Κάποια ἡμέρα ἔκανε ἐργόχειρο λέγοντας τήν εὐχή καθισμένος σέ ἕνα βρά-
χο, ἐνῶ ἀπό κάτω ὑπῆρχε βαθύς γκρεμός. Παρουσιάζεται ὁ διάβολος καί τοῦ
λέγει:
– Πήδα κάτω, Παΐσιε˙ σοῦ ὑπόσχομαι, δέν θά πάθεις τίποτε.
Ὁ Γέροντας συνέχισε ἀτάραχος τήν εὐχή καί τό ἐργόχειρό του. Δέν ἔδωσε ση-
μασία στόν διάβολο. Ὁ πειρασμός συνέχισε νά τόν παρακινῆ νά πηδήση στόν
γκρεμό ἐπαναλαμβάνοντας τήν ἴδια ὑπόσχεση. Αὐτό κράτησε μιάμιση ὥρα πε-
ρίπου.
Στό τέλος παίρνει μιά πέτρα καί τήν ρίχνει στόν γκρεμό λέγοντας στόν δι-
άβολο:
– Ἄντε νά σοῦ ἀναπαύσω τόν λογισμό σου.
Ὁ διάβολος, ἀφοῦ ἀπέτυχε νά τόν ρίξη στόν γκρεμό, τοῦ λέγει δῆθεν μέ θαυ-
μασμό:
– Τέτοια ἀπάντηση οὔτε ὁ Χριστός δέν μοῦ ἔδωσε. Ἐσύ καλύτερα ἀπάντησες.
– Ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Δέν εἶναι σάν καί μένα τόν καραγκιόζη. «Ὕπαγε
ὀπίσω μου σατανᾶ».
Καί ἔτσι, μέ τήν ἐνοικοῦσα θεία χάρι, ἀπέφυγε τόν πρῶτο πειρασμό νά πη-
δήση στόν γκρεμό, νά τσακισθῆ στά βράχια˙ ἀκόμη ἀπέφυγε καί τόν βαθύτερο
γκρεμό τῆς ὑπερηφανείας, νά δεχθῆ τόν ἔπαινο τοῦ διαβόλου, θεωρώντας τόν
ἑαυτό του ἀνώτερο ἀπό τόν Χριστό.
Πηγή:elderpaisios
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου