Μακαρία καί ἀφανής κοίµηση Γέροντος Παϊσίου
(12 Ιουλίου 1994)
(12 Ιουλίου 1994)
Ἐνῶ ὑποτασσόταν ταπεινά στίς ὑποδείξεις τῶν γιατρῶν, κάποια ἡµέρα κάλεσε τόν γιατρό καί τοῦ εἶπε:
–Ἐδῶ θά σταµατήσουµε τήν θεραπεία.
–Γιατί, Γέροντα;
–Τώρα θά κάνεις ὑπακοή ἐσύ. Θά δώσεις
ἐντολή νά σταµατήσουµε. Τώρα δέν µπορῶ νά κάνω τίποτε. Χθές θέλησα νά
προσευχηθῶ γονατιστός καί δέν µπόρεσα. Δέν µπορῶ νά δῶ κανέναν˙ ἔληξε ἡ
ἀποστολή µου. Αὐτό ἦταν. Ἐδῶ θά µέ ἀφήσετε.
–Γέροντα, τό συκώτι σας πρήστηκε καί σᾶς πονάει, τοῦ εἶπα, γιατί εἶχε κάνει µεταστάσεις φοβερές.
»Χαµογέλασε καί µοῦ εἶπε:
– Α, αὐτό εἶναι τό καµάρι µου, µή
στενοχωριέσαι. Αὐτό µέ κράτησε ὥς τά ἑβδοµήντα, καί αὐτό τώρα µέ
στέλνει, ὅσο πιό γρήγορα µπορεῖ, ἐκεῖ πού πρέπει νά πάω. Μή
στενοχωριέσαι γι᾿ αὐτό, µιά χαρά εἶµαι». Δέν δεχόταν νά κάνη ἐνέσεις
παυσίπονες. Δέν ἤθελε νά λείψη τελείως ὁ πόνος.
Ὁ Γέροντας εἶχε ἐπιθυµία νά ἐπιστρέψη στό Ἅγιον Ὄρος. Νά κοιµηθῆ καί νά ταφῆ ἀφανῶς στό Περιβόλι τῆς Παναγίας,
Ἀλλά
καί πάλι ἐµποδίστηκε ἀπό νέα ἐπιδείνωση τῆς ἀσθενείας. Πίσω ἀπό αὐτές
τίς δυσκολίες καί τά ἐµπόδια κρυβόταν τό θέληµα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή νά ταφῆ
ἔξω στόν κόσµο. Οἱ ἄνθρωποι, ὅσο τόν εἶχαν ἀνάγκη, ὅταν ζοῦσε, ἄλλο
τόσο θά τόν χρειάζονταν καί µετά τήν κοίµησή του.
Οἱ πόνοι συνεχῶς ἐπιτείνονταν καί ἔφθασαν πλέον νά ἰσοτιµοῦνται µέ τούς πόνους τῶν µαρτύρων.
Δέν πανικοβαλλόταν, δέν γόγγυζε, ἀλλά ὑπέµενε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου