Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ


Πρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση

Όταν μόναζε ό Γέροντας στο Στόμιο, το μονοπάτι πού έφτανε ως εκεί ήταν πολύ δύσκολο. Απότομες ανηφόρες καί κατηφόρες, στενή διάβαση, επικίνδυνα σημεία καί συνεχείς καταπτώσεις. Ό Γέροντας κατέβαινε κατά αραιά διαστήματα στην Κόνιτσα για ν' αγοράζει τροφές καί διάφορα υλικά καί κανόνιζε πάντα το βράδυ να είναι στο Μοναστήρι. Στην πόλη συνήθως ήταν βιαστικός, όπως κι όταν ανηφόριζε για το Στόμιο. Πίστευε ότι ή πολύωρη παραμονή του στον κόσμο θα του σκόρπιζε το νου σε πολλές ξένες υποθέσεις καί θα έχανε το ησυχαστικό του πρόγραμμα. Ήταν νέος μοναχός τότε καί αντιμετώπιζε πολλούς πειρασμούς.
Μια φορά ό Γέροντας, φορτωμένος διάφορα πράγματα, ανηφόριζε προς το Μοναστήρι. Ήταν απόγευμα καί ήθελε να φτάσει προτού να δύσει ό ήλιος. Πέρασε τα περισσότερα κλώσματα, χωρίς να σταματήσει. Στο δρόμο συνάντησε έναν γνωστό του, πρόσφυγα άπ' την Καππαδοκία, ό όποιος κουβαλούσε με τα δυο του μουλάρια ξύλα. Εκείνη τη μέρα όμως είχε μια περιπέτεια. Τα μουλάρια του σε μια απότομη κατηφόρα είχαν χάσει την ισορροπία τους καί είχαν πέσει, ενώ τα ξύλα είχαν σκορπιστεί Ό Γέροντας τον είδε πού παιδευόταν να ξαναφορτώσει τα ζώα του καί σταμάτησε να τον βοηθήσει. Το μονοπάτι ήταν πολύ στενό καί δεν βόλευε. Χρειάστηκε να κουβαλήσουν τα ξύλα με τα χέρια λίγο πιο κάτω καί στη συνέχεια να τα φορτώσουν. Όταν ολοκληρώθηκε ή προσπάθεια, ό αγωγιάτης είπε στο Γέροντα:
- Μ' έσωσες, μ' έσωσες, π. Παΐσιε. Κινδύνεψα κι εγώ καί τα ζώα.
- Να 'σαι καλά, ευλογημένε, του είπε.
Μετά ξαναπήρε στους ώμους του τους τορβάδες καί συνέχισε το δρόμο. Έφτασε σ' ένα ψηλό σημείο, σε μια κορυφή, άπ' οπού έβλεπε τον αγωγιάτη πού βοήθησε, ενώ ψηλά αγνάντευε το Μοναστήρι καί δεξιά του την απότομη πλαγιά του Λάζαρου, άπ' την οποία σχεδόν καθημερινά έπεφταν μικρές καί μεγάλες πέτρες. Στάθηκε λίγα λεπτά για να πάρει μια ανάσα καί να βεβαιωθεί αν ό πατριώτης του συνέχιζε κανονικά με τα φορτωμένα μουλάρια. Ξαφνικά όμως ένας ισχυρός θόρυβος ακούστηκε καί ό Γέροντας νόμιζε ότι όλο το βουνό μετακινιόταν. Από πολύ μεγάλο ύψος άρχισαν να ξεκόβονται καί να κατρακυλούν μεγάλοι βράχοι, πάνω στους οποίους ήταν μέτριου μεγέθους πεύκα. Το θέαμα ήταν φοβερό. Οι βράχοι παράσερναν κι άλλους βράχους πιο κάτω, προκαλώντας ήχους βιβλικής καταστροφής, ενώ στο πέρασμα τους έσπαγαν δέντρα καί θάμνους. Όλη αυτή ή κατολίσθηση είχε πλάτος περί τα διακόσια μέτρα.
Ό Γέροντας παρακολουθούσε άφωνος. Σκέφτηκε ότι αν δεν καθυστερούσε με τον αγωγιάτη, εκείνη την ώρα θα βρισκόταν στο φοβερό σημείο καί ό θάνατος του θα ήταν βέβαιος. Δοξολόγησε το Θεό καί θέλησε να ευχαριστήσει τον αγωγιάτη. Γύρισε προς το άνοιγμα της χαράδρας, οπού έβλεπε τον ευεργέτη του καί κάνοντας χωνί τα δυο του χέρια επανέλαβε τα λόγια του:
- Μ' έσωσες, μ' έσωσες. Σ' ευχαριστώ.
Μέσα στην κοσμοχαλασιά ή φωνή του Γέροντα δεν μπόρεσε να φτάσει στον αγωγιάτη, ήταν όμως μια έκφραση ευχαριστίας.
Ό Γέροντας περίμενε να σταματήσει το κακό. Πράγματι, μετά από μισή ώρα όλα είχαν ησυχάσει. Συνέχισε τη διαδρομή με πολύ μεγάλη δυσκολία, αφού το μονοπάτι είχε χαλάσει. Είδε καί από κοντά τι είχε συμβεί καί βεβαιώθηκε ότι για μια ακόμα φορά ή πρόνοια του Θεού τον είχε προστατέψει.
Ή νύχτα βρήκε το Γέροντα στον Άσπρόλακκο. Με τη βοήθεια του φακού συνέχισε το μονοπάτι κι έφτασε στο Μοναστήρι αρκετά κουρασμένος. Πήγε στην άκρη της αυλής, στο Καταφίλι όπως λέγεται, καί περίμενε να βγει το φεγγάρι άπ' την κορυφή της Γκαμήλας. Ό αέρας άρχισε να δυναμώνει καί το βουητό της χαράδρας εντυπωσίαζε. Βέβαια, δεν συγκρινόταν το βουητό αυτό με τους ξερούς καί δυνατούς ήχους πού είχε ακούσει λίγες ώρες πριν. Μόλις το σεληνόφως διέλυσε το πυκνό σκοτάδι, ό Γέροντας μπήκε στο ναό για να κάνει τον εσπερινό.
Έτσι πέρασε εκείνη ή μέρα. Την επόμενη ό Γέροντας ήταν ανήσυχος, γιατί είχε χαλάσει το μονοπάτι καί οι αγωγιάτες, πού καθημερινά κουβαλούσαν ξύλα με τα ζώα τους, δεν θα μπορούσαν να περάσουν. Σκέφτηκε πώς θα μπορούσε να βοηθήσει την κατάσταση. Καθισμένος στο νάρθηκα του ήρθε ή ιδέα να πάει να καθαρίσει μόνος του το δρόμο. Πήρε την αξίνα κι ένα τσεκουράκι καί κατηφόρισε.
Δεν ήταν βέβαια δυνατό να καθαρίσει όλο το δρόμο. Όμως κάτι ήθελε να κάνει. Όταν έφτασε κάτω, στον τόπο της καταστροφής, έκοψε μερικά σπασμένα κλαδιά καί άρχισε να μετακινεί τίς μεγάλες πέτρες. Δούλεψε μερικές ώρες καί γύρισε στο Μοναστήρι για να συνεχίσει την άλλη μέρα. Τον πρόλαβε όμως μια ομάδα ανδρών άπ' την Κάτω Κόνιτσα, πού με προσωπική εργασία αποκατέστησαν την ομαλή διάβαση. Όταν έφτασαν στο Μοναστήρι οι εθελοντές, ό Γέροντας τους ευχαρίστησε καί τους ετοίμασε πρόχειρο φαγητό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου