Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Βίος Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου


Παΐσιε τοῦ ὄρους Ἄθωνος δένδρον,
πολύκαρπον ὁσιώτατε ἐδείχθης.
Δεκάτῃ τε καὶ δευτέρᾳ Παΐσιος θάνε.

Ιερομονάχου Ισαάκ

ΒΙΟΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ 
αποσπάσματα 

Κεντρική αποκλειστική διάθεση του βιβλίου.
Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, 63088, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής
Τηλέφωνον:2375061592
Τηλεομοιότυπον (FAX)2375061103

Εορτάζει στις 12 Ιουλίου εκάστου έτους.

OI ΚΑΤΑ ΣAΡKA KAI KATA ΠΝΕΥΜΑ ΠΡΟΓΟΝΟΙ

Βάπτιση και ξερριζωμός

      Στα Φάρασα της αγιοτόκου Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου του 1924, ανήμερα της αγίας Άννης γεννήθηκε ο Γέροντας.
Στην βάπτιση οι γονείς του ήθελαν να τον ονομάσουν Χρήστο, στο όνομα του παππού.

Ο όσιος Αρσένιος όμως είπε στην γιαγιά του: «Έ, Χατζηαννά1, τόσα παιδιά σου βάπτισα! Δεν θα δώσεις και σε ένα το όνομά μου;». Και στους γονείς είπε: «Καλά, εσείς θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;». Και γυρίζοντας στη νουνά1 της λέγει: «Αρσένιο να πής». Του έδωσε δηλαδή το όνομά του και την ευχή του, και προείδε ότι θα γίνει καλόγηρος, όπως και έγινε2.Το έτος που γεννήθηκε ο Γέροντας έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών και ξερριζώθηκε ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας από τις πατρογονικές του εστίες. Πήρε και η οικογένεια του Γέροντα μαζί με τους άλλους Φαρασιώτες και τον όσιο Αρσένιο τον δρόμο της πικρής προσφυγιάς. Στο καράβι μέσα στον συνωστισμό κάποιος πάτησε το βρέφος (Αρσένιο) που κινδύνεψε να πεθάνη. Αλλά ο Θεός κράτησε στην ζωή τον εκλεκτό Του, γιατί έμελλε να γίνη χειραγωγός πολλών ψυχών στην βασιλεία των Ουρανών. Ο Γέροντας βέβαια από ταπείνωση έλεγε αργότερα: «Αν είχα πεθάνει τότε, που είχα την χάρι του Βαπτίσματος, θα με έρριχναν στην θάλασσα να με φάνε τα ψάρια, και τουλάχιστον θα μου έλεγε «ευχαριστώ» κανένα ψαράκι, και θα πήγαινα στον παράδεισο». (Ήθελε δηλαδή να πή ότι τώρα που έζησε δεν έκανε τίποτε).

Έμειναν για λίγο στον Πειραιά. Έπειτα μεταφέρθηκαν στο κάστρο της Κερκύρας, όπου εκοιμήθη και ετάφη ο όσιος Αρσένιος, σύμφωνα με την πρόρρησή του: «Εγώ θα ζήσω σαράντα ημέρες στην Ελλάδα και θα πεθάνω σε ένα νησί». Μετακόμισαν στην συνέχεια σε χωριό της Ηγουμενίτσας και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κόνιτσα.
Τον νεοφώτιστο Αρσένιο, βρέφος σαράντα ημερών, οι γονείς του τον έφεραν στην μητέρα Ελλάδα, άγνωστο τότε ανάμεσα στα πλήθη των προσφύγων. Αυτόν που μετά από χρόνια θα γινόταν γνωστός σε όλο τον κόσμο και θα ωδηγούσε πλήθη ανθρώπων στην θεογνωσία. Από τις πρώτες ημέρες γνώρισε τον πόνο και τα βάσανα των ανθρώπων. Αργότερα, ο ίδιος θα γινόταν λιμάνι παρηγοριάς σε χιλιάδες βασανισμένες ψυχές.

ΑΣKΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ

Ανατροφή «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»

      Ομικρός και ευλογημένος Αρσένιος, μαζί με το γάλα που θήλαζε, μάθαινε από τους γονείς του και την ευλάβεια προς τον Θεό. Αντί για παραμύθια και ιστορίες του μιλούσαν για τον βίο και τα θαύματα του οσίου Αρσενίου. Μέσα του γεννήθηκε θαυμασμός και αγάπη για τον Χατζεφεντή, όπως αποκαλούσαν τον όσιο Αρσένιο. Από μικρός ήθελε να γίνη και αυτός μοναχός, για να μοιάση τον Άγιό του.
Το πρόσωπο που μετά τον όσιο Αρσένιο επηρέασε ευεργετικά όλη του την ζωή ήταν η μητέρα του, προς την οποία αισθανόταν ιδιαίτερη αγάπη και την βοηθούσε όσο μπορούσε. Από αυτήν διδάχθηκε την ταπεινοφροσύνη. Τον συμβούλευε να μην θέλη να νικά τους συμμαθητές του στα παιχνίδια και ύστερα να υπερηφανεύεται, ούτε να επιδιώκη να μπαίνη πρώτος στην γραμμή, γιατί ήταν το ίδιο, είτε πρώτος, είτε τελευταίος έμπαινε.

Επί πλέον του έμαθε την εγκράτεια˙ να μην τρώγη πριν από την ώρα του φαγητού. Τήν παράβαση την θεωρούσε ως πορνεία.
Επίσης τον βοήθησε να αποκτήση απλότητα, εργατικότητα, νοικοκυροσύνη και προσοχή στην συμπεριφορά του προς τους άλλους, και τον προέτρεπε να μην αναφέρη καθόλου το όνομα του πειρασμού (διαβόλου).

Δυό φορές την ημέρα όλη η οικογένεια προσευχόταν μπροστά στο εικονοστάσι. Η μητέρα του όμως συνέχιζε να προσεύχεται και όταν έκανε τις εργασίες του σπιτιού λέγοντας την ευχή.
Τέτοια ήταν η ευλάβεια των γονέων του, ώστε και στα αλώνια έπαιρναν μαζί τους αντίδωρο.
Ο μικρός Αρσένιος, με το ενδιαφέρον και την εξυπνάδα που είχε, εύκολα αφωμοίωνε ό,τι καλό άκουγε από τους γονείς του.
Ακολουθώντας το παράδειγμά τους έμαθε να νηστεύη, να προσεύχεται και να εκκλησιάζεται. Ήταν το πιο αγαπητό από όλα τα παιδιά της οικογενείας. «Ο μεν πατέρας μου», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «με αγαπούσε, γιατί είχα κλίση στα τεχνικά και έπιαναν τα χέρια μου, η δε μητέρα μου για την ψεύτικη (λίγη, μικρή) ευλάβεια που είχα».

Παιδικές ασκήσεις
 
      Όταν έμαθε να διαβάζη καλά, βρήκε την Αγία Γραφή και μελετούσε κάθε ημέρα το Τετραβάγγελο. Εύρισκε επίσης βίους Αγίων και εντρυφούσε. Είχε μαζέψει ένα κουτί με βίους. Μόλις γύριζε από το σχολείο, δεν ήθελε ούτε να φάη. Πρώτα πήγαινε, άνοιγε το κουτί, έπαιρνε και διάβαζε τους βίους των Αγίων. Ο μεγαλύτερός του αδελφός τους έκρυβε, αν και ευλαβής, διότι δεν ήθελε να ασχολήται ο μικρός Αρσένιος πολύ με τα εκκλησιαστικά, για να μην παραμελή τα μαθήματα. Ο Αρσένιος δεν έλεγε τίποτε. Εύρισκε άλλους βίους Αγίων και τρεφόταν πνευματικά. Κάποτε ο μεγάλος του αδελφός θαύμασε, βλέποντάς τον να διαβάζη τον βίο κάποιου αγνώστου Αγίου, που πρώτη φορά μάθαινε το όνομά του: «Πού τον βρήκες πάλι αυτόν τον Άγιο;», τον ρώτησε με απορία.
Η ευλαβής Κονιτσιώτισσα Καίτη Πατέρα, μεγαλύτερή του στην ηλικία, αναφέρει για τον Αρσένιο: «Είχε πολύ ενδιαφέρον για την Εκκλησία. Τον ρώτησα κάποτε:
- Παιδί μου, έφαγες τίποτε σήμερα;
- Δεν έφαγα. Τι να φάω, αφού η μητέρα μου τα βράζει όλα τα φαγητά στην ίδια κατσαρόλα, και το κρέας και τα νηστήσιμα. Η ίδια κατσαρόλα απορροφά˙ δεν μπορώ να φάω.
-Παιδί μου, αφού η μάννα σου είναι τόσο καθαρή και την πλένει καλά με αλισίβα.
- Δεν μπορώ να φάω από αυτά, απαντούσε.
»Και νήστευε, νήστευε συνέχεια και αποτραβιόταν μοναχός του για να προσεύχεται».
Μαρτυρεί και ο αδελφός του: «Ο Αρσένιος από την δευτέρα Δημοτικού διάβαζε θρησκευτικά βιβλία, απομονωνόταν και προσευχόταν πολύ. Δεν έπαιζε όπως τα άλλα παιδιά».

Η έμφυτη μοναχική του κλίση εκδηλώθηκε ενωρίς. Αισθανόταν αγάπη μεγάλη προς τον Θεό και η προσευχή του ήταν εκδήλωση αυτής της αγάπης. Στις μεγάλες γιορτές παρέμενε άγρυπνος, άναβε το καντηλάκι και προσευχόταν όρθιος όλη τη νύχτα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του τον εμπόδιζε. Όταν σηκωνόταν τις νύχτες να διαβάση το Ψαλτήρι, δεν τον άφηνε. Τον έβαζε κάτω από τις κουβέρτες. Γενικά η τακτική του αδελφού του όχι μόνο δεν έκαμψε τον ζήλο του, αλλά αύξησε την αγάπη του προς τον Θεό.

      Όταν τον ρωτούσαν, τι θα γίνει όταν μεγαλώση, ο Αρσένιος απαντούσε σταθερά: «Καλόγηρος». Οικονόμησε ο Θεός και πήρε από μικρός την καλή στροφή, γι αυτό δεν είχε ταλαντεύσεις στην εκλογή του. Για τον Αρσένιο ένας δρόμος ανοιγόταν μπροστά του, η αγγελική ζωή των μοναχών.
Ό,τι διάβαζε στα Συναξάρια προσπαθούσε να το εφαρμόση. Διάβασε πως, όταν φοβάσαι σε έναν τόπο, πρέπει να συχνάζης εκεί για να διώξης τον φόβο. Επειδή φοβόταν όταν περνούσε από το κοιμητήρι, αποφάσισε να πάη εκεί τη νύχτα, για να του φύγη ο φόβος. Ήταν τότε στην τετάρτη τάξη του Δημοτικού.

«Είδα», διηγήθηκε, «από την ημέρα έναν άδειο τάφο. Μόλις νύχτωσε η καρδιά μου χτυπούσε, αλλά πήγα και μπήκα στον τάφο. Στην αρχή ήταν δύσκολο, αλλά μετά συνήθισα. Κάθησα αρκετή ώρα και εξοικειώθηκα. Πήρα θάρρος και άρχισα να γυρίζω από μνήμα σε μνήμα, αλλά πρόσεχα να μη με δουν και με περάσουν για φάντασμα. Αυτό ήταν˙ πήγα τρία βράδυα και έμεινα μέχρι αργά στο κοιμητήρι και μου έφυγε ο φόβος».
Διηγήθηκε και το εξής: «Όταν ακόμη ήμουν στο σχολείο, διάβαζα τους βίους των Αγίων και επιθυμούσα από τότε να γίνω ασκητής. Έβγαινα συχνά έξω από το χωριό. Ήμουν τότε ένδεκα χρονών. Μιά μέρα επεσήμανα έναν βράχο μεγάλο. Πρωί-πρωί ξεκίνησα για να ανεβώ, να γίνω στυλίτης. Πήγα˙ ήταν ψηλός ο βράχος. Ανέβηκα με δυσκολία και άρχισα να προσεύχωμαι. Εξάντλησα όλες μου τις δυνάμεις και μετά άρχισα να σκέπτωμαι: «Οι ερημίτες είχαν ρίζες και έτρωγαν˙ λίγο νεράκι, έναν χουρμά. . . Εσύ δεν έχεις τίποτε εδώ πάνω στον βράχο. Πως θα ζήσεις;». Τέλος, αποφάσισα να κατέβω, αλλά ήδη είχε νυχτώσει. Το κατέβασμα ήταν πιο δύσκολο, γιατί δεν έβλεπα. Με μεγαλύτερη δυσκολία κατέβηκα. Η Παναγία με φύλαξε και δεν τσακίστηκα στα βράχια».
Η αδελφή του Χριστίνα θυμάται ότι, ενώ κάποτε οι γονείς τους ήταν στο χωράφι, άρχισε να βρέχη. Ο Αρσένιος τους σκεφτόταν που βρέχονταν. Πήρε τα δύο μικρότερα αδέλφια του, πήγαν στο εικονοστάσι, γονάτισαν, έκαναν προσευχή και η βροχή σταμάτησε. Όταν έπεφταν κεραυνοί, συνήθιζε να λέγη: «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος».

Θεοπτία

     Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Από ένδεκα χρονών διάβαζα βίους Αγίων και έκανα νηστείες και αγρυπνίες. Ο αδελφός μου ο μεγαλύτερος έπαιρνε και έκρυβε τους βίους. Δεν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στο δάσος και συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ο Κώστας, του είπε: «Θα σου τον κάνω να τα παρατήση όλα».

»Ήρθε και μου ανέπτυξε την θεωρία του Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε και είπα: «Θα πάω να προσευχηθώ, και, αν ο Χριστός είναι Θεός, θα μου παρουσιαστή να πιστέψω. Μιά σκιά, μια φωνή, κάτι θα μου δείξει». Τόσο μούκοβε. Πήγα και άρχισα μετάνοιες και προσευχή για ώρες, αλλά τίποτε. Στο τέλος τσακισμένος σταμάτησα. Μού ήρθε τότε στην σκέψη κάτι που μούχε πει ο Κώστας: «Παραδέχομαι ότι ο Χριστός είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος, δίκαιος, ενάρετος, τον οποίο εμίσησαν από φθόνο για την αρετή του και τον καταδίκασαν οι συμπατριώτες του». Τότε είπα: «Αφού είναι τέτοιος, και άνθρωπος να ήταν, αξίζει να τον αγαπήσω, να τον υπακούσω και να θυσιασθώ γι Αυτόν. Δεν θέλω ούτε παράδεισο, ούτε τίποτε. Για την αγιότητά του και την καλωσύνη του αξίζει κάθε θυσία». (Καλός λογισμός και φιλότιμο).

»Ο Θεός περίμενε την αντιμετώπισή μου. Ύστερα από αυτό παρουσιάσθηκε ο ίδιος ο Χριστός μέσα σε άφθονο φως. Φαινόταν από την μέση και πάνω. Μέ κοίταξε με πολλή αγάπη και μου είπε: «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται». Τα λόγια αυτά ήταν γραμμένα και στο Ευαγγέλιο που κρατούσε ανοικτό στο αριστερό χέρι Του».
Το γεγονός αυτό διέλυσε στον δεκαπενταετή Αρσένιο τους λογισμούς αμφιβολίας, που τάραζαν την παιδική του ψυχή, και γνώρισε με την χάρι του Θεού τον Χριστό ως Θεό αληθινό και Σωτήρα του κόσμου. Βεβαιώθηκε για τον Θεάνθρωπο, όχι από άνθρωπο ή από βιβλία, αλλά από τον ίδιο τον Κύριο, που του αποκαλύφθηκε και μάλιστα σε τέτοια ηλικία. Στερεωμένος πλέον στην πίστη μονολογούσε: «Κώστα, άμα θέλης τώρα, έλα να συζητήσουμε».

Φροντίδα για τους άλλους

       ΟΑρσένιος με την προσεκτική ζωή και τις συμβουλές του βοήθησε πνευματικά και άλλους νέους. Συναναστρεφόταν συνήθως με μικρότερα παιδιά. Τα συγκέντρωνε στην αγία Βαρβάρα, διάβαζαν βίους Αγίων και τα παρακινούσε να κάνουν μετάνοιες και να νηστεύουν. Μερικές μητέρες ανησύχησαν και απέτρεπαν τα παιδιά τους να τον συναναστρέφωνται. Οι γονείς ενός παιδιού με το οποίο εργαζόταν στον ίδιο μάστορα και προσεύχονταν μαζί, φοβήθηκαν μη γίνη καλόγηρος και δεν τον άφηναν να έχη σχέση με τον Αρσένιο ούτε να αγωνίζεται. Αργότερα πήγε να εργασθή στην Γερμανία και σκοτώθηκε. Οι γονείς του αισθάνθηκαν τύψεις και έλεγαν: «Καλύτερα να είχε γίνει καλόγηρος». Κάποιο παιδί, που καταγόταν από τα Φάρασα, ήθελε ο Αρσένιος να το πάρη μαζί του για μοναχό και προσπαθούσε να πείση την μητέρα του. Άλλον νέο τον στήριξε να γίνη ιερέας. Κληρικός καταγόμενος από την Κόνιτσα ομολογεί ότι βοηθήθηκε στην μοναχική του κλίση από τον λαϊκό ακόμη Αρσένιο.

      Είχε ενδιαφέρον και πόθο μεγάλο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Θεό. Κάποιον γέρο βοσκό, που ζούσε μόνος πάνω στα βουνά και είχε πάει στην Εκκλησία δύοτρεις φορές σε όλη του την ζωή, ο Αρσένιος τον πλησίασε και φρόντισε να τον φέρη κοντά στον Χριστό.
Στήν Κόνιτσα κάποιος Μουσουλμάνος ονόματι Μπαϊράμης είχε άρρωστη την μητέρα του. Ο μικρός Αρσένιος πήγαινε τη νύχτα και βοηθούσε την άρρωστη. ΟΜπαϊράμης εξέφρασε την επιθυμία να γίνη Χριστιανός.
Τα λίγα χρήματα που έπαιρνε ως μαθητευόμενος ξυλουργός, τα μοίραζε ελεημοσύνη σε φτωχά παιδιά του ορφανοτροφείου. Έφερνε και στο σπίτι τους φτωχά παιδιά για φαγητό.

          Οκ. Χατζηρούμπης Απόστολος, Κονιτσιώτης, αναφέρει: «Ο Αρσένης ήταν ο μόνος που προτιμούσε να αδικήται παρά να αδική. Είχε πάντα στην τσέπη του ένα θρησκευτικό βιβλίο που το διάβαζε συχνά. Θυμάμαι τον ζήλο του να εξασφαλίση ακροατήριο από τον παιδικό κόσμο, αντί οποιουδήποτε τιμήματος, όπως λ. χ. να αναλαμβάνη την φύλαξη των ζώων μας, να γίνεται νεροκουβαλητής μας, κ. α. , αρκεί εμείς να τον προσέχαμε, όταν μας διάβαζε την Αγία Γραφή.

»Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πάθος του να χρωματίζη αυτά που έλεγε, όταν αναφερόταν στην σταυρική θυσία του Χριστού. Γινόταν τόσο παραστατικός, ώστε  κατώρθωνε να αποσπά την προσοχή και των πιο ζωηρών παιδιών. Έβλεπα κατακάθαρα στο νεανικό του πρόσωπο την ικανοποίηση και την αγαλλίασή του, γιατί μπορούσε να διδάσκη τον λόγο του Κυρίου σε τόσο αγνό ακροατήριο. Από όσο θυμάμαι αυτή την τακτική την συνέχισε τέσσερα με πέντε χρόνια μέχρι που πήγε στρατιώτης».

      ΟΑρσένιος πέρασε τα νεανικά του χρόνια με αμεριμνία και αγώνες ασκητικούς. Έπειτα ήρθαν τα δύσκολα χρόνια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της Κατοχής και του ανταρτοπολέμου. Τότε πέρασε πολλές δυσκολίες και κινδύνους.
Στόν ανταρτοπόλεμο τον συνέλαβαν οι κομμουνιστές αιχμάλωτο και τον φυ-λάκισαν. Κακοπάθησε όσο διάστημα έμεινε στην φυλακή και υπέφερε από τις ψείρες και το πολύ στρίμωγμα. Σε ένα μικρό δωμάτιο έβαλαν πολλούς. Όταν ξάπλωναν ο τελευταίος έμπαινε σαν σφήνα ανάμεσά τους.
Δοκιμάστηκε και ηθικώς, γιατί τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο μόνο του και ύστερα έβαλαν δύο αντάρτισσες σχεδόν γυμνές. Προσευχήθηκε έντονα επικαλούμενος την Παναγία και αμέσως ένιωσε «δύναμιν εξ ύψους», που τον ενίσχυσε και τις έβλεπε με απάθεια σαν αδελφές του, όπως ο Αδάμ την Εύα στον παράδεισο. Τις μίλησε με τρόπο καλό. Εκείνες ήρθαν σε συναίσθηση, ντράπηκαν και έφυγαν κλαίγοντας.

        Αν και ο πόλεμος έκανε τον Αρσένιο να αναβάλη την αναχώρησή του, όμως ο ζήλος του δεν ψυχράνθηκε. Στους αγώνες και στις ασκήσεις προσέθετε νέους αγώνες και υψηλότερες ασκήσεις. Έβλεπε τα εθνικά πράγματα σε άσχημη κατάσταση. Σε λίγο θα τον καλούσαν να υπηρετήση την Πατρίδα. Στο εξωκκλήσι της αγίας Βαρβάρας παρακάλεσε την Παναγία: «Ας ταλαιπωρηθώ, ας κινδυνεύσω, μόνο να μη σκοτώσω άνθρωπο, και ν αξιωθώ να γίνω μοναχός».
Τότε έκανε τάμα, αν τον διαφυλάξη η Παναγία στον πόλεμο, να υπηρετήση για τρία χρόνια το Μοναστήρι της που το έκαψαν οι Γερμανοί, και να βοηθήση να κτισθή πάλι η Ιερά Μονή Στομίου.

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΟΝΕΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΟΘΕΟΥ

Αγώνες αρχαρίου

        ΟΑρσένιος προσήλθε στην ιερά Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους που τότε δεν είχε γίνει ζηλωτική για να μονάση. Έχοντας πρότυπα τους οσίους Πατέρες, προσπαθούσε να τους μιμηθή. Έβαλε ως θεμέλιο της μοναχικής ζωής την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή και επιδόθηκε σε αγώνες υπέρ την αντοχή του.
Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύχτες παρέμενε άϋπνος, προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Θεό. Αισθανόταν μεγάλη κούραση, αλλά ήταν ανυποχώρητος στην άσκηση. Συνεχώς πρόσθετε νέους αγώνες, πάντα με ευλογία και παρακολούθηση από τον Ηγούμενο. Όλα τα έκανε με χαρούμενη διάθεση.

Έλεγε: «Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά στον τόρνο όλη την ημέρα. Το βράδυ πήγαινα στο Αρχονταρίκι και βοηθούσα μέχρι τις 10 ή 11 η ώρα. Δεν μου έμενε χρόνος ούτε για πνευματικά. Γι αυτό στην συνέχεια, όταν πήγαινα στο Κελλί μου, δεν κοιμόμουν, μόνο έβαζα ένα τέταρτο τα πόδια ψηλά για να ξεκουραστούν λίγο και να κατέβη το αίμα (που μαζευόταν από την πολύωρη ορθοστασία). Μετά στεκόμουν όρθιος σε μια λεκάνη με νερό, για να μη με παίρνη ο ύπνος, και έκανα τα κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισή μέχρι μία ώρα, και μετά πήγαινα στην ακολουθία για να διαβάσω το Μεσονυκτικό. Και επειδή είχα τον λογισμό, μήπως δεν θα κατάφερνα αργότερα να κάνω τα καθήκοντα του μεγαλοσχήμου, ζήτησα ευλογία από τον Ηγούμενο και μου έδωσε, να κάνω τον κανόνα του μεγαλοσχήμου από δόκιμος. Όχι από εγωισμό, αλλά μήπως δεν μπορέσω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις του Σχήματος. Δεν τάκανα με υπερηφάνεια. «Αν δεν μπορώ», έλεγα, «να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου».
       Στην Εκκλησία δεν καθόταν καθόλου. Στεκόταν όρθιος στο στασίδι. Πήγαινε καμμιά φορά να τον κλέψη ο ύπνος και αμέσως τιναζόταν.

Τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά. Είχε τόση υγρασία στο Κελλί, που η μούχλα γινόταν σαν βαμβάκια στους τοίχους. Όταν το κρύο ήταν ανυπόφορο, είχε ένα δέρμα ζώου, από αυτά που έκανε τα σαμάρια, και τύλιγε τα πόδια του. Δούλευε έξω στο κρύο μόνο με το ζωστικό, και έβαζε από μέσα ένα χαρτί για να τον προστατεύη λίγο.
Πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή είχαν τυπικό στο Μοναστήρι να δίνουν σε όλους τους πατέρες από ένα κουτί γάλα. Και εκείνο ο Αρσένιος δεν το έπινε, αλλά το έδινε στον γερο-Νικήτα που ήταν προφυματικός. Στη νηστεία τα φασόλια δεν τα μασούσε καλά, για να αργούν να χωνέψουν και έτσι να τον κρατούν κάπως. Κοιμόταν για άσκηση κάτω στις πλάκες και άλλες φορές στα τούβλα, που «ήταν πιο φιλάνθρωπα». Άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αντιληπτή στους πατέρες η άσκηση και η ευλάβειά του. Οι ιερείς τον προτιμούσαν να τους ψάλλη στα παρεκκλήσια. 

Δαιμονικές εμφανίσεις
 
     Οδιάβολος δεν αρκείτο μόνο στον πόλεμο των λογισμών, αφού μάλιστα δεν μπορούσε με αυτούς να ανακόψη την αγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν και αισθητώς. Τον έβλεπε οφθαλμοφανώς και συνωμιλούσαν. Προσπαθούσε ο πειρασμός με κάθε τρόπο να τον εκφοβίση και να τον εμποδίση από τους αγώνες του. Φαίνεται ότι από την πείρα του καταλάβαινε τι θα γινόταν αυτός ο αρχάριος.
Ο δόκιμος Αρσένιος δεν ταρασσόταν ούτε φοβόταν από την παρουσία του διαβόλου. Έλεγε: «Νάρχεσαι, διότι μου κάνεις καλό. Μέ βοηθάς να θυμάμαι τον Θεό, όταν τον ξεχνώ, και να προσεύχωμαι».

Αργότερα σχολίαζε ο Γέροντας: «Πού να μείνη ο πειρασμός! Εξαφανιζόταν αμέσως. Δεν είναι χαζός να προξενή στεφάνια στον μοναχό».
- Γέροντα, πειρασμό εννοείτε τους λογισμούς; τον ρώτησε με αφέλεια κάποιος μοναχός.
- Βρέ, πειρασμός! (διάβολος)˙ καταλαβαίνεις; Τι λογισμοί;
Ο δόκιμος Αρσένιος με την ευστροφία του «ενίκησε δαιμόνων πανουργίαν δι ανθρωπίνης επινοίας».

Ρασοευχή
 
Στις 27 Μαρτίου 1954 μετά από την κανονισμένη δοκιμασία εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Ο Ηγούμενος του πρότεινε να λάβη το Μεγάλο Σχήμα, αλλά δεν δέχθηκε. Ανέφερε: «Αν και μπορούσα να γίνω αμέσως μεγαλόσχημος, διότι μου είπαν: «Εσύ Στρατό τελείωσες, δεν σε εμποδίζει τίποτε», είπα: «Αρκεί η ρασοευχή». Θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο, αλλά και δεν ήθελε να δεσμευθή με τις υποσχέσεις του Μεγάλου Σχήματος, εξ αιτίας της αγάπης του για την ησυχαστική ζωή που επιθυμούσε.

Επίσκεψη της θείας χάριτος
 
Την τραχύτητα της ασκήσεως ήρθε να γλυκάνη ένα πρωτόγνωρο γεγονός, η επίσκεψη της θείας χάριτος. «Όταν είχαν σωθή τελείως οι μπαταρίες (εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις)», διηγήθηκε, «έζησα ένα γεγονός: Μιά νύχτα, ενώ προσευχόμουν όρθιος, ένιωσα κάτι να κατεβαίνη από πάνω και να με περιλούζη ολόκληρο. Αισθανόμουν μια αγαλλίαση και τα μάτια μου έγιναν δύο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά την χάρι. Μέχρι τότε, συγκινήσεις και τέτοια είχα αισθανθή πολλές φορές, αλλά τέτοιο πράγμα πρώτη φορά μου συνέβη. Ήταν τόσο δυνατό πνευματικά αυτό το γεγονός, ώστε με στήριξε και κράτησε για δέκα περίπου χρόνια μέχρι που αργότερα στο Σινά, έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλον τρόπο».

Ευλογίες από την Παναγία
 
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Ήμουν άγρυπνος και νηστικός και περίμενα το «μοτόρι», στον αρσανά της Ιβήρων. Από την εξάντληση δεν αισθανόμουν καλά. Φοβήθηκα να μην λιποθυμήσω εκεί και με δουν οι εργάτες. Γι αυτό έκανα κουράγιο και πήγα πίσω από μια ντάνα ξύλα.
»Σκέφθηκα προς στιγμήν να παρακαλέσω την Παναγία και αμέσως είπα στον εαυτό μου: «Άθλιε, την Παναγία για το ψωμάκι την έχουμε;».
»Και μόλις είπα αυτό, να η Παναγία και μου έδωσε ζεστό ψωμί και σταφύλι! Έ, από κεί και πέρα μετά. . . ».
Κάποιος, τον οποίον ο Γέροντας θεράπευσε από ανίατη ασθένεια, ακούγοντας την διήγηση, ρώτησε έκπληκτος:
- Καλά, Γέροντα, μετά που έφαγες τις ρόγες του σταφυλιού, το κοτσάνι σου έμεινε στο χέρι;
- Και το κοτσάνι και ψίχουλα, απάντησε με έμφαση.«Η θεότης, δηλαδή η θεία χάρις καθ' εαυτήν, ήγουν μοναχή δεν φαίνεται, εάν δεν έλθη εις την λογικήν ψυχήν. Και ανίσως η αισθητή φωτία δεν φαίνεται εις τα αισθητά, όταν δεν εύρη ύλην, μήτε η νοητή φωτία φαίνεται εις τα νοητά, όταν δεν εύρη ύλην των εντολών του Θεού», Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου, Λόγος Γ΄, σ. 38. 32

ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΣΤΟΜΙΟΥ ΚΟΝΙΤΣΗΣ

Ανακαίνιση του Μοναστηριού
      
 Παρά Κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται». Μέ αποκάλυψη κατευθύνει ο Κύριος και τώρα τα βήματα του ανθρώπου του Θεού Παϊσίου στην Μονή Στομίου, της Επαρχίας Κονίτσης. Διψούσε για ερημική ζωή και προετοιμαζόταν για την έρημο, αλλά με εντολή της Παναγίας βρέθηκε σε Μοναστήρι του κόσμου.
Άρχισε την ανακαίνιση του καμένου Μοναστηριού, χωρίς να έχη τα απαραίτητα χρήματα και υλικά. Αγόρασε ξυλεία και μόνος έκανε πόρτες, παράθυρα, στασίδια, τραπέζια και ό,τι άλλο χρειαζόταν.Επίσης άλλαξε την σκεπή της Εκκλησίας, έκανε Κελλιά για μοναχούς, Αρχονταρίκι, στέρνα και άλλα έργα.
Αυτός ανέστησε το κατεστραμμένο Μοναστήρι με πολλούς κόπους. Ήταν άρρωστος αλλά και νηστευτής. Τη νηστεία δεν την χαλούσε ποτέ».

Πηδά στον γκρεμό
      Κάποτε μετέφερε τα άγια Λείψανα και είχε την λειψανοθήκη δεμένη με λουριά από τους ώμους του. Σε ένα σημείο του δρόμου, που λέγεται «Μεγάλη Σκάλα», κόπηκε το λουρί και έπεσε η λειψανοθήκη στον γκρεμό. Ο Γέροντας από τον πόθο και την ευλάβεια προς τα άγια Λείψανα, χωρίς να υπολογίση τον εαυτό του και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, πήδησε αμέσως στον γκρεμό για να τα προλάβη. Κατρακυλούσε η λειψανοθήκη και χτυπούσε στα βράχια. Τελικά ο ίδιος διαφυλάχθηκε, χάριτι Θεού, σώος˙ δεν έπαθε τίποτε, ούτε γρατσουνιά! Η λειψανοθήκη με τα άγια Λείψανα έμειναν επίσης άθικτα, ενώ ο μεταλλικός κορβανάς που ήταν προσαρμοσμένος στην λειψανοθήκη είχε κατατσαλακωθή από τα χτυπήματα. Ήταν τόσο βαθύς και απότομος ο γκρεμός που ήταν αδύνατο να ξανανεβή ο Γέροντας. Για να βγή στο μονοπάτι, βάδιζε πολλή ώρα μέσα στο ποτάμι.

Κόποι, ασκήσεις και ησυχία
 
       Νήστευε αυστηρά και δουλαγωγούσε με κάθε τρόπο το εύθραυστο σώμα του, παρ ότι έκανε θεραπεία με ενέσεις. Κάποιες φορές με ένα ποτήρι νερό περνούσε όλο το ημερονύκτιο. Αν και καλλιεργούσε στον κήπο του Μοναστηριού κηπευτικά πολλών ειδών, η συνηθισμένη τροφή του ήταν τσάϊ με παξιμάδι ή καρύδια κοπανισμένα.
Αναφέρει η κυρία Πηνελόπη Μπαρμπούτη: «Στον κήπο πήγαινε ξυπόλυτος και το βράδυ καθάριζε τα αγκάθια από τα πόδια του. Ένα παξιμάδι έτρωγε το πρωί και ένα το βράδυ. Άλλοτε έπινε σκέτο τσάϊ. Δούλευε παρά πολύ. Δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Προσπαθούσε να μην χαλάση το χατήρι κανενός και ήθελε όλους να τους αναπαύη. Ποτέ δεν έλεγε όχι. Τα χέρια του είχαν κάνει ρόζους από τις πολλές μετάνοιες. Τα πόδια του ήταν μόνο κόκκαλα. Είχε πολλά προβλήματα με την υγεία του». Την ημέρα εργαζόταν σκληρά και τη νύχτα αγρυπνούσε. Μόνος του διάβαζε όλες τις ακολουθίες, όπως είχε μάθει στο Άγιον Όρος.
Παρ όλο που το Μοναστήρι ήταν σε έρημο και ήσυχο μέρος, ο Γέροντας αποσυρόταν ενίοτε σε μια σπηλιά. Πήγαινε τις νύχτες και έκανε αγρυπνίες με το κομποσχοίνι και αναρίθμητες μετάνοιες. Ήταν όμως ανήλια και έσταζε νερό.

Προστάτης πτωχών και ορφανών
 
      Εκτός από τα κτισίματα μεριμνούσε συγχρόνως και για όσους είχαν ανάγκη. Και αυτοί ήταν πολλοί. Στα χωριά της Κόνιτσας υπήρχε τότε μεγάλη φτώχεια, εγκατάλειψη, δυστυχία. Ο Γέροντας συγκέντρωνε ρούχα, χρήματα, τρόφιμα και φάρμακα, τα έκανε δέματα και τα έστελνε σε ανθρώπους που στερούνταν. Στο έργο της φιλανθρωπίας είχε ως βοηθούς ευλαβείς γυναίκες. Όσες είχαν την διάθεση τις έστελνε να υπηρετούν άτομα ανήμπορα, κυρίως γεροντάκια, που δεν είχαν κανένα συγγενή κοντά τους.

Είχε πάρει άδεια από την αστυνομία και σε κάθε γειτονιά της Κόνιτσας είχε αφήσει από ένα κουμπαρά και ώρισε και έναν υπεύθυνο. Υπήρχε και ένας επί πλέον κουμπαράς έξω από το Αστυνομικό Τμήμα. Έκανε επιτροπή, η οποία διαχειριζόταν τα χρήματα, και πρόσφεραν ανάλογα με τις ανάγκες.
Ενδιαφέρθηκε για φτωχά και ορφανά παιδιά να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Τα παρέπεμπε στα κατάλληλα πρόσωπα αλλά τα βοηθούσε και ο ίδιος οικονομικά, όσο μπορούσε. Πολλοί από αυτούς είναι σήμερα επιστήμονες και ευγνωμονούν τον Γέροντα.
Έδινε τα κτήματα της Μονής σε φτωχές οικογένειες να τα καλλιεργούν. Ενοίκιο δεν ζητούσε. Τούς έλεγε, αν έχουν καλή σοδειά, να προσφέρουν στο Μοναστήρι ό,τι ήθελαν. Αν η χρονιά δεν πήγαινε καλά, δεν ζητούσε τίποτε.

Όσες φορές η αδελφή του Χριστίνα πήγαινε ρούχα ή τρόφιμα, δεν τα δεχόταν. Της έλεγε να τα πάη σε οικογένειες, που γνώριζε ότι στερούνταν.

Οικειότητα με τα άγρια ζώα
 
      Ημεγάλη αγάπη του Γέροντα προς τον Θεό και την εικόνα του, τον άνθρωπο, πλημμύριζε την καρδιά του και το ξεχείλισμά της αγκάλιαζε και την άλογη κτίση. Ιδιαίτερα αγαπούσε τα άγρια ζώα, και αυτά ένιωθαν την αγάπη του και τον πλησίαζαν.

Ένα ελαφάκι ερχόταν και έτρωγε από τα χέρια του. Του έκανε ένα σταυρό στο μέτωπο με μπογιά. Ειδοποίησε τους κυνηγούς να μην κυνηγούν κοντά στο Μοναστήρι και να προσέξουν αυτό το ελαφάκι με τον σταυρό, όπου και αν το βρούν, να μην το χτυπήσουν. Αλλά δυστυχώς, ένας κυνηγός περιφρονώντας την εντολή του, κάποια ημέρα είδε το ελαφάκι και το σκότωσε. Ο Γέροντας στενοχωρήθηκε πολύ και είπε μια προφητεία που επαληθεύτηκε στο ακέραιο. Δεναναφέρεται γιατί το πρόσωπο αυτό ζει μέχρι σήμερα.
Στο δάσος γύρω από το Μοναστήρι ζούν αρκούδες. Μιά συνάντησε ο Γέροντας σε στενό μονοπάτι, ενώ ανέβαινε στο Μοναστήρι με ένα γαϊδουράκι φορτωμένο. Η αρκούδα μαζεύτηκε στην άκρη, για να περάση ο Γέροντας. Αυτός πάλι της έκανε νόημα με το χέρι να περάση πρώτη. «Και αυτή», διηγείτο χαριτολογώντας, «άπλωσε το πόδι της και μούπιασε το χέρι, για να περάσω εγώ». Της είπε: «Αύριο να μην εμφανισθής εδώ κάτω, γιατί περιμένω κόσμο. Αλλοιώς θα σε πιάσω από το αυτί και θα σε δέσω μέσα στο παχνί».

Έλεγε ότι η αρκούδα έχει έναν εγωισμό. Όταν βρεθή σε κίνδυνο, δείχνει ότι δεν φοβάται, αλλά μετά φεύγει τρέχοντας.
Μιά αρκούδα ερχόταν συχνά, είχε εξοικειωθή μαζί του και ο Γέροντας την τάιζε. Τις ημέρες που ερχόταν κόσμος στο Μοναστήρι ο Γέροντας την προειδοποιούσε να μην εμφανίζεται και προκαλή έτσι φόβο στους ανθρώπους. Η αρκούδα μερικές φορές παρέβαινε την εντολή του Γέροντα, εμφανιζόταν απροσδόκητα και όσοι την έβλεπαν τρόμαζαν. Πολλοί την είχαν δεί˙ μεταξύ αυτών και η Καίτη Πατέρα, όπως διηγήθηκε: «Ανέβαινα μια νύχτα στο Μοναστήρι με φακό για να προλάβω την θεία Λειτουργία. Άκουσα έναν θόρυβο, έρριξα το φως και είδα ένα ζώο κάτι σαν σκυλί μεγάλο. Μέ ακολούθησε και, όταν έφθασα, ρώτησα τον π. Παίσιο, αν το σκυλί είναι του Μοναστηριού. Απάντησε: «Σκυλί είναι αυτό; Για κοίταξε καλά. Αρκούδα είναι».
Όταν είδε ότι τελείωσε η αποστολή του στην έρημο του κόσμου, και αφού ξεπλήρωσε το τάμα προς την Παναγία, άφησε οριστικά το Στόμιο στις 30 Σεπτεμβρίου 1962 και αναχώρησε για το Θεοβάδιστο Όρος Σινά.

EΡHMITHΣ ΣTO ΘEOBAΔIΣTON OΡOΣ ΣINA

Μακαρία ερημική ζωή
 
      ΟΓέροντας ζήτησε ευλογία να μείνη μόνος στην έρημο. Εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, που αποτελείται από το Εκκλησάκι και ένα πολύ μικρό συνεχόμενο Κελλάκι. Βρίσκεται σε ωραία θέση σε ύψωμα, απέναντι ακριβώς από την αγία Κορυφή, και απέχει λιγώτερο από μία ώρα από το Μοναστήρι.
Διακόσια μέτρα πιο πάνω βρίσκεται η σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και λίγο πιο πίσω είναι η Σκήτη που έμενε η αγία Επιστήμη με τις άλλες ασκήτριες. Άγιαμέρη, ευλογημένα. Παρ όλη την αυχμηρότητά τους, εμπνέουν αυτά τα βράχια. Εκεί ψηλά λοιπόν, σαν αετός, έστησε ο Γέροντας την φωλιά του, έκανε μάλλον την πολεμίστρα του ο αετός του πνεύματος.

Πολύ κοντά, «ωσεί λίθου βολήν», στο ασκητήριο είχε μια μικρή πηγούλα. Μάζευε το 24ωρο δυό-τρία κιλά νερό. Έλεγε ο Γέροντας: «Πήγαινα με ένα τενεκάκι να πάρω νερό, για να κάνω τσάι ή να βρέξω λίγο το μέτωπο, λέγοντας τους χαιρετισμούς με ευγνωμοσύνη και τα μάτια μου πλημμύριζαν από δάκρυα. «Θεέ μου,» έλεγα, «λίγο νερό να πίνω˙ δεν θέλω τίποτε άλλο». Τόσο πολύτιμο ήταν αυτό το λιγοστό νεράκι γι αυτόν που ήθελε να ζήση εκεί στην έρημο. Αλλά και αυτό ο Γέροντας το μοιραζόταν με τα άγρια ζώα και τα διψασμένα πουλιά της ερήμου.

- Γέροντα, πως ζούσατε στο Σινά; τον ρώτησε κάποιος.
Απάντησε: «Η τροφή μου ήταν τσάι με παξιμάδι που το έκανα μόνος μου. Έκανα πέτουρα (λεπτά φύλλα ζύμης) και τα ξέραινα στον ήλιο. Γίνονταν τόσο σκληρά, που έσπαζαν σαν τζάμι. Καμμιά φορά έβραζα και ρύζι στουμπισμένο μέσα σε ένα κονσερβοκούτι. Αυτό ήταν και μπρίκι και κατσαρόλα και πιάτο και ποτήρι. Αυτό το κονσερβοκούτι και ένα κουτάλι λίγο πιο μικρό από της σούπας ήταν όλο το νοικοκυριό μου.

»Ακόμη, είχα μια φανέλλα, που την φορούσα τη νύχτα για να αντιμετωπίζω το κρύο. Έπινα και ένα τσάι μαύρο, για να με βοηθά στην αγρυπνία, και έβαζα και μια κουταλιά ζάχαρη παραπάνω, που αντιστοιχούσε με άλλη μια φανέλλα. (Δηλαδή οι θερμίδες που του έδινε η παραπανίσια ζάχαρη ήταν σαν να φορούσε ακόμη μια φανέλλα). Είχα και μια αλλαξιά χοντρά ρούχα, γιατί τη νύχτα έκανε πολύ κρύο. Δεν είχα ούτε φανάρι, ούτε φακό, παρά μόνο έναν αναπτήρα, για να βλέπω λίγο στο σκοτάδι, όταν βάδιζα σε κανένα πέτρινο μονοπάτι με σκαλοπάτια. Τον χρειαζόμουν επίσης για να ανάβω καμμιά φορά φωτιά με φρύγανα, για να κάνω κανένα ζεστό. Είχα και λίγες τσακμακόπετρες και ένα μπουκαλάκι πετρέλαιο πολύ μικρό για τον αναπτήρα. Τίποτε άλλο.

»Μιά φορά φύτεψα και μια ρίζα ντομάτα, αλλά μετά με πείραξε ο λογισμός μου και την ξερρίζωσα, για να μην προκαλώ τους Βεδουίνους. Μού φαινόταν αταίριαστο, οι φτωχοί Βεδουίνοι να μην έχουν ντομάτες, και εγώ που ήμουν καλόγηρος να έχω, έστω και μια ρίζα.
»Τήν ημέρα έλεγα την ευχή και έκανα εργόχειρο. Ευχή και εργόχειρο. Αυτό ήταν το τυπικό μου. Τη νύχτα έκανα μερικές ώρες μετάνοιες, χωρίς να τις μετρώ. Ακολουθία δεν διάβαζα, την έκανα με κομποσχοίνι.
»Για να μη με ενοχλούν οι περίεργοι, έκανα με πράσινη λαδομπογιά νεκροκεφαλές (σήμα κινδύνου) στα βράχια. Μιά φορά ένας τουρίστας Γερμανός θέλησε να ανεβή επάνω. Νόμισε ότι είναι ναρκοπέδιο, αλλά επειδή φαίνεται ήξερε από τέτοια, πρόσεχε που πατούσε και κατώρθωσε να φθάση μέχρι επάνω. Εγώ τον παρακολουθούσα από ψηλά. Τον άφησα να πλησιάση, μετά μπήκα στην σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και τράβηξα ένα δεμάτι αγκάθια στην είσοδο. Έψαξε, αλλά δεν μπόρεσε να με βρή και γύρισε πίσω».
Απλοποίησε πολύ την ζωή του και επιδόθηκε στην άσκηση με όλες του τις δυνάμεις, χωρίς περισπασμούς. «Η έρημος ερημώνει τα πάθη. Όταν την σεβασθής και προσαρμοσθής προς την έρημο, σου δίνει να αισθανθής την παρηγοριά της», έλεγε αργότερα ο Γέροντας με νοσταλγία, εκφράζοντας με λίγες λέξεις την εμπειρία του από την Σιναϊτική έρημο.

       Αγαπούσε ο Γέροντας να επισκέπτεται τόπους, όπου έζησαν ασκητές. Θαύμαζε τα μικρά ασκητικά σπήλαια. Αλλού σωζόταν μια μικρή στερνούλα, σε άλλα φαινόταν μαυρισμένος ο βράχος από την φωτιά που άναβαν κάπου-κάπου για να μαγειρεύουν. Τον ενέπνεαν και τον συγκινούσαν αυτά τα παλαιά ασκητήρια. Επισκέφθηκε και το ασκητήριο του αγίου Γεωργίου του Αρσελαίτου. Είναι μια πανέρημος κατάλληλη για αναχωρητές. Την Μεγάλη Σαρακοστή την πέρασε στο ασκητήριο του αγίου Στεφάνου, που αναφέρει και η Κλίμακα, κάτω από την αγία Κορυφή, με μεγάλη νηστεία, σχεδόν ασιτία. Είχε εκεί μόνο ένα τενεκεδάκι, για να βγάζη νερό από το πηγάδι που υπήρχε πιο κάτω, στον προφήτη Ηλία.
Είχε τυπικό να μη φοράη παπούτσια. Είχαν σχιστή οι φτέρνες του και έτρεχαν αίμα. Τα παπούτσια τα είχε στο ντορβά και τα φορούσε μόνο όταν κατέβαινε στο Μοναστήρι ή συναντούσε κάποιον στον δρόμο. Για όποιον γνωρίζει τις συνθήκες της ερήμου, είναι πολύ οδυνηρό να βαδίζη κανείς ξυπόλυτος πάνω στα βράχια ή στην άμμο. Την ημέρα καίνε τόσο πολύ, που οι Βεδουίνοι βάζουν αυγά στην άμμο και γίνονται μελάτα, ενώ τη νύχτα είναι τόσο κρύα τα βράχια, σαν να πατά κανείς πάνω σε πάγο.
Στο Μοναστήρι κατέβαινε κάθε Κυριακή ή κάθε δεκαπέντε ημέρες. Βοηθούσε στην ακολουθία και κοινωνούσε.

Λύει την ανομβρία
    Όταν πρωτοπήγε στο Σινά είχε μεγάλη ανομβρία. Σε φυσιολογικές συνθήκες στην περιοχή αυτή βρέχει πολύ αραιά. Τήν χρονιά εκείνη ήταν ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη νερού. Ένα καραβάνι ετοιμάσθηκε για να πάη να κουβαλήση νερό από μακρυά. Ο Γέροντας τους είπε: «Περιμένετε, μην πάτε απόψε». Τη νύχτα έκανε προσευχή και έβρεξε πολύ.

Εργόχειρο κι ελεημοσύνες
 
     Το εργόχειρο του Γέροντα ήταν η ξυλογλυπτική. Ανέφερε ο ίδιος: «Έκανα σε ξύλο εικόνες σκαλιστές τον προφήτη Μωυσή να παίρνη τον Δεκάλογο. Τα ξύλα τα έκοβα μόνος μου. Πολλές φορές και τη νύχτα άνοιγα λίγο την πόρτα του Κελλιού και στο φως του φεγγαριού έλεγα την ευχή και γυαλοχάρτιζα και προετοίμαζα τα ξύλα. Για εργαλεία είχα μόνο δυό μαχαιράκια από ένα ψαλίδι Singer, που το έφερα από την Ελλάδα˙ το διέλυσα στα δύο, το ακόνισα και το έβαψα με λαδομπογιά πράσινη, για να μην αντανακλά τις ακτίνες του ηλίου και θαμπώνει τα μάτια μου.
»Τα εργόχειρα τα έδινα στο Μοναστήρι και τα πωλούσαν˙ γίνονταν ανάρπαστα από
 τους προσκυνητές. Τα χρήματα που έπαιρνα τα έδινα σε γνωστούς ταξιτζήδες από το Κάιρο. Τούς έλεγα να ψωνίζουν ρούχα, καπελλάκια, μπισκότα, τρόφιμα κ. α. Μετά γέμιζα το σακκίδιο με ευλογίες και ρωτούσα που υπάρχουν καταυλισμοί Βεδουίνων. Πήγαινα στις σκηνές τους, φώναζα πιο έξω τα μικρά παιδιά και μοίραζα τις ευλογίες.
Από την πολλή του αγάπη προς τα πλάσματα του Θεού ο Γέροντας άφησε τον εαυτό του στην άκρη, κουραζόταν για να τους βοηθά, και δεν πήγε να προσκυνήση στα Ιεροσόλυμα, που τόσο επιθυμούσε, για να μη στερηθούν τα Βεδουϊνάκια τις ευλογίες του. Και αυτά καταλάβαιναν την μεγάλη του αγάπη, που δεν είχε σκοπιμότητα και ιδιοτέλεια, και τον υπεραγαπούσαν. Γινόταν σωστό πανηγύρι από την χαρά που έκαναν κάθε φορά που τους επισκεπτόταν ο αγαπημένος τους

«Αμπούνα Παίζι». (Στα Βεδουίνικα: πατήρ Παίσιος).
 
     Αλλά και όταν τα Βεδουινάκια πήγαιναν στο ασκητήριό του με σκασμένα τα πόδια, επειδή περπατούσαν ξυπόλυτα, τους έβαζε κερί στα σχισίματα και τους έδινε και από ένα ζευγάρι σανδάλια. Σε άλλα μοίραζε καπελλάκια, για να μη τα ζαλίζη ο ήλιος, και ό,τι άλλο είχε.

«Ην εν τη ερήμω πειραζόμενος...»
 
        Κάποια ημέρα έκανε εργόχειρο λέγοντας την ευχή καθισμένος σε ένα βράχο, ενώ από κάτω υπήρχε βαθύς γκρεμός. Παρουσιάζεται ο διάβολος και του λέγει:
- Πήδα κάτω, Παίσιε˙ σου υπόσχομαι, δεν θα πάθεις τίποτε.
Ο Γέροντας συνέχισε ατάραχος την ευχή και το εργόχειρό του. Δεν έδωσε σημασία στον διάβολο. Ο πειρασμός συνέχισε να τον παρακινή να πηδήση στον γκρεμό επαναλαμβάνοντας την ίδια υπόσχεση. Αυτό κράτησε μιάμιση ώρα περίπου.
Στο τέλος παίρνει μια πέτρα και την ρίχνει στον γκρεμό λέγοντας στον διάβολο:
- Άντε να σου αναπαύσω τον λογισμό σου.
Ο διάβολος, αφού απέτυχε να τον ρίξη στον γκρεμό, του λέγει δήθεν με θαυμασμό:
- Τέτοια απάντηση ούτε ο Χριστός δεν μου έδωσε. Εσύ καλύτερα απάντησες.
- Ο Χριστός είναι Θεός. Δεν είναι σαν και μένα τον καραγκιόζη. «Ύπαγε οπίσω μου σατανά».
Και έτσι, με την ενοικούσα θεία χάρι, απέφυγε τον πρώτο πειρασμό να πηδήση στον γκρεμό, να τσακισθή στα βράχια˙ ακόμη απέφυγε και τον βαθύτερο γκρεμό της υπερηφανείας, να δεχθή τον έπαινο του διαβόλου, θεωρώντας τον εαυτό του ανώτερο από τον Χριστό.

Εγκαταλείπει την γλυκειά έρημο
 
     Ενώ ζούσε τέτοια ζωή και χαιρόταν που βρήκε επιτέλους αυτό που αναζητούσε από χρόνια, η υγεία του χειροτέρευε. πέφερε από πονοκεφάλους που οφείλονταν στην έλλειψη οξυγόνου λόγω του υψομέτρου.
Τελικά, όταν είδε να επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας του, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την γλυκειά έρημο του Σινά και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος.


ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ

Ουκ απέστη ημών»

      ΟΓέροντας δεν έπαυσε να βοηθά τους ανθρώπους και μετά την κοίμηση του. Οι άνθρωποι καταφεύγουν στον Γέροντα και ζητούν τις πρεσβείες του, επειδή πιστεύουν στην αγιότητά του. Ο τάφος του έγινε πανορθόδοξο προσκύνημα. Έχει πολλή ευλογία και χάρι. Συγκεντρώνει τους πονεμένους και παρηγορεί τους θλιμμένους. Θεραπεύονται ασθενείς και γίνονται πολλά θαύματα. Και το Κελλάκι του στο Άγιον Όρος έγινε επίσης προσκύνημα. Καθημερινά περνούν επισκέπτες που είχαν γνωρίσει τον Γέροντα και ευεργετήθηκαν, για να τον ευχαριστήσουν ή άλλοι για να δουν που ζούσε.
Τα θαυμαστά γεγονότα που κάνουν οι Άγιοι, εμφανίσεις και θεραπείες, τα βλέπουμε και στον Γέροντα και μετά την κοίμησή του. Ιδιαιτέρως θεραπεύει καρκινοπαθείς και δαιμονισμένους. Εμφανίζεται και σώζει πολλούς από τροχαία δυστυχήματα. Πολλοί ασθενείς τον είδαν μέσα στα Νοσοκομεία. Διάφορα προσωπικά του αντικείμενα θαυματουργούν και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.

Είναι αμέτρητα τα μετά την κοίμηση θαύματα του Γέροντα και συνεχώς γίνονται και νέα. «Δια του λόγου το αληθές» σημειώνονται στην συνέχεια επιλεκτικά ελάχιστα, επιβεβαιωμένα και μαρτυρημένα από αυτόπτες μάρτυρες.

Ευωδία
 
    Το χάρισμα της ευωδίας και μετά την κοίμηση του Γέροντα δεν εξαφανίστηκε. Πολλοί αισθάνονται ευωδία, όταν προσκυνούν τον τάφο του, όταν επισκέπτωνται το Κελλί του στο Άγιον Όρος, ή άλλοι αισθάνονται ευωδία εξερχόμενη από προσωπικά αντικείμενα ή ρούχα του.
Όπως μαρτυρούν οι πατέρες που διαδέχθηκαν τον Γέροντα στο Κελλί του, «τον πρώτο καιρό μετά την κοίμησή του σχεδόν όλοι οι επισκεπτόμενοι το Κελλί αισθάνονταν αυτή την ξεχωριστή ευωδία.
Μαρτυρεί ο π. Α. Κ. : «Τήν χρονιά που εκοιμήθη ο Γέροντας έγινε Λειτουργία την ημέρα που εώρταζε το Κελλί του. Αισθάνθηκα κατά την ώρα της θείας Λειτουργίας ισχυρή ευωδία, η οποία με συνώδευσε μέχρι το Κουτλουμούσι και έπειτα χάθηκε».

Διάσωση παιδιού
 
     Οπ. Χρήστος Τσάνταλης από τη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης και εφημέριος Κερασιάς, με εννέα παιδιά, καταθέτει: «Μερικά από τα παιδιά μου έπαιζαν στην ταράτσα του σπιτιού και κάποια στιγμή άρχισαν να πηδούν τον φωταγωγό. Ένα αγοράκι μου έξι ετών, που ακόμη δεν μιλάει καλά, θέλησε και αυτό να πηδήξη. Βρέθηκε στο κενό και σαν βολίδα έφυγε προς τα κάτω. Έπεσε από τον τρίτο όροφο. Ήλθαν τα παιδιά τρομαγμένα και μου το είπαν. Έτρεξα με χτυποκάρδι στο βάθος του φωταγωγού, για να περιμαζέψω το μικρό. Έμεινα έκπληκτος όταν το είδα να έρχεται προς το μέρος μου κατακίτρινο από τον φόβο. Το πήγα στο Νοσοκομείο. Οι γιατροί το εξέτασαν και είπαν ότι δεν έχει τίποτε, ούτε το παραμικρό τραύμα.

»Καταλάβαμε ότι πρόκειται περί θαύματος, και σκέφθηκα πως η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Νέας Μηχανιώνας έσωσε το παιδί. Το πήγα στην εικόνα της και το ρώτησα: «Αυτή σε φύλαξε;». Αυτό απάντησε «όχι». Με ωδήγησε στην φωτογραφία του π. Παϊσίου και μου τον έδειξε με το δάκτυλο (ότι δηλαδή αυτός με κράτησε)».


