Ἡ ζήλεια εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πάθη
– Γέροντα, ζηλεύω μιὰ ἀδελφή.– Ξέρω ποιά ἀδελφὴ ζηλεύεις... Ἔμαθα ὅμως ὅτι κι ἐκείνη ζηλεύει ἐσένα! Ἐγὼ θὰ εὔχωμαι καὶ οἱ δυό σας νὰ ζηλεύετε τὸν ζηλωτὴ Ἠλία καὶ ἐκεῖνος νὰ σᾶς διώξη τὴν ζήλεια καὶ νὰ σᾶς δώση ἀπὸ τὸν δικό του θεῖο ζῆλο. Ἀμήν.– Ὅταν, Γέροντα, ζηλεύω, προσπαθῶ νὰ τοποθετηθῶ λογικά.– Ἂν ἐξ ἀρχῆς προσπαθήσης νὰ μὴ ζηλέψης, δὲν εἶναι πιὸ καλά; Ἡ ζήλεια εἶναι γελοῖο πράγμα. Λίγη σκέψη χρειάζεται, γιὰ νὰ ξεπεράση τὴν ζήλεια κανείς· δὲν χρειάζεται νὰ κάνη μεγάλους ἀγῶνες καὶ πολλὴ ἄσκηση, γιατὶ εἶναι ψυχικὸ πάθος.Πρόσεξε, μὴν ἀφήσης ποτὲ τὸ πάθος τῆς ζήλειας νὰ σὲ κυριέψη, γιατὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πάθη. Ξέρεις ἀπὸ τὴν ζήλεια ποῦ μπορεῖ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος; Στὸν φθόνο καὶ στὴν διαβολή. Καὶ οἱ διαβολὲς κάνουν πολὺ μεγαλύτερο κακὸ ἀπὸ τὸν φθόνο.
– Γέροντα, τί ἔχει μέσα ἡ ζήλεια;– Καὶ τί δὲν ἔχει!... Ὑπερηφάνεια ἔχει, ἐγωισμὸ ἔχει, φιλαυτία ἔχει... Δὲν ἔχει ἀγάπη οὔτε φυσικὰ καὶ ταπείνωση.
– Δηλαδή, Γέροντα, ἂν κανεὶς ζηλεύη, ἀποκλείεται νὰ ἔχη ἀγάπη;– Καὶ βέβαια ἀποκλείεται! Δὲν εἶναι δυνατὸν ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἔχη συγχρόνως ζήλεια καὶ ἀγάπη. Κι ἂν ἀκόμη ἔχη λίγη ἀγάπη, ἡ ἀγάπη του δὲν εἶναι καθαρή, γιατὶ μέσα στὴν ἀγάπη του εἶναι ὁ ἑαυτός του. Ἡ ζήλεια μουρνταρεύει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλωσύνη, ὅπως τὸ ψόφιο ποντίκι μουρνταρεύει ὅλο τὸ λάδι, ὅταν πέση μέσα στὸ πιθάρι.
– Γέροντα, ἐγὼ νομίζω ὅτι ζηλεύω, ἐπειδὴ μέσα μου δὲν νιώθω γεμάτη.
– Πῶς νὰ νιώθης γεμάτη, ὅταν τὰ θέλης ὅλα δικά σου
– Ὅταν ὅμως ἐπιθυμῶ κάτι ποὺ δίνεται σὲ μιὰ ἄλλη ἀδελφή;
– Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶπε:«οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι»1, πῶς νὰ ἐπιθυμήσουμε κάτι ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος; Οὔτε τὶς βασικὲς ἐντολὲς νὰ μὴν τηρήσουμε;Μετὰ ἡ ζωή μας γίνεται κόλαση.«Ἕκαστος πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας»2, λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος. Αὐτὲς οἱ ἐπιθυμίες θὰ βασανίζουν τὶς ψυχὲς καὶ στὴν κόλαση. Κι ἂν μᾶς πάρη ὁ Θεὸς στὸν Παράδεισο, χωρὶς νὰ ἔχουμε ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ζήλεια, καὶ ἐκεῖ δὲν θὰ βροῦμε ἀνάπαυση, γιατὶ θὰ ἔχουμε τὶς ἴδιες παράλογες ἐπιθυμίε
Ἡ ζήλεια δηλητηριάζει τὴν πολλὴ ἀγάπη τῆς γυναίκας
– Γέροντα, γιατί τὸ πάθος τῆς ζήλειας ὑπάρχει στὶς γυναῖκες σὲ μεγαλύτεροβαθμὸ ἀπὸ ὅ,τι στοὺς ἄνδρες;
Ἐπειδὴ ἡ γυναίκα ἔχει ἀπὸ τὴν φύση της πολλὴ καλωσύνη καὶ ἀγάπη, ὁ διάβολος πολὺ τὴν πολεμάει· τῆς πετάει τὴν φαρμακερὴ ζήλεια καὶ τῆς δηλητηριάζει τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅταν ἡ ἀγάπη της δηλητηριασθῆ καὶ γίνη κακότητα, τότε ἡ γυναίκα ἀπὸ μέλισσα γίνεται σφήκα καὶ ξεπερνᾶ τὴν σκληρότητα τοῦ ἄνδρα. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ γιὰ τὸν ἄνδρα εἶναι ἀρκετὸ νὰ φύγη ἕνα ἀνεπιθύμητο πρόσωπο ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ μὴν τὸ βλέπουν τὰ μάτια του, ἡ γυναίκα, ποὺ τὴν ἔχει πλάσει ὁ Θεὸς μὲ σπλάχνα, δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ ἐξαφανισθῆ τὸ πρόσωπο ποὺ ζηλεύει καὶ νὰ μὴν τὸ βλέπουν τὰ μάτια της, ἀλλὰ θὰ ἤθελε νὰ πεθάνη. Δηλαδὴ ...σίγουρες δουλειές!Ἐμένα φοβήθηκε τὸ μάτι μου ἀπὸ τὴν κακία, ἡ ὁποία, ὅταν μπῆ μέσα της ἡ ζήλεια καὶ τὸ πεῖσμα, μπορεῖ νὰ φθάση σὲ δαιμονικὸ βαθμό. Οὔτε τὸν Θεὸ ὑπολογίζουν μετὰ οἱ ἄνθρωποι· γίνονται ταγκαλάκια σωστά. Καὶ τοὺς ἄλλους βασανίζουν καὶ οἱ ἴδιοι βασανίζονται καὶ αἰώνια θὰ βασανίζωνται– Θεὸς φυλάξοι –,ἂν δὲν διώξουν τὴν ζήλεια.Ἡ γυναίκα πρέπει νὰ προσέχη πολὺ τὴν ζήλεια. Ἐπιβάλλεται νὰ βγάλη τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὴν ἀγάπη της, γιὰ νὰ μείνη καθαρὴ ἡ πολλὴ ἀγάπη ποὺ ἔχει.
– Πῶς θὰ γίνη αὐτό, Γέροντα;
– Ἂν ξεπεράση τὶς μικρότητες καὶ καλλιεργήση τὴν πνευματικὴ λεβεντιὰ καὶ τὴν πνευματικὴ ἀρχοντιά, τὴν θυσία. Ἡ ἀρχοντιὰ εἶναι τὸ ἀντίδοτο τῆς ζήλειας. Ἀλλὰ δυστυχῶς λίγοι ἔχουν ἀρχοντιά.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’«Πάθη καὶ Ἀρετὲς» ‐ 64
Γέροντα, πῶς μπορεῖ κανείς, ὅταν βλέπη τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων, νὰ μὴ ζηλεύη, ἀλλὰ νὰ χαίρεται;
– Ἂν ἀξιοποιῆ τὰ δικά του χαρίσματα καὶ δὲν τὰ θάβη, τότε θὰ χαίρεται μὲ τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων. Χρόνια τώρα βλέπω ἐδῶ μιὰ ἀδελφὴ τί φωνὴ ἔχει, τί εὐλάβεια,καὶ ὅμως δὲν πάει νὰ ψάλη. Καὶ ἐπειδὴ τὸ δικό της χάρισμα τὸ θάβει καὶ δὲν ψάλλει,μαραζώνει, ὅταν ἀκούη τὴν ἄλλη ποὺ δὲν ἔχει καὶ τόσο καλὴ φωνὴ νὰ ψάλλη. Δὲν σκέφτεται ὅτι σ ̓ αὐτὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς καλύτερη φωνή, ἀλλὰ δὲν τὴν καλλιεργεῖ.Γι ̓ αὐτό, λέω, ὁ καθένας νὰ ψάξη νὰ δῆ μήπως τὸ χάρισμα ποὺ βλέπει στὸν ἄλλον καὶ τὸ ζηλεύει τὸ ἔχει καὶ αὐτός, ἀλλὰ δὲν τὸ καλλιεργεῖ, ἢ μήπως ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε ἄλλο χάρισμα. Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀδικεῖ κανέναν· στὸν καθέναν ἔχει δώσει ἕνα διαφορετικὸ χάρισμα ποὺ θὰ τὸν βοηθήση στὴν πνευματική του πρόοδο.Ὅπως ὁ ἕνας ἄνθρωπος δὲν μοιάζει μὲ τὸν ἄλλο, ἔτσι καὶ τὸ χάρισμα τοῦ ἑνὸς δὲν μοιάζει μὲ τοῦ ἄλλου. Προσέξατε καμμιὰ φορὰ τὰ ἀγριομπίζελα ποὺ ἔχετε ἐκεῖ κάτω στὸν φράχτη; Ὅλα εἶναι ἀπὸ μία ρίζα, ἀλλὰ ἔχουν διαφορετικὰ χρώματα καὶ τὸ ἕνα εἶναι πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ ὅμως τὸ ἕνα δὲν ζηλεύει τὸ ἄλλο... Τὸ καθένα χαίρεται μὲ τὸ χρῶμα ποὺ ἔχει. Βλέπετε καὶ τὰ πουλιά; Τὸ καθένα ἔχει τὴν χάρη του,τὸ δικό του κελάηδημα.Ἂς βρῆ λοιπὸν ὁ καθένας τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς δοξάζη τὸν Καλὸ Θεό, ὄχι ἐγωιστικά, φαρισαϊκά, ἀλλὰ ταπεινά, ἀναγνωρίζοντας ὅτι δὲν ἔχει ἀνταποκριθῆ στὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂς τὰ ἀξιοποιήση στὸ ἑξῆς.– Γέροντα, ζηλεύω μερικὲς ἀδελφές, γιατὶ ἔχουν ὁρισμένα χαρίσματα ποὺ ἐγὼ δὲν τὰ ἔχω.
Σ ̓ ἐσένα ὁ Θεὸς ἔδωσε τόσα χαρίσματα κι ἐσὺ ζηλεύεις τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων; Μοῦ θυμίζεις τὴν κόρη ἑνὸς ζαχαροπλάστη ποὺ εἴχαμε στὴν Κόνιτσα. Ὁ πατέρας της τῆς ἔδινε κάθε μέρα ἕνα μικρὸ κομμάτι ραβανί, γιὰ νὰ μὴν τὴν πειράξη τὸ μεγάλο, καὶ αὐτὴ ἔβλεπε τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο ποὺ ἔτρωγαν μεγάλο κομμάτι μπομπότα7 καὶ τὰ ζήλευε.«Τί μεγάλο κομμάτι τρῶνε αὐτά! ἔλεγε. Ἐμένα ὁ πατέρας μου μικρὸ μοῦ δίνει». Ζήλευε τὴν μπομπότα ποὺ ἔτρωγαν τὰ ἄλλα παιδιά, ἐνῶ αὐτὴ εἶχε ὁλόκληρο ζαχαροπλαστεῖο καὶ ἔτρωγε ραβανί! Θέλω νὰ πῶ, κι ἐσὺ δὲν ἐκτιμᾶς τὰ μεγάλα χαρίσματα ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ βλέπεις τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων καὶ ζηλεύεις.Ἂς μὴν εἴμαστε ἀχάριστοι πρὸς τὸν Καλὸ Πατέρα μας Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔχει προικίσει ὅλα τὰ πλάσματά Του μὲ χαρίσματα διάφορα, γιατὶ Αὐτὸς γνωρίζει τί χρειάζεται ὁ καθένας μας, ὥστε νὰ μὴ βλαφθοῦμε. Ἐμεῖς ὅμως πολλὲς φορὲς κάνουμε σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ παραπονιόμαστε, γιατί δὲν ἔδωσε καὶ σ ̓ ἐμᾶς ὁ Πατέρας ἕνα φράγκο8 ἢ ἕνα δίφραγκο, ὅπως ἔδωσε στὰ ἀδέλφια μας, ἐνῶ σ ̓ ἐμᾶς ἔχει δώσει ὁλόκληρο ἑκατοστάρικο9. Νομίζουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔδωσε σ ̓ ἐμᾶς δὲν εἶναι τίποτε,γιατὶ περνᾶμε τὸ ἑκατοστάρικο γιὰ χαρτί, καὶ μᾶς συγκινεῖ τὸ φράγκο ἢ τὸ δίφραγκο ποὺ ἔδωσε στὰ ἀδέλφια μας καὶ κλαῖμε καὶ ἀγανακτοῦμε μὲ τὸν Καλὸ Πατέρα μας.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’«Πάθη καὶ Ἀρετὲς» ‐ 65
7Μπομπότα: Ψωμὶ ἀπὸ καλαμποκήσιο ἀλεύρι.
8 Φράγκο: Ἔτσι ὀνομαζόταν παλιότερα ἡ δραχμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου