Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228
Εκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος
Ήταν
στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον
επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την
καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο
Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια»;
-Ποιός, Γέροντα;
-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.
-Τι συμβαίνει, Γέροντα;
-Θα σου πω, αλλά μην το πεις σε κανέναν.
Του διηγήθηκε τότε το έξης: «Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα. (Με το μακαρίτη Τρίτση).
Την
Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις
Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι’
ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Σκέφθηκα:
«Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:
-Ποιος είναι;
-Η Ευφημία! (απαντά).
-Σκεφτόμουν,
«ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με
ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;».
«Η Ευφημία», άπαντα και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη
φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη από μέσα.
Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια
γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον
Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος
ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια
είναι·
-Η μάρτυς Ευφημία, (απαντά).
-Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και συ.
Μπήκα
στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός».
Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού». «-Και του Υιού», είπε με
ψιλή φωνή.
-Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατότερα.
-Ενώ
ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά
προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα
μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο,
πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη
φορά.
-«Και του Αγίου Πνεύματος»
Μετά
είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα
τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα
αναίδεια να την ασπασθώ. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου