(1924-1994)
Ο
Γέροντας Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου 1924.
Χάρη στην αγία και φωτισμένη παρουσία του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου, που
ήταν ιερεύς του χωριού, τα Φάρασα αποτελούσαν την μικρή εστία Ελληνισμού και
Ορθοδοξίας στα βάθη της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του Γέροντος Παϊσίου, Πρόδρομος
Εζνεπίδης, ήταν πρόεδρος του χωριού και διακρινόταν για την ευστροφία και την
παλληκαριά του, ενώ η μητέρα του, Ευλογία, διακρινόταν για την σύνεση, την υπομονή
και την ευλάβειά της. Η γέννησή του συνέπεσε με τις τραγικές ημέρες του
ξεριζωμού των Ελλήνων από την γη της Μικράς Ασίας. Λίγες ημέρες πριν από τον
ξεριζωμό, ο Άγιος Αρσένιος βάπτισε όλα τα παιδιά του χωριού. Ένα από αυτά ήταν
και ο Γέροντας Παΐσιος. Ο Άγιος, προβλέποντας ότι θα γίνει καλόγερος, δεν
έδωσαν το όνομα που ήθελα οι γονείς του, αλλά το δικό του όνομα λέγοντας: «Εσείς καλά θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο
πόδι του, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγερο στο πόδι μου;».
Η
φυγή των Φαρασιωτών από την πατρογονική γη έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 και
μετά από πολλές ταλαιπωρίες έφθασαν στην Ελλάδα. Η οικογένεια του μικρού
Αρσενίου εγκαταστάθηκε τελικά στην ακριτική και ορεινή Κόνιτσα της Ηπείρου.
Εκεί ο Αρσένιος έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια μέσα σε ένα περιβάλλον
που απέπνεε το άρωμα της ανατολίτικης ευλάβειας και ήταν διαποτισμένο από την
μνήμη του Αγίου Αρσενίου. Οι γονείς του, και κυρίως ο ψάλτης του Αγίου
Πρόδρομος Κορτσινόγλου, διηγούνταν όσα θαυμαστά είχαν ζήσει κοντά στον Άγιο
Αρσένιο. Οι θαυμαστές διηγήσεις για την ζωή του Αγίου άναψαν στην παιδική ψυχή
του Αρσενίου την επιθυμία να γίνει και αυτός καλόγερος. Επίσης, πολύ τον
βοήθησε στο να αγαπήσει την πνευματική ζωή και να αποκτήσει από μικρός
αγωνιστικό πνεύμα και η μητέρα του, η οποία αξιοποιώντας απλά καθημερινά
γεγονότα, τον δίδαξε την ταπείνωση και του έμαθε να σκέπτεται πνευματικά.
Όταν
ο Αρσένιος πήγε σχολείο και έμαθε να διαβάζει, άρχισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο
και σύντομα Συναξάρια Αγίων. Ό,τι διάβαζε στους βίους των Αγίων προσπαθούσε να
το εφαρμόζει, και έτσι όλο και περισσότερο αυξανόταν ο ζήλος του για την
ασκητική ζωή. Πολύ συχνά πήγαινε στο εξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, που
βρισκόταν μέσα στο δάσος και σε μικρή απόσταση από το σπίτι του, και εκεί
μελετούσε βίους αγίων, έψαλλε, προσευχόταν και έκανε πολλές μετάνοιες.
Αναφερόμενος αργότερα στα χρόνια αυτά έλεγε: «Τα Συναξάρια πολύ με βοήθησαν στην πνευματική ζωή. Από δέκα έως δεκαέξι
ετών, δηλαδή μέχρι το 1940 που άρχισε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, έζησα αμέριμνος
την πνευματική ζωή. Πέρασα τα καλύτερά μου χρόνια. Όταν έτρωγα ένα κομμάτι
κουλούρα και πήγαινα στο δάσος, στο ξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, ώ, ένοιωθα
τέτοια χαρά, που δεν ήθελα τίποτε άλλο! Τα καλύτερα φαγητά δεν μπορούσαν να
αντικαταστήσουν εκείνη την πνευματική χαρά που ένοιωθα. Πετούσα από την χαρά
μου!».
Μετά
το Δημοτικό Σχολείο, ο Αρσένιος δεν θέλησε να πάει στο Γυμνάσιο, αλλά προτίμησε
να μάθει την τέχνη του ξυλουργού, για να μιμηθεί και σ’ αυτό τον Χριστό. Όταν
ήταν δεκαπέντε ετών, κάποιος συμπατριώτης του, προκειμένου να τον αποτρέψει από
την ασκητική ζωή, του μίλησε για την θεωρία του Δαρβίνου και προσπάθησε να τον
πείσει ότι δεν υπάρχει Θεός. Ζαλισμένος από λογισμούς ο Αρσένιος κατέφυγε στο
εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, όπου για πολλή ώρα έκανε μετάνοιες παρακαλώντας
τον Θεό να του φανερωθεί, για να στερεωθεί στην πίστη του. Κάποια στιγμή,
κατάκοπος από τις πολλές μετάνοιες, κάθισε να ξεκουραστεί και σκέφθηκε: «Ακόμη κι αν ο Χριστός ήταν απλώς ένας καλός
και δίκαιος άνθρωπος, όπως μου είπε ο συμπατριώτης μου, και οι Εβραίοι τον
θανάτωσαν από φθόνο, αξίζει και να πεθάνω γι’ Αυτόν». Μόλις έβαλε αυτόν τον
φιλότιμο λογισμό, παρουσιάστηκε μέσα σε φως ο Χριστός και του είπε: «Εγώ ειμί η Ανάστασις και η Ζωή. Ο πιστεύων
εις εμέ, κάν αποθάνη, ζήσεται». Τα ίδια λόγια διάβαζε και στο ανοιχτό
Ευαγγέλιο που κρατούσε ο Χριστός στο χέρι Του. Ύστερα από το θείο αυτό γεγονός,
δυναμωμένος στην πίστη, αύξησε ακόμη περισσότερο τους φιλότιμους αγώνες του.
Τα
δύσκολα χρόνια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, καθώς και τα πρώτα χρόνια του
Ανταρτοπολέμου, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1948, έμεινε στην Κόνιτσα ως προστάτης
της οικογενείας του, γιατί τα μεγαλύτερα αδέλφια του είχαν επιστρατευθεί.
Εργαζόταν φιλότιμα, με δεξιοτεχνία και σβελτάδα, ενώ με τον νου του έλεγε συχνά
την ευχή. Ήταν αφιλοκερδής και διακρινόταν για την ανεξικακία και την
ευσπλαχνία του προς όλους.
Κι
όταν στην συνέχεια υπηρέτησε σε εμπόλεμη κατάσταση την στρατιωτική του θητεία,
διακρίθηκε για το ήθος, την παλληκαριά και την αυτοθυσία του. Για να προφυλάξει
συστρατιώτες του, ιδίως οικογενειάρχες, συχνά αναλάμβανε δύσκολες αποστολές. «Καλύτερα, έλεγε, να σκοτωθώ μία φορά εγώ,
παρά να σκοτωθεί ο άλλος και ύστερα να με σκοτώνει η συνείδησή μου σε όλη μου
την ζωή». Με κίνδυνο της ζωής του και χάρη στην θερμή προσευχή του έσωσε
πολλές φορές συναδέλφους του από βέβαιο θάνατο. Ως ασυρματιστής του στρατού
έστελνε σήματα και καλούσε ενισχύσεις, και ως ασυρματιστής του Θεού καλούσε με
τις προσευχές του την «εξ ύψους δύναμιν». Κάποτε, ενώ οι αντάρτες τους είχαν
περικυκλώσει και οι σφαίρες έπεφταν βροχή, εκείνος όρθιος με τα χέρια
σταυρωμένα, προσευχόταν. Άλλοτε, μία σφαίρα σφηνώθηκε στην μικρή Αγία Γραφή που
είχε πάνω του και σώθηκε ως εκ θαύματος. Και άλλη φορά, καθώς έβγαινε χωρίς
κράνος από πρόχειρο οχύρωμα που παραχώρησε σε συστρατιώτες του, μία σφαίρα του
ξύρισε τα μαλλιά, χωρίς να τον τραυματίσει. Όσοι γύρω του αντιλαμβάνονταν τις
θαυμαστές επεμβάσεις του Θεού, έλεγαν: «Αυτός
ή άγιο έχει ή άγιος είναι»!
Σε
ηλικία είκοσι εννέα ετών, ο Αρσένιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος, για να
καταταγεί στο Αγγελικό Τάγμα των Μοναχών. Ποθώντας την ησυχαστική ζωή, αρχικά
επισκέφθηκε μερικά κελιά και έμεινε λίγους μήνες στο καθένα. Τελικά αποφάσισε
να πάει στην Ιερά μονή Εσφιγμένου, η οποία εκείνη την εποχή ήταν το πιο αυστηρό
Κοινόβιο. Ζήτησε από τον Ηγούμενο να παραμείνει για ένα διάστημα στο Μοναστήρι,
με σκοπό να προετοιμαστεί για την έρημο, και εκείνος τον δέχτηκε. Ύστερα,
μάλιστα από έξι μήνες, βλέποντας τον ζήλο του, του πρότεινε να γίνει
Μεγαλόσχημος. Ο Αρσένιος, όμως, δεν ένοιωθε τον εαυτό του άξιο, γι’ αυτό έλαβε
μόνον την ρασοευχή και ονομάστηκε Αβέρκιος.
Ως
αρχάριος μοναχός ο Αβέρκιος παρακολουθούσε με προσοχή τον εαυτό του, έκανε
φιλότιμη άσκηση και τηρούσε την υπακοή μέχρι θανάτου. Υποτασσόταν με μεγάλη
προθυμία όχι μόνο στον Ηγούμενο αλλά και σε κάθε αδελφό. Και όταν έβλεπε
μερικούς αδελφούς να δυσκολεύονται στην διακονία τους, με χαρά έτρεχε και τους
βοηθούσε. Πολλές φορές πηγαίνοντας από την μία διακονία στην άλλη, χωρίς να
παραλείπει και τα πνευματικά του καθήκοντα, είχε μία μόνον ώρα μέσα στο
εικοσιτετράωρο για ανάπαυση. Η καρδιά του, όμως, ήταν αναπαυμένη, καθώς
φτερούγιζε από αγάπη για τον Θεό και τους αδελφούς. Μέσα στο ευλογημένο αυτό
Κοινόβιο ο μοναχός Αβέρκιος έζησε τρία χρόνια κάνοντας υπέρ φύσιν ασκητικούς
αγώνες, αλλά και γευόμενος άφθονη την θεία παρηγοριά. Μία φορά που είχε
εξαντλήσει όλες τις δυνάμεις του, του συνέβη ένα θείο γεγονός που, όπως έλεγε
αργότερα ο ίδιος, «τον έθρεψε πνευματικά
για δέκα χρόνια». Ενώ προσευχόταν όρθιος την νύχτα, ξαφνικά τον περιέλουσε
ένα ουράνιο φως. Από τα μάτια του έτρεχαν «ασταμάτητα
γλυκά δάκρυα» και μία θεία αγαλλίαση τον πλημμύρησε.
Μετά
από τρία χρόνια υπακοής και προόδου στην αρετή, αφού «είχε βγάλει πλέον τα πνευματικά φτερά», πήρε από τον Ηγούμενο
ευλογία να αναχωρήσει στην έρημο, για να ζήσει την ποθητή του ησυχαστική ζωή.
Συνάντησε, όμως, εμπόδια από τον εκπρόσωπο της Μονής Εσφιγμένου, ο οποίος δεν
ήθελε να φύγει από το Μοναστήρι ένας τόσο χρήσιμος αδελφός. Τότε ο ενάρετος
γέροντας Κύριλλος της Καλύβης των Εισοδίων της Κουτλουμουσιανής Σκήτης, που τον
είχε ήδη δεχτεί ως υποτακτικό, τον συμβούλεψε να πάει στην ιδιόρρυθμη τότε Μονή
Φιλοθέου, όπου ζούσε ο Φαρασιώτης και συγγενής του Προηγούμενος Συμεών. «Εκεί, του είπε, μπορείς να ζεις πιο
ασκητικά, αθόρυβα, και εγώ θα σε παρακολουθώ».
Έτσι
πήγε στην Μονή Φιλοθέου (το 1956), όπου μετά από έναν χρόνο τον έκειραν
σταυροφόρο μοναχό και του έδωσαν το όνομα Παΐσιος. Οι επίτροποι της Μονής του
ανέθεσαν το υπεύθυνο και κοπιαστικό διακόνημα του δοχειάρη και του τραπεζάρη,
με πολύ μόχθο προσπαθούσε να ανταποκριθεί μόνος του στις απαιτήσεις του
διακονήματος, επειδή δεν ήθελε να πάρει λαϊκούς ως βοηθούς, για να μην τον
διακόπτουν από την νοερά εργασία της προσευχής. Λόγω της διακονίας του ερχόταν
κάθε μέρα σε επικοινωνία με όλους τους Πατέρες της Μονής, με τους εργάτες και
με τους φτωχούς που κατέφυγαν στο Μοναστήρι. Σε όλους αυτούς μοίραζε με υπομονή
και αγάπη τα τρόφιμα, προσπαθώντας να αναπαύσει τις ανάγκες τους. Ο ίδιος είχε
περιορίσει τις ανάγκες του στο ελάχιστο. Κάθε μέρα έκανε ενάτη και την νύχτα
αγρυπνία, ενώ συχνά έκανε τριήμερα. Τρεφόταν, όμως, πνευματικά, καθώς είχε την
ευκαιρία και την ευλογία να επικοινωνεί με αγίους Γέροντες ερημίτες. Το
πνευματικό τους μέλι γλύκαινε την ψυχή του και μέσα του άναβε όλο και
περισσότερο ο πόθος της ερημικής ζωής. Αλλά και πάλι το σχέδιο του Θεού ήταν
άλλο για τον αγαθό δούλο Του. Ενώ ήταν έτοιμος να φύγει για την έρημο των
Κατουνακίων, η Παναγία τον πληροφόρησε ότι το θέλημα του Θεού δεν ήταν να πάει
στα ερημικά Κατουνάκια, αλλά στην πατρίδα του την Κόνιτσα, στην ερειπωμένη και καμένη
από τους Γερμανούς Ιερά Μονή Στομίου. Σαν σε τηλεόραση είδε από την μια μεριά
τα Κατουνάκια και από την άλλη την Μονή Στομίου. Αμέσως με λαχτάρα στράφηκε
προς τα Κατουνάκια και τότε άκουσε την φωνή της Παναγίας να του λέει: «Δεν θα πας στα Κατουνάκια, θα πας στην Μονή
Στομίου».
Πήγε,
λοιπόν, στην Μονή Στομίου τον Αύγουστο του 1958 και παρέμεινε τέσσερα χρόνια.
Κατά το διάστημα αυτό, με κοπιαστική προσωπική εργασία και θυσίες, αλλά και με
την συμπαράσταση ευλαβών Κονιτσιωτών, ανακαίνισε το καμένο Μοναστήρι της
Παναγίας. Στο Στόμιο ο πατήρ Παΐσιος έζησε ως γνήσιος ασκητής και ως «καλός ποιμήν». Οι ασκητικοί του αγώνες
για την αγάπη του Χριστού ήταν υπερφυσική και η ποιμαντική του φροντίδα για
τους κατοίκους της Κόνιτσας ακατάπαυστη. Με την αγάπη του, την προσευχή του και
τις διακριτικές του ενέργειες κατόρθωσε να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία ογδόντα
περίπου οικογένειες, που είχαν παρασυρθεί από τους Προτεστάντες. Η πύλη του
Μοναστηριού ήταν πάντα ανοικτή για όλους και ο πατήρ Παΐσιος με πατρική στοργή
φρόντιζε, φιλοξενούσε, νουθετούσε και παρηγορούσε τους ανθρώπους που έφθαναν στο
Μοναστήρι μετά από δύσκολη ανάβαση δύο ωρών. Τον ίδιο δρόμο εκείνος τον έκανε
σε τρία τέταρτα, και μάλιστα τις περισσότερες φορές φορτωμένος. Άλλοτε ανέβαζε
υλικά για την ανακαίνιση της Μονής, άλλοτε κατέβαινε νύκτα στην Κόνιτσα με
διάφορες ευλογίες, τις οποίες άφηνε αθόρυβα στις πόρτες φτωχών οικογενειών, όχι
μόνο Χριστιανών αλλά και Μουσουλμάνων. Όλοι απορούσαν πως αυτός «ο σκελετωμένος καλόγερος» μπορούσε με
λίγο τσάι και παξιμάδι, που ήταν η συνηθισμένη του τροφή, να εργάζεται τόσο
πολύ και παράλληλα να αγρυπνεί κάθε βράδυ και να ασκητεύει μέσα σε σπηλιές.
Ο
πατήρ Παΐσιος στο Στόμιο υπέμεινε μεγάλους πειρασμούς από τον μισόκαλο διάβολο,
ο οποίος βλέποντας να καρποφορούν οι φιλότιμοι αγώνες του έβαλε εμπόδια στο
έργο του. Αφημένος, όμως, ολοκληρωτικά στα χέρια του Θεού, κατάλαβε ότι έπρεπε
να εγκαταλείψει το «Περιβολάκι της
Παναγίας», όπως ονόμαζε την Μονή Στομίου, και προσευχήθηκε στον Θεό να του
αποκαλύψει το θέλημά του και να του δείξει «οδόν
εν η πορεύσεται».
Έτσι
τον Σεπτέμβριο του 1962 δέχθηκε σαν από το στόμα του Θεού την πρόταση να
μεταβεί στο Θεοβάδιστο Όρος Σινά. Έμεινε για λίγο στο Μοναστήρι της Αγίας
Αικατερίνης και στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο των Αγίων Γαλακτίωνος
και Επιστήμης, που απέχει μία ώρα περίπου από το Μοναστήρι. Εκεί, νήστις, ανυπόδητος
και μονοχίτων όπως οι παλαιοί ασκητές, αφιερωμένος στην αδιάλειπτη ευχή, έζησε
ζωή ισάγγελη, βίωσε υψηλές πνευματικές καταστάσεις και αξιώθηκε θείων
χαρισμάτων και αποκαλύψεων. Οι πολέμιοι δαίμονες τον πολεμούσαν με όλη τους την
μανία, αυτός, όμως, αγωνιζόμενος στον απαράκλητο εκείνο τόπο με πολλή προσοχή
και ταπείνωση «συνέτριψε του εχθρού την
έπαρσιν».
Η
ευαίσθητη καρδιά του, που φλεγόταν από αγάπη για τον Θεό, πονούσε και για τους
Βεδουίνους, οι οποίοι ζούσαν στην έρημο του Σινά με μεγάλη ανέχεια. Προσπαθούσε
να τους βοηθήσει, όσο μπορούσε, με τα λίγα χρήματα που εξασφάλιζε από το
εργόχειρό του-σκάλιζε ξύλινα εικονάκια. Σύντομα, όμως, αντιμετώπισε το δίλλημα:
«Ήρθα εδώ, για να βοηθώ τους Βεδουίνους ή για να κάνω προσευχή για όλον τον κόσμο;»
και αποφάσισε να περιορίσει την εργασία. Την ίδια μέρα που περιόρισε το
εργόχειρό του, πήγε κάποιος στο ασκητήριό του και του πρόσφερε σημαντικό
χρηματικό ποσό λέγοντας: «Πάρε αυτά τα χρήματα, για να βοηθάς τα Βεδουινάκια
και να μην βγαίνεις από το ασκητικό σου πρόγραμμα». Ο πατήρ Παΐσιος τα δέχθηκε
με πολλή συγκίνηση για την άμεση επέμβαση του Θεού και συνέχισε τελείως
απερίσπαστος την ασκητική ζωή του. Η κλονισμένη, όμως, υγεία του δεν του
επέτρεψε να χαρεί την χαρά της ησυχίας. Καθώς το υψόμετρο ήταν μεγάλο και η
ατμοσφαιρική πίεση χαμηλή, η δύσπνοια από την έλλειψη οξυγόνου τον δυσκόλευε
πολύ. Οι απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο-την
ημέρα έκανε πολλή ζέστη και το βράδυ πολύ κρύο-επιβάρυναν το πρόβλημα που ήδη
είχε στους πνεύμονες. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να αφήσει «την γλυκειά έρημο του Σινά» και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος
(1964).
Αυτήν
την φορά εγκαταστάθηκε στην Ιβηρίτικη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όπου δέχθηκε
κοντά του κάποιους νέους οι οποίοι επιθυμούσαν να γίνουν μοναχοί. Το καλοκαίρι
του 1966, επειδή η κατάσταση της υγεία του επιδεινώθηκε, ο Γέροντας Παΐσιος
κατέβηκε στην Θεσσαλονίκη για εξετάσεις, οι οποίες έδειξαν ότι πρέπει να
χειρουργηθεί στους πνεύμονες, και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου
Ελλάδος. Τότε τον γνώρισαν και μερικές νέες, οι οποίες ήθελαν από χρόνια να
ιδρύσουν Μοναστήρι, αλλά συναντούσαν δυσκολίες. Οι νέες αυτές τον επισκέπτονταν
καθημερινά και έδωσαν το αίμα που χρειάστηκε για την εγχείρηση. Από τότε ο
Γέροντας τις θεωρούσε αδελφές του και ανέλαβε να τις βοηθήσει. Βρήκε τον τρόπο,
για να χτισθεί το Μοναστήρι, και σε έναν χρόνο εγκαταστάθηκαν οι πρώτες
Αδελφές. Έτσι ιδρύθηκε το Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην
Σουρωτή Θεσσαλονίκης, το οποίο ο Γέροντας Παΐσιος βοηθούσε πνευματικά μέχρι την
κοίμησή του.
Επιστρέφοντας
ο Γέροντας στο Άγιος Όρος, αναζήτησε «καλύβη
στο ξηρότερο μέρος του Αγίου Όρους». Εγκαταστάθηκε στα Κατουνάκια, όπου
παρά την κλονισμένη υγεία του, συνέχισε το αυστηρό ασκητικό του πρόγραμμα και ο
Θεός του έδινε άφθονη την θεία παρηγοριά. Κάποια φορά, μία ολόκληρη νύχτα
ουράνιο γλυκό φως γέμιζε το φτωχικό του κελλί. Ένιωθε να τον πλημμυρίζει η
Χάρις του Θεού και ο νους του να καταυγάζεται από τον θείο φωτισμό. Όταν
ξημέρωσε, το ηλιακό φως του φαινόταν σαν το φως του φεγγαριού.
Ύστερα
από ένα χρόνο (το 1968) ο Γέροντας, κάνοντας υπακοή στην Ιερά Κοινότητα, μετέβη
στην τότε ιδιόρρυθμη Μονή Σταυρονικήτα, για να βοηθήσει στην μετατροπή της σε
Κοινοβιακή. Με αγάπη και θυσίες βοήθησε στην πνευματική θεμελίωση της νέας
Αδελφότητος στηρίζοντας πνευματικά τους νέους μοναχούς. «Έχουμε τρόπον τινά επιστρατευθεί, έγραφε σε επιστολή του. Τρία άτομα
σχεδόν κρατούμε ολόκληρο Μοναστήρι. Από Προϊστάμενοι μέχρι καθαριστές, δια να
οργανωθούν τα διακονήματα. Ο ένας υποτακτικός μου έγινε Ηγούμενος και, αφού
τακτοποιηθούν τα πράγματα, εγώ θα μείνω σε καμιά καλύβη στην περιοχή της Μονής».
Εκείνη
την περίοδο είχε την ευλογία να μείνει για μία εβδομάδα κοντά στον Γέροντά του
Παπά-Τύχωνα, στο Σταυρωνικητιανό Καλύβι του Τιμίου Σταυρού, για να τον
φροντίσει στις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Δύο ημέρες πριν από την κοίμησή
του ο Παπά-Τύχων του είπε: «Εάν εσύ
καθίσεις στο Κελλί αυτό, εγώ θα έχω χαρά, αλλά όπως θέλει ο Θεός, παιδί μου».
Πράγματι, τον Μάρτιο του 1969, ο Γέροντας εγκαταστάθηκε στο Καλύβι του
Παπά-Τύχωνα, όπου απαλλαγμένος από τις μέριμνες του Κοινοβίου δόθηκε και πάλι
στην ζωή της ησυχίας, στην άσκηση και στην προσευχή για τον ταλαιπωρημένο
κόσμο.
Στο
Καλύβι του Τιμίου Σταυρού έμεινε 10 χρόνια. Εκεί ένιωσε το πατρικό χάδι του Αγίου
Αρσενίου, ο οποίος τον επισκέφθηκε, μόλις τελείωσε την συγγραφή του βίου του,
και τον άφησε «με μία ανέκφραστη
γλυκύτητα και αγαλλίαση ουράνια στην καρδιά του». Εκεί δέχτηκε την επίσκεψη
της Αγίας Ευφημίας, η οποία τον γέμισε με ουράνια ευφροσύνη. Εκεί είδε τον
Χριστό και αλλοιωμένος από το άρρητο κάλλος Του έγραψε σε επιστολή του: «Θα άξιζε να κάνει κανείς, εάν μπορούσε,
όλους τους αγώνες που έκαναν όλοι οι ασκητές από τον πρώτο αιώνα μέχρι τον
εικοστό, για να δει τον Χριστό, όχι για πάντα στον Παράδεισο, αλλά έστω για ένα
λεπτό». Πολλές φορές από την θερμότητα της θείας Χάριτος που τον πλημμύριζε
λύγιζε σαν το κερί και έλεγε: «Χριστέ
μου, ελάττωσε λίγο την αγάπη σου, γιατί δεν αντέχω».
Πόθος
του Γέροντος Παϊσίου ήταν να ζήσει στην αφάνεια. Πάντοτε επιθυμούσε έναν
μακρινό τόπο, στον οποίο να χαθεί, να εξαφανιστεί. «Εύχομαι και επιδιώκω, έγραφε, έναν άγνωστο τόπο, για να ζήσω άγνωστος
ανάμεσα σε αγνώστους, για να γνωρίσω πιο πολύ την αχαριστία μου και την αμαρτία
μου και να πλησιάσω και να γνωρίσω τον Θεό από πιο κοντά, για να διαλυθώ
τελείως από την μεγάλη Του αγάπη». Όμως, «άλλαι αι βουλαί του Κυρίου». Ήδη η πολιτεία του είχε γίνει γνωστή
και έξω από το Άγιον Όρος. Συχνά προσκυνητές χτυπούσαν το καμπανάκι του, έστω
κι αν διάβαζαν στην πόρτα του: «Σημειώστε
στο χαρτί τι θέλετε να συζητήσουμε και βάλτε το μέσα στο κουτί. Περισσότερο θα
ωφεληθείτε από την προσευχή παρά από την αργολογία».
Τα
τελευταία δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του ο Γέροντας Παΐσιος έμεινε στο Κελλί «Παναγούδα». Εκεί, ύστερα από θεία
πληροφορία, αφιερώθηκε πλέον στην διακονία του λαού του Θεού. Είχε ξεχειλίσει
το πνευματικό μέλι των χαρισμάτων που του έδωσε ο Θεός, και εκείνος, ως καλός
οικονόμος, το πρόσφερε πλούσια σε όποιον τον πλησίαζε. Την νύχτα την αφιέρωνε
στην προσευχή και την ημέρα δεχόταν όσους κατέφευγαν στο Καλύβι του. Γινόταν «τα πάντα τοις πάσι», για να οδηγήσει
ψυχές στην σωτηρία. Έγραφε σε επιστολή του: «Κόσμος πολύς, κουρασμένος, βασανισμένος. Ψυχές τραυματισμένες. Άνθρωποι
με σοβαρά θέματα που έχουν πραγματική ανάγκη και αγαθή διάθεση… Πολλοί
άνθρωποι, πολύς κόπος, αλλά ο Χριστός και η Παναγία με τους Αγίους με κρατάνε
στο πόδι. Πρέπει να μπορώ πάντα. Μπορώ-δεν μπορώ πρέπει να μπορώ». Βοηθούσε
μεγάλους και μικρούς κληρικούς και λαϊκούς. Με το διορατικό του χάρισμα έβλεπε
καρδιές ανθρώπων, με τον θείο φωτισμό καθοδηγούσε, με την αγία του απλότητα
ξεκούραζε, με την πατρική του στοργή παρηγορούσε, με το ιαματικό του χάρισμα
θεράπευε σωματικές και ψυχικές ασθένειες. Ξεχείλιζε από πνευματική αγάπη και θα
ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να μοιράσει σε όλον τον κόσμο «την καιομένην υπέρ απάσης της κτίσεως» καρδιά του.
Το
διάστημα αυτό, καθώς έβλεπε να λιγοστεύει όλο και περισσότερο το αγωνιστικό και
ασκητικό πνεύμα, θέλησε από αγάπη για τους μοναχούς αλλά και για όλους τους
πιστούς, να διασώσει βίους παλαιών Αγιορειτών Πατέρων αγωνιστών, τους οποίους πρώτα
ο ίδιος είχε μιμηθεί. Έτσι έγραψε την βιογραφία του Γέροντος Χατζή-Γεώργη και
το βιβλίο «Αγιορείται Πατέρες και
Αγιορείτικα».
Τους
τελευταίους οχτώ μήνες της επιγείου ζωής του-από τον Νοέμβριο του 1993 μέχρι
τις αρχές Ιουλίου του 1994- ο Γέροντας Παΐσιος λόγω της ασθένειας του καρκίνου
και της εξελίξεώς της παρέμεινε στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου
στην Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Οι οδυνηροί πόνοι που υπέμεινε το διάστημα αυτό,
έλεγε πως τον ωφέλησαν όσο δεν τον ωφέλησαν όλοι οι ασκητικοί αγώνες της ζωής
του. Λίγες ημέρες πριν από την κοίμησή του εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί στο
Ησυχαστήριο, όπως φαίνεται και από τους απλούς στίχους που έγραψε και
χαράχτηκαν κατά την επιθυμία του σε μικρή μαρμάρινη πλάκα επάνω στον τάφο του.
Επίσης, ζήτησε η Εξόδιος Ακολουθία να τελεσθεί από τον εφημέριο του
Ησυχαστηρίου στο Παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων και να παρευρεθεί σ’ αυτήν μόνον η
Αδελφότητα. Επιθυμία του, τέλος, ήταν να μην γίνει ποτέ η εκταφή του.
Ο
Γέροντας Παΐσιος εκοιμήθη εν Κυρίω την ενδεκάτη πρωινή ώρα της 12ης
Ιουλίου του 1994. Το βράδυ τελέσθηκε Αγρυπνία και αμέσως μετά την Θεία
Λειτουργία η Εξόδιος Ακολουθία. Ετάφη πίσω από το Ιερό του Ναού του Αγίου
Αρσενίου.
Μετά
την κοίμησή του, άνθρωποι κάθε ηλικίας προστρέχουν στον τάφο του, για να
αντλήσουν βοήθεια, δύναμη και παρηγοριά. Κάποιοι αφήνουν εκεί γράμματα με τα
οποία ζητούν την προς τον Θεός μεσιτεία του ή εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους
για την βοήθειά του. Πολλοί είναι εκείνοι που αποφασίζουν να αγωνιστούν «τον καλόν αγώνα» έχοντας ως βοήθεια τις
διδαχές του: Απλοποίηση της ζωής, καλή ανησυχία, μετάνοια και εξομολόγηση,
καλλιέργεια καλών λογισμών, αγάπη και ταπείνωση, φιλότιμο, αρχοντιά και θυσία.
Άνθρωποι που τον είχαν γνωρίσει και άλλοι που δεν τον συνάντησαν ποτέ, αλλά τον
γνώρισαν από κάποιο βιβλίο ή από κάποια θαυμαστή παρουσία στην ζωή τους, όλοι
ομολογούν ότι τον αισθάνονται να βρίσκεται κοντά τους και να πρεσβεύει γι’
αυτούς στον Θεό.
Την ευχή του να έχουμε.
Αμήν!
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
''Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολογος''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου