Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Ὅταν πῆγα νὰ μείνω στὸ Σινᾶ, δὲν εἶχα τίποτε.
Δὲν σκέφθηκα ὅμως καθόλου τί θὰ γίνω στὴν ἔρημο μέσα σὲ ἄγνωστους ἀνθρώπους, τί θὰ φάω, πῶς θὰ ζήσω. Τὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης, ὅπου θὰ ἔμενα, ἦταν χρόνια ἐγκαταλελειμμένο, ἀκατοίκητο. Ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ ἐπιβαρύνω τὸ μοναστήρι, δὲν ζήτησα τίποτε. Μοῦ ἔφεραν λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ τὸ γύρισα πίσω. Γιατί νὰ ἀνησυχήσω, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»; Τὸ νερὸ καὶ αὐτὸ ἦταν ἐλάχιστο. Οὔτε ἐργόχειρο ἤξερα, γιὰ νὰ πῆς πὼς θὰ δούλευα καὶ θὰ ἔβγαζα τὸ ψωμί μου. Τὸ μόνο ἐργαλεῖο ποὺ εἶχα ἦταν ἕνα ψαλίδι. Τὸ χώρισα στὰ δύο, τὸ ἀκόνισα σὲ μιὰ πέτρα, πῆρα καὶ ἕνα ξύλο καὶ ἄρχισα νὰ φτιάχνω ξυλόγλυπτα εἰκονάκια.
Δούλευα καὶ ἔλεγα καὶ τὴν εὐχή. Γρήγορα ἐξασκήθηκα.
Ἔφτιαχνα συνέχεια τὸ ἴδιο σχέδιο, καὶ τὴν δουλειὰ ποὺ θὰ ἔκανα σὲ πέντε μέρες, τὴν ἔκανα σὲ ἕντεκα ὧρες, καὶ ὄχι μόνο δὲν στερήθηκα, ἀλλὰ βοηθοῦσα καὶ τὰ Βεδουϊνάκια. Γιὰ ἕνα διάστημα ἔκανα ἐργόχειρο ἀρκετὲς ὧρες τὴν ἡμέρα. Ὕστερα εἶχα φθάσει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν ἤθελα νὰ κάνω ἐργόχειρο, ἀλλὰ ἔβλεπα καὶ τὴν ἀνάγκη ποὺ εἶχαν τὰ Βεδουϊνάκια. Ἕνα σκουφὶ καὶ ἕνα ζευγάρι πέδιλα νὰ τοὺς ἔδινες, ἦταν γι᾿ αὐτὰ πολὺ μεγάλη εὐλογία... Μοῦ πέρασε λοιπὸν ὁ λογισμός: «Ἦρθα ἐδῶ, γιὰ νὰ βοηθῶ τοὺς Βεδουΐνους ἢ γιὰ νὰ κάνω προσευχὴ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο;». Ἔτσι ἀποφάσισα νὰ περιορίσω τὴν δουλειά, γιὰ νὰ εἶμαι πιὸ ἀπερίσπαστος καὶ νὰ προσεύχωμαι περισσότερο. Καὶ μήπως περίμενα ἀπὸ πουβοήθεια; Οἱ Βεδουΐνοι δὲν εἶχαν οἱ ἴδιοι νὰ φᾶνε. Τὸ μοναστήρι ἦταν μακριά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔρημος. Τὴν ἴδια μέρα ὅμως ποὺ περιόρισα τὴν δουλειά, γιὰ νὰ διαθέσω περισσότερο χρόνο στὴν προσευχή, ἔρχεται κάποιος καὶ μὲ βρίσκει ἔξω ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο καὶ μοῦ λέει: «Νά, πάρε αὐτὲς τὶς ἑκατὸ λίρες, γιὰ νὰ βοηθᾶς τὰ Βεδουϊνάκια καὶ νὰ μὴ βγαίνης ἀπὸ τὸ πρόγραμμά σου καὶ νὰ προσεύχεσαι»! Δὲν ἄντεξα. Τὸν ἄφησα μόνον του γιὰ ἕνα τέταρτο καὶ πῆγα λίγο μέσα. Μοῦ εἶχε δημιουργήσει τέτοια κατάσταση ἡ πρόνοια καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου. Βλέπεις πῶς ὁ Θεὸς οἰκονομάει, ὅταν ὑπάρχη ἡ καλὴ διάθεση; Γιατὶ ἐγὼ πόσα θὰ τοὺς ἔδινα; Ἔδινα σὲ ἕνα, ἐρχόταν τὸ ἄλλο, «ἐμένα δὲν μοῦ ἔδωσες, Πάτερ!», ἔλεγε, ὕστερα ἐρχόταν ἄλλο, «ἐμένα δὲν μοῦ ἔδωσες, Πάτερ!
Δὲν σκέφθηκα ὅμως καθόλου τί θὰ γίνω στὴν ἔρημο μέσα σὲ ἄγνωστους ἀνθρώπους, τί θὰ φάω, πῶς θὰ ζήσω. Τὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης, ὅπου θὰ ἔμενα, ἦταν χρόνια ἐγκαταλελειμμένο, ἀκατοίκητο. Ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ ἐπιβαρύνω τὸ μοναστήρι, δὲν ζήτησα τίποτε. Μοῦ ἔφεραν λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ τὸ γύρισα πίσω. Γιατί νὰ ἀνησυχήσω, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»; Τὸ νερὸ καὶ αὐτὸ ἦταν ἐλάχιστο. Οὔτε ἐργόχειρο ἤξερα, γιὰ νὰ πῆς πὼς θὰ δούλευα καὶ θὰ ἔβγαζα τὸ ψωμί μου. Τὸ μόνο ἐργαλεῖο ποὺ εἶχα ἦταν ἕνα ψαλίδι. Τὸ χώρισα στὰ δύο, τὸ ἀκόνισα σὲ μιὰ πέτρα, πῆρα καὶ ἕνα ξύλο καὶ ἄρχισα νὰ φτιάχνω ξυλόγλυπτα εἰκονάκια.
Δούλευα καὶ ἔλεγα καὶ τὴν εὐχή. Γρήγορα ἐξασκήθηκα.
Ἔφτιαχνα συνέχεια τὸ ἴδιο σχέδιο, καὶ τὴν δουλειὰ ποὺ θὰ ἔκανα σὲ πέντε μέρες, τὴν ἔκανα σὲ ἕντεκα ὧρες, καὶ ὄχι μόνο δὲν στερήθηκα, ἀλλὰ βοηθοῦσα καὶ τὰ Βεδουϊνάκια. Γιὰ ἕνα διάστημα ἔκανα ἐργόχειρο ἀρκετὲς ὧρες τὴν ἡμέρα. Ὕστερα εἶχα φθάσει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν ἤθελα νὰ κάνω ἐργόχειρο, ἀλλὰ ἔβλεπα καὶ τὴν ἀνάγκη ποὺ εἶχαν τὰ Βεδουϊνάκια. Ἕνα σκουφὶ καὶ ἕνα ζευγάρι πέδιλα νὰ τοὺς ἔδινες, ἦταν γι᾿ αὐτὰ πολὺ μεγάλη εὐλογία... Μοῦ πέρασε λοιπὸν ὁ λογισμός: «Ἦρθα ἐδῶ, γιὰ νὰ βοηθῶ τοὺς Βεδουΐνους ἢ γιὰ νὰ κάνω προσευχὴ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο;». Ἔτσι ἀποφάσισα νὰ περιορίσω τὴν δουλειά, γιὰ νὰ εἶμαι πιὸ ἀπερίσπαστος καὶ νὰ προσεύχωμαι περισσότερο. Καὶ μήπως περίμενα ἀπὸ πουβοήθεια; Οἱ Βεδουΐνοι δὲν εἶχαν οἱ ἴδιοι νὰ φᾶνε. Τὸ μοναστήρι ἦταν μακριά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔρημος. Τὴν ἴδια μέρα ὅμως ποὺ περιόρισα τὴν δουλειά, γιὰ νὰ διαθέσω περισσότερο χρόνο στὴν προσευχή, ἔρχεται κάποιος καὶ μὲ βρίσκει ἔξω ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο καὶ μοῦ λέει: «Νά, πάρε αὐτὲς τὶς ἑκατὸ λίρες, γιὰ νὰ βοηθᾶς τὰ Βεδουϊνάκια καὶ νὰ μὴ βγαίνης ἀπὸ τὸ πρόγραμμά σου καὶ νὰ προσεύχεσαι»! Δὲν ἄντεξα. Τὸν ἄφησα μόνον του γιὰ ἕνα τέταρτο καὶ πῆγα λίγο μέσα. Μοῦ εἶχε δημιουργήσει τέτοια κατάσταση ἡ πρόνοια καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου. Βλέπεις πῶς ὁ Θεὸς οἰκονομάει, ὅταν ὑπάρχη ἡ καλὴ διάθεση; Γιατὶ ἐγὼ πόσα θὰ τοὺς ἔδινα; Ἔδινα σὲ ἕνα, ἐρχόταν τὸ ἄλλο, «ἐμένα δὲν μοῦ ἔδωσες, Πάτερ!», ἔλεγε, ὕστερα ἐρχόταν ἄλλο, «ἐμένα δὲν μοῦ ἔδωσες, Πάτερ!
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» - 138 -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου