Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Γέροντα, ἐγὼ χρόνια τώρα ἔχω νὰ κλάψω γιὰ ἕνα σφάλμα μου· δὲν ἔχω οὔτε ἕνα δάκρυ.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχω πραγματικὴ μετάνοια;
–Δὲν πονᾶς γιὰ ἕνα σφάλμα ποὺ κάνεις;
–Πονάω, ἀλλὰ ἴσως εἶναι ρηχὸς ὁ πόνος.
–Ἀπὸ τὰ δάκρυα μὴ βγάζης συμπέρασμα. Εἶναι βέβαια τὰ δάκρυα ἕνα χαρακτηριστικὸ τῆς μετανοίας, ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ μόνο χαρακτηριστικό.
Μερικοὶ ἐκεῖ ποὺ κλαῖνε, ἐκεῖ γελᾶνε. Ὁ καρδιακὸς πόνος καὶ ὁ ἐσωτερικὸς ἀναστεναγμὸς εἶναι τὰ ἐσωτερικὰ δάκρυα, ποὺ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά.
Ἕνας, ὁ καημένος, ἔλεγε: «Τί σκληρὸς ποὺ εἶμαι, πάτερ! Οὔτε ἕνα δάκρυ! Ἡ καρδιά μου εἶναι σὰν πέτρα.
Τί σκληροκαρδία! Ἄχ!».
Ἐνῶ ἦταν πολὺ εὐαίσθητος, αἰσθανόταν ὅτι ἦταν πολὺ σκληρός, γιατὶ δὲν ἔκλαιγε. Ἀναστέναζε ὅμως βαθιά, βογγοῦσε ὁ καημένος, καὶ ἔβλεπες ἕναν ἀναστεναγμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του! Ἐνῶ ἄλλος κλαίει-γελάει καὶ εἶναι σὰν τὸν ἀνοιξιάτικο καιρό. Βλέπει λ.χ. κάποιον δυστυχισμένο, συγκινεῖται, κλαίει λίγο, κι ἕνα κι ἕνα λέει: «ἄ, ἐγὼ πῶς συμμετέχωστὸν πόνο τοῦ ἄλλου!». Ἤ, ἂν προσευχηθῆ καὶ χύση λίγα δάκρυα, λέει: «ἄ, ἡ προσευχή μου εἰσακούεται, γιατὶ γίνεται μετὰ δακρύων!» καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του.Ὑπάρχουν καὶ τὰ ἀπαρηγόρητα δάκρυα. Αὐτὰ εἶναι ταγκαλίστικα. Δὲν ἔχουν μετάνοια, ἀλλὰ θιγμένο ἐγωισμό. Τότε ὁ ἄνθρωπος κλαίει ἐγωιστικὰ γιὰ τὴν πτώση του. Πληγώνεται, γιατὶ μὲ τὶς ἀπροσεξίες του ξέπεσε στὰ μάτια τῶν ἄλλων, καὶ ὄχι γιατὶ λύπησε τὸν Θεό, καὶ ὑποφέρει διπλά.Στὸν ἀνταρτοπόλεμο ἕνας καπετάνιος ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες –ὁ Θεὸς νὰ τοῦ χαρίζη μετάνοια –εἶχε πιάσει ἕναν φτωχὸ οἰκογενειάρχη ποὺ εἶχε ἐννιὰ παιδιά, τὸν ἔβαλε κάτω καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα, ἐπειδὴ δὲν συμφωνοῦσε μὲ τὴν ἰδεολογία του.
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μάλιστα ἦταν κάποτε στὴν ὑπηρεσία του. Φώναζε ὁ καημένος: «Καλά, δὲν μὲ λυπᾶσαι, ἐννιὰπαιδιὰ ἔχω· δὲν θυμᾶσαι ποὺ σὲ κουβαλοῦσα καὶ στὴν πλάτη μου; Τί σοῦ ἔκανα;». Κάποιος ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ καπετάνιου, ὅταν τὸν εἶδε νὰ τσαλαπατᾶ τόσο σκληρὰ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ φώναξε: «Ἔ, τί σοῦ ἔκανε;
Δὲν τὸν λυπᾶσαι; Οἰκογενειάρχης ἄνθρωπος εἶναι». Ἀμέσως ἐκεῖνος βάζει κάτι κλάματα, ἐπειδὴ θίχτηκε ὁ ἐγωισμός του ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ συντρόφου του!Αὐτὰ τὰ κλάματα εἶναι ἐγωιστικά· εἶναι σὰν τὴν μεταμέλεια τοῦ Ἰούδα. Παρέδωσε τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ πῆγε στοὺς Φαρισαίους νὰ πῆ «ἥμαρτον», ἀλλὰ ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Τί μᾶς τὸ λὲς ὅτι ἁμάρτησες;». Ὁπότε προσεβλήθη, πείσμωσε, τοὺς πέταξε τὰ ἀργύρια καὶ πῆγε καὶ κρεμάσθηκε ἀπὸ ἐγωισμό.
Ἐνῶ, ἂν μετανοοῦσε καὶ πήγαινε καὶ ἔλεγε στὸν Χριστὸ «εὐλόγησον», θὰ σωζόταν.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχω πραγματικὴ μετάνοια;
–Δὲν πονᾶς γιὰ ἕνα σφάλμα ποὺ κάνεις;
–Πονάω, ἀλλὰ ἴσως εἶναι ρηχὸς ὁ πόνος.
–Ἀπὸ τὰ δάκρυα μὴ βγάζης συμπέρασμα. Εἶναι βέβαια τὰ δάκρυα ἕνα χαρακτηριστικὸ τῆς μετανοίας, ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ μόνο χαρακτηριστικό.
Μερικοὶ ἐκεῖ ποὺ κλαῖνε, ἐκεῖ γελᾶνε. Ὁ καρδιακὸς πόνος καὶ ὁ ἐσωτερικὸς ἀναστεναγμὸς εἶναι τὰ ἐσωτερικὰ δάκρυα, ποὺ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά.
Ἕνας, ὁ καημένος, ἔλεγε: «Τί σκληρὸς ποὺ εἶμαι, πάτερ! Οὔτε ἕνα δάκρυ! Ἡ καρδιά μου εἶναι σὰν πέτρα.
Τί σκληροκαρδία! Ἄχ!».
Ἐνῶ ἦταν πολὺ εὐαίσθητος, αἰσθανόταν ὅτι ἦταν πολὺ σκληρός, γιατὶ δὲν ἔκλαιγε. Ἀναστέναζε ὅμως βαθιά, βογγοῦσε ὁ καημένος, καὶ ἔβλεπες ἕναν ἀναστεναγμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του! Ἐνῶ ἄλλος κλαίει-γελάει καὶ εἶναι σὰν τὸν ἀνοιξιάτικο καιρό. Βλέπει λ.χ. κάποιον δυστυχισμένο, συγκινεῖται, κλαίει λίγο, κι ἕνα κι ἕνα λέει: «ἄ, ἐγὼ πῶς συμμετέχωστὸν πόνο τοῦ ἄλλου!». Ἤ, ἂν προσευχηθῆ καὶ χύση λίγα δάκρυα, λέει: «ἄ, ἡ προσευχή μου εἰσακούεται, γιατὶ γίνεται μετὰ δακρύων!» καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του.Ὑπάρχουν καὶ τὰ ἀπαρηγόρητα δάκρυα. Αὐτὰ εἶναι ταγκαλίστικα. Δὲν ἔχουν μετάνοια, ἀλλὰ θιγμένο ἐγωισμό. Τότε ὁ ἄνθρωπος κλαίει ἐγωιστικὰ γιὰ τὴν πτώση του. Πληγώνεται, γιατὶ μὲ τὶς ἀπροσεξίες του ξέπεσε στὰ μάτια τῶν ἄλλων, καὶ ὄχι γιατὶ λύπησε τὸν Θεό, καὶ ὑποφέρει διπλά.Στὸν ἀνταρτοπόλεμο ἕνας καπετάνιος ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες –ὁ Θεὸς νὰ τοῦ χαρίζη μετάνοια –εἶχε πιάσει ἕναν φτωχὸ οἰκογενειάρχη ποὺ εἶχε ἐννιὰ παιδιά, τὸν ἔβαλε κάτω καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα, ἐπειδὴ δὲν συμφωνοῦσε μὲ τὴν ἰδεολογία του.
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μάλιστα ἦταν κάποτε στὴν ὑπηρεσία του. Φώναζε ὁ καημένος: «Καλά, δὲν μὲ λυπᾶσαι, ἐννιὰπαιδιὰ ἔχω· δὲν θυμᾶσαι ποὺ σὲ κουβαλοῦσα καὶ στὴν πλάτη μου; Τί σοῦ ἔκανα;». Κάποιος ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ καπετάνιου, ὅταν τὸν εἶδε νὰ τσαλαπατᾶ τόσο σκληρὰ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ φώναξε: «Ἔ, τί σοῦ ἔκανε;
Δὲν τὸν λυπᾶσαι; Οἰκογενειάρχης ἄνθρωπος εἶναι». Ἀμέσως ἐκεῖνος βάζει κάτι κλάματα, ἐπειδὴ θίχτηκε ὁ ἐγωισμός του ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ συντρόφου του!Αὐτὰ τὰ κλάματα εἶναι ἐγωιστικά· εἶναι σὰν τὴν μεταμέλεια τοῦ Ἰούδα. Παρέδωσε τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ πῆγε στοὺς Φαρισαίους νὰ πῆ «ἥμαρτον», ἀλλὰ ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Τί μᾶς τὸ λὲς ὅτι ἁμάρτησες;». Ὁπότε προσεβλήθη, πείσμωσε, τοὺς πέταξε τὰ ἀργύρια καὶ πῆγε καὶ κρεμάσθηκε ἀπὸ ἐγωισμό.
Ἐνῶ, ἂν μετανοοῦσε καὶ πήγαινε καὶ ἔλεγε στὸν Χριστὸ «εὐλόγησον», θὰ σωζόταν.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς Ἀγώνας»-94-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου