σαν να μην υπάρχει». (Γέροντος Παϊσίου, +12 Ιουλίου 1994)



1. «Οι άνθρωποι οι φτωχοί, που στερούνται και δεν έχουν να φάνε, αν δεν γογγύζουν, θα ’χουν ίσο μισθό με τους ασκητές που ασκητεύουν στον Άθωνα ή στα Κελλιά τους. Διότι αυτοί κάνουν την άσκηση με την θέλησή τους και αυτό ελαφρύνει πολύ τον κόπο τους. Εγώ, ας υποθέσουμε, και αν κάνω κάτι, το κάνω με την θέλησή μου και αυτό με κάνει να μην καταλαβαίνω καλά-καλά την δυσκολία. Ενώ αυτοί οι κακόμοιροι πεινούν, χωρίς να το θέλουν, γι’ αυτό και υποφέρουν (δυσκολεύονται) πολύ. Γι’ αυτό ο Θεός μπορεί να τους δώσει και περισσότερο μισθό από τους ασκητές».

2. «Κάποιοι μοναχοί που τα πέταξαν, ήρθαν πάλι εν μετανοία στο Άγιον Όρος και τελείωσαν ειρηνικά, αυτοί είχαν καλή διάθεση, όταν προσήλθαν στο Μοναστήρι, αλλά δεν βοηθήθηκαν. Έτσι το πάθανε πολλοί. Έρχονται με καλή προαίρεση, αλλά δεν βρίσκουν κάποιον να τους καθοδήγηση και να τους στηρίξει· έτσι κατέληξαν όπως κατέληξαν. Αλλά για αυτούς όλους ο Θεός χρησιμοποιεί σκανδαλώδη καμ­μία φορά τρόπο, για να τους επαναφέρει στο Άγιον Όρος, και πεθαίνουν ειρηνικά. Θα ήταν αδικία της θείας προνοίας, αν δεν επανέφερε αυτούς τους ανθρώπους κοντά του ο Θεός. Διότι είχαν καλή διάθεση όταν ξεκίνησαν, και ο Θεός δεν το ξεχνάει αυτό».

3.«Η μεγαλύτερη δοκιμασία των άλλων είναι το καλύτερο φάρμακο για μας. Εγώ, ό,τι κι αν έχω, όταν σκέπτομαι πως υποφέρουν αυτοί οι άνθρωποι, λέω “δόξα τω Θεώ”. Θα μπορούσα να είμαι και εγώ ένας παράλυτος και να μην μπορώ να κουνηθώ καθόλου. Τί θα έκανα τότε; Δόξα τω Θεώ, τώρα είμαι σαν βασιλιάς».

4. «Η μοναχική μας ζωή πρέπει να είναι μία συνεχής δοξολογία στον Θεό»

5.«Όταν ο Θεός προλέγει, πρέπει και ο άνθρωπος να προσέχει. Διότι, αν ο άνθρωπος αμελήσει και αλλάξει, και ο Θεός αλλάζει. Η έκβαση αυτού που προλέγει ο Θεός εξαρτάται και από τον άνθρωπο».

6. «Όταν ήμουν στο Κοινόβιο (Εσφιγμένου), είπα σ’ έναν Πνευματικό ότι θέλω να πάω στην έρημο και μου είπε: “Τώρα έχεις ανάγκη από ταπείνωση. Να πας πρώτα σε ένα ιδιόρρυθμο Μοναστήρι, για να έχεις φήμη ιδιορρυθμίτου”».

7.«Σήμερα έρχονται πολλοί για μοναχοί, αλλά δεν υπάρχει προζύμι. Ξεφύγαμε από την παράδοση. Δεν προσπαθούμε να μοιάσουμε τους Αγίους, Πρέπει να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους Αγίους. Δεν πρέπει να κοιτάζουμε αυτούς που έχουν πάθη μικρά ή μεγάλα, και να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με αυτούς».

8. «Όσο περισσότερο κοπιάζεις, τόσο περισσότερη χαρά και περισσότερη χάρι θα πάρεις από τον Θεό».

9. «Όταν ο Θεός δώσει την αγάπη του σε μία ψυχή, αυτή δεν αντέχει, πέφτει κάτω. Τότε δεν ζήτα τίποτε άλλο. Θέλει να αφήσει τα πάντα και να κλεισθεί σε μία σπηλιά».

10. «Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η προσβολή από δαιμονική ενέργεια είναι τρόπον τινά δώρο του Θεού προς τον αμαρτάνοντα, για να μετανοήσει, να ταπεινωθεί και να σωθεί. Όταν όμως υπάρχει τελεία πόρωση και αμετανοησία, τότε δεν προσβάλλεται από το διάβολο, διότι βλέπει ο Θεός την τελεία πόρωσή του».

11. «Παλαιότερα έλεγα την ευχή, κοιμόμουν και η ευχή συνέχιζε, ξυπνούσα και η ευχή δεν σταματούσε. Τώρα ζω τα προβλήματα του κόσμου».

12.«Σήμερα έρχονται πολλοί νέοι με ενδιαφέροντα. Δεν είναι περίεργοι, ζητούν να βρουν παράδειγμα, και εμείς πρέπει να είμαστε όπως θέλει ο Θεός για να ωφελούνται οι άλλοι που μας πλησιάζουν, διότι αλλιώς θα δώσουμε λόγο και γι’ αυτούς που μας πλησιάζουν και βλάπτονται ή δεν ωφελούνται».

15.«Ένας φοιτητής πήγε και έμεινε τριάμισι χρόνια στην Ινδία, ασχολήθηκε με διάφορες θρησκείες και με την μαγεία. Έψαχνε να βρει πού βρίσκεται η αλήθεια με τις θρησκείες κ.ά. Τελικά επισκέφθηκε ένα μάγο με μεγάλη φήμη και άκουσε έκπληκτος να του λέει: “Τί ήρθες εδώ; Αυτό που ζητάς θα το βρεις στην Ορθοδοξία, εκεί είναι το φως. Να πας στο Άγιον Όρος και να διάβασεις Φιλοκαλία. Εκεί θα βρεις αυτό που ζητάς”. Τάχασε, δεν περίμενε να ακούσει από έναν μάγο αυτά. Επέστρεψε στην Ελλάδα, ήρθε στο Άγιον Όρος και μου τα διηγήθηκε όλα».

16. «Ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος,  ο πειρασμός του φέρνει και τους λογισμούς».

17. «Για να πάψει το εργοστάσιό μας (δηλ. ο νους μας) να παράγει κακούς λογισμούς, πρέπει να λείψει η πονηρία. Τότε ο άνθρωπος έχει πνευματική υγεία».

18.«Είναι ανάγκη να βάλει ο άνθρωπος Χριστό μέσα του, αλλιώς είναι κολοκύθι».

19. «Ο πιό εύκολος και σύντομος δρόμος είναι η υπακοή. Στην υπακοή η χάρις καθοδηγεί».

20. «Και στην άλλη ζωή συνεχίζεται η τελειότητα».

21.«Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν δοκιμασίες από τον Θεό, αλλά μπαίνει και ο διάβολος και τα κάνει πιό μαύρα. Εκείνο είναι το δύσκολο».

22. «Υπάρχουν δαιμόνια που δεν αφήνουν κάποιον να μιλήσει, και άλλα που δεν αφήνουν κάποιον να ακούσει τις συμβουλές που του λένε οι Πνευματικοί».

23.«Όταν κανείς προκόβει πνευματικά, μέσα του έχει μία χαρά, μία ειρήνη, μία ευχαρίστηση».

(Πηγή: «Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση», Άγιον Όρος 2011 σ. 710-714)

Περί κατάρας – (γ. Παϊσίου)

ΠΟΤΕ ΠΙΑΝΕΙ Η ΚΑΤΑΡΑ;
Γέροντα, πότε πιάνει η κατάρα;
- Η κατάρα πιάνει, όταν υπάρχη στη μέση αδικία. Αν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη μια πονεμένη ή της κάνει ένα κακό και η πονεμένη την καταρασθή, πάει, χάνεται το σόι της. Όταν δηλαδή κάνω κακό σε κάποιον και εκείνος με καταριέται, πιάνουν οι κατάρες του. Επιτρέπει ο Θεός και πιάνουν, όπως επιτρέπει λ.χ. να σκοτώση ένας κάποιον άλλον. Όταν όμως δεν υπάρχη αδικία, τότε η κατάρα γυρνά πίσω σε αυτόν που …την έδωσε.
- Και πως απαλλάσσεται κάποιος από την κατάρα;
- Με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Έχω υπόψιν μου πολλές περιπτώσεις . Άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν από κατάρα, όταν το κατάλαβαν ότι τους καταράσθηκαν γιατί είχαν φταίξει, μετάνοιωσαν, εξομολογήθηκαν και τακτοποιήθηκαν. Αν αυτός που έφταιξε πη: « Θεέ μου, έκανα αυτό και αυτό, συγχωρεσέ με … » και εξομολογηθή με πόνο και ειλικρίνεια, τότε ο Θεός θα τον συγχωρήση. Θεός είναι.
- Και τιμωρείται μόνον αυτός που δέχεται την κατάρα ή και αυτός που την δίνει;
- Αυτός που δέχεται την κατάρα, βασανίζεται σε αυτήν την ζωή, θα βασανίζεται και στην άλλη, γιατί ως εγκληματίας θα τιμωρηθή εκεί από τον Θεό, αν δεν μετανοήση και δεν εξομολογηθή. Γιατί, εντάξει, μπορεί κάποιος να σε πείραξε. Εσύ όμως με την κατάρα που δίνεις, είναι σαν να παίρνης το πιστόλι και να τον σκοτώνης. Με ποιο δικαίωμα το κάνεις αυτό; Ό,τι κι να σου έκανε ο άλλος ,δεν έχεις δικαίωμα να τον σκοτώσης . Για να καταρασθή κανείς, σημαίνει ότι έχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς, όταν το λέη με πάθος, με αγανάκτηση.
Η κατάρα, όταν προέρχεται από άνθρωπο που έχει δίκαιο, έχει μεγάλη ισχύ. Ιδίως η κατάρα της χήρας. Θυμάμαι, μια γριά είχε ένα αλογάκι και το έβαζε στην άκρη του δάσους να βοσκήση. Επειδή ήταν λίγο ζόρικο, είχε βρει ένα γερό σκοινί και το έδενε. Μια φορά πήγαν στο δάσος τρεις γυναίκες να κόψουν ξύλα. Η μία ήταν πλούσια, η άλλη χήρα ήταν ορφανή και πολύ φτωχιά . Είδαν το άλογο που ήταν δεμένο με το σχοινί και βοσκούσε και είπαν: « Δεν παίρνουμε το σχοινί να δέσουμε τα ξύλα; » Το έκοψαν στα τρία και πήρε η καθεμιά από ένα κομμάτι να δέσουν τα δεμάτια τους. Επόμενο ήταν να φύγη το άλογο. Όταν ήρθε η γριά και δεν βρήκε το ζώο, αγανάκτησε. Άρχισε να το ψάχνη παντού.  Παιδεύτηκε πολύ να το βρη. Τελικά, όταν το βρήκε, είπε αγανακτισμένη: « Με το ίδιο το σχοινί να την κουβαλήσουν αυτήν που το πήρε » . Μια μέρα, ο αδελφός της πλούσιας έκανε αστεία με ένα όπλο από αυτά που είχαν αφήσει οι Ιταλοί – και χτύπησε την αδελφή του στο λαιμό. Έπρεπε να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο και χρειάσθηκε σχοινί, για να την δέσουν επάνω σε μια ξύλινη σκάλα. Εκείνη την ώρα βρέθηκε το ένα κομμάτι σχοινί, το κλεμμένο, αλλά δεν έφθανε. Έφεραν και οι δύο άλλες γειτόνισσες τα δικά τους κλεμμένα κομμάτια και την έδεσαν στην σκάλα και την μετέφεραν στο νοσοκομείο. Έτσι πραγματοποιήθηκε η κατάρα της γριάς. « Με το ίδιο σχοινί να την κουβαλήσουν ». Και τελικά πέθανε η καημένη. Ο Θεός να την αναπαύση. Βλέπετε, έπιασε η κατάρα στην πλούσια, που δεν είχε οικονομική ανάγκη. Οι άλλες είχαν την φτώχεια τους, είχαν κάποια ελαφρυντικά.

Μακάρι να με αδικούσαν όλοι οι άνθρωποι! (Γέροντος Παϊσίου)




Στην πνευματική ζωή είναι ανάποδα τα πράγματα. Άμα κρατάς εσύ το άσχημο, τότε νιώθεις όμορφα. Άμα το δίνεις στον άλλον, τότε νιώθεις άσχημα. Όταν δέχεσαι την αδικία και δικαιολογείς τον πλησίον σου, δέχεσαι τον πολυαδικημένο Χριστό στη καρδιά σου. Τότε ο Χριστός μένει με το ενοικιοστάσιο μέσα σου και σε γεμίζει με ειρήνη και αγαλλίαση. Για δοκιμάστε, βρε παιδιά, να ζήσετε αυτήν τη χαρά! Να μάθετε να χαίρεστε με αυτήν την πνευματική χαρά, όχι με την κοσμική. Πάσχα θα έχετε τότε κάθε μέρα.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τη χαρά που νιώθεις, όταν δέχεσαι την αδικία. Μακάρι να με αδικούσαν όλοι οι άνθρωποι! Ειλικρινά σας λέω, τη γλυκύτερη πνευματική χαρά την ένιωσα μέσα στην αδικία. Ξέρετε πόσο χαίρομαι, όταν κάποιος με πει πλανεμένο; «Δόξα Σοι ο Θεός, λέω, από αυτό έχω μισθό, ενώ, αν με πουν άγιο, χρωστάω». Γλυκύτερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει!
Ένα πρωί στο Καλύβι χτύπησε κάποιος το σιδεράκι στη πόρτα. Κοίταξα από το παράθυρο να δω ποιός είναι, γιατί δεν ήταν ακόμη η ώρα να ανοίξω. Είδα έναν νέο με φωτεινό πρόσωπο και κατάλαβα ότι είχε βιώματα πνευματικά, αφού τον πρόδιδε η Χάρις του Θεού. Γι’ αυτό, αν και ήμουν απασχολημένος, διέκοψα αυτό που έκανα, άνοιξα τη πόρτα, τον πήρα μέσα, του πρόσφερα ένα νερό και με τρόπο άρχισα να τον ρωτάω για τη ζωή του, γιατί έβλεπα ότι είχε πνευματικό περιεχόμενο. «Τί δουλειά κάνεις, παλληκάρι;», τον ρώτησα. «Τί δουλειά, πάτερ; μου λέει. Εγώ στη φυλακή μεγάλωσα. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εκεί τα πέρασα. Τώρα είμαι είκοσι έξι χρόνων». «Καλά, βρω παλληκάρι, τί έκανες, και σε έκλειναν φυλακή;», τον ρώτησα. Κι εκείνος μου άνοιξε τη καρδιά του: «Από μικρός, μου είπε, πονούσα πολύ, όταν έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους. Ήξερα όλους τους πονεμένους, όχι μόνον από την ενορία μου, άλλα και από άλλες ενορίες. Επειδή ο παπάς της ενορίας μας με τους επιτρόπους μάζευαν συνέχεια χρήματα και έφτιαχναν κτίρια, αίθουσες κ.λπ. ή έκαναν διάφορους εξωραϊσμούς, είχαν παραμεληθεί τελείως οι φτωχές οικογένειες. Εγώ δεν κρίνω εάν ήταν απαραίτητα αυτά που έφτιαχναν, αλλά έβλεπα να υπάρχουν πολλοί δυστυχισμένοι άνθρωποι. Πήγαινα λοιπόν κρυφά και έκλεβα από τα χρήματα που μάζευαν από τους εράνους. Έπαιρνα αρκετά· δεν τα έπαιρνα όλα. Ύστερα αγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τα άφηνα κρυφά έξω από τα σπίτια των φτωχών και αμέσως, για να μην πιάσουν άλλον άδικα, πήγαινα στην αστυνομία και έλεγα: «εγώ έκλεψα τα χρήματα από την εκκλησία και τα ξόδεψα», χωρίς να πω τίποτε άλλο. Με άρχιζαν στο ξύλο και στο βρισίδι, «αλήτη, κλέφτη»· εγώ σιωπούσα. Με έκλειναν μετά στη φυλακή. Αυτή η δουλειά γινόταν για χρόνια. Όλη η πόλη όπου έμενα – τριάντα χιλιάδες κάτοικοι – και άλλες πόλεις με είχαν μάθει, και «αλήτη» με ανέβαζαν, «κλέφτη» με κατέβαζαν. Εγώ σιωπούσα και ένιωθα χαρά. Κάποτε μάλιστα με είχαν κλείσει στη φυλακή τρία ολόκληρα χρόνια. Μερικές φορές με έκλειναν άδικα στη φυλακή και, όταν έπιαναν τον ένοχο, με άφηναν. Αν δεν τον έπιαναν, καθόμουν μέσα, όσο έπρεπε να καθίσει εκείνος. Γι’ αυτό σου είπα, πάτερ μου, ότι τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στις φυλακές». Αφού τον άκουσα με προσοχή, του είπα: «Βρε παλληκάρι, όσο καλό και αν φαίνεται αυτό, δεν είναι καλό και να μην το ξανακάνεις. Άκου τί θα σου πω. Θα με ακούσεις;». «Θα σε ακούσω, πάτερ», μου λέει. «Να απομακρυνθείς από αυτήν την πόλη, του λέω, να πας σε άγνωστο περιβάλλον, στην τάδε πόλη, και εγώ θα φροντίσω να συνδεθείς με καλούς ανθρώπους. Να εργάζεσαι και να βοηθάς, όσο μπορείς, τους πονεμένους από το υστέρημά σου, επειδή αυτό έχει μεγαλύτερη αξία. Αλλά, και όταν κανείς δεν έχει τίποτε να δώσει σε ένα φτωχό και πονάει η καρδιά του, τότε κάνει ανώτερη ελεημοσύνη, διότι κάνει ελεημοσύνη με το αίμα της καρδιάς του. Γιατί, εάν είχε κάτι και το έδινε, θα αισθανόταν και χαρά, ενώ, όταν δεν έχει να δώσει, αισθάνεται πόνο στη καρδιά». Μου υποσχέθηκε ότι θα ακούσει τη συμβουλή μου και έφυγε χαρούμενος. Έπειτα από επτά μήνες παίρνω ένα γράμμα του από τις φυλακές του Κορυδαλλού, στο οποίο έγραφε τα έξης: «Ασφαλώς, πάτερ μου, θα απορήσεις, που σου γράφω πάλι από τη φυλακή μετά από τόσες συμβουλές που μου έδωσες και μετά τις υποσχέσεις που σου έδωσα. Μάθε ότι αυτή τη φορά υπηρετώ μια φυλάκιση την όποια είχα υπηρετήσει· κάποιο λάθος έγινε. Ευτυχώς που δεν υπάρχει ανθρώπινη δικαιοσύνη, γιατί θα αδικούνταν οι πνευματικοί άνθρωποι, επειδή θα έχαναν τον ουράνιο μισθό». Όταν διάβασα αυτά τα τελευταία λόγια, θαύμασα αυτόν τον νέο, που είχε πάρει τόσο ζεστά τη πνευματική ζωή και είχε συλλάβει τόσο βαθιά το βαθύτερο νόημα της ζωής! Διά Χριστόν κλέφτης! Μέσα του είχε Χριστό. Δεν μπορούσε να φρενάρει τον εαυτό του από τη χαρά που ένιωθε. Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι είχε!
-     Γέροντα, από το ρεζίλι ερχόταν η χαρά;
Από την αδικία ερχόταν η χαρά. Κοσμικός άνθρωπος ήταν, ούτε Συναξάρια ούτε Πατερικά είχε διαβάσει και, ενώ έτρωγε άδικα ξύλο, τον έκλειναν στη φυλακή, τον είχαν μέσα στη πόλη για αλήτη, για παλιόπαιδο, για κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αυτός δεν μιλούσε και τα αντιμετώπιζε όλα τόσο πνευματικά! Νέος άνθρωπος, και δεν φρόντιζε να αποκατασταθεί, άλλα πώς να βοηθήσει τους άλλους! Τους μεγάλους κλέφτες πολλές φορές δεν τους κλείνουν ούτε μια φορά στη φυλακή, ενώ αυτόν τον δόλιο τον φυλάκισαν για την ίδια κλοπή δυό φορές και για άλλες κλοπές τον φυλάκισαν άδικα, μέχρι να βρουν τον πραγματικό κλέφτη! Τη χαρά όμως που είχε αυτός δεν την είχαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Τριάντα χιλιάδες χαρές δεν συμπλήρωναν τη δική του χαρά.
Γι’ αυτό λέω ότι ένας πνευματικός άνθρωπος δεν έχει θλίψεις. Όταν η αγάπη αυξηθώ και καεί η καρδιά από τον θείο έρωτα, δεν μπορεί να σταθεί πλέον θλίψη. Η μεγάλη αγάπη προς το Χριστό υπερνικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες που του προξενούν οι άνθρωποι.

(Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, «Λόγοι. Γ΄», σ. 74-77-αποσπάσματα. Εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσ/νίκης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου