Ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὡς Καυσοκαλυβίτης(Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου)
Γιά τόν σύγχρονό μας ὅσιο Παῒσιο τόν Ἁγιορείτη (1924-1994), ἔχουν γραφεῖ πολλά καί θαυμαστά, ὥστε ἐμεῖς θά περιοριστοῦμε μόνο στά παρακάτω, πού ἀφοροῦν τή σύντομη καυσοκαλυβίτικη περίοδό του, ἡ ὁποία στάθηκε ἡ ἀπαρχή τῆς καρποφόρας μοναχικῆς του ζωῆς στό Ἅγιον Ὄρος.
Δέν εἶναι ἀρκούντως γνωστό ὅτι ὁ ὅσιος Παΐσιος, πού ἀνέπαυσε χιλιάδες ψυχές στήν αὐλή τοῦ ταπεινοῦ κελλιοῦ του στίς Καρυές, ξεκίνησε τή μοναχική του ζωή στή Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες ἐπιζώντων πατέρων πού τόν γνώρισαν ἐκείνη τήν ἐποχή, ὁ ὅσιος Παΐσιος -λαϊκός τότε, Ἀρσένιος ὀνόματι- ἦλθε στά Καυσοκαλύβια, τό πιθανότερο, τό καλοκαίρι τοῦ 1953 καί ἔμεινε λίγους μῆνες ὡς δόκιμος στήν Καλύβη τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Σωτῆρος, ὑποτασσόμενος στό γέροντα Κοσμᾶ πού εἶχε ὑποτακτικό τόν μοναχό Δημήτριο. Οἱ πατέρες τῆς Σκήτης μάλιστα τόν θυμοῦνται νά σκαλίζει μέ ἐπιμέλεια τό μικρό περιβόλι τῆς Καλύβης. Τελικά ὅμως ὁ Ἀρσένιος ἀναχώρησε ἀπό τή Σκήτη.
Ὅπως ὁ ἴδιος ἐμπιστεύτηκε στόν ἀρχάριο τότε μοναχό Παῦλο, σημερινό Γέροντα τῆς γειτονικῆς Καλύβης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἀλλά καί ἀργότερα, στίς μοναχές τοῦ ἡσυχαστηρίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς, στό ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀναπαύεται τό ἱερό του σκήνωμά, αἰτία γιά τήν ἀναχώρησή του αὐτή ἀπό τά Καυσοκαλύβια ἦταν τό γεγονός ὅτι οἱ Γεροντᾶδες ἦταν «ζηλωτές» καί μάλιστα ἀπό διαφορετικές μεταξύ τους παρατάξεις καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἀκολουθοῦσαν τό Κυριακό. Κι αὐτό ἦταν κάτι πού πολύ τόν στενοχωροῦσε.
Διηγεῖται ὁ ὅσιος Παΐσιος:
«Κάποτε, ἕνας μοναχός ἀπό τή Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων εἶχε πολεμηθεῖ ἀπό τόν πονηρό, ἀπό τά δεξιά, μέ τόν λογισμό ὅτι δέν κάνει τίποτε, ἐνῶ στόν κόσμο θά ἔκανε καλωσύνες στούς συνανθρώπους του κ.λ.π. Τοῦ ἔφερνε δέ καί λογισμούς ὅτι ἡ μοναχική πολιτεία εἶναι κάτι τό δευτερεῦον κ.ἄ.
Βλέποντας τήν πονηρία τοῦ μισόκαλου ὁ καλός Θεός καί τόν μεγάλο κίνδυνο πού διέτρεχε ὁ ἀδελφός, οἰκονόμησε νά δεῖ μιά θαυμαστή ὀπτασία ἐν ἐγρηγόρσει.
Εἶδε λοιπόν τόν ἑαυτό του πεθαμένο καί τούς δαίμονες νά τόν πλησιάζουν καί νά τόν ὀνειδίζουν, καί πιό πέρα, μιά πολιτεία μέ πλῆθος ἀνθρώπων. Ξαφνικά, κατέφθασε ἕνας Ἄγγελος καί τοῦ λέει:
– Ἕνας τέλειος μοναχός ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὅλη αὐτή τήν πολιτεία.
Ὅταν συνῆλθε ὁ μοναχός ἀπό τήν ὀπτασία, εἶπε στόν ἑαυτό του:
– Γιά δές, τί ἀξιώνεται ἀπό τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος, ὅταν γίνει μοναχός!
Ἔκτοτε εἶχε ἐπιδοθεῖ σέ μεγαλύτερη ἄσκηση πνευματική. Εἶχε γράψει δέ καί τά λόγια τοῦ ἀγγέλου στό κελλί του, γιά νά τά βλέπει καί νά ἀγωνίζεται περισσότερο καί μέ προθυμία».
Γιά τούς ὁσίους Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἔλεγε πολύ χαρακτηριστικά ὁ ὅσιος Παΐσιος:
«Ἄνθρωποι σάν κι ἐμᾶς ἦταν οἱ Ἀθωνῖτες Ἅγιοι. Βουνό ἄγριο ἦταν καί ὁ Ἄθωνας, ὅπως καί τ’ ἄλλα τά βουνά. Ἀλλά γιά νά ἀγωνιστοῦν φιλότιμα οἱ Πατέρες μας, ἁγίασαν καί αὐτοί, ἁγίασαν καί τό ὄρος καί ὀνομάσθηκε Ἅγιον Ὄρος, καί ἐμεῖς τώρα καμαρώνουμε ὡς Ἁγιορεῖτες».
Ἀνάμεσα σέ ἄλλα, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔγραψε τό 1986 καί τό Βίο τοῦ ὁσίου γέροντος Χατζη-Γεώργη, πού ἀσκήθηκε στή γειτονική Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μέ ἀφορμή τήν ἐπέτειο
ἑκατό χρόνων ἀπό τήν κοίμησή του.
Ἀναπολῶντας κατά καιρούς τή σεβάσμια μορφή τοῦ ὁσίου Παϊσίου καθώς καί τίς φωτισμένες νουθεσίες καί διδαχές του, πού πάντα στάλαζαν σάν βάλσαμο στίς ψυχές ὅλων ὅσοι, λίγο ὡς πολύ, εἴχαμε τήν εὐλογία νά τόν συναντήσουμε, μοῦ ἔμενε ἡ αἴσθηση ὅτι ὅλα ὅσα ὑπέφερε καρτερικά στήν ἀσκητική του ζωή: στερήσεις, κακουχίες, πειρασμούς, κοπιώδεις μετακινήσεις, ἐνοχλήσεις καί κόπωση ἀπό τούς ἀναρίθμητους προσκυνητές καί τέλος, ὀδυνηρές ἀσθένειες, τά ὑπέμενε ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο.
Καί στίς μονές πού διακόνησε, ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, καί ὅταν ζοῦσε μόνος του στήν ἡσυχία, ἡ ζωή του ἦταν ἕνα ξεχύλισμα ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης, πού ἐπειδή ἦταν εἰλικρινής καί ἀπαύγασμα τῆς θεοειδοῦς του ψυχῆς, ξεκούραζε ὅλους ὅσοι τή γεύονταν. Ἀκόμη καί στήν περίοδο πρίν ἀπό τήν ὁσιακή του κοίμηση, ἄν καί ἐξ αἰτίας τῆς ἐπάρατης νόσου εἶχε ὀδυνηρότατους πόνους, ἐκεῖνος θυσιάζοντας τόν ἑαυτό του γιά τούς ἀδελφούς του, διακονοῦσε μέ αὐταπάρνηση καί αὐτοθυσία ὅσους προσέτρεχαν σ’ αὐτόν γιά νά βοηθηθοῦν.
Μά κι ἀπό τήν πλούσια διδασκαλία του, πού ἀναφέρεται διεξοδικά σέ ὅλα τά θέματα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί πού πραγματικά μᾶς ‘’ἀφυπνίζει πνευματικά’’, βλέπουμε τόν Ὅσιο νά μιλάει μέ ‘’πόνο καί ἀγάπη’’ γιά ὅλους μας.
Ἀπό τό πάνθεον τῶν ἀρετῶν, ἡ ἀγάπη -ξεχωριστά ἀνάμεσα στίς ἄλλες- φαίνεται νά διαπνέει τή σύνολη ζωή καί διδασκαλία τοῦ ὁσίου Παϊσίου.
Ἔχουν περάσει ἤδη ἀρκετά χρόνια ἀπό τή μακαρία καί ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Ὅμως οὔτε αὐτά κατάφεραν οὔτε ὅσα ὁ Θεός θά ἐπιτρέψει νά ζήσει ἀκόμη αὐτός ὁ κόσμος θά καταφέρουν νά σβήσουν τήν χαριτωμένη μορφή του ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων πού ἀγάπησε μέσα ἀπό τήν πολλή του μανική ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν μιά διακονία ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης χωρίς σύνορα ! Γι αὐτό καί ὅσο ὁ ἥλιος θά ἀνατέλλει στή γῆ, δέν θά πάψει νά μᾶς ἐμπνέει καί νά διδάσκει πῶς ν’ ἀγαποῦμε πραγματικά:
«Ἐκεῖνοι πού ἀγαποῦν ἀληθινά καί ἀγωνίζονται σωστά, ἀνέχονται μέ ἀγάπη, θυσιάζονται, στεροῦνται καί ἀναπαύουν τόν πλησίον τους, πού εἶναι ὁ Χριστός».
Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του καί τίς πρεσβεῖες του!
ΠΗΓΗ.ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πως γνώρισα τον Όσιο Παϊσιο.(Αρχιμ.Αρσενίου Κατερέλου)
ως
Λοιπόν, θα σας διηγηθώ μερικά πράγματα από την προσωπική μου ζωή, πάντα περιληπτικά, γιατί δεν γίνεται αλλιώς:Σέ ηλικία δέκα επτά ετών τότε, το 1979, καλοκαίρι, Ιούλιο μήνα, με μία παρέα τριών ατόμων, πήγαμε, για πρώτη φορά, στον μακαριστό Γέροντα (από τούς τρεις μας οι δύο έχουμε γίνει ιερομόναχοι). Εκείνη την ήμερα, το πρωινό εκείνο, αν και καλοκαίρι, πού έχει πιο πολύ κόσμο στο Αγιον Όρος, παραδόξως, στο Κελλί του Γέροντα είχε ελάχιστο κόσμο, για να μη πούμε σχεδόν καθόλου. Εκεί, καθίσαμε περίπου μία ώρα, κατά την οποία μάς μετέδιδε πνευματική ενέργεια, χωρίς εννοείται να το επιδιώκει -αυτή είναι ή πραγματικά έπηρεάζουσα και σώζουσα πνευματική ενέργεια των Αγίων-, και την οποία εξέπεμπε, εννοείται, σέ άλλη συχνότητα και ένταση, από εκείνες πού είχαμε γνωρίσει, συνηθίσει και ακούσει, μέχρι τότε.
Εκείνη την ήμερα, μεταξύ των πολλών άλλων, μας είπε να αποκτήσαμε την καλή πνευματική ανησυχία, για να έχωμε και πνευματικές χαρές. Να γνωρίσωμε την Ορθοδοξία, πρώτα εμπειρικά και μετά δεν θα κινδυνεύωμε πλέον από ένα σωρό άλλα πνευματικά μικρόβια, πού τότε κυκλοφορούσαν, αλλά και τώρα κυκλοφορούν, κατά μείζονα λόγον.
Διότι, μάς έλεγε, αν κανείς ασχολείται με άλλα πράγματα, φιλοσοφίες, κλπ., και διαβάζει διάφορα βιβλία, πριν γνωρίσει εμπειρικά, και όχι ακαδημαϊκά, την Ορθοδοξία, τότε, χωρίς να το καταλαβαίνει, τη συνεργεία των παθών του και του διαβόλου, αποκτά πνευματικά μικρόβια, πού τον σκοτίζουν και τον εμποδίζουν να προοδεύση πνευματικά. Γι’ αυτό χρειάζεται, για ένα διάστημα μέχρις ότου ό Χριστιανός γνωρίσει εμπειρικά την Ορθοδοξία, μέσω της Εκκλησίας, ό άνθρωπος να βάζη το μυαλό του, ή μάλλον τον νου του καλύτερα -γιατί δεν φταίει το μυαλό μας, ό νους μας φταίει για όλα, για ότι στραβό μάς συμβαίνει, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο- να βάζει λοιπόν τον νου του «στο ψυγείο», και μάλιστα, έλεγε, ακόμη καλύτερα, «στον καταψύκτη», έως ότου τον πάρωμε, βέβαια, μετά από την κάθαρση και τον αγιασμό πού θα υποστεί, αν αγωνιστούμε, αγιασμένο.
Πολλά μάς είπε, αλλά το σημαντικότερο απ’ όλα ήταν, ότι, χωρίς να προσπαθήσει, μου μετέδωσε την ζωντανή βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού -πάθαμε πνευματικό σοκ δηλ.-, την βεβαιότητα της δυνατότητας μετοχής στα αγαθά του Θεού από αυτήν την ζωή, επίσης νοιώσαμε την νηφάλια μέθη του Γέροντα, τον ακόρεστο κορεσμό του, και τον καημό του, πότε θα φύγει από αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, για να ζήση εντονότερα κοντά στον Θεό, τα του Θεού, για να ζήση αυτόν τον ακόρεστο κορεσμό, όπως είπαμε, εντονότερα. Και αυτό ήταν ένα φαινόμενο υγιές, όχι ψυχοπαθητικό, πού, φυσικά, δεν ωφείλετο σέ καμιά μορφή μελαγχολίας, κλπ., εννοείται. Ήτο καθαρός θείος έρωτας, το όποιο σημαίνει, ότι ό Γέροντας Παΐσιος είχε δεχθή τον αρραβώνα της Βασιλείας των Ουρανών, από αυτήν την ζωή, σέ μεγάλο βαθμό.
Εκείνο όμως, πού έμεινε τότε, σέ μένα πιο ανεξίτηλο στην μνήμη μου, ήταν ότι, μόλις φύγαμε από εκεί, από το κελί του, είχαμε μία απρόσκλητη, μία απροσδόκητη πνευματική χαρά, διαφορετικής υφής από τις χαρές πού είχαμε μέχρι τότε αισθανθεί, κάνοντας π.χ. μία καλή πράξη, ή ακούγοντας έναν έπαινο, κλπ. Γιατί εμείς, σαν εμπαθείς πού είμαστε, όταν ακούμε κάποιον έπαινο, είναι φυσικό, λόγω των φτωχών πνευματικών μέτρων μας, να έπηρεαζώμεθα, κλπ.
Αυτή ή χαρά όμως, ήταν τόσο πολύ δυνατή, πού απορούσαμε τότε πώς μας συνέβαινε αυτό.
Ήταν αναμφισβήτητα, εξωτερικής μορφής – προελεύσεως χαρά, ερχόμενη προς εμάς. Από που όμως, και πώς, δεν ξέραμε, γιατί δεν σκεφτόμαστε, ή δεν ζούσαμε κάτι συγκεκριμένο τότε, εξ αιτίας του οποίου θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχαμε κάποιο ανάλογο βίωμα. Χωρίς δηλ. να σκεφτόμαστε κάτι, χωρίς πριν να είχε συμβεί κάτι άλλο, είχαμε εκείνη την ανεξήγητη χαρά, ή οποία ήταν, βέβαια, αναμφισβήτητα, προϊόν της ευχής του Γέροντα και της οποίας την αξία, τότε, δεν εκτιμήσαμε δεόντως, ανώριμοι όντες, ως προς αυτά τα θέματα. Που, τότε, να ξέραμε, ότι αυτό -όπως και πολλά άλλα γεγονότα βέβαια- θα καθόριζαν όλη μου την ζωή μετέπειτα και ότι αυτό ήταν μία μεγάλη ευεργεσία, για την οποία βέβαια, είμαστε εντελώς, μα εντελώς, αναπολόγητοι.
Βέβαια, και άλλες φορές, και ως λαϊκός όταν ήμουν, και ως μοναχός, και ως διάκονος, και ως ιερέας, όταν ζούσε ό Γέροντας, και, ιδιαίτερα μετά από κάποιες Θείες Λειτουργίες, πού αναξίως έκανα εις την Παναγούδα, αλλά και μετά την κοίμηση του Γέροντα, μετά τον θάνατο του, μπορούμε να πούμε, ότι, αναμφισβήτητα, ή ευχή του Γέροντα ενήργησε ούτως ώστε ό Θεός να μας δώσει να γευθούμε, έστω και σέ ελάχιστο βαθμό -φυσικά και πολύ μας έπεφτε- κάτι από αυτήν την θεϊκή του ηδονή, κάποιες φορές, κατά τρόπο περίεργο και ανεξήγητο, τουλάχιστον τα πιο παλιά χρόνια.
Για παράδειγμα, όταν φεύγαμε από το Κελλί του Γέροντα και πηγαίναμε προς τον κόσμο, τότε φούντωνε αυτή ή θεϊκή ηδονή, ενεργούσε δηλ. άκοπα, ενώ, άλλες φορές, όταν αγωνιζόμασταν, δεν είχαμε σταγόνα – και ούτε βέβαια είχαμε τέτοια απαίτηση, εννοείται. Με όλα αυτά, θέλω να πω, πώς ενεργούσε ή ευχή του Γέροντα.
Όμως, αυτή ή πρώτη χαρά ήταν διαφορετική, αν και ήταν πνευματική κι ανέκφραστη. Δεν ήταν, βέβαια, συναισθηματική – διανοητική. Ας την ονομάσω «θεία», πού ήταν βέβαια, θεία και ανεξήγητη χαρά. Ενώ, ή μετέπειτα, ήταν άλλου είδους πνευματική γεύση, τα επόμενα πνευματικά λουκουμάκια, πού, δι’ ευχών του Γέροντος, μας έδινε ό Θεός.
Ήταν θείες ηδονές. Αν δεν υπήρχαν αυτά, για να είμαστε ειλικρινείς, ποτέ δεν θα παίρναμε τέτοια απόφαση, μόνο από φιλότιμο, να γίνομαι μοναχοί, γιατί καλό χαρακτήρα, ούτε είχαμε, ούτε έχομε, ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας….
Και τούτο, διότι ή παρθενία, ή μοναχική ζωή δηλ., όταν δεν έχει εξ αρχής πνευματικές εμπειρίες, δεν έχει το αντίβαρο. Αν δεν είναι ερωτική, κατά Θεόν, και όχι βέβαια κατά έναν τρόπο νεορθόδοξο και κουλτουριάρικο, πού αυτά είναι εντελώς απορριπτέα πράγματα, αλλά με ασκητικό τρόπο, ή παρθενία έχει πολλές απρόβλεπτες παρενέργειες.
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΣ
Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης: Περί ιερωσύνης (για το σαρκικό κόλλημα).
Γέροντα, αφού η εξομολόγηση τα σβήνει όλα, τότε γιατί αυτός που κάνει μεγάλη σαρκική αμαρτία δε μπορεί να γίνει ιερέας;
(Εκείνη τη στιγμή ο γέροντας έτυχε να κρατάει δύο ανοξείδωτα κύπελλα που κερνούσε νερό στους προσκυνητές).
-Δε μου λες, αν το κύπελλο σπάσει και το ηλεκτροκολλήσω τότε δε θα γίνει γερό;
– Ναι, και μάλιστα πιο γερό από ότι ήταν πριν.
-Τότε, να που το ένα με την κόλληση έγινε πολύ γερό, ενώ το άλλο, που δεν έχει κόλληση, δεν είναι μεν τόσο γερό, αλλά είναι απείραχτο. Όταν έλθει ό Βασιλιάς, με ποιο ποτήρι θα του δώσουμε να πιει νερό;
– Με το δεύτερο, το απείραχτο, που δεν έχει κολληθεί.
– Ε, για αυτό κάνουμε ιερείς εκείνους, που δεν έκαναν αμαρτία ασχέτως εάν δεν είναι τόσο θερμοί, όσο εκείνοι που έκαναν αμαρτία.
https://fdathanasiou.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου