Εἶναι καὶ μερικοί πού, ἐνῶ ἔχουν ὅλες τὶς προϋποθέσεις, μυαλό, ἐξυπνάδα κ.λπ., γιὰ νὰ προχωρήσουν, δὲν προσέχουν τίτούς λές. Μόλις τούς κάνης μία νύξη, «κατάλαβα»λένε καὶ σπεύδουν νὰ συμπληρώσουν.
Ἔρχονται στὸ Ὅρος ἐξυπνότατα παιδιά. Δείχνουν ὅτι πιάνουν ἀμέσως ὅ,τι τούς λές, ἀλλὰ πιάνουν ἀέρα, γιατί δὲν προσέχουν. Ἐνῶ ἄλλα μὲ λιγώτερη ἐξυπνάδα, προσέχουν, περιμένουνμὲ σύνεση νὰ ἀκούσουν καὶ τὰ παρακάτω, καὶ τούς μένουν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦν. Ἄλλα καταλαβαίνουν πολλά, μαζεύουν ἀπὸ ́δῶ-ἀπὸ ́κεῖ, γεμίζουν γνώσεις καὶ δὲν κάνουν τίποτε. Ἀχρηστεύουν τὸ μυαλό ποὺ τούς ἔδωσε ὁ Θεός, τὸ κουρκουτιάζουν. Ἔχουν μία ὑπερηφάνεια καὶ δὲν ἀφήνουν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ τὰ ἐπισκιάση. Ἐνῶ ἄλλα ποὺ δὲν ἔχουν πολύ μυαλό, πολύ ταπεινώνονται. Λένε: «Δὲν μοῦ κόβει» καὶ ξαναρωτοῦν: «Πῶς τὸ εἶπες αὐτό;», καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸ ἐφαρμόσουν. Ἔτσι χαριτώνονται καὶ προχωροῦν. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος συνήθως εἶναι πολυμαθής, ἐνῶ ὁ ἐγωιστής, ἐπειδή δὲν ταπεινώνεται νὰ ρωτήση, δὲν ἔχει γνώσεις. Ὁ Μέγας Ἀρσένιος115ἦταν ὁ πιὸ μορφωμένος σ ́ ὅλη τὴν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Ὁ Μέγας Θεοδόσιος τὸν εἶχε δάσκαλο στὰ παιδιά του, τὸν Ἀρκάδιο καὶ Ὀνώριο. Ὅταν ὅμως πῆγε στὴν ἔρημο γιὰ μοναχός, κάθησε κοντά στὸν Ἀββᾶ Μακάριο τὸν ἀγράμματο καὶ ἔλεγε: «Οὔτε τὸ ἀλφάβητο αὐτοῦ δὲν ξέρω»!–Γέροντα, πῶς θὰ γίνη νὰ μήν ἐξετάζη τὰ πράγματα κανεὶς μόνο μὲ τὸ μυαλό;–Τὸ μυαλό πρέπει νὰ τὸ δουλεύη σωστὰ. Νὰ τὸ δουλεύη στὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ, γιὰ νὰ βρῆ τὸν Θεό, ὄχι νὰ κάνη τὸ μυαλό τοῦ Θεό. Ὅσοι ἔχουν μυαλό, πρέπει νὰ εἶναι προχωρημένοι πνευματικά. Μία ματιά νὰ ρίξουν, καταλαβαίνουν. Ὅταν δουλεύη κανεὶς τὸ μυαλό, μπορεῖ νὰ βοηθήση τὸν ἄλλον, διαφορετικά, μπορεῖ νὰ τὸν βασανίση. Ἔχω ὕπ ́ὄψιν μου γεγονότα ἀπὸ λαϊκούς. Γνώρισα ἕνα παιδί ποὺ ἔμεινε ὀρφανό ἀπὸ πατέρα, μαζί μὲ τὰ τρία ἀδελφάκια του, καὶ ἡ μάνα τοῦ ξαναπαντρεύτηκε. Τὰ ὀρφανά δὲν εἶδαν ἀγάπη ἀπὸ τὴν μάνα οὔτε ἀπὸ τὸν πατρυιό τους. Τὸ ταλαίπωρο, ὅταν μεγάλωσε, ἄνοιξε ἕνα ἐμπορικό καὶ δούλευε. Μία φορά ἄκουσε ὅτι πέθανε κάποιος καὶ ἄφησε τρία ὀρφανά. Πόνεσε τὰ ὀρφανά καὶ εἶπε στὴν χήρα γυναίκα: «Θέλεις νὰ παντρευθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε σάν ἀδέλφια, γιὰ νὰ προστατεύσουμε αὐτὰ τὰ παιδιά;». Τὸ δέχθηκε ἐκείνη. Τώρα ζοῦν πνευματικά, διαβάζουν Συναξάρια, Φιλοκαλία, πᾶνε σὲ Μοναστήρια, ἔχουν Πνευματικό. Σκέφθηκε σωστὰ καὶ ἐνήργησε ἔτσι καὶ δέχθηκε τὴν θεία Χάρη. Ἀλλιῶς θὰ τοῦ ἔλεγε τὸ ταγκαλάκι: «Τώρα νὰ τὰ βασανίσης αὐτὰ τὰ παιδιά, ὅπως βασανίστηκες καὶ ἐσύ». Αὐτός δὲν πῆγε νὰ ἐκδικηθῆ μὲτὴν κακότητα, ἀλλὰ ἐκδικήθηκε μὲ τὴν καλωσύνη. Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὸ μυαλό τους στὸ καλό καὶ ἐφευρίσκουν καλά πράγματα καὶ ἄλλοι γιὰ καταστροφή. Εἶναι καὶ τὸ ταγκαλάκι ποὺ τούς βάζει.Βλέπουμε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἄβελ καὶ τοῦ Κάιν. Μήπως ὁ Θεὸς ἀλλιῶς ἔκανε τὸν Ἄβελ καὶ ἀλλιῶς τὸν Κάιν; Ὁ Ἄβελ ὅμως δούλεψε σωστὰ τὸ μυαλό ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Σκέφθηκε: «Ὁ Θεὸς μου ἔδωσε ὁλόκληρο κοπάδι, ἕνα ἀρνάκι νὰ μήν Τοῦ δώσω;». Καὶ πιάνει καὶ σφάζει τὸ καλύτερο ἀρνάκι. Ὁ Κάιν πῆρε σιτάρι μὲ σκύβαλα μαζί καὶ τὸ πρόσφερε θυσία στὸν Θεό. Ὁ ἕνας πρόσφερε τὸ καλό ἀρνί, ὁ ἄλλος ἄχρηστα σκύβαλα. Ἐντάξει, δὲν θέλεις νὰ προσφέρης ἕνα ἀρνάκι, πάρε τουλάχιστον λίγο καθαρό σιτάρι. Δυστυχῶς ὅμως παίρνει σιτάρι μαζί μὲ σκύβαλα καὶ τὸ καπνίζει. Τί προσφερε ὁ ἕνας, τί ὁ ἄλλος! Ὁ Θεὸς εὐαρεστήθηκε ἀπὸ τὴν θυσία τοῦ Ἄβελ. Ζήλεψε μετά ὁ Κάιν καὶ σκότωσε τὸν Ἄβελ. Ἔτσι ὁ Θεὸς πῆρε στὸν Παράδεισο τὸν Ἄβελ καὶ ὁ ἄλλος γύριζε σάν ἀγρίμι στὰ δάση. Φυσικά ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐλευθερία, ἀλλὰ ὁ Ἄβελ τὴν ἀξιοποίησε.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «ΜὲΠόνο καὶἈγάπη»-121
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου