Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Γέροντας Παΐσιος:Είδες ποτέ σάβανο με τσέπες; Όλα εδώ μένουν!


Ο τάφος του Γέροντος Παΐσίου

Κάποτε ήλθε εδώ ένας πολύ γνωστός γιατρός για να μιλήσουμε. Ήταν και η γυναίκα του γιατρός, θρησκευόμενοι άνθρωποι και οι δύο. Παραπονιόταν ότι τα παιδιά του ζούσαν κοσμική ζωή και όχι μόνο δεν τηρούσαν τις εκκλησιαστικές παραδόσεις της οικογένειας τους, αλλά και τις ειρωνεύονταν.
Χαρακτήριζαν τους χριστιανούς καθυστερημένους, βολεμένους, ανειλικρινείς, υποκριτές και θεομπαίχτες, επειδή η ζωή τους -έλεγαν- δεν συμβαδίζει με τα λόγια τους και τα έργα τους δεν είναι χριστιανικά.

Ακόμη και στο ευχέλαιο, που οι γονείς κάνουν μία φορά το χρόνο στο σπίτι τους και τα παιδιά, όσο ήταν μικρά συμμετείχαν, τώρα αντιδρούν και δεν παρευρίσκονται.
Ο γιατρός έδειχνε πολύ κουρασμένος και απελπισμένος για την πνευματική αδράνεια των παιδιών του. Και νόμιζε ότι όλες οι προσπάθειες, οι δικές του και της γυναίκας του πήγαν χαμένες, δεν έπιασαν τόπο, δεν άγγιξαν τα παιδιά.
Σε κάποια στιγμή ο γιατρός, βάζοντας το κεφάλι μέσα στις δυό του παλάμες, σαν να ήθελε να καλύψει το πρόσωπό του από ντροπή, μου είπε: Φοβάμαι πως το πολύ χρήμα μας έχει κάνει ζημιά.
Τον ρώτησα να μου πει, τί εννοούσε και εκείνος με απόλυτη ειλικρίνεια παραδέχτηκε ότι είχαν ξεφύγει από το μέτρο κι είχαν αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία απολύτως μη αναγκαία. Έχουμε τρία μεγάλα σπίτια, μου είπε. Ένα για μας και από ένα για το κάθε παιδί. Επίσης, δυό εξοχικά, τέσσερα ακριβά αυτοκίνητα, ένα σκάφος, καταθέσεις, πολλά υλικά.
Και συνέχισε: τα παιδιά κακόμαθαν και τώρα μας κατηγορούν ότι προκαλούμε.
Επίσης, μας λένε ότι έχουμε παντρέψει πολύ όμορφα τον πλούτο και τον Χριστιανισμό. Και με παρακάλεσε να του πω τί πρέπει να κάνει για να βρουν πάλι την ειρήνη και την ενότητα στην οικογένεια τους.
Του είπα να τα δώσουν όλα στους φτωχούς και να κρατήσουν μόνο ένα σπίτι, ένα εξοχικό και τους μισθούς τους. Τρόμαξε, άλλαξε χρώμα, φοβήθηκε, απογοητεύθηκε από την απάντηση που του έδωσα.
Έφυγε και δεν ξαναήλθε. Είχε δεθεί με τα εδώ, όχι τα Άνω. Γι’ αυτό και τα παιδιά του αναζήτησαν άλλο τρόπο ζωής, διαφορετικό από αυτόν που οι γονείς τους είχαν προτείνει.
Όταν ακούω ότι υπάρχει μεγάλη φτώχεια, ανέχεια, πονάω πολύ και δεν μπορώ να προσευχηθώ.
Δεν λέω, όταν έχεις δύο χιτώνες να δώσεις τον ένα. Αυτό είναι ασυνήθιστο και δύσκολο για τους πολλούς. Αλλά, αν θέλεις να λέγεσαι χριστιανός και κατέχεις όλα τα αγαθά του Θεού, γιατί ιδρώνεις και αγωνιάς για το παραπάνω και δεν κάνεις ελεημοσύνες και καλά έργα; Να ξέρεις, ότι θεμελιώνει στην άμμο, όποιος έχει πολλά χρήματα και τα διαχειρίζεται εγωιστικά, αδιαφορώντας για τη φτώχεια και τη δυστυχία των συνανθρώπων του.
Είδες ποτέ σάβανο με τσέπες; Όλα εδώ μένουν. Μόνο οι αγαθοεργίες πηγαίνουν στον ουρανό. Ξέρεις γιατί γίνονται οι πόλεμοι; Για το χρήμα.. Γιατί οι πλούσιοι δεν μπορούν να βάλουν χαλινάρι στη λαιμαργία τους και οι φτωχοί δεν εύχονται να αποκτήσουν τα αναγκαία, αλλά ζηλεύουν τα πλούτη και τη δόξα των πλουσίων.
Οι τσέπες σας πρέπει να είναι ανοιχτές, ώστε να φεύγουν τα χρήματα για φιλανθρωπίες. Είναι σκάνδαλο να υπάρχουν τσέπες γεμάτες λεφτά και να είναι ραμμένες.

Τάσου Μιχαλά, 
«Τέσσερις ώρες με τον π. Παΐσιο»

Γέροντας Παΐσιος:Θέλει κόπο η χριστιανική ζωή.



- ταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορ ν δουλέψω, ατ εναι ντοχή μου», π φιλαυτία τ λέω;
- σο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· σο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. κτς πο διώχνει τν μούχλα μ τν δουλειά, βοηθιέται κα πνευματικά.
σκοπς εναι ν φθάση ν χαίρεται νθρωπος περισσότερο π τν κακοπάθεια παρ π τν καλοπέραση. ν ξέρατε πς ζον μερικ γεροντάκια κε στ γιον ρος, λλ κα τί χαρ νιώθουν!


Νά, να γεροντάκι, πο μενε μόνο του να χιλιόμετρο πι πέρα π τ Καλύβι μου, τί αταπάρνηση εχε! Τ Καλύβι του ταν ψηλά, σ να πολ πότομο μέρος, κα τ καημένο ρκουδώντας κατέβαινε π τ μονοπάτι γι ν πάη σ να λλο γεροντάκι πι κάτω, ταν χρειαζόταν κάτι. θελαν ν τ πάρουν στ γηροκομεο, λλ δν δεχόταν, κα λοι μετ λεγαν: «ατς εναι πλανεμένος», γιατί καθόταν μόνος του κε.
Μι μέρα πο ρθε στ Καλύβι, μο επε γι ποιν λόγο δν θελε ν φύγη: ταν ζοσε Γέροντάς του, τ Καλύβι τους δν εχε να κα κενος παρακαλοσε τν Γέροντά του ν κάνουν ναό. «ς κάνουμε ναό, το επε τελικ Γέροντάς του, λλ μετ δν πρέπει ποτ ν φύγης π ‘δ, γιατί θ μένη στ ερ Φύλακας γγελος κα δν κάνει ν τν φήσης μόνον». Τότε ατς το ποσχέθηκε τι θ μείνη γι πάντα στ Καλύβι, κα τσι καναν τν ναό. Τελευταία εχε γκρεμισθ κα τ Κελλί του κα μενε μέσα στν κκλησία· κοιμόταν σ να στασίδι. Τέτοια αταπάρνηση!
Εχα φροντίση ν χη μερικ ροχα, γι ν λλάζη τουλάχιστον, γιατί πέφερε π τ ντερα κα εχε κοψίματα. Μία μέρα στειλα ναν γνωστ γιατρ ν πάη ν τν δ. Πγε μ ναν λλον, χτυπον, ξαναχτυπον, τίποτε. ταν νοιξαν, τν βρκαν πεθαμένο στ στασίδι πο μενε, σκεπασμένο μ μι κουβέρτα. κε νεπαύθη ν Κυρί!
σκληρότητα στν ζωή μας γι τν γάπη το Χριστο φέρνει στν καρδι τν τρυφεράδα το Χριστο. Ο θεες δονς γεννιονται π τς σωματικς δύνες. Ο Πατέρες δωσαν αμα κα λαβαν πνεμα. Μ δρώτα κα κόπο πραν τν Χάρη. Πέταξαν τν αυτό τους κα τν βρκαν στ χέρια το Θεο
Πολ μ συγκίνησε τ συναξάρι τν γίων σκητν το Σιν. Πέντε χιλιάδες σκητς ζησαν στ Σιν κα πόσοι λλοι στ γιον ρος! Χίλια χρόνια πόσοι Πατέρες γίασαν! λλ κα ο μολογητς κα ο Μάρτυρες τί τράβηξαν! Κα μες γκρινιάζουμε γι τν παραμικρ ταλαιπωρία. Ζητμε ν ποκτήσουμε χωρς κόπο τν γιότητα. Σπανίζει αταπάρνηση. Οτε μες ο μοναχο δν καταλάβαμε τι «τ καλ κόποις κτνται» κα χουμε τν πιείκεια στν αυτό μας· δικαιολογομε τν αυτό μας κα βρίσκουμε λαφρυντικ γι τ καθετί. π ‘κε ξεκινάει τ κακό. Κα διάβολος βρίσκει δικαιολογίες γι τν κάθε νθρωπο, λλ τ χρόνια περννε.
Γι’ ατ ν μν ξεχνιώμαστε· ν θυμώμαστε κα λίγο τι πάρχει κα θάνατος. Μι πο θ πεθάνουμε, ν μν προσέχουμε κα τόσο πολ τ σμα· χι ν μν προσέχουμε κα ν παθαίνουμε ζημιές, λλ ν μν προσκυνομε τν νάπαυση. 
Πηγή:imverias.gr