Επεμβάσεις σε τροχαία
 
     Οκ. Στ. από την Καλαμάτα, κάτοικος Αθηνών, ταξίδευε με το αυτοκίνητό του προς τα Ιωάννινα. Καθ οδόν έπεσε θύμα ισχυρής μετωπικής συγκρούσεως, κατά την οποία το αυτοκίνητό του κυριολεκτικά διαλύθηκε και ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Μεταφέρθηκε αναίσθητος στο Νοσοκομείο και μπήκε στην εντατική.
Ενώ ευρίσκετο στην κατάσταση αυτή, είδε μία φωτεινή νεφέλη και στο μέσον έναν ηλικιωμένο μοναχό. Παρ ότι δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία, επειδή εκείνες τις ημέρες είχε ακούσει από γνωστό του για κάποιον χαρισματούχο γέροντα Παίσιο, μέσα στην έκπληξή του ρώτησε αυθόρμητα τον άγνωστο μοναχό:

- Είσαι ο γέροντας Παίσιος;

Ο Γέροντας δεν απάντησε. Χαμογέλασε, τον χάιδεψε ελαφρά στο κεφάλι και του είπε:
- Μη φοβάσαι˙ θα γίνεις καλά!
Ο Στ. συνήλθε. Αν και σαστισμένος από το παράδοξο του πράγματος, και παρόλο που αγνοούσε τον θαυμαστό επισκέπτη του, πίστεψε στην διαβεβαίωσή του. Τήν διηγήθηκε μάλιστα με έντονο ύφος και στους γιατρούς. Και αυτοί έκπληκτοι διαπιστώνοντας την ανθρωπίνως ανεξήγητη βελτίωσή του, ωμολόγησαν:

- Όντως πρόκειται για θαύμα!
Αφού βγήκε από το Νοσοκομείο, στον δρόμο περνώντας μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο έκπληκτος αντίκρυσε στην βιτρίνα τον σωτήρα του. Ανεγνώρισε την μορφή του στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Έτσι ανεκάλυψε τον ευεργέτη του και γεμάτος ευγνωμοσύνη το αγόρασε και το διάβασε.
Συγκινημένος ήλθε να προσκυνήση στην «Παναγούδα» (Ιανουάριος 1998), όπου και διηγήθηκε τα ανωτέρω. Εκτός του ότι τον διέσωσε από βέβαιο σωματικό θάνατο, η επέμβαση του Γέροντα άλλαξε και ριζικά την ζωή του. Ανεζήτησε πνευματικό και εξωμολογήθηκε. Σταμάτησε την κοσμική ζωή παρά τις έντονες πιέσεις των συγγενών. «Μού είναι αδύνατο να συνεχίσω τα ίδια˙ στον νού μου έρχεται συνέχεια το χαμογελαστό φωτεινό πρόσωπο του Γέροντα», έλεγε με δάκρυα στα μάτια.

       Διήγηση ευλαβούς εγγάμου Ιερέως που σπουδάζει στην Θεσσαλονίκη. «Προ καιρού ήρθε ένας νέος και μου είπε: «Πάτερ, εγώ χθές έπρεπε να είχα πεθάνει, αλλά ο Θεός με έσωσε. Καθώς έτρεχα με μεγάλη ταχύτητα χτύπησα με την μοτοσυκλέττα μου επάνω σε ένα αυτοκίνητο και πετάχθηκα μακρυά. Τήν στιγμη εκείνη είδα έναν παππούλη να με πιάνη γερά από το δεξί χέρι και έτσι δεν έπαθα τίποτε».

»Εγώ (ο ιερεύς) του έδειξα μερικές εικόνες Αγίων και φωτογραφίες συγχρόνων Γερόντων. Μόλις είδε τον γέροντα Παίσιο, φώναξε συγκινημένος: «Αυτός ήταν».
»Ύστερα από λίγες ημέρες ξαναήρθε και μου ανέφερε ότι εκ των υστέρων ανεκάλυψε στο τσεπάκι του μπουφάν του, στον δεξιό βραχίονα (ακριβώς εκεί που τον έπιασε ο Γέροντας), δύο μικρές εικονίτσες, μια του Χριστού και μια του γέροντος Παϊσίου που τις είχε βάλει η μητέρα του κρυφά».

Πνευματικές νεκραναστάσεις
 
     Τα περισσότερα αλλά και μεγαλύτερα θαύματα του Γέροντα είναι τα ηθικά θαύματα. Πολλοί άνθρωποι αδιάφοροι θρησκευτικά, άθεοι εκ πεποιθήσεως, χωρίς ηθικούς φραγμούς, είτε μετά από κάποια μεταθανάτια εμφάνισή του, είτε συχνότερα από την ανάγνωση κάποιου βιβλίου του αναστήθηκαν πνευματικά, εισήλθαν με ζήλο στην Εκκλησία και κάποιοι και στο μοναχικό στάδιο.
Νέος ζούσε στην άγνοια και στην αμαρτία. Όχι τυχαία έπεσαν στα χέρια του οι Επιστολές του Γέροντα, και κυριολεκτικά συγκλονίστηκε. Άλλαξε η ζωή του και επιθυμεί τον μοναχικό βίο.

«Εγώ πριν έξι χρόνια», ομολογεί ένας νέος από τους πολλούς, «ήμουν αναρχικός. Φορούσα σκουλαρίκια και έπαιρνα ναρκωτικά. Κάποιος από την παρέα μου είχε ένα βιβλίο του π. Παϊσίου και μου το έδωσε. Από περιέργεια το ξεφύλλισα, μου κίνησε το ενδιαφέρον και το τελείωσα μέσα σε μια νύχτα. Από τότε άλλαξε η ζωή μου».

Το κασκόλ του εξαφανίζει όγκο
 
Μαρτυρία Φιλίτσας. . . από τον Βόλο:
«Βρέθηκα στην δύσκολη θέση να μην μπορώ να βοηθήσω και να ηρεμήσω, την απελπισμένη αδερφή μου, μετά από την ένδειξη όγκου στην μαστογραφία που έκανε.
»Μέ σεβασμό ζήτησα από αγαπητή μου φίλη την πολύτιμη κληρονομιά της, το κασκόλ του σεβαστού γέροντος Παϊσίου. Κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά μου, με χέρια τρεμάμενα, με έντονο χτυποκάρδι, έτρεξα και το εναπόθεσα στην αγκαλιά της πασχούσης. Εκείνη με δάκρυα στα μάτια πήγε στο εικόνισμα και προσευχήθηκε. Της ευχήθηκα περαστικά, και το επέστρεψα αμέσως στην φίλη μου.
»Μετά από 45 μέρες η άρρωστη επανέλαβε την μαστογραφία. Το θαύμα είχε γίνει. Η μαστογραφία ήταν πεντακάθαρη. Ο όγκος είχε εξαφανιστή. Μεγάλη η χάρι του γέροντος Παϊσίου».

Θεραπεία δαιμονισμένης
 
    Ένα πρωινό του Δεκεμβρίου του έτους 1996 στην έκθεση της Μονής στην Σουρωτή βρίσκονταν εκεί η υπεύθυνη αδελφή, ένα ανδρόγυνο με το μικρό τους κοριτσάκι και τον πατέρα τους, δύο μεσόκοπες γυναίκες και ένας νεαρός άνδρας. Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή κραυγή. Μιά από τις μεσόκοπες γυναίκες, αρκετά εύσωμη, σωριάστηκε στο πάτωμα και άρχισε να χτυπιέται και να ωρύεται άγρια. Κουνούσε το κεφάλι γρήγορα πέρα-δώθε. Το θέαμα ήταν πολύ άσχημο. Η γυναίκα με το παιδάκι βγήκαν έξω, ενώ οι άλλοι πλησίασαν να την βοηθήσουν. Η γυναίκα μούγκριζε, αγκομαχούσε και έλεγε με μια άγρια, απειλητική, ανδρική φωνή: «Θα σάς κανονίσω ρε εγώ που δεν πιστεύετε, θα σάς δείξω εγώ. . . να, τώρα ακόμα λίγο και θα σάς βάλω όλους στο χέρι με το 666. . . θα με προσκυνάτε όλοι. . . χαμένοι, ηλίθιοι. . . » και άλλες βρισιές.

Έπειτα άρχισε να τσιρίζη και έδειχνε φοβισμένη. «Παίσιε, με καίς, με καίς, θέλεις να με στείλης πίσω στα τάρταρα. . . Και αυτή η χαμένη όλο σε μοναστήρια με φέρνει. . . τι την βοηθάς; Με καίς, με καίς», και στρίγγλιζε δυνατώτερα. Χτυπιόταν τόσο δυνατά, που υπήρχε φόβος να σπάση το κεφάλι της. Ήταν φανερό ότι την πείραζε ο δαίμονας.

«Α. . . αααά, φώναζε πάλι. . . Να, ήρθε και η Μαρία τώρα. . . με καίς Παίσιε», είπε με μια δυνατή φωνή και έμεινε ακίνητη σαν να λιποθύμησε.
Πλησίασαν διστακτικά οι παριστάμενοι για να την βοηθήσουν, ενώ οι γυναίκες φρόντιζαν να την σκεπάζουν με τα ρούχα της. Αφού την τακτοποίησαν, την σήκωσαν από το πάτωμα. Είχε ανοίξει τα μάτια της και έκλαιγε ήρεμα και βουβά. Μιά ευχαριστία ξεχύθηκε από τα βάθη της καρδιάς της.
«Σ ευχαριστώ, Γέροντα. . . Σε ευχαριστώ, Θεέ μου», έλεγε και ξανάλεγε με πολλή ευγνωμοσύνη. Σηκώθηκε, πήγε μπροστά σε μια εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και αναλύθηκε σε δυνατούς λυγμούς: «Θεέ μου. . . Θεέ μου. Πως με καταδέχθηκες την ανάξια. . . Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, σε ευχαριστώ, Γέροντα. . . Δεν άξιζα, Θεέ μου, τέτοια βοήθεια».

Η όλη σκηνή ήταν πολύ συγκινητική. Ύστερα χαιρέτησαν με ευγνωμοσύνη την αδελφή και έφυγαν.
Η γυναίκα αυτή είχε δαιμόνιο. Φεύγοντας ανέφερε ότι το προηγούμενο βράδυ είδε στον ύπνο της τον γέροντα Παίσιο που της είπε: «Έλα στον τάφο μου και θα σε κάνω καλά». Ήρθε στο Μοναστήρι, ρώτησε που είναι ο τάφος του Γέροντα, προσκύνησε τον τάφο και ύστερα ήρθαν στην έκθεση, όπου συνέβησαν τα παραπάνω.

Παρέχει ανάβλεψη
 
    Μαρτυρία Ρωσσίδος, κυρίας Λαρίσας Νικολάεβνα Μάσλοβα, ιατρού, από την Μόσχα: «Έπαθα δυστύχημα με αποτέλεσμα το αριστερό μου μάτι να χάση τελείως το φως του. Με έφεραν στο πρώτο Γενικό Νοσοκομείο της Μόσχας. Οι θάλαμοι ήταν γεμάτοι, γι αυτό με έβαλαν στον διάδρομο. Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου. Έκανα προσευχή και στενοχωριόμουν πολύ. Προς το πρωί, ενώ ήμουν σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ήρθε ο μπάτουσκα Παίσιος, τον είδα μπροστά μου ολοφάνερα και τον αναγνώρισα, γιατί είχα διαβάσει ένα βιβλίο σχετικό με την ζωή του. Μού σκέπασε το κεφάλι με μια πετσετούλα και εξαφανίστηκε. Την ίδια στιγμή κατάλαβα ότι βλέπει το τυφλό μάτι μου. Οι γιατροί δεν χρειάσθηκε να κάνουν τίποτε. Νοσηλεύτηκα στην παραπάνω κλινική από 4 μέχρι 11 Φεβρουαρίου του έτους 2002. Ο αριθμός του ιστορικού της ασθενείας μου είναι 31171.
»Ευχαριστώ τον Θεό για το έλεός Του σε μένα και τον μπάτουσκα Παίσιο για την βοήθειά του».




Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Φαράσων τὸν γόνον, καὶ τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ὁσίων, μιμητὴν καὶ ἰσότιμον, Παΐσιον τιμήσωμεν πιστοί, τὸ σκεῦος χαρισμάτων τὸ μεστόν, ὡς φυλάσσοντα ἐκ πάντων τῶν λυπηρῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

1 Ανάδοχός του ήταν η Αναστασία, σύζυγος του Προδρόμου Κορτσινόγλου, του ψάλτη του οσίου Αρσενίου. 
2 Ο βίος του αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου γράφτηκε από τον γέροντα Παίσιο. Έργα του ιδίου είναι και: «Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης», «Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα» και «Επιστολές». Η σειρά «Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι», που εκδίδει η Ι. Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Σουρωτής, περιέχει την διδασκαλία του Γέροντα.





ΠΗΓΗ:  www.egolpion.com


Κυριακή, 3 Ιουλίου 2016

Άγιος Παΐσιος - Ο τρόπος της Εκκλησίας είναι η αγάπη



Είπα σε κάποιον μια φορά: «Τι είσαι εσύ; Μαχητής του Χριστού ή μαχητής του πειρασμού; 
Ξέρεις πώς υπάρχουν και μαχητές του πειρασμού;».
Ο Χριστιανός δεν πρέπει να είναι φανατικός, αλλά να έχη αγάπη για όλους τους ανθρώπους. Όποιος πετάει λόγια αδιάκριτα, και σωστά να είναι, κάνει κακό. 
Γνώρισα έναν συγγραφέα πού είχε ευλάβεια πολλή, άλλα μιλούσε στους κοσμικούς με μια γλώσσα ωμή, πού προχωρούσε όμως σε βάθος, και τους τράνταζε. Μια φορά μου λέει: 
«Σε μια συγκέντρωση είπα αυτό και αυτό σε μια κυρία». Αλλά με τον τρόπο πού της το είπε, την είχε σακατέψει. Την πρόσβαλε μπροστά σε όλους. «Κοίταξε, του λέω, εσύ πετάς στους άλλους χρυσά στεφάνια με διαμαντόπετρες, έτσι όμως πού τα πετάς, σακατεύεις κεφάλια, όχι μόνον ευαίσθητα άλλα και γερά».
Ας μην πετροβολάμε τους ανθρώπους... χριστιανικά. 
Όποιος ελέγχει μπροστά σε άλλους κάποιον πού αμάρτησε ή μιλάει με εμπάθεια για κάποιο πρόσωπο, αυτός δεν κινείται από το Πνεύμα του Θεού· κινείται από άλλο πνεύμα.
Ο τρόπος της Εκκλησίας είναι η αγάπη· διαφέρει από τον τρόπο των νομικών.
Η Εκκλησία βλέπει τα πάντα με μακροθυμία και κοιτάζει να βοηθήση τον καθέναν, ό,τι και αν έχη κάνει, όσο αμαρτωλός και αν είναι.
Βλέπω σε μερικούς ευλαβείς ένα είδος παράξενης λογικής. Καλή είναι η ευλάβεια πού έχουν, καλή και η διάθεση για το καλό, άλλα χρειάζεται και η πνευματική διάκριση και ευρύτητα, για να μη συνοδεύη την ευλάβεια η στενοκεφαλιά, η γεροκεφαλιά (το γερό δηλαδή αρβανίτικο κεφάλι). 
Όλη η βάση είναι να έχη κανείς πνευματική κατάσταση, για να έχη την πνευματική διάκριση, γιατί αλλιώς μένει στο «γράμμα του νόμου», και το «γράμμα του νόμου αποχτείνει». 
Αυτός πού έχει ταπείνωση, δεν κάνει ποτέ τον δάσκαλο· ακούει και, όταν του ζητηθή η γνώμη του, μιλάει ταπεινά. Ποτέ δεν λέει «εγώ», αλλά «ο λογισμός μου λέει» ή «οι Πατέρες είπαν». Μιλάει δηλαδή σαν μαθητής. 
Όποιος νομίζει ότι είναι Ικανός να διορθώνη τους άλλους έχει πολύ εγωισμό.
- Όταν, Γέροντα, ξεκινάη κανείς από καλή διάθεση να κάνη κάτι και φθάνη στα άκρα, λείπει η διάκριση;
- Είναι ο εγωισμός μέσα στην ενέργειά του αυτή και δεν το καταλαβαίνει, γιατί δεν γνωρίζει τον εαυτό του, γι' αυτό πιάνει τα άκρα. 
Πολλές φορές από ευλάβεια ξεκινούν μερικοί, αλλά που φθάνουν!  Όπως οι εικονολάτρες και οι εικονομάχοι. Άκρη το ένα, άκρη το άλλο! 
Οι μεν έφθασαν στο σημείο να ξύνουν την εικόνα του Χριστού και να ρίχνουν την σκόνη μέσα στο Άγιο Ποτήριο, για να γίνη καλύτερη η Θεία Κοινωνία· οι άλλοι πάλι έκαιγαν τις εικόνες, τις πετούσαν... 
Γι' αυτό η Εκκλησία αναγκάσθηκε να βάλη ψηλά τις εικόνες και, όταν πέρασε η διαμάχη, τις κατέβασε χαμηλά, για να τις προσκυνούμε και να απονέμουμε τιμή στα εικονιζόμενα πρόσωπα.

Πέμπτη, 23 Ιουνίου 2016

Άγιος Παΐσιος - Όταν καλοπερνάς στη γη, κάτι δεν πάει καλά με τον εαυτό σου



Η  Εκκλησία είναι ακένωτη πηγή θαυμάτων.
Παίρνει νερό και το κάνει Αγιασμό· παίρνει ψωμί και κρασί και το κάνει Θεία Ευχαριστία· παίρνει τον άνθρωπο χώμα και τον κάνει Θεό! Αλλά τα θαύματα πολλοί δεν τα βλέπουν. Γιατί, αν τα έβλεπαν, δεν θα περιφρονούσαν ή μισούσαν την Εκκλησία του Χριστού, αλλά θα την αγαπούσαν, θα την τιμούσαν και δεν θα μιλούσαν γι” αυτή με περιφρόνηση, όπως μιλούν.
«Ο χριστιανός έχει προορισμό να σηκώνει βαρύ σταυρό στη ζωή τον. Είναι δύσκολο πράγμα να λες ότι πιστεύεις στον Κύριο και καλοπερνάς σ” αυτήν εδώ τη ζωή. Γιατί, όταν καλοπερνάς στη γη, κάτι δεν πάει καλά με τον εαυτό σου, ενδιαφέρεσαι για το χρυσάφι της γης και όχι για τους θησαυρούς του ουρανού. Αλλά όταν σκέφτεσαι έτσι, βρίσκεσαι μακριά από το θέλημα του Θεού. Χριστιανική ζωή και καλοπέραση δεν πηγαίνουν μαζί, είναι διαφορετικά πράγματα».
«Κάποτε ήλθε εδώ ένας πολύ γνωστός γιατρός για να μιλήσουμε. Ήταν και η γυναίκα του γιατρός, θρησκευόμενοι άνθρωποι και οι δύο. Παραπονιόταν ότι τα παιδιά του ζούσαν κοσμική ζωή και όχι μόνο δεν τηρούσαν τις εκκλησιαστικές παραδόσεις της οικογένειας τους, αλλά και τις ειρωνεύονταν. Χαρακτήριζαν τους χριστιανούς καθυστερημένους, βολεμένους, ανειλικρινείς, υποκριτές και θεομπαίχτες, επειδή η ζωή τους -έλεγαν- δεν συμβαδίζει με τα λόγια τους και τα έργα τους δεν είναι χριστιανικά.
Ακόμη και στο ευχέλαιο, που οι γονείς κάνουν μία φορά το χρόνο στο σπίτι τους και τα παιδιά, όσο ήταν μικρά συμμετείχαν, τώρα αντιδρούν και δεν παρευρίσκονται. Ο γιατρός έδειχνε πολύ κουρασμένος και απελπισμένος για την πνευματική αδράνεια των παιδιών του. Και νόμιζε ότι όλες οι προσπάθειες, οι δικές του και της γυναίκας του πήγαν χαμένες, δεν έπιασαν τόπο, δεν άγγιξαν τα παιδιά. Σε κάποια στιγμή ο γιατρός, βάζοντας το κεφάλι μέσα στις δυό του παλάμες, σαν να ήθελε να καλύψει το πρόσωπό του από ντροπή, μου είπε: 
Φοβάμαι πως το πολύ χρήμα μας έχει κάνει ζημιά.
Τον ρώτησα να μου πει, τί εννοούσε και εκείνος με απόλυτη ειλικρίνεια παραδέχτηκε ότι είχαν ξεφύγει από το μέτρο κι είχαν αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία απολύτως μη αναγκαία. Έχουμε τρία μεγάλα σπίτια, μου είπε. Ένα για μας και από ένα για το κάθε παιδί. Επίσης, δυό εξοχικά, τέσσερα ακριβά αυτοκίνητα, ένα σκάφος, καταθέσεις, πολλά υλικά. Και συνέχισε: τα παιδιά κακόμαθαν και τώρα μας κατηγορούν ότι προκαλούμε. Επίσης, μας λένε ότι έχουμε παντρέψει πολύ όμορφα τον πλούτο και τον Χριστιανισμό. Και με παρακάλεσε να του πω τί πρέπει να κάνει για να βρουν πάλι την ειρήνη και την ενότητα στην οικογένεια τους.
Του είπα να τα δώσουν όλα στους φτωχούς και να κρατήσουν μόνο ένα σπίτι, ένα εξοχικό και τους μισθούς τους. Τρόμαξε, άλλαξε χρώμα, φοβήθηκε, απογοητεύθηκε από την απάντηση που του έδωσα.
Έφυγε και δεν ξαναήλθε. Είχε δεθεί με τα εδώ, όχι τα Άνω. Γι” αυτό και τα παιδιά του αναζήτησαν άλλο τρόπο ζωής, διαφορετικό από αυτόν που οι γονείς τους είχαν προτείνει». «Όταν ακούω ότι υπάρχει μεγάλη φτώχεια, ανέχεια, πονάω πολύ και δεν μπορώ να προσευχηθώ.
Δεν λέω, όταν έχεις δυό χιτώνες να δώσεις τον ένα. Αυτό είναι ασυνήθιστο και δύσκολο για τους πολλούς. Αλλά, αν θέλεις να λέγεσαι χριστιανός και κατέχεις όλα τα αγαθά του Θεού, γιατί ιδρώνεις και αγωνιάς για το παραπάνω και δεν κάνεις ελεημοσύνες και καλά έργα; Να ξέρεις, ότι θεμελιώνει στην άμμο, όποιος έχει πολλά χρήματα και τα διαχειρίζεται εγωιστικά, αδιαφορώντας για τη φτώχεια και τη δυστυχία των συνανθρώπων του.
Είδες ποτέ σάβανο με τσέπες; Όλα εδώ μένουν. Μόνο οι αγαθοεργίες πηγαίνουν στον ουρανό. Ξέρεις γιατί γίνονται οι πόλεμοι; Για το χρήμα.. Γιατί οι πλούσιοι δεν μπορούν να βάλουν χαλινάρι στη λαιμαργία τους και οι φτωχοί δεν εύχονται να αποκτήσουν τα αναγκαία, αλλά ζηλεύουν τα πλούτη και τη δόξα των πλουσίων».
«Οι τσέπες σας πρέπει να είναι ανοιχτές, ώστε να φεύγουν τα χρήματα για φιλανθρωπίες. Είναι σκάνδαλο να υπάρχουν τσέπες γεμάτες λεφτά και να είναι ραμμένες»

 από το βιβλίο «Τέσσερις ώρες με τον π. Παΐσιο».



Τρίτη, 21 Ιουνίου 2016


«Αξιώματα και ανθρώπινη δόξα» - Άγιος Παΐσιος



Απορώ, πως μερικοί δίνουν τόση σημασία στην ανθρώπινη δόξα και όχι στην δόξα του Θεού που μας περιμένει, όταν «των ανθρώπων την δόξαν φύγωμεν». Σε τι θα μας ωφελήση, αν αποκτήσουμε και το πιο μεγάλο αξίωμα που υπάρχει και μας εγκωμιάζη όλος ο κόσμος; Θα μας οδηγήσουν στον Παράδεισο τα εγκώμια του κόσμου ή θα μας ωθήσουν στην κόλαση;

Τι είπε ο Χριστός; «Δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω» (9). Σε τι θα με ωφελούσε αν μπορούσα να γίνω από μοναχός ιερομόναχος, δεσπότης, πατριάρχης; Θα με βοηθούσαν τα αξιώματα να σωθώ ή θα ήταν μεγάλο βάρος σε έναν αδύνατο Παΐσιο και θα με γκρέμιζαν στην κόλαση;

Εάν δεν υπήρχε άλλη ζωή, μπορούσε να δικαιολογηθή μια τέτοια ανοησία. Ένας όμως που επιδιώκει την σωτηριά της ψυχής του όλα τα βλέπει «σκύβαλα» (10) και δεν επιδιώκει αξιώματα.

Ο Μωυσής, παρ΄ όλο που ήταν απεσταλμένος από τον Θεό να ελευθερώση τον λαό του Ισραήλ, δεν αξιώθηκε να πάη στην Γη της Επαγγελίας, γιατί έφθασε σε σημείο να αγανακτήση κατά του Θεού εξ αιτίας του λαού. Ζούσε συνέχεια μέσα στην γκρίνια του λαού και μια φορά αγανάκτησε. «Μου ζητούν νερό, είπε. Πού να τους βρω νερό;» (11)

Μα πριν από λίγο χτύπησες την πέτρα και έβγαλες νερό και τους έδωσες! Δύσκολο ήταν; Αλλά είχε μπλέξει με τα θέματα, με τις υποθέσεις του λαού και ξέχασε πόσο νερό είχε βγάλει νωρίτερα, και από τις πολλές σκοτούρες που είχε, δεν το κατάλαβε, για να ζητήση συγχώρεση από τον Θεό.

Αν ζητούσε συγχώρεση, θα τον συγχωρούσε ο Θεός. Το να μην πάη στην Γη της Επαγγελίας ήταν ένας μικρός κανόνας από τον Θεό, ένα επιτίμιο για την αγανάκτησή του.
Φυσικά ο Θεός τον πήρε στον Παράδεισο και τον τίμησε με το να τον στείλη μαζί με τον Προφήτη Ηλία στο Όρος Θαβώρ, στην Μεταμόρφωση του Κυρίου. Όλα αυτά βοηθούν να καταλάβουμε πόσο μεγάλο εμπόδιο γίνεται το αξίωμα με τις ευθύνες για την πορεία ενός Χριστιανού προς τον Παράδεισο.

Μερικοί, ενώ εσωτερικά και εξωτερικά θα έπρεπε να είναι όλο χαρά, γιατί οικονόμησε ο Θεός να είναι απαλλαγμένοι από κάθε ευθύνη, αντιθέτως επιδιώκουν ευθύνες και αξιώματα, και όταν δεν τους δίνωνται, τσιγαρίζονται και φθείρουν και την ψυχή τους και το σώμα τους, τον ναό του Θεού (12) κατά τον Απόστολο Παύλο. Ενώ ο Χριστός τους ετοιμάζει την ουράνια δόξα, αυτοί θέλουν να περάσουν στον Παράδεισο διά μέσο της δόξης των ανθρώπων.

Ίσως όμως μου πουν μερικοί: «Γιατί άλλοι δοξάζονται και από ανθρώπους, δοξάζονται μετά και από τον Θεό;» Στην ουσία κανείς δεν θα δοξασθή από τον Θεό, όταν θέλη την ανθρώπινη δόξα. Να μην επιδιώκη ποτέ κανείς μόνος του ευθύνες.

Όταν τον απαλλάσσουν από ευθύνες, θα πρέπη να χαίρεται, γιατί κανονικά θα έπρεπε να στενοχωριέται για τις ευθύνες που είχε. Αν δεν χαίρεται, σημαίνει ότι υπάρχει μέσα του ύπουλα η υπεηφάνεα.

 Να μην επιδιώκουμε ποτέ αξιώματα, για να δοξασθούμε από αυτά, γιατί αυτό φανερώνει αρρώστια προχωρημένη. Δείχνει ότι βαδίζουμε αρρωστημένα άλλο δρόμο από τον δρόμο της ταπεινοφροσύνης που βάδισαν οι Άγιοι Πατέρες και έφθασαν στον Παράδεισο.

Έχουμε πλήθος Αγίων Πατέρων που απέφευγαν τις ευθύνες· ηγουμενίες, ιερωσύνη και αρχιερωσύνη. Άλλοι έκοβαν τα χέρια, άλλοι τις μύτες, άλλοι τα αυτιά και άλλοι τις γλώσσες, για να μην είναι αρτιμελείς και τους χειροτονήσουν.
Άλλους τους ξεσκέπαζαν τις καλύβες και τους χειροτονούσαν από πάνω, άλλους τους χειροτονούσαν από μακριά, όπως τον Άγιο Αμφιλόχιο. Ενώ είχαν μόρφωση και αγιότητα, επειδή όμως είχαν νιώσει την μεγάλη αξία της ψυχής, καθώς και το μεγάλο βάρος των ευθυνών, που γίνεται μεγάλο εμπόδιο για να σωθή ο άνθρωπος, γι΄ αυτό τις απέφευγαν. Αυτοί βρήκαν τον κανονικό δρόμο.

Και στο Άγιον Όρος μερικοί θεωρούν την ιερωσύνη εμπόδιο στην πνευματική ζωή, γιατί εκτός των άλλων υποχρεώσεων είναι υποχρεωμένοι να πάνε, όταν έρθη ένας δεσπότης, ή να πάνε στα πανηγύρια –πνευματικά βέβαια πανηγύρια, αλλά και αυτά δεν αναπαύουν.

Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, γνώρισα έναν διάκο που γέρασε και πέθανε διάκος.Όταν ήταν ακόμη νέος μοναχός, το Μοναστήρι είχε ανάγκη από διάκο και τον χειροτόνησαν. Αργότερα ήρθαν νεώτεροι. Οι νεώτεροι έγιναν διάκοι και ιερείς, και εκείνος έδινε συνέχεια την σειρά του στους άλλους και παρέμενε διάκος. Όταν του έλεγαν να γίνη ιερεύς, έλεγε: «Τώρα δεν έχει ανάγκη το Μοναστήρι. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν οι νεώτεροι αδελφοί».

Τον έβαλαν στο γραφείο. Όταν ήρθαν μορφωμένοι στο Μοναστήρι, παρακάλεσε και έγυγε και από το γραφείο. Όταν το Μοναστήρι περνούσε μια δυσκολία, παρακάλεσε αυτός το ευλαβής διάκος έναν ιερέα ενάρετο να αναλάβη την ηγουμενία. Εκείνος του είπε: «Πώς εσύ αποφεύγεις τις ευθύνες και τις φορτώνεις σ΄ εμένα; Γίνε εσύ προϊστάμενος, για να γίνω και εγώ ηγούμενος».

 Έτσι έγινε ο ένας ηγούμενος και ο άλλος προϊστάμενος. Όταν τακτοποιήθηκαν τα πράγματα και πήγαινε καλά το Μοναστήρι, παραιτήθηκε πάλι από προϊστάμενος. Πολύ με βοήθησε αυτός ο διάκος· είχε πολλή Χάρη Θεού. Αυτόν καλούσαν για τα δύσκολα θέματα στην Ιερά Κοινότητα να πη την φωτισμένη του γνώμη.

- Τι φταίει, Γέροντα, όταν πνευματικοί άνθρωποι, ενώ δεν αγαπούν τα χρήματα, επιδιώκουν όμως την δόξα; Ισχύει αυτό που έλεγαν οι Αρχαίοι Έλληνες: «Πολλοί εμίσησαν τον πλούτον, την δόξαν ουδείς» (13) ;

- Το κεφάλι το άδειο φταίει! Αυτή είναι κενή δόξα. Το «πολλοί εμίσησαν τον πλούτον…» είναι κοσμική νοοτροπία· δεν χωράει στην πνευματική ζωή. Αυτά τα έλεγαν οι Αρχαίοι Έλληνες που δεν γνώριζαν τον αληθινό Θεό.
Στην πνευματική ζωή η δόξα πρέπει να εξαφανισθή. Μεγαλύτερη ατιμία από αυτή που υπέφερε ο Χριστός υπέφερε κανείς; Οι Πατέρες την ατιμία ζητούσαν και τους τιμούσε ο Θεός. Αυτοί ακόμη στο κοσμικό στάδιο βρίσκονται.

Ποδόσφαιρο παίζουν. ΠΑΟΚ-ΑΕΚ-ΔΟΞΑ! Η δόξα που αναφέρει στο Ευαγγέλιο έχει αγάπη και ταπείνωση. «Δόξασόν σου τον υιόν, λέει, ίνα και ο υιός σου δοξάση σε… αυτή δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν» (14). Ζητούσε δηλαδή ο Χριστός από τον Θεό να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Λυτρωτή τους, για να σωθούν.

Σήμερα οι περισσότεροι ενδιαφέρονται πώς να αποκτήσουν από παντού δόξα. Δόξα από ΄δω, δόξα από ΄κει, και τελικά καταλήγουν σε… λόξα από ΄δω, λόξα από ΄κει. Αυτό είναι που είπε ο Χριστός: «Δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες» (15), «πλανώντες και πλανώμενοι» (16). Με κάτι τέτοια μου έρχεται να κάνω εμετό. Σε τέτοια ατμόσφαιρα δεν μπορώ να ζήσω ούτε είκοσι τέσσερις ώρες.

Οι ευθύνες είναι μεγάλο εμπόδιο στην πνευματική ζωή. Όσοι θέλουν να κάνουν δουλειά πνευμαιτκή αποφεύγουν τις ευθύνες. Συνήθως δεν βλέπει κανείς καλό τέλος σ΄ αυτούς που επιδιώκουν αξιώματα και προϊσταμενίες.

Μπαίνει το προσωπικό στοιχείο, ο εγωισμός, και μετά συγκρούονται και μαλώνουν μεταξύ τους οι προϊστάμενοι, επειδή υπάρχει και στον ένα και στον άλλο προϊστάμενο ο εγωισμός. Όσοι όμως αγωνίζονται φιλότιμα και δεν αναπαύουν τον εαυτό τους και βγάζουν τον εαυτό τους από την κάθε ενέργειά τους βοηθάνε πολύ θετικά, γιατί τότε μόνον αναπαύονται οι ψυχές που έχουν ανάγκη βοηθείας και τότε μόνο θα αναπαυθή εσωτερικά η ψυχή τους και σ΄ αυτήν την ζωή και στην αιώνια.

Οι Άγιοι Πατέρες, παλιά, έφευγαν στην έρημο πρώτα και ερημώνονταν από τα πάθη τους με τον αγώνα τους. Χωρίς σχέδια και προγράμματα δικά τους αφήνονταν στα χέρια του Θεού και απέφευγαν τα αξιώματα και την εξουσία, ακόμη και όταν έφθαναν σε μέτρα αγιότητος –εκτός αν η Μητέρα Εκκλησία είχε ανάγκη, οπότε έκαναν υπακοή στο θέλημα του Θεού, και δοξαζόταν το Όνομα του Θεού με την αγία τους ζωή.

Γίνονταν δηλαδή πνευματικοί αιμοδότες, αφού αποκτούσαν καλή κατάσταση πνευματικής υγείας στην έρημο, με την καλή πνευματική τροφή και την άγρυπνη πατερική παρακολούθηση.


Γέροντας Παΐσιος, Λόγοι Α΄


9) Ιω. 5, 41
10) Φιλιπ. 3, 8
11) Βλ. Αριθμ. 20, 10
12) Βλ. Α΄ Κορ. 3, 16
13) Γνωμικό του Κλεοβούλου, τυράννου της αρχαίας πόλεως Λίνδου της Ρόδου, ενός από τους επτά σοφούς (6ος αι. π.Χ.).
14) Ιω. 17, 1 κ.ε.
15) Ιω. 5, 44
16) Β΄ Τιμ. 3, 13

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου