Ὁ λογισμός μου λέγει ὅτι ἡ
μεγαλύτερη θεία δράση τοῦ Ἁγίου Πατρὸς τώρα ἀρχίζει, καὶ ἤδη ἄρχισε μετὰ ἀπὸ τὴν
κοίμησή του στὴν Ἑλλάδα, ἀφοῦ εἶχαν ξεκουρασθεῖ λίγο τὰ πολυκουρασμένα τοῦ Ἅγια
κόκκαλα στὰ εὐλογημένα χώματα τοῦ Ἱεροῦ Νησιοῦ τῆς Κερκύρας.
Ὅπως ἀνέφερα
πιὸ πάνω, ἤδη ἀπὸ τὸ 1970, ποὺ ἔκανε τὶς ἐμφανίσεις του, συνέχεια θαυματουργεῖ.
Ἔχουν θεραπευθεῖ πολλοὶ μέχρι σήμερα καὶ ἀπὸ διάφορες ἀρρώστειες ἀπὸ τὸν Ἅγιο
Πατέρα Ἀρσένιο, ποὺ τὸν ἐπικαλέσθηκαν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.
Δὲν
κάνω ἐγὼ λόγο γι’ αὐτὰ τὰ θαύματα, ἐκτὸς ἐὰν οἱ ἴδιοι οἱ θεραπευμένοι τὰ ὁμολογήσουν
ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Ἅγιο, εἰς δόξαν Θεοῦ.
Ἡ
Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι στέρνα ποὺ τελειώνει τὸ νερό της καὶ μετὰ στερεύει, ἀλλὰ
ἀνεξάντλητη πηγή.
Εἶναι
φυσικό, νομίζω, νὰ βοηθᾶ περισσότερο τώρα, ἀπ’ ὅ,τι βοηθοῦσε ὅταν ζοῦσε στὴν γῆ,
διότι τώρα πιὰ βρίσκεται κοντὰ στὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ σὰν παιδί Του μὲ
παρρησία, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει ἀπὸ πρίν, μπορεῖ νὰ παίρνει ἄφθονη Χάρι καὶ νὰ
καταφθάνει ἀμέσως στοὺς πονεμένους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς βοηθάει
δίνοντας την ἀνάλογη θεραπεία.
Ἡ
προηγούμενη μεγάλη ἄσκησή του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὴν μεγάλη του
ἀγάπη καὶ ταπείνωση, τοῦ ἔφερε καὶ αὐτὴ τὴν μεγάλη...
πνευματικὴ ἐξέλιξη, νὰ
πετάει τώρα Ἀγγελικὰ καὶ νὰ ἀγάλλεται, γιατί βοηθάει περισσότερους πονεμένους ἀνθρώπους
καὶ γιὰ τὸ ὅτι δοξάζεται περισσότερο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Τώρα πιὰ
ὁ Χατζεφεντὴς (Πατὴρ Ἀρσένιος) δὲν τρέχει μὲ τὰ πόδια καὶ δὲν λαχανιάζει, γιὰ νὰ
προλαβαίνει τοὺς ἄρρωστους, νὰ τοὺς διαβάζει τὴν ἀνάλογη εὐχὴ καὶ νὰ τοὺς
θεραπεύει, ἀλλὰ πετάει ἄνετα σὰν Ἄγγελος ἀπὸ τὴν μία ἄκρη τοῦ κόσμου στὴν ἄλλη
καὶ μπορεῖ νὰ προλαβαίνει ὅλους τους πιστούς, ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ εὐλάβεια.
Ὁ
Πατὴρ Ἀρσένιος (Χατζεφεντὴς) κήρυττε τὴν Ὀρθοδοξία ὀρθὰ μὲ τὸν ὀρθόδοξο
βίο του. Ἔλειωνε στὴν ἄσκηση τὴν σάρκα του ἀπὸ τὴν θερμή του ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὰ
καὶ ἀλλοίωνε τὶς ψυχὲς μὲ τὴν Θεία του Χάρι.
Πίστευε
πολὺ καὶ θεράπευε πολλούς, πιστοὺς καὶ ἀπίστους.
Λίγα λόγια, πολλὰ θαύματα. Ζοῦσε πολλὰ
καὶ ἔκρυβε πολλά. Μέσα ἀπὸ τὸν σκληρό του φλοιό, ἔκρυβε τὸν πνευματικό του γλυκὸ
καρπό.
Πολὺ αὐστηρὸς Πατέρας στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ πολὺ στοργικὸς Πατέρας στὰ
παιδιά του. Δὲν τὰ χτυποῦσε μὲ τὸν νόμο, ἀλλὰ μὲ τὸ φιλότιμο, μὲ τὸ νόημα τοῦ
νόμου.
Ὡς
Λειτουργός του Ὑψίστου δὲν πατοῦσε στὴν γῆ, καὶ ὡς Συλλειτουργὸς ἄστραφτε στὸν
κόσμο.
Τὸν
δόξασε ὁ Θεός, γιατί συνέχεια μὲ τὴν ἁγία του ζωὴ δοξαζόταν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει πάσα δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.
Καθὼς ἀνέφερα πιὸ πάνω, στὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, εἶναι ἀτέλειωτα τὰ θαύματα
ποὺ ἔκανε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, καὶ σὲ κάθε ἐπίσκεψη σὲ Φαρασιῶτες (θὰ
πρέπει νὰ ἔχει κάνεις καὶ καινούργιο τετράδιο νὰ γράφει. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο εἶχα
περιορισθεῖ στὰ ἀπαραίτητα. Ἐπειδὴ ὅμως εἶδα τρία-τέσσερα γεγονότα τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου
νὰ διαφέρουν κάπως ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔγραψα, θεώρησα καλὸ νὰ τὰ ἀναφερὸν καὶ αὐτά,
συμπληρωματικά, γιατί οἱ περιπτώσεις αὐτὲς ἴσως μᾶς βοηθήσουν στὰ δύσκολα
χρόνια ποὺ περνᾶμε.
Τὶς
πληροφορίες αὐτὲς κατ’ ἀρχάς μου τὶς ἔστειλαν σὲ κασσέττα μαγνητοφώνου εὐλαβεῖς
Γιαννιτσιῶτες ἀπὸ μία ἐνενηντάχρονη Φαρασιώτισσα, ὀνόματι Ἀγάθη, ἐγκατεστημένη
στὰ Γιαννιτσά. Φυσικὰ τὴν ἐπισκέφθηκα μετὰ καὶ ὁ ἴδιος τὸ 1982, πράγμα ποὺ
βοήθησε πολὺ στὸ νὰ θυμηθῶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουγα μικρὸς καί, ἀφοῦ ἦρθα σὲ ἐπαφὴ
καὶ μὲ ἄλλα σοβαρὰ Γεροντάκια, κάθησα καὶ τὰ ἔγραψα.
Ὁ
Πατὴρ Ἀρσένιος κάποτε πῆγε μαζὶ μὲ ἄλλους συγχωριανούς του γιὰ νὰ λειτουργήσω;
στὸν «Ἅγιο» (στὸν Ταξιάρχη Μιχαήλ). Τὸ Ἐξωκκλήσι αὐτὸ ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τὸ χωρίο
περίπου μιάμιση ὥρα. Ἐκεῖ δὲ κοντὰ εἶχαν κτήματα πολλοὶ Ψαρασιῶτες καὶ
παρέμεναν μάλιστα καὶ ὅλη τὴν θερινὴ περίοδο, μέχρι τὴν συγκομιδὴ τῶν
προϊόντων. Ἀφοῦ λοιπὸν τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία ὁ Πατήρ, πῆρε μετὰ Ἁγιασμὸ
καὶ ράντιζε στοὺς ἀγρούς. Ἄλλοι προσκυνηταὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ ἄλλοι κάθονταν
ἔξω ἀπὸ τὸ Ἐκκλησάκι κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ ἑνὸς δένδρου.
Τὸ
δένδρο αὐτό, περισσότερο ἀπὸ φύλλα, εἶχε κλωστὲς καὶ κουρελάκια δεμένα στὰ
κλωνάρια του ἀπὸ τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους. Ὅταν δηλαδὴ ἀρρώσταιναν οἱ ἄνθρωποι
ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ στὰ κτήματα, ἐπειδὴ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ πᾶνε στὸν Χατζεφεντή, στὰ
Φάρασα, γιατί ἦταν μακρυά, καὶ ἐπειδὴ τὸ Ἐκκλησάκι δὲν ἦταν πάντα ἀνοιχτό,
γιατί ἦταν ἰδιόκτητο καὶ τὸ κλείδωναν γιὰ νὰ μὴ τὸ βεβηλώσουν οἱ Τοῦρκοι,
πήγαιναν καὶ προσεύχονταν ἔξω ἀπὸ τὸ Ἐκκλησάκι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ· ἔκοβαν
μία κλωστὴ ἀπὸ τὸ ροῦχο ποὺ ἀκουμποῦσε στὸ πονεμένο μέρος τοῦ σώματος ἢ ἕνα
κουρελάκι, καὶ τὸ ἔδεναν στὸ δένδρο καὶ ἔλεγαν «Ἅγιε, πάρε μου τὸν πόνο· ἐσὺ εἶσαι
Ἅγιος καὶ μπορεῖς». Καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἀμέσως θεράπευε τοὺς πονεμένους
πιστούς.
Μεταξὺ λοιπὸν τῶν προσκυνητῶν ποὺ κάθονταν, ὅπως ἀνέφερα, κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ αὐτοῦ
του δένδρου, ἦταν καὶ ἕνας πλούσιος Φαρασιώτης, ὁ ὁποῖος ἔμενε στὸ Βατοὺμ καὶ εἶχε
ἐπισκεφθεῖ τὴν πατρίδα τοῦ μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Ἡ μακροχρόνια ἀπομάκρυνσή του
ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ τὸν εἶχε ἀπομακρύνει δυστυχῶς καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐκφραζόταν
μὲ ἀναίδεια κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀνόητες
θεωρίες του, μὲ τὶς ὁποῖες ἔβλαπτε τοὺς ἁπλοὺς συμπατριῶτες του, εἶπε καὶ σ’ ἕναν
νεαρὸ νὰ κόψει καὶ τὸ δένδρο ποὺ ἀνέφερα, καὶ τοὺς ἔλεγε καθυστερημένους κ. α. Ὁ
νέος δὲν ἔχασε καιρό, ἄρχισε νὰ τὸ κόβει, ἀλλὰ τὸν ἐμπόδισαν οἱ ἄλλοι.
Ἐν τῷ
μεταξύ, ἐπέστρεψε καὶ ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἀπὸ τὸν Ἁγιασμὸ καὶ πολὺ λυπήθηκε γιὰ τὸ
κακὸ ποὺ ἔκανε στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν αὐτὸς ὁ ἄθεος ἄνθρωπος, καὶ τοῦ λέει αὐστηρά.
— Θὰ σὲ στείλω ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦρθες,
Ἀναστάση. Καὶ ἀπομακρύνθηκε ὁ Χατζεφεντὴς καὶ ἔκανε προσευχή.
Ξαφνικὰ σηκώνεται ἕνας δυνατὸς ἀνεμοστρόβιλος, ποὺ τύλιξε τὸν Ἀναστάση καὶ ἐξαφανίστηκε.
Οἱ συγγενεῖς του ἀνησυχοῦσαν καὶ στενοχωριόνταν, ἀλλ’ ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος τοὺς
καθησύχαζε.
— Μὴ στενοχωρεῖσθε, ὁ Ἀνάστασης εἶναι
καλὰ στὸ ἐμπορικό του κατάστημα.
Πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε, χωρὶς νὰ ἔχουν καμμιὰ εἴδηση, γιατί καὶ ὁ ἴδιος
ντρεπόταν νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς συγχωριανούς του. Κάποτε, ὅλως τυχαίως,
περνώντας ἀπὸ τὴν Τοκάτη (κοντὰ στὴν Σεβάστεια) δύο Ψαρασιῶτες, εἶδαν στὴν
πινακίδα ἑνὸς καταστήματος τὸ ὄνομά του «Ἀναστάσιος Βαρτόπουλος». Ἔμειναν ἔκπληκτοι,
γιατί θυμήθηκαν τὰ λόγια του Χατζεφεντῆ. Μετὰ ἀπὸ τὴν συνάντηση αὐτὴ ὁ ἀνεψιὸς
τοῦ Ἀνάσταση Βαρτοπούλου, ὁ Παναγιώτης, ἐπεθύμησε τὰ Φάρασα καὶ ἀκολούθησε τοὺς
συμπατριῶτες του. Δυστυχῶς ὅμως καὶ αὐτὸς ἦταν ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν θεῖο του καὶ
δὲν πίστευε. Ἄρχισε καὶ αὐτὸς νὰ κάνει κακὸ μὲ τὶς ἀθεϊστικές του θεωρίες.
Κάποτε
μάλιστα, ἐνῶ περνοῦσε ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἀπὸ τὸ μεσοχώρι καὶ ὅλοι εἶχαν σηκωθεῖ μὲ
εὐλάβεια νὰ πάρουν τὴν εὐχή του, ἐκεῖνος ὄχι μόνον δὲν σηκώθηκε, ἀλλὰ εἰρωνευόταν
τοὺς ἄλλους καὶ ἔλεγε ὅτι κάνουν σὰν τὶς γριοῦλες ποὺ τρέχουν πίσω
απὸ τοὺς παπάδες κ. α. Ὁ
Πατὴρ τοῦ ἔριξε μία ματιὰ μὲ πόνο καὶ πῆγε νὰ κάνει προσευχή, γιὰ νὰ ἐνεργήσει ὁ
Θεὸς γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του.
Μετὰ ἀπὸ
λίγο ὁ Παναγιώτης ἄρχισε νὰ κυλιέται στὸ χῶμα. Οἱ συγχωριανοί του στὴν ἀρχὴ δὲν
κατάλαβαν νόμιζαν ὅτι κοροϊδεύει αὐτοὺς ποὺ κάνουν μετάνοιες, καὶ τοῦ λένε·
«σήκω ἐπάνω, Παναγιώτη, τί εἶναι αὐτὲς οἱ ἀταξίες ποὺ κάνεις σὰν μικρὸ παιδὶ καὶ
λερώνεις τὰ ροῦχα σου;» Ὕστερα ὅμως κατάλαβαν ὅτι τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει ἡ θεία
Χάρις γιὰ τὴν ἀναιδῆ συμπεριφορά του καὶ δαιμονίστηκε. Πῆγαν ἀμέσως στὸν
Χατζεφεντὴ καὶ τὸ ἀνέφεραν, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶπε.
— Νὰ μοῦ φέρετε τὰ ροῦχα του νὰ τὰ
διαβάσω, γιὰ νὰ μὴ σᾶς ξεσκίσει. Στὸ ἑξῆς, νὰ ξέρετε, θὰ εἶναι μισότρελος, χωρὶς
ὅμως νὰ κάνει κακὸ καὶ ἀταξίες. Ἀργότερα θὰ πάει στὸ χωράφι του νὰ ὀργώσει, καὶ
θὰ κοιμηθεῖ ἐκεῖ μὲ σκοπὸ νὰ ὀργώσει περισσότερο. Τὴν νύχτα ἐκείνη θὰ περάσουν
Τσέτες καὶ θὰ τὸν σφάξουν καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ σωθεῖ ἡ ψυχή του.
Πράγματι, μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια ἔγινε
ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶπε ὁ Χατζεφεντής.
(Μοναχοῦ Παϊσίου Ἁγιορείτου, «Ὁ Ἅγιος
Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης», ἔκδ. Ι.Ἡσυχαστηρίου Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος,
Σουρωτή, Θὲσ/νίκης 1991, σ.114-121)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου