Μια συγκλονιστική μαρτυρία του Τσούμπεκα Κωνσταντίνου, Υποπτέραρχου ε.α (Αθήνα), που περιέχεται στο βιβλίο “Μαρτυρίες Προσκυνητών – Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης” (Νικολάου Ζουρνατζόγλου, Εκδόσεις “Αγιοτόκος Καππαδοκία”), σελ. 166 – 167:
Ήταν η 19η Δεκεμβρίου 1992 και πήγαμε, τέσσερεις συνάδελφοι, στο Άγιον Όρος για ένα τριήμερο. Με το παλιό ημερολόγιο ήταν του Αγίου Νικολάου. Αφού επισκεφθήκαμε κάποιον παππούλη που γιόρταζε, αποφασίσαμε να πάμε και στον πατέρα Παϊσιο.
Όταν φθάσαμε στο κελλί του, δεν υπήρχε ψυχή και υποθέσαμε πως ο παππούλης θα έλειπε. Αφού καθίσαμε και φιλευτήκαμε με ό,τι είχε στο τσίγκινο δισκάκι του, ξεκινήσαμε να φύγουμε. Τότε άνοιξε η πόρτα και, παρότι είμασταν και οι τέσσερεις με τα πολιτικά, ακούσαμε τον παππούλη να λέει: “Βρε, καλώς τα παιδιά, καλώς τους αεροπόρους!”. Ταραχθήκαμε, κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον και δεν πιστεύαμε στ’ αυτιά μας, πώς ήταν δυνατόν, χωρίς να φοράμε στολή, να μας αναγνωρίσει. Με χαρά μπήκαμε στο απλό δωμάτιό του, καθίσαμε στον πάγκο και συζητήσαμε περίπου μιάμιση ώρα.
Ξεκινήσαμε με τα στρατιωτικά θέματα. Είπαμε για την πολεμική μας αεροπορία, για τα αεροπλάνα που πετούσαν και τον ενοχλούσαν κατά τη διάρκεια της προσευχής του. Μιήσαμε για πολιτική, μιλήσαμε για τον Θεό, μιλήσαμε για πάρα πολλά πράγματα. Φτάσαμε στο Σκοπιανό, το θέμα που μας έκαιγε, και μας είπε ότι η κατάληξή του – το άφησε λίγο ασαφές – δε θα είναι εις βάρος μας, αλλά δε θα είναι και υπέρ ημών.
Διαβάστε το υπόλοιπο κείμενο »