ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ
Πρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Καλλιανού
Στον παπα-Διονύσιο Τάτση και στον Γέροντα Μωϋσή τον Αγιορείτη, ευχαριστία
Τον
Γέροντα Παΐσιο είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω από δύο αδελφούς καί
πατέρες. Τον οσιολογιώτατο μοναχό καί Λόγιο Αγιορείτη, τον π. Μωϋσή,
στ ου οποίου τη φιλόξενη καλύβι, την κειμένη απέναντι από την καλύβη
του οσίου Γέροντος, πάλιν καί πολλάκις είχα αβραμιαίως φιλοξενηθεί,
καί από τον ακρίτα ιεροδιδάσκαλο καί λόγιο, τον π. Διονύσιο Τάτση
ύστερα από τη μελέτη του θαυμάσιου βιβλίου του, «Αθωνικό Ημερολόγιο».
Καί λέω ότι τον γνώρισα, γιατί αυτοί οι δύο αδελφοί με προέτρεψαν να
τον επισκεφθώ, τόσο με τον γαλήνιο καί πειστικό λόγο του ό πρώτος,
όσο καί με τα γραφόμενά του ό δεύτερος.
Οί ημέρες κατά τίς όποιες επισκέφθηκα τον Γέροντα ήταν καί τίς δύο φορές θερινές, κάπου σιμά στις αρχές του Σεπτεμβρίου, την πρώτη φορά, καί στις αρχές Ιουλίου ή επομένη, σε ώρες άπομεσήμερες, δροσερές. Το σημειώνω δε αυτό, γιατί θέλω να θυμίσω στον αναγνώστη μου καί, στον πιο τακτικό από τον υποφαινόμενο, επισκέπτη του Γέροντα, εκείνο το απέριττο, αλλά τόσο ελκυστικό «υπαίθριο αρχονταρίκι».
Ό καλός Γ. Μωυσής μου έδειξε το μονοπάτι πού κατέβαινε από την καλύβη του προς το χείμαρρο, τον όποιο περνούσες με μια λιτή ξύλινη γέφυρα. Μετά ανηφόριζες κι έφτανες στο συρματοπλεγμένο χώρο τής Παναγούδας.
"Η απόσταση ήταν σχετικά μικρή" ή αγωνία μονάχα μεγάλωνε, καθώς τα προβλήματα πού πίεζαν εκείνες τίς μέρες την ψυχή είχαν σχηματίσει μέσα μου ένα περίεργο κουβάρι, πού εξάπαντος ήθελε ξεμπέρδεμα.
Στο δρόμο θυμόμουν τα οσα είχε γράψει ό παπα - Διονύσιος στο «Ημερολόγιο», το όποιο μάλιστα είχα διαβάσει στην Χαλκίδα, όπου με συντρόφευε ένα χειμωνιάτικο βράδυ καί, για να πω την αλήθεια, μου ξαπόστασε πολύ την ψυχή, αλλά καί μου κίνησε την περιέργεια, ώστε, όταν βρεθώ στο Όρος, να πάω να συναντήσω τον Γέροντα. Όπως έγινε με τη βοήθεια τής Παναγίας καί την προτροπή του Γ. Μωϋσή. Πόσο τον ευγνωμονώ, αυτόν τον φιλότιμο μοναχό!
Ή πρώτη αυτή επίσκεψη, επίσκεψη γνωριμίας, μου έδωσε την εντύπωση πώς τον Γέροντα τον γνώριζα πολλά χρόνια. Απλός, καταδεκτικός, χωρίς σιδερωμένο ζωστικό καί επιτηδευμένο ύφος ακούει ότι του λες καί χαμογελά. Όχι, δεν είναι το χαμόγελο του φτιασιδωμένο η «προετοιμασμένο», ούτε φορά τη μάσκα της ειρωνείας η του καθωσπρεπισμού του κόσμου, ώστε να σε φέρει σε αδιέξοδο καί να εκτραπεί ή κουβέντα. Ό Γέροντας ομιλεί ως το μικρό παιδί ήσυχα, παραμυθητικά, στέρεα καί πιο πολύ οικεία. Γίνεται ό δικός σου άνθρωπος αμέσως, καταργώντας σε ελάχιστο χρόνο τίς χαώδεις αποστάσεις. Γι' αυτό καί κατά τη διάρκεια της κουβέντας του ανοίγεσαι. Καί με το άνοιγμα αυτό παρατηρείς ότι γίνεσαι ξαφνικά ό προσεκτικός ερευνητής της ψυχής σου, στην οποία, στη συνέχεια, οδηγείς μέσα της τον Γέροντα, δείχνοντας του τις σκοτεινές πλευρές της, αλλά καί τα γρανιτώδη εμπόδια, ώστε να εισέλθει το φως του Θεού καί να τα καταυγάσει όλα. Εκείνος ακούει προσεκτικά, παίζει στα χέρια του κάποιο αντικείμενο καί σε ανύποπτο χρόνο, όταν ανεβαίνει το θερμόμετρο της ψυχοσωματικής κόπωσης, σε διακόπτει. Ξέρει γιατί. Για ν' αποφορτίσει τη συζήτηση. Για να πάρεις νέο οξυγόνο στα πνευμόνια σου, να λαμπικαριστεί ό εγκέφαλος καί να βρει ή καρδιά σου το χαμένο της μονοπάτι: της παραμυθίας καί της ειρήνης.
Όμως πολύ μάκρυνε ό θεωρητικός μου λόγος κι ίσως να μην προφτάσω να καταθέσω τίς προσωπικές μου εμπειρίες, τίς όποιες έχω καταγράψει στο σημειωματάριο μου καί τώρα τίς προσφέρω, κατά το δυνατόν επεξεργασμένες. Χωρίς φυσικά να διεκδικώ τίποτε περισσότερο από τίς ευχές καί πρεσβείες του Γέροντα.
Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1992. Ώρα 5 απογευματινή. Τα μεγάλα δέντρα σκιάζουν τον τόπο στο υπαίθριο αρχονταρίκι. Είμαστε αρκετοί καί περιμένουμε. Μεταξύ αυτών κι ένας ανώτερος δικαστικός με το γιο του. Είχαν χάσει το δρόμο τους, έπεσαν σε κάποιο μονοπάτι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ό πατέρας, ό όποιος καί περίμενε τη σειρά του, γιατί ό γιος του, πού έπασχε από κάποιο ψυχικό νόσημα μόνο στο πρόσωπο του παππούλη, έτσι έλεγε τον Γέροντα, έβλεπε τον δικό του άνθρωπο. Γι' αυτό καί μόνον εκείνον άκουγε, εκείνον εμπιστευόταν, άπ' αυτόν περίμενε το λόγο - πυξίδα, για να πλεύσει στου βίου την θάλασσα. Καί εκείνος ό καλός πατέρας υπέμενε καί περίμενε, αν καί τραυματισμένος, αγόγγυστα τη σειρά του, γιατί ήξερε πού βρισκόταν καί τι ήθελε.
Ή σειρά μου ήλθε υστέρα από ώρα. Νύχτωσε κιόλας. Ίσκιοι μαζεύονταν εκεί γύρω. Όμως ή καλή συντροφιά των αγνώστων φίλων, ή καλύβη του γ. Μωϋσή πού αντίκριζα πιο πάνω, ή χαριτωμένη μορφή του Γέροντα καί γενικά ή ευκατάνυκτη ατμόσφαιρα, εξουδετέρωναν κάθε ανησυχία.
Όταν του μίλησα για τα προβλήματα τα όποια με απασχολούσαν, στα χέρια του έπαιζε ένα φακό μπαταρίας, καινούργιο καί πρωτότυπο.
Σε κάποια στιγμή στάθηκε καί με κοίταξε. καί με ύφος φυσικό μου είπε πολύ απλά: - Τον θέλεις; - Έχω, Γέροντα, του είπα καί του έδειξα τον δικό μου. Αυτή δε τη διακοπή αργότερα την κατάλαβα, γιατί την είπε. Με αποφόρτισε από την αγχωτική κατάσταση, στην οποία βρισκόμουν. Με άφησε να ηρεμήσω κι αμέσως μου μίλησε λέγοντας περίπου τα εξής: «Οι άνθρωποι πού έχουν δίκιο θέλουν καί καλά καί σώνει να έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους. Κι αν δεν τους φτάνει, τότε δεν γυρεύουν τη δικαιοσύνη του Θεού, αλλά πηγαίνουν στα κοσμικά δικαστήρια να τη βρουν. Όποιος δε μας πειράξει, να μη λέμε ποτέ, «ό Θεός να τον πληρώσει», γιατί ό Θεός πληρώνει πολύ ακριβά. Απλώς να συγχωρούμε καί να μη μιλάμε πολύ. Ό Θεός, σ' εκείνον πού σιωπά, μιλάει περισσότερο καί τον ευεργετεί».
Όσον άφορα δε το πρόβλημα μου, για το όποιο τον παρακάλεσα να προσευχηθεί, γιατί βρισκόμουν σε μεγάλη ένταση εκείνον τον καιρό, σύντομα πέρασε καί λύθηκε. Το λέω αυτό με βαθύτατη συγκίνηση καί το εμφανίζω για πρώτη φορά, μια καί το 'φερε ή περίσταση να γράψω για την όσιακή αυτή μορφή των καιρών μας. Πάντως, κι έτσι λέω να κλείσω μ' αυτό, στο νου μέχρι σήμερα έμεινε ό σημαδιακός του λόγος «Έ, καί να μη σκέφτεσαι πάντα την καταστροφή...... Δεν ήταν τυχαίος
ό λόγος εκείνος ούτε καί χωρίς τη σημασία του. Γιατί όσο περνούν τα χρόνια όλο καί πιο πολύ διαπιστώνω αυτή μου την ατέλεια, την οποία δεν κρύβω, ωστόσο πασχίζω να υπερβώ βάζοντας στη ζυγαριά της συνείδησης μου τον στερνό το λόγο πού μου είπε ό Γέροντας, όταν τον συνάντησα τη δεύτερη καί τελευταία φορά (Παρασκευή 16 Ιουλίου 1993), για να τον ευχαριστήσω καί να του ζητήσω να ευχηθεί, ώστε να μη σκέφτομαι η να ενεργώ αρνητικά.
«Υπομονή. Ό Χριστός κάνει τόση υπομονή ακούγοντας τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων, οπού ό κάθε ένας έχει το παράπονο του. Υπομονή καί προσευχή».
Αυτά μου είπε. Αργότερα, όταν έμαθα πώς, την ώρα πού μας παραμυθούσε καί ενίσχυε, ήταν βαριά άρρωστος, πραγματικά ντράπηκα. Γιατί κατάλαβα πώς την πραγματική υγεία εκείνος την είχε, καθώς καί την αντοχή. Εμείς, μόνο τίς δικαιολογίες καί τίς υπεκφυγές μας κουβαλούσαμε, οι υγιείς άρρωστοι καί μπερδεμένοι σε πλήθος μερίμνων.
Με βαθύτατο σεβασμό γονατίζω στον τάφο του καί προσεύχομαι, όπως ένα πλήθος φιλόθεων ψυχών, πού περισσώς έλαβαν τίς ευεργεσίες του.
Ευχου, Γέροντα, όπως τότε, όπως πάντα... Το ξέρεις πόση ανάγκη το ' χουμε....
Οί ημέρες κατά τίς όποιες επισκέφθηκα τον Γέροντα ήταν καί τίς δύο φορές θερινές, κάπου σιμά στις αρχές του Σεπτεμβρίου, την πρώτη φορά, καί στις αρχές Ιουλίου ή επομένη, σε ώρες άπομεσήμερες, δροσερές. Το σημειώνω δε αυτό, γιατί θέλω να θυμίσω στον αναγνώστη μου καί, στον πιο τακτικό από τον υποφαινόμενο, επισκέπτη του Γέροντα, εκείνο το απέριττο, αλλά τόσο ελκυστικό «υπαίθριο αρχονταρίκι».
Ό καλός Γ. Μωυσής μου έδειξε το μονοπάτι πού κατέβαινε από την καλύβη του προς το χείμαρρο, τον όποιο περνούσες με μια λιτή ξύλινη γέφυρα. Μετά ανηφόριζες κι έφτανες στο συρματοπλεγμένο χώρο τής Παναγούδας.
"Η απόσταση ήταν σχετικά μικρή" ή αγωνία μονάχα μεγάλωνε, καθώς τα προβλήματα πού πίεζαν εκείνες τίς μέρες την ψυχή είχαν σχηματίσει μέσα μου ένα περίεργο κουβάρι, πού εξάπαντος ήθελε ξεμπέρδεμα.
Στο δρόμο θυμόμουν τα οσα είχε γράψει ό παπα - Διονύσιος στο «Ημερολόγιο», το όποιο μάλιστα είχα διαβάσει στην Χαλκίδα, όπου με συντρόφευε ένα χειμωνιάτικο βράδυ καί, για να πω την αλήθεια, μου ξαπόστασε πολύ την ψυχή, αλλά καί μου κίνησε την περιέργεια, ώστε, όταν βρεθώ στο Όρος, να πάω να συναντήσω τον Γέροντα. Όπως έγινε με τη βοήθεια τής Παναγίας καί την προτροπή του Γ. Μωϋσή. Πόσο τον ευγνωμονώ, αυτόν τον φιλότιμο μοναχό!
Ή πρώτη αυτή επίσκεψη, επίσκεψη γνωριμίας, μου έδωσε την εντύπωση πώς τον Γέροντα τον γνώριζα πολλά χρόνια. Απλός, καταδεκτικός, χωρίς σιδερωμένο ζωστικό καί επιτηδευμένο ύφος ακούει ότι του λες καί χαμογελά. Όχι, δεν είναι το χαμόγελο του φτιασιδωμένο η «προετοιμασμένο», ούτε φορά τη μάσκα της ειρωνείας η του καθωσπρεπισμού του κόσμου, ώστε να σε φέρει σε αδιέξοδο καί να εκτραπεί ή κουβέντα. Ό Γέροντας ομιλεί ως το μικρό παιδί ήσυχα, παραμυθητικά, στέρεα καί πιο πολύ οικεία. Γίνεται ό δικός σου άνθρωπος αμέσως, καταργώντας σε ελάχιστο χρόνο τίς χαώδεις αποστάσεις. Γι' αυτό καί κατά τη διάρκεια της κουβέντας του ανοίγεσαι. Καί με το άνοιγμα αυτό παρατηρείς ότι γίνεσαι ξαφνικά ό προσεκτικός ερευνητής της ψυχής σου, στην οποία, στη συνέχεια, οδηγείς μέσα της τον Γέροντα, δείχνοντας του τις σκοτεινές πλευρές της, αλλά καί τα γρανιτώδη εμπόδια, ώστε να εισέλθει το φως του Θεού καί να τα καταυγάσει όλα. Εκείνος ακούει προσεκτικά, παίζει στα χέρια του κάποιο αντικείμενο καί σε ανύποπτο χρόνο, όταν ανεβαίνει το θερμόμετρο της ψυχοσωματικής κόπωσης, σε διακόπτει. Ξέρει γιατί. Για ν' αποφορτίσει τη συζήτηση. Για να πάρεις νέο οξυγόνο στα πνευμόνια σου, να λαμπικαριστεί ό εγκέφαλος καί να βρει ή καρδιά σου το χαμένο της μονοπάτι: της παραμυθίας καί της ειρήνης.
Όμως πολύ μάκρυνε ό θεωρητικός μου λόγος κι ίσως να μην προφτάσω να καταθέσω τίς προσωπικές μου εμπειρίες, τίς όποιες έχω καταγράψει στο σημειωματάριο μου καί τώρα τίς προσφέρω, κατά το δυνατόν επεξεργασμένες. Χωρίς φυσικά να διεκδικώ τίποτε περισσότερο από τίς ευχές καί πρεσβείες του Γέροντα.
Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1992. Ώρα 5 απογευματινή. Τα μεγάλα δέντρα σκιάζουν τον τόπο στο υπαίθριο αρχονταρίκι. Είμαστε αρκετοί καί περιμένουμε. Μεταξύ αυτών κι ένας ανώτερος δικαστικός με το γιο του. Είχαν χάσει το δρόμο τους, έπεσαν σε κάποιο μονοπάτι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ό πατέρας, ό όποιος καί περίμενε τη σειρά του, γιατί ό γιος του, πού έπασχε από κάποιο ψυχικό νόσημα μόνο στο πρόσωπο του παππούλη, έτσι έλεγε τον Γέροντα, έβλεπε τον δικό του άνθρωπο. Γι' αυτό καί μόνον εκείνον άκουγε, εκείνον εμπιστευόταν, άπ' αυτόν περίμενε το λόγο - πυξίδα, για να πλεύσει στου βίου την θάλασσα. Καί εκείνος ό καλός πατέρας υπέμενε καί περίμενε, αν καί τραυματισμένος, αγόγγυστα τη σειρά του, γιατί ήξερε πού βρισκόταν καί τι ήθελε.
Ή σειρά μου ήλθε υστέρα από ώρα. Νύχτωσε κιόλας. Ίσκιοι μαζεύονταν εκεί γύρω. Όμως ή καλή συντροφιά των αγνώστων φίλων, ή καλύβη του γ. Μωϋσή πού αντίκριζα πιο πάνω, ή χαριτωμένη μορφή του Γέροντα καί γενικά ή ευκατάνυκτη ατμόσφαιρα, εξουδετέρωναν κάθε ανησυχία.
Όταν του μίλησα για τα προβλήματα τα όποια με απασχολούσαν, στα χέρια του έπαιζε ένα φακό μπαταρίας, καινούργιο καί πρωτότυπο.
Σε κάποια στιγμή στάθηκε καί με κοίταξε. καί με ύφος φυσικό μου είπε πολύ απλά: - Τον θέλεις; - Έχω, Γέροντα, του είπα καί του έδειξα τον δικό μου. Αυτή δε τη διακοπή αργότερα την κατάλαβα, γιατί την είπε. Με αποφόρτισε από την αγχωτική κατάσταση, στην οποία βρισκόμουν. Με άφησε να ηρεμήσω κι αμέσως μου μίλησε λέγοντας περίπου τα εξής: «Οι άνθρωποι πού έχουν δίκιο θέλουν καί καλά καί σώνει να έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους. Κι αν δεν τους φτάνει, τότε δεν γυρεύουν τη δικαιοσύνη του Θεού, αλλά πηγαίνουν στα κοσμικά δικαστήρια να τη βρουν. Όποιος δε μας πειράξει, να μη λέμε ποτέ, «ό Θεός να τον πληρώσει», γιατί ό Θεός πληρώνει πολύ ακριβά. Απλώς να συγχωρούμε καί να μη μιλάμε πολύ. Ό Θεός, σ' εκείνον πού σιωπά, μιλάει περισσότερο καί τον ευεργετεί».
Όσον άφορα δε το πρόβλημα μου, για το όποιο τον παρακάλεσα να προσευχηθεί, γιατί βρισκόμουν σε μεγάλη ένταση εκείνον τον καιρό, σύντομα πέρασε καί λύθηκε. Το λέω αυτό με βαθύτατη συγκίνηση καί το εμφανίζω για πρώτη φορά, μια καί το 'φερε ή περίσταση να γράψω για την όσιακή αυτή μορφή των καιρών μας. Πάντως, κι έτσι λέω να κλείσω μ' αυτό, στο νου μέχρι σήμερα έμεινε ό σημαδιακός του λόγος «Έ, καί να μη σκέφτεσαι πάντα την καταστροφή...... Δεν ήταν τυχαίος
ό λόγος εκείνος ούτε καί χωρίς τη σημασία του. Γιατί όσο περνούν τα χρόνια όλο καί πιο πολύ διαπιστώνω αυτή μου την ατέλεια, την οποία δεν κρύβω, ωστόσο πασχίζω να υπερβώ βάζοντας στη ζυγαριά της συνείδησης μου τον στερνό το λόγο πού μου είπε ό Γέροντας, όταν τον συνάντησα τη δεύτερη καί τελευταία φορά (Παρασκευή 16 Ιουλίου 1993), για να τον ευχαριστήσω καί να του ζητήσω να ευχηθεί, ώστε να μη σκέφτομαι η να ενεργώ αρνητικά.
«Υπομονή. Ό Χριστός κάνει τόση υπομονή ακούγοντας τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων, οπού ό κάθε ένας έχει το παράπονο του. Υπομονή καί προσευχή».
Αυτά μου είπε. Αργότερα, όταν έμαθα πώς, την ώρα πού μας παραμυθούσε καί ενίσχυε, ήταν βαριά άρρωστος, πραγματικά ντράπηκα. Γιατί κατάλαβα πώς την πραγματική υγεία εκείνος την είχε, καθώς καί την αντοχή. Εμείς, μόνο τίς δικαιολογίες καί τίς υπεκφυγές μας κουβαλούσαμε, οι υγιείς άρρωστοι καί μπερδεμένοι σε πλήθος μερίμνων.
Με βαθύτατο σεβασμό γονατίζω στον τάφο του καί προσεύχομαι, όπως ένα πλήθος φιλόθεων ψυχών, πού περισσώς έλαβαν τίς ευεργεσίες του.
Ευχου, Γέροντα, όπως τότε, όπως πάντα... Το ξέρεις πόση ανάγκη το ' χουμε....
Πρεσβύτερος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ
Πηγή: gero-paisios.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου