- Γέροντα, πώς συμβαίνει άνθρωποι πιστοί να φθάνουν στην αθεΐα;
- Στο θέμα αυτό μπορεί να υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Στην μία περίπτωση μπορεί να ήταν κανείς πολύ πιστός, να ενήργησε η δύναμη του Θεού στην ζωή του με πολλά χειροπιαστά γεγονότα, και ύστερα να έφθασε σε μια θόλωση στο θέμα της πίστεως.
Αυτό συμβαίνει, όταν λ.χ. κάνη κανείς άσκηση αδιάκριτη με εγωισμό, πιάνη δηλαδή ξερά την πνευματική ζωή. «Τί έκανε ο τάδε Άγιος; λέει, θα το κάνω και εγώ», και αρχίζει να κάνη μια αδιάκριτη άσκηση.
Σιγά-σιγά όμως, χωρίς να το καταλάβη, δημιουργείται μέσα του μια ψευδαίσθηση ότι, αν δεν έφθασε στα μέτρα του τάδε Αγίου, κάπου εκεί κοντά πρέπει να είναι. Έτσι συνεχίζει την άσκηση. Αλλά, ένώ πριν άπό αυτόν τον λογισμό τον βοηθούσε η θεία Χάρις, τώρα αρχίζει να τον εγκαταλείπη.
Γιατί, τί δουλειά έχει με την υπερηφάνεια η Χάρις του Θεού;
Οπότε δεν μπορεί πια να κάνη την άσκηση πού έκανε προηγουμένως και ζορίζει τον εαυτό του. Με το ζόρισμα όμως δημιουργείται άγχος. Έρχεται και η υπερηφάνεια πού είναι μια αντάρα και του δημιουργεί μια θόλωση.
Και ενώ είχε κάνει τόσα και είχε ενεργήσει η θεία Χάρις και είχε γεγονότα, αρχίζει σιγά-σιγά να έχη λογισμούς απιστίας και να άμφιβάλλη για την ύπαρξη του Θεού.
Η δεύτερη περίπτωση είναι, όταν θέληση ένας αγράμματος να άσχοληθή με το δόγμα. Ε, αυτός δεν είναι καλά!
Άλλο να ρίξη μια ματιά, για να γνωρίση το δόγμα. Αλλά και ένας μορφωμένος αν πάη υπερήφανα να ασχοληθή με το δόγμα, και αυτόν, επειδή έχει υπερηφάνεια, θα τον εγκατάλειψη η Χάρις του Θεού, και θα αρχίση να έχη αμφιβολίες.
Δεν μιλάω φυσικά για έναν πού έχει ευλάβεια. Αυτός και μορφωμένος να μην είναι, μπορεί να ρίξη μια ματιά με διάκριση, μέχρι έκεϊ πού μπορεί να εξετάση, και να κατανόηση το δόγμα. Άλλα ένας πού δεν έχει πνευματικότητα και πάει να ασχοληθή με τα δογματικά, αυτός, και αν πίστευε λίγο, μετά δεν θα πιστεύη καθόλου.
- Γέροντα, η απιστία έχει εξαπλωθή πολύ στην εποχή μας.
- Ναι, άλλα συχνά βλέπει κανείς και σ’ αυτούς ακόμη πού λένε ότι δεν πιστεύουν στον Θεό να υπάρχη μέσα τους κρυμμένη λίγη πίστη. Μια φορά μου είπε ένα παλληκάρι: «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει Θεός». «Έλα πιο κοντά, του είπα. Ακούς το αηδόνι πού κελαηδάει;
Ποιος του έδωσε το χάρισμα αυτό;». Το καημένο ένα κι ένα συγκινήθηκε. Έφυγε εκείνη η σκληράδα της απιστίας και άλλαξε το προσωπάκι του.
Άλλη φορά είχαν έρθει δύο επισκέπτες στο Καλύβι. Ήταν περίπου σαράντα πέντε χρονών και ζούσαν πολύ κοσμική ζωή.
Όπως εμείς οι μοναχοί λέμε «αφού είναι μάταιη αύτη η ζωή, τα αρνούμαστε όλα», έτσι και εκείνοι, από την αντίθετη πλευρά, είπαν «δέν υπάρχει άλλη ζωή» και, όταν ήταν νέοι, άφησαν τις σπουδές τους και ρίχτηκαν στην κοσμική ζωή.
Έφθασαν σε σημείο να γίνουν ψυχικά και σωματικά ράκη. Ο πατέρας του ενός πέθανε από την στενοχώρια. Ο άλλος κατέστρεψε την περιουσία της μάνας του και την έκανε καρδιακιά. Μετά άπό την συζήτηση πού κάναμε, είδαν τα πράγματα αλλιώς.
πηγή: Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Β΄, Πνευματική Αφύπνιση, σελ. 274 -280, Ιερόν Ησυχαστήριον, «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου